Ένα άλλο στοιχείο της επικοινωνίας είναι ο διάλογος, ιδιαιτέρα για τα δύσκολα θέματα και τα δύσκολα συναισθήματα. Σε ένα βιβλίο, το Γεροντικό, συνάντησα ένα παράδειγμα που αναφέρεται στο εξής περιστατικό: Ήταν ένας γέροντας και είχε έναν υποτακτικό, και πήγαιναν στην έρημο. Εκεί που πήγαιναν λέει ο γεροντότερος στον υποτακτικό: «επειδή είμαι γέρος θ’ αργήσω. Πήγαινε εσύ μπροστά … και θα σε φτάσω». Εκεί που πήγαινε ο νέος συναντά στον δρόμο έναν Ιερέα των ειδώλων (ήταν 3ος ή 4ος αιώνας). Συνάντησε, λοιπόν, όχι έναν ειδωλολάτρη, αλλά τον Ιερέα των ειδώλων, ο οποίος κουβαλούσε ένα κιβώτιο. Μόλις τον βλέπει αρχίζει να τον βρίζει «…σατανά.. ειδωλολάτρη…» και παίρνει πέτρες και τον πετροβολούσε… Αφήνει ο ειδωλολάτρης κάτω το κιβώτιο και αφού αρπάζει τον νεαρό, τον κάνει τόπι στο ξύλο. Σε λίγο βαδίζοντας φτάνει ο ειδωλολάτρης τον γέροντα. Μόλις τον βλέπει ο γέροντας να κουβαλάει το κιβώτιο του λέει: «πολύ κοπιάζεις άνθρωπέ μου». Μόλις το ακούει αυτό ο ειδωλολάτρης του λέει: «για κάτσε ρε άνθρωπε, τι μου λες; Εγώ είμαι Ιερέας των ειδώλων, και συ Ιερέας των Χριστιανών και μου λες τέτοια κουβέντα; Τι άνθρωπος είσαι εσύ;» Και να μην σας τα πολυλογώ, παράτησε τα είδωλα και έγινε λέει ο γέροντας χριστιανός!
Έχουμε, λοιπόν, εδώ τη συνάντηση δυο κόσμων. Είναι αντίπαλοι. Και αντί να τον πετροβολήσει όπως έκανε ο νέος υποτακτικός, αντί να του δείξει την διαφορά του, του είπε ότι κοπιάζει, του έδειξε ότι αναγνωρίζει ό,τι κάτι κάνει• και βέβαια αυτό το έκανε σε ποιον; Στον εχθρό του! Εμείς είμαστε παντρεμένοι (ή και δεσμευμένοι) και όταν μιλάμε στον σύντροφό μας, μιλάμε για να του πούμε μόνο (!!!) τι πρέπει να αλλάξει και κυρίως τι δεν κάνει σωστό. Και όταν λέμε στον άλλο «άλλαξε εκείνο» θα αντιδράσει όπως ο ειδωλολάτρης. Θα προσπαθήσει να αλλάξει εμάς! Πώς; Με επίθεση. Όταν όμως του σώσουμε τον εγωισμό του, «ότι προσπαθεί να κάνει κάτι», από εκεί και μετά θα γίνει μία συζήτηση γύρω από το τι δεν πάει καλά, τι δεν καταφέρνουμε.
Αν κανείς δει τα πράγματα λίγο διαφορετικά αναπτύσσεται μία πιο βαθιά σχέση, και κατανοούμε πιο βαθιά τον εαυτό μας, και βιώνουμε μία άλλη άποψη για τη ζωή.
Ενώ λοιπόν προσπαθούμε, για την πολυπόθητη ευτυχία μας… έχουμε κάποια εμπόδια! Αυτά προκύπτουν επειδή 1) δυσκολευόμαστε να βάλουμε τα όρια στους γονείς μας. Δυσκολευόμαστε γιατί φοβόμαστε ότι αν δεν δείξουμε σεβασμό στους γονείς μας, αν δεν δεχτούμε την στήριξή τους, θα είναι σαν να τους διώχνουμε, σαν να τους λέμε ότι δεν τους θέλουμε. Όμως άλλο είναι να σέβεσαι τον γονιό σου, και άλλο να αποφασίζει εκείνος για σένα. Στην αρχή του γάμου όλα τα ζευγάρια έχουν δυσκολίες, είτε είναι οικονομικές, είτε προκύπτουν από την κοινή ζωή, δεν μπορούν, δηλαδή, να τα καταφέρουν στη σχέση. Ποια νοικοκυρά, 20 ή 25 χρονών ξέρει να μαγειρεύει όπως η μάνα της; Θα τα μάθει στη πορεία. Δεν χρειάζεται να είναι η μητέρα να μαγειρεύει για την κόρη, γιατί έτσι η κόρη δεν θα μάθει ποτέ!
2) Το άλλο εμπόδιο προκύπτει από δύο παράγοντες: α) από τη δυσκολία που έχουμε να επικοινωνήσουμε και β) από τον διάλογο.
Όσον αφορά στον πρώτο, το κυριότερο είναι το πόσο δυσκολευόμαστε να εκτιμήσουμε τα καλά του αλλού. Εδώ παλεύουμε μεταξύ του πόσο ψηλά είμαστε εμείς και του πόσο χαμηλά είναι ο σύντροφός μας. Δηλαδή, δε λέμε μία καλή κουβέντα για τον άλλον αλλά επισημαίνουμε μόνο τα λάθη του. Θυμούμαι ένα ρεμπέτικο τραγούδι που περιγράφει πολύ χαρακτηριστικά αυτήν την περίπτωση. Λέει ο μάγκας άντρας για την γυναίκα του «Ήσουνα τι ήσουνα, μια παξιμαδοκλέφτρα, και τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σούρτα φέρτα». Εδώ έχουμε έναν άντρα ο οποίος υποτιμάει πάρα πολύ την γυναίκα του, και θεωρεί τον εαυτό του μάγκα! Και βεβαίως ξεχνάει αυτός που τα λέει, ότι ο ίδιος παντρεύτηκε αυτή τη γυναίκα. Αν ήταν μάγκας, γιατί να πάρει την παξιμαδοκλέφτρα, και να μην πάρει αυτή που είχε τα παξιμάδια; Διότι δεν τολμούσε, δεν μπορούσε, αλλά και δεν άντεχε να κάνει μία ισότιμη σχέση!
Όσον αφορά στον διάλογο πρέπει να ξέρουμε ότι ο διάλογος είναι απαραίτητος ακόμα και στις δύσκολες στιγμές. Είναι όμως δύσκολο να ακολουθήσουμε αυτή τη συμβουλή, γιατί πολλές φορές συμβαίνει το εξής: βλέπουμε μόνο την μία πλευρά του φεγγαριού• βλέποντας, δηλαδή, ένα καλό στοιχείο, λέμε ότι ο σύντροφος στην ολότητά του είναι καλός, ή αντίθετα βλέποντας κάτι που δεν μας αρέσει λέμε, ότι γενικά ο σύντροφος δεν μας αρέσει. Είναι, λοιπόν, άδικο ενώ ο/η σύντροφός μας έχει και τις δυο πλευρές, μόνο η μία πλευρά να μετατρέπεται μέσα μας σε καταστροφή και σε απελπισία. Πώς είναι δυνατόν ο σύντροφός μας να μην έχει κάτι άσχημο; Δεν υπάρχει άνθρωπος που να τα έχει όλα καλά. Και βέβαια όταν εντοπίσουμε στον άλλον το αδύνατο σημείο, εκείνος δεν θα θελήσει να το αλλάξει αλλά να το κρύψει και αυτόματα να βρει και σε εμάς τα δικά μας αδύνατα σημεία. Άρα η λύση είναι μία. Να σκεφτούμε ότι το φεγγάρι γυρίζει, ότι έχει και άλλες πλευρές. Το ίδιο συμβαίνει και με τον σύντροφό μας. Πρέπει, λοιπόν, να σταθούμε στις καλές του πλευρές για να μπορέσουμε να δούμε τι θα κάνουμε με τις άλλες.
Θα ήθελα ακόμα να αναφερθώ σε κάποιες απόψεις για τις γυναίκες του σήμερα, αλλά και τις γυναίκες του αύριο. Και αυτό γιατί πολλά ακούγονται δίκαια αλλά και άδικα τις πιο πολλές φορές εναντίον των γυναικών. Θα ήθελα, λοιπόν, να μου επιτρέψετε να βοηθήσω στην αποφυγή αυτής της παρανοήσεως, βοηθώντας έτσι στη καλύτερη λειτουργικότητα του γάμου.
Ο Παπαδιαμάντης σε ένα διήγημά του μιλάει για μια γυναίκα που είναι στην εκκλησία με το μωρό της αγκαλιά και πάει ένας επίτροπος με υπερβάλλοντα ζήλο να της πει να κάνη ησυχία, με αποτέλεσμα ο ίδιος κάνει περισσότερη φασαρία από το μωρό... Και συμπληρώνει ο Παπαδιαμάντης «και μετά σου λένε πως οι άνδρες είναι δήθεν εξυπνότεροι των γυναικών!...»
Οι ειδικοί αποφαίνονται ότι η γυναίκα έχει 1) περισσότερο συναίσθημα από τον άντρα, 2) περισσότερη αντοχή και 3) περισσότερη πίστη στο Θεό. Όταν όμως κάποιος δεν ξέρει την δύναμή του ή την χρησιμοποιεί λάθος τότε γίνεται επικίνδυνος. Ξέρετε, όσο πιο μεγάλη δύναμη έχεις, το λάθος σου είναι όλο και πιο καταστροφικό. Ας αναλύσουμε λίγο το κάθε χαρακτηριστικό της γυναίκας ξεχωριστά.
1) Η γυναίκα έχει περισσότερο συναίσθημα:
Έχει την δυνατότητα να συνεισφέρει μέσα στην οικογένειά της, κυρίως με το συναίσθημα, ενώ ο άντρας κυρίως με τη λογική. Υπάρχουν βέβαια και οικογένειες με διαφοροποιήσεις, αλλά κατά κανόνα η γυναίκα αποτελεί την καρδιά της οικογένειας ενώ ο άνδρας το μυαλό της.
Όταν μιλάμε για συναισθήματα, εννοούμε τα συναισθήματα της αγάπης, της τρυφερότητας, της καλοσύνης και κυρίως την ικανότητα να νοιώθει, πως νοιώθει ο άλλος, να μπαίνει στη θέση του. Κάτι που είναι προϋπόθεση για την Αγάπη.
Αυτή την τελευταία ικανότητα, η γυναίκα εξασκείται από νωρίς να την αποκτήσει. Ήδη από την εγκυμοσύνη! Συγγραφείς, ψυχολόγοι και ψυχαναλυτές έχουν περιγράψει την κατάσταση της εγκυμοσύνης, ως μια κατάσταση στην οποία η γυναίκα για πρώτη φορά, με τόσο έντονο τρόπο, μαθαίνει να μπαίνει στη θέση του άλλου. Και επειδή εξασκείται σε αυτό, μπορεί σιγά- σιγά να το εφαρμόσει και σε άλλες πτυχές της ζωής της οικογένειας. Να μπορεί, ας πούμε, να αισθανθεί τι έχει ανάγκη το παιδί της την ώρα που είναι στεναχωρημένο, την ώρα που είναι άρρωστο, την ώρα που είναι απογοητευμένο, και αντίστοιχα τι έχει ανάγκη ο άντρας της. Έχει, δηλαδή, μεγαλύτερη ικανότητα να συλλαμβάνει τα αισθήματα του άλλου και να συντονίζεται προς αυτά. Αυτό θα ήταν η ευτυχής χρήση του συναισθηματικού κόσμου της γυναίκας.
Στη πράξη γνωρίζουμε ότι δεν συμβαίνει αυτό πάντοτε. Γιατί εκτός από τα ευχάριστα συναισθήματα της αγάπης, της τρυφερότητας και της κατανοήσεως, η γυναίκα μπορεί να είναι επιρρεπής σε δυσάρεστα συναισθήματα, πιο έντονα από τον άνδρα, επειδή έχει μεγαλύτερη συναισθηματική δύναμη. Από τα αρνητικά συναισθήματα διαλέξαμε να σταθούμε σε δύο, που είναι αρκετά συνηθισμένα μέσα στην οικογένεια. Στη ζήλεια και στη μνησικακία.
Η ζήλεια είναι μια κακή χρήση της συναισθηματικότητας της γυναίκας, και οφείλεται στο γεγονός ότι οι περισσότερες γυναίκες από κορίτσια μεγαλώνουν με κάποια αίσθηση μειονεξίας σε σχέση με τους άνδρες. Αυτό τους μεταδίδεται κατά την αγωγή και την ανατροφή τους. «Κάτι λείπει» δήθεν στη γυναίκα• κάτι που οι άνδρες το έχουν. Αυτό το αίσθημα της μειονεξίας, όταν η γυναίκα μεγαλώσει και μπει μέσα στην ενεργό ζωή, μπορεί να εκδηλωθεί ως ζήλεια, όχι πια προς τους άνδρες, αλλά ζήλεια προς κάτι που το έχει μια άλλη γυναίκα, με αποκορύφωμα την ερωτική αντιζηλία.! και η ζήλεια κατατρώγει την ψυχή της γυναίκας και επιδρά στην εκδήλωση των ευχάριστων συναισθημάτων, δηλ. δεν μπορεί να αγαπήσει, δεν μπορεί να δείξει την τρυφερότητά της, δεν μπορεί να δείξει το δυναμισμό της.
Το δεύτερο συναίσθημα που απειλεί τον συναισθηματικό κόσμο της γυναίκας είναι, σύμφωνα με τους πατέρες της εκκλησίας μας ένα από τα πιο δύσκολα να αντιμετωπιστούν αφού αποτελεί ένα από τα πιο δύσκολα πάθη• είναι η μνησικακία.
Μνησικακία θα πει όχι απλά να θυμάμαι ζωντανά, το κακό που μου έκανε κάποιος, το πόσο με πλήγωσε, και να θέλω να τον εκδικηθώ- δεν είναι μόνο αυτό. Μνησικακία μπορεί να έχω ακόμα, και όταν δεν μου περνάει ποτέ από το νου, το κακό που μου έκανε ο άλλος, και εν προκειμένω ο σύντροφος μου, (που με πίκρανε μιλώντας μου άσχημα, που με απογοήτευσε, που με πρόσβαλε δημόσια κ.τ.λ.) μπορεί αυτό να μην έρχεται στο νου μας, και παρόλα αυτά να έχουμε μνησικακία.
Πώς εκδηλώνεται η μνησικακία; Εκδηλώνεται με μια γενική αναδίπλωση του ψυχισμού της γυναίκας- συζύγου, που δεν ανοίγεται μέσα στη σχέση της συζυγίας, δεν καταθέτει τον εαυτό της και την προσωπικότητά της ,δεν βγάζει την αγάπη της, εξαιτίας του κακού που της συνέβη. Αυτό είναι μνησικακία. Και για να είμαστε δίκαιοι, πρέπει να πούμε ότι πάρα πολλές φορές οι άντρες δίνουμε την αφορμή ώστε να μνησικακεί η γυναίκα εις βάρος μας.