.

ΠΕΡΙ ΓΑΜOY MAΡΤΥΡΙΕΣ (και όχι μόνο)

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010

Ο ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΓΑΜΟΣ ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΡΩΜΥΛΙΑΣ




Ο σεβασμός στους θεσμούς και η πειθαρχία στις αρχές της οικογένειας, έκαναν αρμονική τη συμβίωση μέσα στο σπίτι, οι δε γονείς είχαν την πρώτη και την τελευταία λέξη στην οικογένεια. Και όταν ακόμα επρόκειτο τα παιδιά τους να ενωθούν με τα δεσμά του γάμου, οι γονείς ήταν εκείνοι που θα έκαναν την επιλογή, για την καταλληλότητα του συντρόφου, αφού θα ζούσαν όλοι μαζί στο ίδιο σπίτι και έτσι, αποφάσιζαν ερήμην τους.
Το μυστήριο του γάμου, ήταν ένα ευχάριστο γεγονός, όχι μόνο για τις δύο οικογένειες που είχαν τον πρωταγωνιστικό και κύριο ρόλο, αλλά και για όλη τη μικρή κοινωνία, η οποία συμμετείχε ενεργά στη χαρά, όπως συνήθιζαν να ονομάζουν το γάμο. Και η χαρά αυτή, κρατούσε μια ολόκληρη εβδομάδα, με τη συμμετοχή συγγενών, φίλων και γειτόνων.
Ο γάμος, γινόταν συνήθως με προξενιό, με την έννοια ότι οι οικογένειες που είχαν αγόρια της παντρειάς, ήξεραν τις οικογένειες που είχαν κορίτσια και οι ίδιοι οι γονείς πήγαιναν στο σπίτι του κοριτσιού να ζητήσουν το χέρι του. Το ιδανικό ήταν, όταν είχαν γνωριμία οι δύο νέοι και συμφωνούσαν και οι γονείς. Τότε, τη μια Κυριακή γινόταν ο αρραβώνας και την επόμενη Κυριακή ο γάμος. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις, που ενώ αγαπιόντουσαν οι δυο νέοι, δεν συμφωνούσαν οι γονείς του αγοριού, είτε για λόγους ταξικούς, είτε για οικονομικούς λόγους. Τα πράγματα δυσκόλευαν ακόμα περισσότερο, όταν αποφάσιζαν οι γονείς του αγοριού να τον παντρέψουν με άλλη. Σ’ αυτή την περίπτωση, η μεγάλη απογοήτευση οδηγούσε σε ακραίες καταστάσεις που ήταν πάντοτε εις βάρος του κοριτσιού. Πήγαινε στο σπίτι του γαμπρού πριστάνου (νύφη με το ζόρι), να κλάψει, να παρακαλέσει και μ’ αυτόν τον τρόπο να συγκινήσει, ή ακόμα και να εκβιάσει τους γονείς του νέου, να την δεχτούν για νύφη τους. Οι περιπτώσεις αυτές, σπάνια είχαν καλή έκβαση και ο εξευτελισμός του κοριτσιού ήταν μεγάλος. Γινόταν περίγελος του χωριού και θέμα συζήτησης για πολύν καιρό, η δε ρετσινιά της πριστάνους, κηλίδωνε την ηθική της και ήταν καταδικασμένη, τις περισσότερες φορές να μείνει ανύπαντρη ή να παντρευτεί κάποιον χήρο με παιδιά, πολλές φορές δε, έφθανε ακόμα και σε αυτοκτονία, προκειμένου να απαλλαγεί από την διαπόμπευση. Η πριστάνου, σε καμιά περίπτωση δεν επιτρεπόταν να παντρευτεί με ανύπαντρο άνδρα, αφού οι άγραφοι νόμοι στις μικρές κοινωνίες είχαν μεγάλη ισχύ, γι’ αυτό και τους τηρούσαν με αυστηρότητα.
Η πρόταση γάμου, γινόταν από τους γονείς του αγοριού. Την Κυριακή το πρωί, πήγαιναν στο σπίτι του κοριτσιού με ένα μπουκάλι ρακί να ζητήσουν το χέρι της και να συζητήσουν τα του γάμου. Εκεί στρώνανε το τραπέζι και άρχιζαν τα κεράσματα και οι ευχές: «Αϊντι, μι ώρα καλή του Μουαμπέτ(ι)» (το ευχάριστο γεγονός). Η ευχή αυτή, σήμαινε την αποδοχή της πρότασης, και ήταν ένα είδος αρραβώνα.
Τη Δευτέρα, ο γαμπρός πήγαινε με ένα μπουκάλι ρακί και ένα σακουλάκι μιντούδις (καραμέλες), να καλέσει τα μπρατίμια (τους πιο στενούς του φίλους), οι οποίοι θα αναλάμβαναν όλη την επιμέλεια του γάμου. Αυτή η φιλία του γαμπρού με τα μπρατίμια ήταν ισόβια, και ήταν ανώτερη από συγγενική, τα δε μπρατίμια αποκαλούσαν τους γονείς του γαμπρού σταυρομάνα και σταυροπατέρα.
Την ίδια διαδικασία ακολουθούσε και η νύφη με τις μπρατίμσις, τις καλύτερες φίλες της, που θα την βοηθούσαν στην προετοιμασία και γενικά σε ότι είχε σχέση με το γάμο, μέχρι το τέλος της όλης διαδικασίας.
Την Τρίτη το πρωί, τα μπρατίμια πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού να πάρουν το κέρασμα και να γυρίσουν σ’ όλο το χωριό, για να καλέσουν συγγενείς και φίλους. Το κάλεσμα γινόταν με την μπούκουα (μικρό ξύλινο παγούρι), την οποία στόλιζαν με βασιλικό και διάφορα λουλούδια της εποχής, τη γέμιζαν με κρασί, και ο κάθε μπράτμους γύριζε στις γειτονιές μέχρι την Πέμπτη, για να κάνει το κάλεσμα. Το ίδιο έκαναν οι μπρατίμσις από την πλευρά της νύφης.
Το βράδυ της Πέμπτης, στο σπίτι του γαμπρού και της νύφης ζύμωναν τα προζύμια, στο δε σπίτι του γαμπρού γινόταν το μεγάλο γλέντι, όπου εκεί βρίσκονταν και τα μουσικά όργανα. Η πεθερά ετοίμαζε το σκαφίδ(ι) (ξύλινη σκάφη, που ζύμωναν το ψωμί της καθημερινότητας) και τρεις πρωτοστέφανες κοσκίνιζαν το αλεύρι, προσέχοντας την ώρα που κοσκινίζουν, να μη χτυπούν δυνατά τα χέρια τους στη σήτα, για να μην παταρίζ(ει) (δέρνει) ο γαμπρός τη νύφη (σύμφωνα με το έθιμο), ενώ οι καλλίφωνες της παρέας, τραγουδούσαν το τραγούδι του γάμου:

Τρέχουν οι βρύσις, τρέχουν τα νιαρά,
τρέχουν κι οι αρχόντοι να ιδούν
πώς στουλίζουν τη νύφ(η).
Πώς τη στολίζουν και πώς τη σκεπίζουν.
Κέέέέσ(ι), κέέέέσ(ι), ίίίχουχουουου...

Αφού τελείωνε το κοσκίνισμα, δύο κοπέλες της παντρειάς ετοίμαζαν τη ζύμη στο σκαφίδ(ι), με αλεύρι, αλάτι, νερό, λίγο λάδι και λίγο ξύδι, για να γίνουν τριφτά τα φύλλα, και όποια τελείωνε πρώτη, πασάλειφε με αλεύρι τα μάγουλα της άλλης. Γι’ αυτό και ο συναγωνισμός ανάμεσα στα δυο κορίτσια ήταν μεγάλος. Στη συνέχεια, με τη Ζύμη αυτή άνοιγαν μερικά φύλλα τα λεγόμενα πέτουρα, τα έψηναν στη γάστρα ή στη σόμπα, τα έκοβαν μικρά κομματάκια, τα βουτούσαν στο μέλι, για να είναι γλυκιά η νύφη, και τα μοίραζαν σε όλους τους καλεσμένους που παραβρίσκονταν εκείνη την ώρα στο σπίτι του γαμπρού ή της νύφης.
Στους γάμους, συνήθιζαν να προσφέρουν τις παραδοσιακές τυρόπιτες και μάλιστα υπήρχαν οι επιδέξιες γυναίκες του χωριού, οι οποίες άνοιγαν με τον κόστ(ι) (πλάστη) πολύ λεπτά φύλλα, και τις καλούσαν να ανοίξουν τα φύλλα, για να γίνουν οι πίτες όσο γινόταν καλύτερες, και εκείνες πήγαιναν με χαρά να βοηθήσουν και να επιδείξουν την αξιοσύνη τους. Τα φύλλα αυτά τα έψηναν στη γάστρα και στη συνέχεια έφτιαχναν τις τυρόπιτες.
Την Παρασκευή ζύμωναν τις κούρις (ατομικά ψωμάκια) για το γάμο και το απόγευμα της ίδιας ημέρας, τρεις πρωτοστέφανες στόλιζαν την κέσκα (το λάβαρο του γάμου). Την ώρα του στολισμού, τραγουδούσαν το τραγούδι του γάμου: «τρέχουν οι βρύσις τρέχουν τα νιαρά. . . »
Η κέσκα, ήταν τετράγωνη λευκή μαντίλα, κεντημένη με διάφορα λουλούδια σε ζωηρά χρώματα, όπως: βυσσινί, πράσινο κόκκινο, κίτρινο και καφέ, που σχημάτιζαν ένα στεφάνι γύρω γύρω, είχε χρωματιστές φούντες δεμένες και την κρεμούσαν σε ένα κοντάρι, στο οποίο τύλιγαν δίχρωμο στριφτό κορδόνι από μάλλινη κλωστή άσπρη και Κόκκινη. Στην κορυφή του κονταριού, στη θέση του σταυρού, έμπηγαν ένα κατακόκκινο μήλο μαζί με ένα μπουκέτο λουλούδια και βασιλικό. Αφού στόλιζαν την κέσκα, η οποία ήταν το ενδεικτικό του γάμου, και συμβόλιζε την δημιουργία μιας νέας οικογένειας, πρώτα τη χόρευαν όλοι μαζί, και στη συνέχεια, την τοποθετούσαν στο πιο ψηλό σημείο του σπιτιού, ώστε να μπορούν να τη βλέπουν όλοι και να ξέρουν σε ποιο σπίτι γίνεται γάμος.
Το απόγευμα του Σαββάτου, τα μπρατίμια έζευαν τα άλογα στο κάρο, αφού τα στόλιζαν προηγουμένως με άσπρα μαντήλια και λουλούδια στα αυτιά, και πήγαιναν στο σπίτι της νύφης, να πάρουν το σιντούκ(ι) (μπαούλο) με τα προικιά και την Κυριακή μετά την τέλεση του μυστηρίου, πήγαιναν τα μπρατίμια και έπαιρναν την μισάουα (δέμα) με τα δωρήματα, που θα δώριζε η νύφη στο σόι του γαμπρού (η μισάουα ήταν ένα μικρό τραπεζομαντιλάκι και εκεί μέσα τύλιγαν τα δώρα).
Τα προικιά ήταν, μια-δυο φορεσιές τσούκνις, και ανάλογα με την οικονομική κατάσταση της νύφης, της έδιναν και το κλινοσκέπασμα, που ήταν μαλλίσια στρώσ(η) (μάλλινη κουβέρτα υφασμένη στον αργαλειό). Το Σάββατο έστελνε η μάνα του γαμπρού στο σπίτι του νούνου (αυτός που θα τους πάντρευε ήταν ο νουνός και οι μελλόνυμφοι ήταν οι κουμπάροι) του σ’νί, για να τους καλέσουν για το ουμούρ(ι) (το γεγονός). Το σ’νί
περιείχε, ένα ταψί τυρόπιτα, μια κούρα (ψωμάκι), που γινόταν ειδικά για τον γάμο, και έναν ζωντανό κόκορα ή μια γαλοπούλα. Αν ο γαμπρός ήταν ζινγκίντς (πλούσιος), έστελνε ένα αρνί και ένα μπουκάλι κρασί Ο σεβασμός στο πρόσωπο του νούνου και της νούνας ήταν μεγάλος, είχαν δε τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στο γάμο και μπορούσαν να καλέσουν όσους δικούς τους ήθελαν. Οι καλεσμένοι από την πλευρά του νούνου ήταν τ’ νούνου του κουλί και είχαν την προτεραιότητα σε όλη τη διάρκεια της εκδήλωσης.
Το βραδάκι του Σαββάτου, πήγαινε ο γαμπρός με δυο μπράτμους στο σπίτι της πεθεράς και εκείνη έστρωνε το τραπέζι, τους φίλευε, τους κερνούσε και δώριζε στον γαμπρό το π’χάμσου (άσπρο πουκάμισο), που θα φορούσε στο γάμο, και το πισκίρ(ι) (πετσέτα). Τα δύο μαζί τα έβαζε στον ώμο του, και εκείνος, έδινε με τη σειρά του στην πεθερά τ’ αγαρλούκ(ι) (έριχνε μέσα στον κόρφο της μία φούχτα κέρματα) και μ’ αυτόν τον τρόπο, πλήρωνε το μανόγαλα που βύζαξε η κόρη που θα παντρευτεί. Την πετσέτα που δώριζε η πεθερά στον γαμπρό, το λεγόμενο γαμπριάτ’κου πισκίρ(ι) την είχε σε όλη του τη ζωή, και όταν πέθαινε —σύμφωνα με το έθιμο— την έβαζαν μαζί του.
Το πρωί της Κυριακής, τα μπρατίμια έφερναν τον κουρέα, για να ξυρίσει το γαμπρό, με τη συνοδεία της παραδοσιακής γκάιντας, η οποία έπαιζε το γαμπριάτικο σκοπό. Μετά το ξύρισμα, τα μπρατίμια έντυναν τον γαμπρό με τα καλά τα ρούχα και η μάνα τον περνούσε από τα άρμενα και τα μιτάρια (τα μιτάρια ήταν εξαρτήματα του αργαλειού, και τα άρμενα το αρμενοβότανο). Άνοιγε τα μιτάρια τα οποία ήταν δυο δεμένα μεταξύ τους και τον περνούσε τρεις φορές και σε κάθε πέρασμα τον ρωτούσε: «Περνάς θάλασσα ή άρμενα;» Κι εκείνος απαντούσε: «θάλασσα». Το ίδιο γινόταν και στη νύφη.
Το αρμενοβότανο ήταν ειδικό βοτάνι, το οποίο φρόντιζαν να έχουν όλες οι μανάδες για τους γάμους των παιδιών τους, διότι νόμιζαν ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα ξορκίσουν το κακό και οι νιόπαντροι, δεν θα διέτρεχαν κανέναν κίνδυνο από τα δαιμόνια. Στη συνέχεια, ο γαμπρός μαζί με τον παράγαμπρο πήγαιναν στην εκκλησία και δώριζαν στο Χριστό και την Παναγία το πισκίρ(ι) (πετσέτα).
Το απόγευμα της Κυριακής, που όλοι οι καλεσμένοι ήταν μαζεμένοι στο σπίτι των νεονύμφων, κοπελίτσες της παντρειάς είχαν έτοιμα τα παγούνια, διάφορα λουλουδάκια με καρφίτσες μέσα σε μικρούς δίσκους, και τα καρφίτσωναν στο πέτο του νούνου και της νούνας, του γαμπρού, στα μπρατίμια και τους στενούς συγγενείς, ώστε να ξεχωρίζει το σόι από τους υπόλοιπους καλεσμένους. Όταν όλα ήταν έτοιμα, έβγαιναν στην εξώπορτα του σπιτιού, και οι γονείς χαιρετούσαν το γαμπρό. Πρώτος τον χαιρετούσε ο πατέρας τρεις φορές σταυρωτά, και ο παράγαμπρος που κρατούσε την κανάτα με το κρασί, την έδινε στον γαμπρό, για να κεράσει τον πατέρα του. Εκείνος την έδινε στον πατέρα του φιλώντας του το χέρι ο πατέρας σήκωνε ψηλά την κανάτα, και έδινε τις ευχές: «Ν’ ασπρίσ’τι, να ‘ηράστι ομόνοια κι αηγάπ(η) να ’χτι. Χώμα να πιάν’τι μάλαμα να ’ένιτι», κι έπινε τρεις γουλιές κρασί.
Στη συνέχεια, ο γαμπρός έσκυβε μπροστά στον πατέρα του με ευλάβεια, εκείνος τον σταύρωνε τρεις φορές, τον χτυπούσε στην πλάτη, και αφού έκανε το ίδιο και η μάνα του, τον ξεπροβοδούσαν, και η πομπή ξεκινούσε για το σπίτι του νούνου και της νούνας. Μπροστά πήγαιναν οι οργανοπαίχτες, πίσω ο μπράτμους χορεύοντας με την κέσκα και ακολουθούσε το υπόλοιπο πλήθος. Αφού έπαιρναν τη νούνα και το νούνου, όλοι μαζί πήγαιναν να πάρουν τη νύφη για την εκκλησία. Ο ίδιος χαιρετισμός γινόταν και στο σπίτι της νύφης.
Στο σπίτι που στόλιζαν τη νύφη, οι καλλίφωνες τραγουδούσαν το παραπονιάρικο τραγούδι του γάμου:

Σήμερα μαύρος ουρανός,
σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα ξεχωρίζεται
μάνα απ’ τη θυγατέρα.
Γαμπρέ τη νύφη ν’ αγαπάς,
να μην την εμαλώνεις,
σαν το βασιλικό στη Γη,
να την εκαμαρώνεις.

Η νύφη ήταν ντυμένη με τη νυφιάτικη φορεσιά, τις μπέλκις, είχε στολισμένο το μέτωπο με τη μπάπκα (δύο σειρές φλουριά) και στο κεφάλι φορούσε Το τσιουμπέρ(ι) και από πάνω είχε ριγμένο ένα κομμάτι τούλι, τη σκέπ(η), που ήταν σουρωτή στο επάνω μέρος, και έπεφτε η μισή μπροστά στο πρόσωπο, ενώ η άλλη μισή που ήταν πιο μακριά, έπεφτε στο πίσω μέρος και έφτανε μέχρι τη μέση. Στο λαιμό είχε κρεμασμένα τα γκιορντάνια, φτιαγμένα από μια σειρά φλουριά και μια σειρά μαχμουντέδις, ανάλογα με την οικονομική της κατάσταση. Οι πιο ευκατάστατες, φορούσαν στο λαιμό τον καλνταρμά (κολιέ κεχριμπαρένιο), ασημένιο σταυρό με ασημένια αλυσίδα, και στο χέρι φορούσαν το μπιλιτζίκ(ι), ένα είδος βραχιολιού, με πολλές σειρές αλυσίδες ασημένιες, πιασμένες από τις δυο πλευρές με φαρδιά πλάκα, που κούμπωνε στη μέση.
Στη συνέχεια, έβγαινε η νύφη στο κατώφλι του σπιτιού κρατώντας στο δεξί της χέρι ένα μήλο, στο οποίο ήταν μπηγμένα διάφορα κέρματα, και με το αριστερό χέρι κρατούσε έναν καθρέφτη και περνούσε το μήλο τρεις φορές γύρω από τον καθρέφτη, προσποιούμενη ότι θα το πετάξει. Την τρίτη φορά το πετούσε στο συγκεντρωμένο πλήθος και αν το μήλο το έπιανε άνδρας, τότε σύμφωνα με το έθιμο, το πρώτο παιδί που θα γεννούσε η νύφη, θα ήταν αγόρι, ενώ αν το έπιανε γυναίκα, τότε θα ήταν κορίτσι. Όμως επειδή οι άνδρες είχαν τα πρωτεία και ήταν στην πρώτη γραμμή και η επιθυμία για το αγόρι ήταν μεγάλη, το μήλο το έπιανε συνήθως άνδρας. Το μήλο με τα κέρματα, συμβόλιζε τις κακές συνήθειες που είχε η νύφη όσο ήταν ελεύθερη, και με το πέταμα του μήλου, πετούσε και τις παλιές της συνήθειες κι έτσι απαλλασσόταν από το παρελθόν, για να αρχίσει μια καινούργια ζωή.
Αφού τελείωνε και αυτή η διαδικασία, η νύφη χαιρετούσε τρεις φορές τους γονείς της, έσκυβε μπροστά τους με ευλάβεια, και εκείνοι την σταύρωναν τρεις φορές και την χτυπούσαν στην πλάτη, η δε μάνα ξεπροβοδούσε την κόρη ρίχνοντας μπροστά της μια φούχτα ρύζι, για να ριζώσει ο γάμος της και όλοι μαζί πηγαίναν στην εκκλησία για την τέλεση του μυστηρίου. Την ώρα που η νύφη έφευγε από το πατρικό της σπίτι, οι μπρατίμσις τη φώναζαν να γυρίσει, να κοιτάξει πίσω της τρεις φορές, ώστε τα παιδιά που θα φέρει στον κόσμο να μοιάζουν στο δικό της σόι.
Μετά το πέρας της στέψης, πρώτοι έβγαιναν οι δύο μπράτμ(οι) οι οποίοι έτρεχαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν προς το σπίτι του γαμπρού, για να πάρουν από τους γονείς του το πιαλτίκ(ι) (ανταμοιβή) και να τους ανακοινώσουν ότι τελέστηκε το μυστήριο. Οι γονείς έδιναν για ανταμοιβή, στον έναν άσπρο μαντήλι, που στη μια γωνία είχαν δεμένα σε κόμπο λίγα κέρματα, και στον άλλο μία κανάτα με κρασί. Οι μπράτμ(οι), αφού έπαιρναν το πιαλτίκ(ι), ξαναγύριζαν πάλι τρέχοντας στο πλήθος και κερνούσαν πρώτα το νούνου και τη νούνα, οι οποίοι τους φιλοδώριζαν, ύστερα κερνούσαν τους καλεσμένους, βάζοντας το μαντήλι στον δεξιό ώμο του καθενός, και αυτή η κίνηση συμβόλιζε την τελική συγκατάθεση του πεθερού και της πεθεράς, για το μυστήριο που τελέστηκε.
Όταν η πομπή έφτανε στο σπίτι του γαμπρού, ένας μπράτμους περίμενε στην είσοδο, έχοντας μπροστά στα πόδια του ένα κούτσουρου (κορμό δένδρου) κι ένα τσεκούρι για τα ταξίματα. Πρώτος έπρεπε να τάξει ο νούνους που ήταν και το τιμώμενο πρόσωπο, ύστερα η νούνα, ακολουθούσε ο πεθερός, η πεθερά και τελευταία τα συμπεθέρια. Σε κάθε τάξιμο, ο μπράτμους χτυπούσε μία τσεκουριά στο κούτσουρο, και μ’ αυτόν τον τρόπο επικύρωνε το τάξιμο.
Μόλις τέλειωναν τα ταξίματα, πρώτοι έμπαιναν οι νεόνυμφοι μέσα στην αυλή, ο πεθερός και η πεθερά τους υποδέχονταν, φιλούσαν τα στέφανα της νύφης, διότι σύμφωνα με το έθιμο, οι γονείς του γαμπρού δεν πήγαιναν στην εκκλησία να παρακολουθήσουν την τέλεση του μυστηρίου. Η πεθερά, οδηγούσε το ζευγάρι στην είσοδο του σπιτιού, κρατώντας ένα πιατάκι με μέλι ή οποιοδήποτε άλλο γλυκό, το οποίο έδινε στη νύφη, εκείνη έπαιρνε λίγο με το δάχτυλό της και έκανε στο επάνω μέρος της πόρτας έναν σταυρό, για να είναι γλυκά τα λόγια που θα ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι δύο γυναίκες. Στη συνέχεια τους περνούσε επάνω από τον άλτσο. Ο άλτσος ήταν μια σιδερόβεργα (γάντζος), την οποία έβαζαν στην είσοδο του σπιτιού να την περάσουν οι νεόνυμφοι, για να είναι σιδερένιοι, να μην αρρωσταίνουν ποτέ, και έπειτα τους οδηγούσε στην κρεβατοκάμαρα. Εκεί τους έβαζε να σταθούν επάνω στο τσόλ(ι), (χονδρό υφαντό ύφασμα φτιαγμένο από γιδόμαλλο), που συμβόλιζε τη σταθερότητα του γάμου, υγεία και μακροημέρευση.
Οι καλεσμένοι όλοι κάθονταν στα τραπέζια που ήταν ήδη στρωμένα, χωριστά οι άνδρες και χωριστά οι γυναίκες και άρχιζαν το φαγοπότι, ενώ οι μουσικοί, όση ώρα έτρωγαν οι καλεσμένοι, έπαιζαν το σουμπέτ(ι) (επιτραπέζιο τραγούδι) που το τραγουδούσε ο πιο καλλίφωνος της παρέας:

Τρώτι φίλοι μ’ κι πίνιτι κι ‘γώ δα τραγουδήσου
κι τι τραγούδι να σας πω, ν’ αρέσει η αφεντιά σας.
Χίλιες φορές ορκίστηκα να μην σας τραγουδήσου
αλλά για το χατίρι σας, τουν όρκου δα πατήσου.
Έρχουμι απ’ την Ανατολή μι μια χρυσή φριγάτα
πέντι πασιάδις είχαμι, όμορφα τραγουδούσαν.
Χαρείτι νιές, χαρείτι νιοί, τα δρουσιρά σας νιάτα,
‘ιατί γουργά μαραίνουντι, φεύγουν π’ αναθιμάτα.
Να ‘ταν τα νιάτα δεύτιρα, να ‘ταν τα νιάτα τρίτα
τα νιάτα να πουλιούντανι, ξαγουρασμό δεν είχαν.
Ας τραγουδήσου κι ας χαρού τα έρημαμ’ τα νιάτα
‘ιατί δα ν’ άρθ(ει) ένας κιρός, να τα σκιπάσ(ει) η πλάκα.

Και ενώ συνεχιζόταν το γλέντι, με τη συμμετοχή πλέον και των νεονύμφων (οι οποίοι, για να δείξουν τον σεβασμό τους στη νούνα και στο νούνου, όσες ώρες ήταν παρόντες, στέκονταν όρθιοι), δυο μπρατίμια μαζί με ένα μουσικό, χορεύοντας πήγαιναν να φέρουν τον μουκρό το νούνου (αν υπήρχε μικρός νουνός) και τα δώρα που είχε τάξει στο κούτσουρο ο νούνους με τη νούνα. Η νύφη άνοιγε τα δώρα (τα οποία ήταν αραδιασμένα μέσα στη μισάουα το ένα πάνω στο άλλο, και ανάμεσα από το καθένα είχε τριμμένο ξερό βασιλικό) και άρχιζε να δωρίζει: Πρώτα το νούνου ένα πισκίρ(ι) (πετσέτα), τη νούνα ένα τσιουμπέρ(ι) (μαντίλα), στη συνέχεια τον πεθερό, την πεθερά, τον μπάτη και την κάκου (αν είχε ο γαμπρός μεγάλο αδελφό, και την γυναίκα του), τους μπασιάδις (τα αδέλφια του γαμπρού), σ’ μπούις (τις αδελφές του γαμπρού), τα μπρατίμια και τις μπρατίμσις από ένα μαντιλάκι ή μια πετσέτα. Μαντιλάκια έπαιρναν και όσοι ήταν καλεσμένοι από τη μάνα του γαμπρού, εφόσον ήταν η νύφη ευκατάστατη και είχε τη δυνατότητα να δωρίσει όλους τους καλεσμένους. Μετά το φαγοπότι, άρχιζε ο χορός, με πρώτους το νούνου και τη νούνα, οι οποίοι επιδεικνύοντας το δώρο που τους δώρισε η νύφη, το σιγκάθιζαν και το κρατούσαν ψηλά, για να το δουν όλοι. Το ίδιο έκαναν και όλοι όσοι έπαιρναν δώρο. Αφού τελείωνε το γλέντι, ο νούνους με τη νούνα σηκώνονταν πρώτοι να χαιρετήσουν τη νύφη, την πλήρωναν και εκείνη με ευλάβεια τους φιλούσε το χέρι, και ακολουθούσαν οι υπόλοιποι καλεσμένοι. Έτσι τέλειωνε το γλέντι.
Μόλις σκορπούσε το γλέντι, η νύφη μαζί με την πεθερά πήγαιναν μέσα στο σπίτι και η πεθερά σεριανούσε τη νύφη στο εσωτερικό του σπιτιού, της έδειχνε τους χώρους και τα τουτούσια (το νοικοκυριό) και της έλεγε τις συνήθειες που είχαν. Πριν πάει να κοιμηθεί, έπρεπε να περάσει από το δωμάτιο του πεθερού και της πεθεράς, να τους σκεπάσει και ύστερα να πάει η ίδια για ύπνο.
Τη Δευτέρα το πρωί, η νύφη ξυπνούσε πρώτη να ετοιμάσει μία κανάτα με νερό και να ρίξει στον πεθερό και την πεθερά να πλυθούν και να τους δωρίσει από ένα πισκίρ(ι), για να σκουπίζονται. Εκείνοι την πλήρωναν συμβολικά και έδιναν την ευχή τους: «όσου στ’μόν(ι) κι υφάδ(ι) έχει τούτου του πισκίρ(ι), τόσ(οι) χρόν(οι) να ζήσ’τει, κι τόσις κα’ουσίνις να πιράσ’τει». (όσο στημόνι και υφάδι έχει αυτή η πετσέτα, τόσα χρόνια να ζήσετε και τόσες καλοσύνες να περάσετε). Στη συνέχεια, έρχονταν και οι μπράτμ(οι) με τα όργανα, για να κάνουν Σλάτκα ρακί (το έθιμο της γλυκιάς ρακής). Κερνούσαν ρακί και αντί, για μεζέδες, έδιναν μιντούδις (καραμελίστες) ή πιταούδις ζάχαρ(ι) (τετράγωνες παστίλιες ζάχαρης) και τα μπρατίμια έφτιαχναν τη μηλιά (ένα ξερό κλωνάρι κέδρου ή μηλιάς με παρακλάδια), τη στόλιζαν με πολύχρωμες κορδέλες, τη στερέωναν σε ένα σταθερό πλακέ ξύλο και την τοποθετούσαν πάνω στο τραπέζι. Όποιος ερχόταν, έπινε λίγο ρακί, έτρωγε την καραμελίτσα και έριχνε τον οβολό του στη μηλιά λέγοντας:
«Αϊντι, απου τ’ιμένα λίγου κι απ’ τουν Θιό πουλύ» (από μένα λίγο κι από το Θεό πολύ). Τη μηλιά την έφτιαχναν και στο σπίτι της νύφης και του νούνου.
Το βραδάκι, τα μπρατίμια έφτιαχναν την ντουντού. Έπαιρναν ένα γαϊδουράκι, το έντυναν με δυο παντελόνια στα τέσσερα πόδια, το στόλιζαν με λουλούδια, το σαμάρωναν και πήγαιναν στο πατρικό σπίτι της νύφης και του νούνου, για να πάρουν τη μηλιά και τα χρήματα που είχαν μαζέψει και να τα παραδώσουν στη νύφη, αφού πρώτα της ζητούσαν διάφορα αλληγορικά πράγματα, τα οποία η ίδια έπρεπε να τα καταλάβει και να τους τα δώσει. Της έβγαζαν με λίγα λόγια την ψυχή, ώσπου να της παραδώσουν τη μηλιά και μ’ αυτόν τον τρόπο δοκίμαζαν τη νοημοσύνη, την υπομονή και την αντοχή της. Αφού τελείωνε κι αυτή η διαδικασία, πριν από τη δύση του ηλίου, τα μπρατίμια έπαιρναν την κέσκα, τη χόρευαν δυο-τρεις χορούς, την ξετύλιγαν και την κατέβαζαν από το κοντάρι, τραγουδώντας τραγούδια του γάμου. Την Τρίτη ημέρα, δυο τρεις γυναίκες πήγαιναν στο σπίτι της νούνας να μαζέψουν τα αγγειά από τον γάμο. Και μ’ αυτό τέλειωνε ο γάμος, ώσπου να ακουστεί ότι κάποιο άλλο σπίτι ετοιμάζει «Χαρά», όπως συνήθιζαν να λένε τον γάμο, για να αρχίσει και πάλι η ίδια διαδικασία και να ξανακουστεί το εμβατήριο του γάμου «Κεεεεεσ(ι), κεεεεεσ(ι), ίίίίχουχουουου. . .».


Πηγή: Το βιβλίο της Θεοδώρας Σπ. Μηνούδη, ΘΡΑΚΗ Αντίλαλοι της Ανατολικής Ρωμυλίας, από τις εκδόσεις του Ιδρύματος Θρακικής Τέχνης & Παράδοσης.