.

ΠΕΡΙ ΓΑΜOY MAΡΤΥΡΙΕΣ (και όχι μόνο)

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010

ΓΑΜΗΛΙΑ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΙΜΒΡΟΥ



Α. Σ. Μπακαΐμη

ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΠΡΟΛΟΓΟ
Η Ίμβρος γνώρισε στη μακραίωνη ιστορία της πολλές δοκιμασίες, πού στα τελευταία χρόνια ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο.
Στα 1923 με η Συνθήκη τής Λωζάνης παραχωρήθηκε, όπως είναι γνωστό, στην Τουρκία, μολονότι από τα πανάρχαια χρόνια ελληνική κι’ από Έλληνες κατοικούμενη πέρσι για πέρα.
Εν τούτοις και με τις πολλές αυτές δοκιμασίες διατήρησε κατά τρόπο αξιοθαύμαστο ανόθευτο το ελληνικό της χρώμα σ’ όλες τις εκδηλώσεις και προπάντων στις εκδηλώσεις του παραδοσιακού πολιτισμού, πού, όπως όλοι μας ξέρουμε, είναι από τα κυριότερα και πω βασικά, το πιο βασικό, ίσως, κριτήριο με το οποίο μπορεί να διαγνώσει κανείς αλάθευτα τούς χτύπους της καρδιάς των ανθρώπων.
Έτσι, με μιά προσεκτική μελέτη του λαϊκού πολιτισμού της Ιμβρου μπορούμε να διαπιστώσουμε την κάθετη (χρονική), αλλά συνάμα και την οριζόντια (τοπική) ενότητα και αδιάσπαστη συνέχεια τής ελληνικότητάς της, πράγμα πού κανένας, βέβαια, σοβαρός και συνετός δεν μπορεί να αμφισβητήσει, επιβάλλεται όμως που και που να τονίζεται, όταν υπάρχουν γείτονες ικανοί στην πλημμύρα του σωβινισμού τους να αμφισβητήσουν πράγματα πέρα για πέρα αναμφισβήτητα.
Θα ήθελα ακόμη να προσθέσω, ότι πολλά από τα γαμήλια έθιμά της επιχωριάζουν, όπως είναι φυσικό, και σ’ άλλα διαμερίσματα της πατρίδας μας. Αυτό όμως δε μειώνει καθόλου, νομίζω, την αξία τους. Απεναντίας, προκειμένου για την Ίμβρο, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι η διαπίστωση αυτή αποκτά ξεχωριστή σημασία, δεδομένου μάλιστα ότι για τα γαμήλια έθιμα και γενικότερα το λαϊκό πολιτισμό της Ιμβρου δεν έχει γραφεί ίσαμε σήμερα σχεδόν τίποτε.
Το κείμενο πού ακολουθεί, όπως από μόνος του θα καταλάβει ό αναγνώστης, δεν είναι ίδιο το κείμενο τής ανακοινώσεως, πού έγινε στο Γ’ Συμπόσιο Λαογραφίας του ΙΜΧΑ στην Αλεξανδρούπολη. Ο περιορισμένος χρόνος μιάς ανακοινώσεως δε μας επέτρεπε τότε να επεκταθούμε πολύ. Αναγκαστικά, λοιπόν, στην ανακοίνωσή μας εκείνη είχαμε κάμει μιά πολύ αυστηρή επιλογή τα γαμήλια έθιμα τής Ιμβρου.
Αλλά πέρα απ’ αυτό είναι και ό τρόπος τής παρουσιάσεως πού διαφέρει. Στην ανακοίνωση εκείνη, μετά τη σύντομη περιγραφή ορισμένων από τα γαμήλια έθιμα, ακολουθούσαν — τις πιο πολλές φορές τουλάχιστο — συγκρίσεις και παραλληλισμοί με ανάλογα γαμήλια έθιμα της βυζαντινής περιόδου, καθώς και με νεώτερα από άλλες περιοχές της πατρίδας μας, για να φανεί στο τέλος αβίαστα η αδιάκοπη συνέχεια και αδιάσπαστη ενότητα της Ιμβρου με το Βυζάντιο από τη μιά και την υπόλοιπη νεώτερη Ελλάδα από την άλλη.
Στο κείμενο πού ακολουθεί, για να μη διασπαστεί η ενότητα των περιγραφομένων γαμήλιων εθίμων, προτιμήσαμε την περιγραφική από την αρχή ως το τέλος μέθοδο και, εκτός από λίγες περιπτώσεις, οι πολύ αναγκαίες συγκρίσεις γίνονται σε υποσελίδες σημειώσεις και παραπομπές.
Έτσι, ό Ιμβριώτικος γάμος παρουσιάζεται, πιστεύουμε, ενιαίος και αρκετά ολοκληρωμένος.

Η ΠΡΟΞΕΝΙΑ
Στην Ίμβρο, όπως και σ’ άλλα πολλά μέρη, ό νέος κάνει πρόταση γάμου στην κοπέλα πού θέλει να πάρει για γυναίκα του. Συνήθως δηλαδή η οικογένεια του νέου κάνει, με τη μεσολάβηση συγγενικού ή φιλικού προσώπου, πρόταση γάμου στους οικείους τής νύφης. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, να συμβεί και το αντίθετο, η πρόταση να γίνει από το μέρος τής κοπέλας. Αυτό συνήθως γίνεται, όταν οι δυό νέοι συνδέονται μεταξύ τους αισθηματικά από πρωτύτερα.
Τόσο στη μιά, όσο και στην άλλη περίπτωση το πρόσωπο πού μεσολαβεί μπορεί να είναι άντρας («προυξιντής»), μπορεί και γυναίκα («προυξινήτρα»), πράγμα πού συνηθίζεται πιο πολύ.
Όπως και να έχουν τα πράγματα, ό λεπτός ρόλος του μεσολαβητή, καθώς και παραπάνω έγινε λόγος, ανατίθεται σ’ ένα συγγενικό ή φιλικό των ενδιαφερομένων πρόσωπο και οπωσδήποτε σε πρόσωπο ηλικιωμένο και προικισμένο με ειδικές για την περίπτωση ικανότητες.
Αφού ό προξενητής συζητήσει με τούς ενδιαφερομένους το θέμα της προξενιάς και πάρει τις σχετικές οδηγίες, επισκέπτεται την οικογένεια τής κοπέλας (εφόσον η πρόταση γίνεται από το μέρος του γαμπρού), συζητούν στην αρχή διάφορα θέματα άσχετα με το θέμα τής προξενιάς και κατόπιν—ό προξενητής— με κατάλληλο τρόπο φέρνει το θέμα στη συζήτηση. Συνήθως κάνει την αρχή με την εξής στερεότυπη και κατά κάποιο τρόπο εισαγωγική φράση: «Συζητήσαμ’ για πουλλά πράματα, αλλά ιγώ ήρθα για άλλ’ δ’λειά». Και στη συνέχεια κάνει την πρόταση.
Στο σημείο αυτό, μόλις δηλαδή κάμει την πρόταση, συνηθίζει να λέει την εξής παροιμιώδη φράση: «βάλι σκούπα και φαράσ’, προυξινιά να μη χαλάσ’». Πιστεύουν δηλαδή ότι η σκούπα και το φαράσι έχουν την ιδιότητα να απομακρύνουν το κακό.
Αν αυτοί στους οποίους γίνεται η πρόταση δεν την αποδέχονται, δε συμφωνούν δηλαδή για έναν οποιοδήποτε λόγο, συνήθως απαντούν ως εξής:
«Σας ιφκαριστούμι κι’ απά’ (επάνω) στου κ’φάλ’ σας έχουμ’. Ιμείς θα μ’λήξουμ’ κι πάλι θας πούμι» (Σας ευχαριστούμε και σας προτιμούμε με το παραπάνω, σας βάζουμε πάνω από το κεφάλι μας. Θα συζητήσουμε και θα σας απαντήσουμε). Βλέπουμε δηλαδή ότι κι’ όταν ακόμη δε συμφωνούν από την πρώτη στιγμή, δε δίνουν αμέσως την απάντηση. Ύστερα από μιά δυό μέρες ό προξενητής ξαναρωτάει κάποιον από την οικογένεια στην οποία έκαμε την πρόταση και τότε δίνεται η απάντηση απευθείας και χωρίς περιστροφές, μολονότι και πάλι αρνητική : «Δε νήνταν τυχηρό να γίν’», συνηθίζουν να λένε και συνάμα προβάλλουν κάποια δικαιολογία. Εννοείται, βέβαια, ότι σ’ αυτήν την περίπτωση ό προξενητής ποτέ δεν πηγαίνει επίσημα στο σπίτι τους. Φροντίζει να συναντήσει κάποιον ανεπίσημα, δήθεν τυχαίως (στο δρόμο, στη βρύση κτλ.). Και, φυσικά, φέρνει το θέμα στη συζήτηση με τρόπο, αφού η απάντηση είναι από πρωτύτερα γνωστή (αρνητική).
Όταν ύστερα απ’ αυτά επιστρέψει ό προξενητής και ανακοινώσει στους ενδιαφερομένους την αρνητική απάντηση, το αρνητικό δηλαδή αποτέλεσμα του μεσολαβητικού του έργου, συνηθίζουν να του λένε: «άιντι σι μ’τζουρώσαν, σι πιράσαν ντ’ μπιρουστιά». Πραγματικά, συνηθίζουν στις περιπτώσεις αυτές «ντου ντρουξιντή να ντου μ’τζουρών’». Όταν δηλαδή επιστρέψει και ανακοινώσει το αρνητικό αποτέλεσμα, αυτοί πού τον έστειλαν να κάμει την πρόταση, προσπαθούν χωρίς να τούς αντιληφθεί να του κάμουν στο πρόσωπο ένα σημάδι με «μ’τζούρα» (μαυράδα) από ένα μαυρισμένο τηγάνι, τεντζερέ κτλ. («άμα δε μπουρέσ’ κανές να κάν’ ντή μπρουξινιά κι ντου καταφέρ’, ντου μ’τζουρών’. Κι’ άμα δουν κανένα μ’ζτουρουμένου ντου λεν’ : προξινιά έκαμις κι’ είσι μ’τζουρουμένους;»).
Για τον άμεσα, πάλι, ενδιαφερόμενο πρόσωπο (νέο ή κοπέλα), πού κάνει την πρόταση, συνηθίζουν να λένε πειραχτικά: ή (π.χ.) Γιώργους έφαγι ντή χ’λόπ’τα». Σχετικό είναι και το παρακάτω πειραχτικό δίστιχο:
Έφαγις ντή χ’λόπ’τα μι ξύλινον κουτάλ’
κι λάβι την υπουμουνή, όπους τη λάβαν κ’ άλλ’.
Σχετική επίσης είναι και η εξής παροιμιώδης φράση: «Καλουφάγουτ’ η χ’λόπ’τα», πού λέγεται κι’ αυτή σε τέτοιες περιπτώσεις.
Συμβαίνει επίσης πολλές φορές ένας νέος να κάμει πρόταση γάμου σε μιά κοπέλα και όχι μόνο να μη γίνει δεκτή, αλλά ύστερα από λίγο καιρό ή κοπέλα αυτή να αρραβωνιαστεί και στη συνέχεια να παντρευτεί με κάποιον άλλο. Τότε, όσοι θέλουν να πειράξουν τον «αποτυχόντα» (συνήθως φίλοι και συνομήλικοί του) τη μέρα πού παντρεύεται η κοπέλα, παίρνουν μερικά κέρατα από τα σφαχτά το γάμου και τα κρεμούν στο μάνταλο (σύρτη) τής πόρτας του σπιτιού του. Το ίδιο κάνουν και για μιά κοπέλα στην περίπτωση πού θα αποτύχει σε πρόταση γάμου προς ένα νέο.
Και στη μιά και στην άλλη περίπτωση, είτε δηλαδή η κοπέλα απορρίψει την πρόταση είτε ό νέος, επηρεάζονται, όπως είναι φυσικό, οι σχέσεις ανάμεσα στις δυό οικογένειες. Πολλές φορές μάλιστα σε βαθμό πού να ψυχραθούν.
Ο προξενητής, εξάλλου, στην περίπτωση πού θα απορρίψουν την πρόταση, για να δείξει ότι δεν πρόκειται απ’ αυτό να στενοχωρεθεί ούτε ό ίδιος ούτε αυτοί για λογαριασμό των οποίων έκαμε την πρόταση, συνήθως λέει την εξής παροιμιώδη φράση: «αρνί κιφάλ’, άλλου στου πουδάρ’», πού σημαίνει: Αν πάρουμε το κεφάλι ενός αρνιού, αν σφάξουμε ένα αρνί, μπορούμε να το αντικαταστήσουμε με άλλο. Δεν πάει να πει δηλαδή ότι αυτό ήταν και δεν μπορούμε να βρούμε άλλο.
Τέλος, συνηθίζουν σ’ αυτές τις περιπτώσεις να λένε και τις εξής φράσεις: «άμα δε θέλ’τς ισύ, άλλους θα νέρθ’» και: «σκαμνιού πουδάρ’ λυγίτικου, άλλου κυπαρισσίτικου», πού σημαίνει: Αν έσπασε το πόδι ενός σκαμνιού καμωμένου από λυγαριά (λυγιά = λυγαριά), μπορούμε στη θέση του να βάλουμε άλλο και μάλιστα από κυπαρίσσι, δηλαδή πολύ καλύτερο.
Όλες αυτές οι παροιμιώδεις φράσεις και προπάντων η πρώτη και η Τρίτη με την αλληγορική τους σημασία κρύβουν ασφαλώς πολύ εγωισμό και λέγονται για να μετριάσουν την προσβολή από την απόρριψη τής προτάσεως.
Αν αυτοί στους οποίους γίνεται η πρόταση συμφωνούν από την πρώτη στιγμή, συνήθως απαντούν στον προξενητή ως εξής: «ίς Αλάχ, Θιός να δώσ’ να μη χαλάσ’. Άμα είνι τυχηρό, θα γίν’ κι’ άμα δεν είνι, θα χαλάσ’. Αλλά ιδώ απ’ τα είπαμ’ όσα είπαμ’, ιδώ να μείν’». Και συνήθως προσθέτουν: «ισείς άμα θέλτι ένα, ιμείς θέλουμ’ δέκα».
Λένε δε όλα τα παραπάνω από τη μιά για να δείξουν, ότι συμφωνούν πάνω στην πρόταση πού τούς έγινε κι’ από την άλλη για να αποτρέψουν κάθε κακή ενέργεια τρίτου προσώπου, πού είναι δυνατό καμιά φορά να δυσαρεστηθεί από το συνοικέσιο αυτό και να θελήσει να το διαλύσει. Γι’ αυτό και φροντίζουν τις πρώτες μέρες, ώσπου να επισημοποιηθεί, να το κρατήσουν μυστικό. Υπάρχει πάντα φόβος να μπει κάποιος στο μέσο και να χαλάσει την προξενιά.
Πολλές φορές, πάλι, συμβαίνει να συμφωνούν οι πιο πολλοί από τους οικείους των μελλονύμφων, καθώς και οι ίδιοι οι μελλόνυμφοι, να διαφωνεί όμως ό πατέρας του κοριτσιού ή του νέου. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η προξενιά συνήθως πετυχαίνει. Γι’ αυτό και συνηθίζουν να λένε: «σα θέλ’ η νύφη κι’ η γαμπρός, τύφλα να ‘χ’ η πιθιρός», φράση γνωστή κι’ απ’ άλλα διαμερίσματα της πατρίδας μας.
Από την ώρα πού οι δυό πλευρές θα συμφωνήσουν μεταξύ τους, μπορούν οι μελλόνυμφοι να κυκλοφορούν μαζί, συνοδευόμενοι πάντοτε απαραίτητα από ένα αγοράκι ή κοριτσάκι του συγγενικού τους περιβάλλοντος.
Αν, λοιπόν, ό προξενητής κάμει την πρόταση και γίνει δεκτή, ακολουθεί συζήτηση σε γενικές γραμμές για την προίκα. Γιατί, μολονότι οι λεπτομέρειες γι’ αυτό το θέμα θα συζητηθούν από τούς γονείς των μελλονύμφων σε ειδική συνάντηση, συνηθίζεται να γίνεται λόγος και κατά την πρώτη αυτή επίσκεψη του προξενητή κι προπάντων όταν τον στέλνει οικογένεια κοπέλας πού διαθέτει μεγάλη προίκα. Σ’ αυτές μάλιστα τις περιπτώσεις ό προξενητής προσπαθεί με κάθε τρόπο ιδιαίτερα να τονίσει το τι διαθέτει για προίκα η υποψήφια νύφη, για να τούς επηρεάσει με τα «τάματα» και να αποδεχτούν την πρόταση.
Όπως και να έχουν τα πράγματα, αν η πρόταση γίνει αποδεκτή, ύστερα από μερικές μέρες συναντιούνται οι γονείς των μελλονύμφων, οι συμπέθεροι («τού ζ’μπιθιρουλόϊ»)—συνήθως στο σπίτι της κοπέλας—και συζητούν με κάθε λεπτομέρεια για τα «τάματα», για το τι δηλαδή θα τάξουν, θα υποσχεθούν να δώσουν οι γονείς τής κοπέλας στους μελλονύμφους. Επειδή δε πολλές φορές τα «τάματα» είναι πολύ δελεαστικά και επειδή όχι λίγες φορές παντρεύονται κοπέλες πολύ άσχημες μόνο και μόνο γιατί διαθέτουν μεγάλη προίκα, συνηθίζουν στις περιπτώσεις αυτές να λένε την εξής παροιμιώδη φράση: «οι προίκις κι τα τάματα παντρεύουν τα φαντάματα» (δηλ. οι μεγάλες προίκες και οι πολλές υποσχέσεις παντρεύουν και τις πολύ άσχημες ακόμη κοπέλες). Τη φράση αυτή συνηθίζουν να τη λένε οι οικείοι μιας κοπέλας, πού έκαμε πρόταση γάμου σ’ ένα νέο κι’ εκείνος την απέρριψε, επειδή η υποψήφια δε διέθετε αξιόλογη προίκα. Μ’ αυτόν τον τρόπο μετριάζουν κατά κάποιο τρόπο την προσβολή από την απόρριψη της προτάσεως, αφού, σύμφωνα με τη φράση, η απόρριψη οφείλεται όχι σε λόγους ηθικής, τιμής, ομορφιάς, αλλά στο ότι η υποψήφια δε διέθετε μεγάλη προίκα, πράγμα δηλαδή δευτερεύον, χωρίς ιδιαίτερη σημασία, χωρίς ηθικό βάρος. Συνηθίζουν επίσης να λένε πολύ αυτή η φράση συγγενικά πρόσωπα — κυρίως ή μάνα — μιάς κοπέλας, πού μολονότι είναι όμορφη, δεν μπορεί να παντρευτεί, γιατί δε διαθέτει προίκα, ενώ αντίθετα άλλες παντρεύονται μολονότι πολύ άσχημες.

Η ΚΑΤΑΛΛΗΛΗ ΓΙΑ ΓΑΜΟ ΗΛΙΚΙΑ
Οι νέοι στην Ίμβρο παντρεύονται συνήθως από τα 22 ως τα 25 χρόνια. Είναι όμως δυνατό να παντρευτούν και σε μεγαλύτερη ηλικία, σπάνια όμως πριν από τα 22 χρόνια.
Οι κοπέλες σε σύγκριση με τούς άντρες παντρεύονται κατά κανόνα σε μικρότερη ηλικία• συνήθως αφού συμπληρώσουν τα 17 τους χρόνια.
Επειδή, όταν περάσει κάπως η ηλικία μιας κοπέλας, δύσκολα μπορεί να παντρευτεί, στις διάφορες γιορτές και προπάντων το Πάσχα οι κάπως περασμένες στην ηλικία φροντίζουν να περιποιηθούν πιο πολύ τον εαυτό τους, ώστε... να ξεγελάσουν κανένα νέο. Ο λαός όμως με το θυμόσοφο πνεύμα πού τον διακρίνει αποτρέπει τούς νέους να διαλέγουν «νύφες» κατά το Πάσχα, και, φυσικά, και κατά τις άλλες μεγάλες γιορτές με το εξής παραινετικό δίστιχο:
Ντού Μα’ λουγου μη λιμπιστείς κι τη Λαμπρή γυναίκα
κι’ αν είνι ικατό χρουνώ, σι λέν’ πώς είνι δέκα.
(Το Μάιο άλογο μη λιμπιστείς, μη ποθήσεις). Γιατί, όπως εύκολα μπορείς να γελαστείς το Μάιο στην εκτίμηση της ηλικίας ενός αλόγου, αφού, όπως είναι γνωστό, την εποχή αυτή και τα πιο αδύνατα και πιο μεγάλα στην ηλικία ζώα καλοτρέφονται και φαίνονται μικρότερα και γερά, έτσι και το Πάσχα (και κάθε μεγάλη γιορτή) εύκολα μπορείς να πέσεις έξω στην εκτίμηση τής ηλικίας μιας κοπέλας, αφού τέτοιες γιορτάρες μέρες όλες τους στολίζονται και περιποιούνται τον εαυτό τους με το παραπάνω και οπωσδήποτε φαίνονται πολύ πιο μικρές απ’ ότι στην πραγματικότητα είναι.

ΔΩΡΑ ΣΤΟΝ ΠΡΟΞΕΝΗΤΗ
Αν ό προξενητής κατορθώσει να φέρει σε πέρας την αποστολή του, συνηθίζουν να του δίνουν δώρα. Η νύφη δίνει δώρο στον προξενητή, είτε από το μέρος της γίνεται ή πρόταση είτε από το μέρος του γαμπρού. Οπωσδήποτε όμως η ηθική αυτή υποχρέωση είναι μεγαλύτερη, όταν η πρόταση γίνεται από το μέρος της.
Ο γαμπρός στέλνει δώρο στον προξενητή, όταν η πρόταση γίνεται απ’ αυτόν. Όταν όμως την πρόταση την κάνει η κοπέλα, μπορεί να κάμει μπορεί και να μην κάνει δώρο.
Τα δώρα και στη μιά και στην άλλη περίπτωση, είτε δηλαδή προέρχονται από το γαμπρό είτε από τη νύφη, είναι συνήθως ίδια: Ένα κουστούμι, ένα υποκάμισο ή κάτι παρόμοιο, όταν ό προξενητής είναι άντρας, ένα φουστάνι, ένα ζευγάρι παντόφλες ή κάτι παρόμοιο, όταν ό προξενητής είναι γυναίκα. Οπωσδήποτε δηλαδή κάτι πού να φοριέται (ενδύματα ή υποδήματα).

«ΤΟΥ ΛΟΥΓΟΥΣΗΜΑΔΟΥ»
Αφού κατά την πρώτη επίσημη συνάντηση των συμπεθέρων στο σπίτι τής νύφης, λίγες μέρες μετά την πρόταση, συζητηθεί το θέμα τής προίκας απ’ όλες τις πλευρές και σ’ όλες τις λεπτομέρειες και εφόσον οι συμπέθεροι μείνουν σύμφωνοι σε όλα, ό γάμος θεωρείται πια βέβαιος. Γι’ αυτό το λόγο στην πρώτη αυτή συνάντηση αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία και μετά απ’ αυτή γίνεται και η ανταλλαγή των διάφορων δώρων. Θα πρέπει μάλιστα να σημειωθεί, ότι κατά τη συνάντηση αυτή και μετά την οριστική συμφωνία στο θέμα της προίκας, η μάνα του γαμπρού υποχρεωτικά δίνει στη νύφη της «λουγουσήμαδου» (σημάδι για το λόγο πού έδωσαν).Το λογοσήμαδο είναι συνήθως ένα «μαλαματ’κό» (χρυσαφικό). Συνηθίζονται πιο πολύ τα εξής: ένας χρυσός σταυρός, ένα χρυσό «δαχ’λίδ’», ένα φλουρί και άλλα παρόμοια.
Το λογοσήμαδο το λένε και «πρώτου σ’μάδ’» ή «πρώτου κέρασμα», γιατί είναι το πρώτο σημάδι, το πρώτο κέρασμα (δώρο), πού δίνεται μετά την οριστική συμφωνία.
Την ίδια ώρα κατά την επίσημη αυτή συνάντηση δίνει λογοσήμαδο και η μάνα τής νύφης στο γαμπρό. Και στην περίπτωση αυτή το λογοσήμαδο είναι, όπως και στην περίπτωση της νύφης, ένα «μαλαματ’κό» (χρυσή λίρα, φλουρί και τ.τ.).

Ο ΑΡΡΑΒΩΝΑΣ
Ο αρραβώνας στην Ίμβρο λέγεται «αρ’βώνα», «αρ’βώνις» και «γιαρ’βώνις».
Οι «γιαρ’βώνις» γίνονται συνήθως μέσα σ’ ένα μήνα από την προξενιά. Γίνονται δε πάντοτε στο σπίτι τής νύφης και οπωσδήποτε βράδυ. Προτιμούν να είναι βράδυ Σαββάτου ή Κυριακής ή μιας οποιασδήποτε γιορτής. Τις άλλες μέρες δεν κάνουν «γιαρ’βώνις». Αποφεύγουν δε πάντοτε τη Δευτέρα. Υπάρχει πρόληψη ότι «γιαρ’βώνις» πού γίνονται Δευτέρα, «διφτιρών’» (δευτερώνουν), δηλαδή δε στεριώνουν.
Ένα κορίτσι από το συγγενικό περιβάλλον τής νύφης προσκαλεί τους συγγενείς και φίλους τής νύφης Κι’ ένα δεύτερο από το συγγενικό περιβάλλον του γαμπρού προσκαλεί τούς συγγενείς και φίλους του γαμπρού.
«Απόψι έ’χουμ’ τ’ς αρ’βώνις κι’ άμα έχ’τι την ιφκαρίστησ’, ουρίστι» συνηθίζουν να λένε τα κορίτσια αυτά στις οικογένειες πού προσκαλούν. Κι’ οι προσκαλούμενοι απαντούν: «’φχαριστούμι, θα ‘ρτουμ’», αφού, βέβαια, πρωτύτερα πουν τις σχετικές ευχές. Οι συνηθέστερες για την περίπτωση αυτή είναι οι εξής:
α) «Καλουρίζ’κις οι γιαρ’βώνις κι ζντή μιγάλ’ χαρά» (και στο γάμο να χαρούμε).
β) «Καλουρίζ’κα, και ζντή μιγάλ’ χαρά».
γ) «Καλουρίζ’κις κι στ’ ανώτιρα» (και στο γάμο δηλαδή).
Τα κορίτσια πού τούς προσκαλούν, ευχαριστώντας τότε για τις τόσο θερμές ευχές, αντεύχονται ως εξής: «Κι σας να σας αξιώσ’ στα πιδγιά σας», όταν, φυσικά, απευθύνονται σε γονείς πού τα παιδιά τους είναι ανύπαντρα. Όταν όμως απευθύνονται σε γονείς, πού έχουν και παντρεμένα και ελεύθερα παιδιά, αντεύχονται: «Κι σας να σας αξιώσ’ στα υπόλοιπα».
Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε, ότι τούς στενούς συγγενείς δεν τους προσκαλούν τα δυό αυτά κορίτσια, αλλά ό γαμπρός και η νύφη, πηγαίνοντας και οι δυό μαζί.
Στις «γιαρ’βώνις» παίρνει μέρος «κι’ η παπάς» του χωριού, ό οποίος αλλάζει «τσί βιργέτις» (τα δαχτυλίδια). Αν όμως δεν υπάρχει παπάς, τότε τα δαχτυλίδια τα αλλάζει ό πατέρας του γαμπρού. Και σε περίπτωση πού ό γαμπρός είναι ορφανός, τα αλλάζει ό πατέρας τής νύφης ό νουνός.
Στην αρχή «σταυρώνει» τα δαχτυλίδια πάνω σε μιά εικόνα και μετά τα περνάει στα χέρια των μελλονύμφων. Πρώτα περνάει το δαχτυλίδι του γαμπρού και κατόπι τής νύφης.
Το άλλαγμα των δαχτυλιδιών είναι το κυριότερο και σπουδαιότερο, ίσως, μέρος του αρραβώνα και γι’ αυτόν το λόγο ή φράση «άλλαξαν τσί βιργέτις», σημαίνει, ότι επισημοποίησαν οι δυό πλευρές την αρχική τους συμφωνία.
Μετά το άλλαγμα των δαχτυλιδιών ακολουθούν κεράσματα, φαγοπότι, τραγούδια και χοροί, πού πολλές φορές διαρκούν ως τις πρωινές ώρες.
Την άλλη μέρα στο γραφείο της κοινότητας συντάσσεται και υπογράφεται «του προικουσύμφουνου» (λέγεται και «προικουχάρτ’»). Για να είναι έγκυρο το υπογράφουν, εκτός από τον πατέρα τής νύφης, ό πρόεδρος του χωριού, πού ασφαλώς παίζει το ρόλο του βυζαντινού νοταρίου, και 3 μάρτυρες, όσους δηλαδή απαιτούσε σ’ αυτή την περίπτωση η σχετική βυζαντινή συνήθεια.

Η ΠΡΟΙΚΑ
Αναφέραμε πιο πάνω, μιλώντας για την κατάλληλη για γάμο ηλικία, ότι οι κοπέλες αρραβωνιάζονται κατά κανόνα αφού συμπληρώσουν το 17ο χρόνο τής ηλικίας τους. Ο γονείς τους όμως φροντίζουν να ετοιμάσουν το μεγαλύτερο τουλάχιστο μέρος τής προίκας πολύ νωρίτερα, συνήθως μόλις τα κορίτσια τους συμπληρώσουν τα δέκα χρόνια. Και, φυσικά, όσο περνούν τα χρόνια, άλλο τόσο μεγαλώνουν και ο φροντίδες των γονέων για την ολοκλήρωση τής προίκας. Ύστερα μάλιστα από τις «γιαρ’βώνις» επισπεύδουν τις ετοιμασίες, ώστε η μέρα του γάμου να είναι έτοιμη όλη η προίκα, πού υποσχέθηκαν να δώσουν στους νεονύμφους.
Συνήθως για προίκα δίνουν: Χωράφια, «λουστάσια» (χωράφια με ελαιόδεντρα), αμπέλια, ένα τουλάχιστο σπίτι, διάφορα οικιακά ζα (πρόβατα, «γαϊδάρους» κτλ.), «ρουχικά» (κουβέρτες, κιλίμια κτλ.), στρώματα, «κατσιές» (εγχώριες μάλλινες κουβέρτες υφασμένες στον αργαλειό) κτλ. Οι πλούσιοι, βέβαια, συνήθως δίνουν και μετρητά.
Αν η νύφη δεν έχει κανένα αδερφό, τότε οι γονείς της δίνουν για προίκα και το «ντάμι». Εφόσον όμως έχει έστω και έναν αδερφό, το «ντάμι» κανονικά ανήκει σ’ αυτόν.
Όταν η νύφη είναι πρωτοπαίδι (πρωτότοκος), συνήθως οι γονείς της δίνουν μεγαλύτερη προίκα. Αφήνουν σ’ αυτές τις περιπτώσεις ελεύθερο το γαμπρό να διαλέξει ό,τι θέλει. Αν όμως ζητήσει περισσότερα από όσα αξίζει, τότε μπορεί να χαλάσει και το συνοικέσιο ακόμη. (Πρβλ. «άμα η θατέρα είνι προυτουπαίδ’, τότι η νταντά τ’ς νύφς’ βάζ’ τού γαμπρό στου διαλόι. Άμα όμους η γαμπρός γυρέψ’ παραπάν’ απού τ’ν αξιά τ’, ντού δίν’ τα κατουρ’μένα τ’ κι φεύγ’»).
Κάθε κορίτσι για να παντρευτεί, πρέπει υποχρεωτικά να διαθέτει ιδιαίτερο σπίτι. Γ’ αυτόν το λόγο οι γονείς πού έχουν κορίτσια είναι υποχρεωμένοι να χτίσουν για το καθένα ξεχωριστό σπίτι. Αν μάλιστα συμβεί να μην είναι έτοιμο το σπίτι τη μέρα που ορίστηκε να γίνει ο γάμος, τότε αναγκαστικά αναβάλλεται η τέλεσή του, αφού στο νέο σπίτι πρόκειται να εγκατασταθεί το νέο ζευγάρι, οι νεόνυμφοι, αμέσως μετά η στέψη.
Αν ένας πατέρας έχει περισσότερες από μία θυγατέρες, τότε το πατρικό σπίτι μένει στη μικρότερη θυγατέρα. Μετά το γάμο της οι γονείς χτίζουν ένα μικρό σπίτι για τα γηρατειά τους. Γι’ αυτό το λόγο το σπίτι αυτό το λένε «γ έ ρ ι κ ο».
Όσα ισχύουν για τις κανονικές θυγατέρες, ισχύουν και για τις υιοθετημένες κοπέλες.

ΧΡΟΝΟΣ ΤΕΛΕΣΕΩΣ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
Ο γάμος στην Ίμβρο κανονικά γίνεται μέσα σ’ ένα χρόνο από τον αρραβώνα. Συνηθίζουν μάλιστα να κάνουν τούς γάμους κατά τη χειμερινή περίοδο. Οι ατέλειωτες γεωργοκτηνοτροφικές δουλειές του καλοκαιριού δεν επιτρέπουν στους Ιμβρίους να... ασχολούνται την περίοδο αυτή με γάμους και διασκεδάσεις. Μετά το δεκαπενταύγουστο όμως, πού αρχίζουν να περιορίζονται κάπως οι δουλειές, αρχίζουν και οι γάμοι.
Τον Ιούνιο και Ιούλιο συνήθως παντρεύονται όσοι βιάζονται να στεφανωθούν από πρόωρη εγκυμοσύνη τής νύφης. Τα παιδιά πού γεννιούνται από τέτοιους γάμους, δηλαδή προτού να συμπληρωθούν εννιά μήνες από τη μέρα του γάμου, τα λένε «κατσιάϊκα» (Τουρκ. kagak σημαίνει δραπέτης, λαθραίος) (πρβλ. «ντού Θιρ’νό κι ντουν Αλουντί μόν’ κάνα κατσιάϊκου γάμου κάν’»).
Ακόμη, αποφεύγουν συστηματικά να κάνουν γάμους το Μάιο. Υπάρχει πρόληψη, ότι ό γάμος πού γίνεται Μάιο μήνα είναι αποτυχημένος. Πιστεύουν ότι από τέτοιους γάμους γεννιούνται παιδιά μαγεμένα και ότι το αντρόγυνο μαλώνει σ’ όλη του τη ζωή. (Πρβλ. «ντού Μα’ δε γκάνουμ’ γάμ’, γιατί γίν’ντιν μαγιμένα τα πιδγιά κι μαλών’ τα αντρόγυνα»).
Αποφεύγουν επίσης να κάνουν γάμους το Φεβρουάριο, γιατί είναι «κ’τσουφλέβαρους» (πρβλ. «ντού κ’τσουφλέβαρου δε γκάνουμ’ γάμ’. Η μήνας δεν είνι καλός, είνι κ’τσός»).

ΟΙ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
Ύστερα από τις «γιαρ’βώνις», τόσο στο σπίτι του γαμπρού, όσο και της νύφης επισπεύδονται, όπως είναι φυσικό, οι διάφορες εργασίες, αφού την τελευταία πριν από το γάμο εβδομάδα πρέπει όλα να είναι έτοιμα. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο τις τελευταίες αυτές πριν από το γάμο μέρες βοηθούν τις δυό οικογένειες πολλοί συγγενείς και φίλοι τους. Περισσότερο δε βοηθούν την οικογένεια τής νύφης πού έχει τις πιο πολλές δουλειές και φροντίδες. (Ετοιμάζουν τα αμύγδαλα τα αμυγδαλωτά, στρώνουν, σιδερώνουν, ζυμώνουν, ψήνουν τα ψωμιά κτλ.).
Η νύφη συνήθως δε δουλεύει, αλλά παρακολουθεί και δίνει οδηγίες στις άλλες γυναίκες. Οι πολύ δουλευτάρες όμως όχι μόνο αποφεύγουν να δίνουν οδηγίες και εντολές, αλλά δουλεύουν και μάλιστα εντατικά για να τελειώσουν όσο γίνεται πιο γρήγορα οι δουλειές.
Όλες αυτές οι δουλειές (στρωσίματα, σιδερώματα κτλ.) γίνονται την τελευταία πριν από το γάμο εβδομάδα και κυρίως τις τρεις πρώτες μέρες (Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη), γιατί από την Πέμπτη κι’ ύστερα αρχίζουν άλλες πιο βαριές δουλειές (το ζύμωμα και το ψήσιμο των ψωμιών, η ετοιμασία και το ψήσιμο των γλυκών κτλ.).

ΤΑ ΨΩΜΙΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
Το πρωί της Πέμπτης, τρεις δηλαδή μέρες πριν από την Κυριακή του γάμου, στο σπίτι του γαμπρού και τής νύφης συγκεντρώνονται γυναίκες από το συγγενικό τους περιβάλλον και «κουσκ’νίζ’ τ’ αλεύρια», ετοιμάζουν δηλαδή το αλεύρι για τα ψωμιά του γάμου.
Την άλλη μέρα τόσο στο σπίτι του γαμπρού, όσο και τής νύφης συγκεντρώνονται κορίτσια αμφιθαλή και ετοιμάζουν τα απαραίτητα για το γάμο ψωμιά και γλυκά. Άλλα ετοιμάζουν τα «‘μυγδαλουτά», άλλα τα «παντεσπάνια» και άλλα «ζ’μών’ τα ψουμιά».
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί, ότι μαζί με τα άλλα ψωμιά ζυμώνουν και ένα ειδικό γλυκό ψωμί, πού, όπως θα δούμε πιο κάτω, το λένε «κλιφτουψώμ’». Παρασκευάζεται από αλεύρι, ζάχαρη, βούτυρο, αυγά και σόδα.
Όταν ετοιμάσουν όλα τα απαραίτητα ψωμιά και γλυκά, ανάβουν το φούρνο για να τα ψήσουν. Πρώτα πρώτα ψήνουν τις «φουρνόπ’τις». Οι «φουρνόπ’τις» παρασκευάζονται από το ίδιο ζυμάρι πού παρασκευάζονται και τα άλλα ψωμιά του γάμου. Είναι όμως πολύ λεπτές και γι’ αυτό ψήνονται πολύ γρήγορα, σε 2-3 λεπτά τής ώρας. Αυτός ακριβώς είναι ό λόγος πού στο χωριό Σχοινούδι τις λένε «γουργόπ’τις», επειδή δηλαδή ψήνονται γοργά, πάρα πολύ γρήγορα. Στο χωριό Άγιοι Θεόδωροι, ιδιαίτερη πατρίδα του Αρχιεπισκόπου Βορείου και Νοτίου Αμερικής κ.κ. Ιακώβου, τις λένε «ζιστουψώμ’», επειδή τις τρώνε πολύ ζεστές, μόλις τις βγάλουν από το φούρνο.
Αφού βγάλουν τις «φουρνόπ’τις» από το φούρνο, κόβουν την κάθε μια σταυρωτά σε τέσσερα κομμάτια, τα αλείφουν από πάνω με μέλι και μετά στέλνουν ένα κομμάτι σε κάθε οικογένεια πού θέλουν να καλέσουν στο γάμο.
Αποτελεί δηλαδή το μοίρασμα των κομματιών από τις «φουρνόπ’τις» ένα είδος γενικού καλέσματος στο γάμο. Γιατί τούς πολύ στενούς συγγενείς (αδέρφια, κουμπάρο κτλ.) τούς προσκαλούν και με φουρνόπ’τα και με «κλίκ’» (πρβλ. «Σι καλέσαν ζντού γάμου; — Μι καλέσαν κι μι φέραν κι κλίκ’»). Γι’ αυτό για κείνους πού παίρνουν μέρος στο γάμο (φαγητό, γλέντι) χωρίς να τούς έχουν καλέσει ούτε και με «φουρνόπ’τα», συνηθίζουν να λένε τη γνωστή κι’ από άλλες περιοχές παροιμιώδη φράση: «ακάλιστους γάδαρους ζντού γάμου τι γυρεύ’;»

«ΤΑ ΚΛΙΚΙΑ»
Τα «κλίκια» (βυζαντινά κουλίκια) είναι ένα είδος γλυκού , καλύτερα, ένα είδος γλυκού ψωμιού. Παρασκευάζονται από ζυμάρι, ζάχαρη, λάδι και μαστίχα και ψήνονται στον ίδιο φούρνο πού ψήνονται και τα άλλα ψωμιά του γάμου. Από το πάνω μέρος τα στολίζουν με τρία «π’λούδια», ομοιώματα δηλαδή πουλιών, πού τα κάνουν επίσης από ζυμάρι. Πιστεύουν, ότι το πουλί φέρνει την ευτυχία.
Το πλάσιμο των «κλικιών» δεν είναι εύκολο πράγμα. Χρειάζεται μαεστρία και πολλή επιδεξιότητα. Γι’ αυτό ορισμένες μόνο γυναίκες φημίζονται για το γρήγορο και επιδέξιο πλάσιμο «κλικιών».
Τα «κλίκια», όπως και τις «φουρνόπ’τις», πριν τα στείλουν για κάλεσμα τα αλείφουν από πάνω με μέλι. Επειδή δε, όπως και παραπάνω έγινε λόγος, με «κλίκια» προσκαλούν τους στενούς συγγενείς, όταν κάποιος επισκέπτεται έναν άλλο σε ακατάλληλη ώρα, λόγου χάρη πολύ πρωί, συνηθίζουν να λένε ειρωνικά την εξής παροιμιώδη φράση: «τού κλίκ’ σι στείλαν κι’ ήρθις προυΐ προυΐ;».
Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι, μολονότι και τα «κλίκια» και οι «φουρνόπ’τις» και όλα τα άλλα ψωμιά και γλυκά του γάμου ψήνονται όλα μαζί την Παρασκευή, οι «φουρνόπ’τις» μοιράζονται την ίδια μέρα, αμέσως μετά το ψήσιμο, ενώ τα «κλίκια» την άλλη μέρα, το Σάββατο.

ΤΑ «ΜΙΛΟΥΜΕΝΑ ΚΛΙΚΙΑ»
Την Παρασκευή μαζί με τα άλλα γλυκά και ψωμιά ετοιμάζουν και τα τρία «μιλουμένα κλίκια». Τα «μιλουμένα κλίκια» μοιάζουν με μικρά στρογγυλά ψωμιά και τα λένε «μιλουμένα», επειδή τα αλείφουν από πάνω με μέλι, μολονότι και τα άλλα, όπως πιο πάνω έγινε λόγος, τα αλείφουν, πριν τα μοιράσουν, με μέλι. Αυτά τα τρία «μιλουμένα κλίκια» έχουν ειδικό προορισμό. Τη Δευτέρα μετά το γάμο τα παίρνει η νύφη και τα πηγαίνει στις τρεις γεροντότερες γυναίκες του χωριού και δίνει σε καθεμιά από ένα. Η κάθε γριά παίρνοντας το «μιλουμένου κλίκ’», τής εύχεται: «πολύχρουν’, τα χρόνια μ’ να πάρ’ς».

«ΤΟΥ ΚΛΙΦΤΟΥΨΩΜ’»
Μόλις βγάλουν από το φούρνο τις «φουρνόπ’τις», «μι ντούν ίδιου ντού φουρνητό», χωρίς δηλαδή να ξανακάψουν το φούρνο, μιά και διατηρεί ακόμη την απαραίτητη πύρα, βάζουν για ψήσιμο τα ψωμιά. Μπροστά μπροστά, προς την πόρτα του φούρνου, βάζουν μέσα σ’ ένα ταβά το «κλιφτουψώμ’», το ειδικό γλυκό ψωμί για το οποίο έγινε λόγος πιο πάνω. Από την ώρα πού θα βάλουν στο φούρνο το «κλιφτουψώμ’», ως την ώρα πού θα ψηθεί, η νοικοκυρά ή μια άλλη γυναίκα κάθεται κοντά στο φούρνο και το «φυλάγει» να μη το κλέψουν. Όταν ψηθεί—το «κλιφτουψώμ’»—, φεύγει αυτή η γυναίκα, ό φύλακας, να πούμε, του φούρνου και τότε αγόρια και κορίτσια, τρέχοντας με φωνές και τραγούδια, πηγαίνουν και «κλέβουν» το ειδικό αυτό ψωμί, πού γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο το λένε «κλιφτουψώμ’». Το πηγαίνουν ύστερα στο σπίτι τής νύφης (εφόσον πρόκειται για το «κλιφτουψώμ’» της νύφης), το κόβουν σε μικρά κομμάτια, τα αλείφουν από πάνω με μέλι και μετά τα μοιράζουν στους ελευθέρους και τις ελεύθερες του χωριού «για να πάρ’ (πάρουν) του γούρ’», για να παντρευτούν δηλαδή γρήγορα. Προτού μάλιστα τα μοιράσουν, συνηθίζουν να στέλνουν ένα κομμάτι από το «κλιφτουψώμ’» του γαμπρού στη νύφη και ένα από της νύφης στο γαμπρό.
Οι ευχές πού συνηθίζουν να λένε οι ελεύθεροι και οι ελεύθερες, όταν παίρνουν το «κλιφτουψώμ’», είναι κατά κανόνα ίδιες μ’ εκείνες πού συνηθίζουν να λένε οι προσκαλούμενοι, όταν παίρνουν τα «κλίκια» και τις «φουρνόπ’τις»: «Η ώρα η καλή» κ.ά.
Την παράξενη και ιδιόρρυθμη συνήθεια να κλέβουν το ψωμί («κλιφτουψώμ’») θα μπορούσαμε ασφαλώς να τη συνδέσουμε με το έθιμο τής αρπαγής τής νύφης, ένα έθιμο πού, όπως γράφει ό καθηγητής τής Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο τής Αθήνας κ. Κ. Ρωμαίος «προβάλλει σα σπονδυλική στήλη, σαν το βασικό αίτιο, σε ποικίλα επεισόδια της αρχαίας μυθολογίας. Ανακρατάει τη μακρυνή της ανάμνηση στη «μιμητική» αρπαγή της νύφης πού γίνεται ακόμα σε μερικά έθιμα του γάμου, ιδίως του νεοελληνικού, όπως παρουσιάζεται στα Ακριτικά τραγούδια, ιδίως στα επεισόδια τής ζωής του Διγενή Ακρίτα... Η καταγωγή του εθίμου αυτού έρχεται από κοινωνίες εθνολογικά πρωτόγονες και στερημένες από ικανή κεντρική διοικητική ασφάλεια».

ΟΙ ΔΟΥΛΕΙΕΣ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ
Μιά από τις πολλές δουλειές του Σαββάτου, εκτός από το μοίρασμα των «κλικιών», είναι και το σφάξιμο των απαραίτητων για το γάμο ζώων. Από το πρωί έρχεται στο σπίτι της νύφης ένας χασάπης και ετοιμάζει όλα τα σφαχτά, τα οποία προέρχονται κι’ από το γαμπρό κι’ από τη νύφη. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε την εξής συνήθεια: Ο γαμπρός πριν από το σφάξιμο δένει στα μάτια του κάθε ζώου ένα μαντήλι, πού κατά το σφάξιμο το παίρνει ό χασάπης.
Το βράδυ του Σαββάτου η νύφη ετοιμάζει τα δώρα, πού προορίζονται για το γαμπρό και τούς δικούς του (γονείς, αδέρφια κτλ.). Τα βάζει σ’ ένα δίσκο και τα δίνει στην παρανύφη, η οποία με ένα άλλο κορίτσι τα πηγαίνει στο σπίτι του γαμπρού. Ανάμεσα σ’ αυτά τα δώρα υπάρχουν οπωσδήποτε τα απαραίτητα για το άλλαγμα του γαμπρού εσώρουχα. Για τις γυναίκες στέλνουν φουστάνια. Αγοράζει επίσης η νύφη ένα χειρομάντηλο για τον παραγαμπρό και άλλα δυό μαντήλια (ένα χειρομάντηλο και μιά «μαντίλα») για την παρανύφη.
Όταν η μάνα του γαμπρού παίρνει τα δώρα τής νύφης, δίνει στην παρανύφη και στ’ άλλο κορίτσι μπαχτσίσι (φιλοδώρημα) και εύχεται: «κι στα δικά σας».

ΤΟ «ΛΟΥΣ’ΜΟΥ» ΤΟΥ ΓΑΜΠΡΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΥΦΗΣ
Το βράδυ του Σαββάτου «λούνντιν η νύφ’ κι’ η γαμπρός». Στο σπίτι της νύφης συγκεντρώνονται κοπέλες κι’ αφού ζεστάνουν νερό ή βοηθούν στο επίσημο αυτό λούσιμο. Την ώρα πού η παρανύφη και άλλη μιά κοπέλα ρίχνουν νερό και «λούνιτι» η νύφη, συνηθίζουν να λένε διάφορα τραγούδια.
Το ίδιο βράδυ και στο σπίτι του γαμπρού μαζεύονται αγόρια—φίλοι του— και τον βοηθούν να λουστεί. Ο γαμπρός μετά το λούσιμο φορεί τα δώρα της νύφης. Καί την ώρα πού «λούνιτι» ό γαμπρός συνηθίζουν να λένε διάφορα τραγούδια.
Το νερό με το οποίο λούζεται η νύφη, καθώς και το νερό με το οποίο λούζεται ό γαμπρός, μετά το λούσιμο δεν το χύνουν οπουδήποτε, αλλά σε μέρος πού να μην πατιέται: στα λουλούδια τής αυλής, «ζντού ντρόχαλου» (ντουβάρι κτισμένο χωρίς λάσπη, ξεροντούβαρο) κτλ. Όταν τελειώσουν όλες ο δουλειές του Σαββάτου, αρχίζει στο σπίτι της νύφης γλέντι στο οποίο παίρνουν μέρος όλοι οι καλεσμένοι συγγενείς και φίλοι και το οποίο πολλές φορές συνεχίζεται ως τα ξημερώματα.
Από τα σφαχτά του γάμου, πού, όπως και παραπάνω έγινε λόγος, είναι έτοιμα από το πρωί του Σαββάτου, παίρνουν μόνο τα συκώτια και μ’ αυτά κάνουν μεζέδες, τούς οποίους και προσφέρουν στους καλεσμένους κατά το γλέντι του Σαββάτου.

ΤΟ ΣΤΟΛΙΣΜΑ ΤΗΣ ΝΥΦΗΣ
Το πρωί τής Κυριακής (κατά τις 10 η ώρα) μαζεύονται στο σπίτι τής νύφης κοπέλες και «στουλίζ’ ντ’ νύφ’». Τη χτενίζουν, της βάφουν τα χείλια και τη ντύνουν. Στο στόλισμα της νύφης παίρνει πάντοτε μέρος μαζί με τις άλλες κοπέλες και η παρανύφη.
Την ώρα πού στολίζουν τη νύφη, οι «πιγνιδατόρ’» (λαϊκοί οργανοπαίχτες) παίζουν με τα «πιγνίδια» τους (λαϊκά όργανα) διάφορους γαμήλιους σκοπούς και κατά διαστήματα όλοι μαζί, κοπέλες και οργανοπαίχτες, τραγουδούν διάφορα γαμήλια τραγούδια.
Το νυφιάτικο φόρεμα της νύφης το λένε «νυφικό». Το «νυφικό» αποτελείται από ένα «ποδήρες» άσπρο φουστάνι κι’ ένα «βέλου» (άσπρο «τούλ’»), πού αρχίζει από το κεφάλι και φτάνει κι’ αυτό ως κάτω. Για να μη σέρνεται καταγής, όταν η νύφη περπατάει, το κρατεί η παρανύφη και το σηκώνει ελαφρά λίγο πιο πάνω από τη γη. Φορεί επίσης η νύφη και τις «κιρλάντις». «Κιρλάντις» είναι τα «λολούδια» πού κατά τη στέψη φορεί στο κεφάλι της. Πάνω από τις «κιρλάντις» μπαίνουν τα στέφανα. Το νυφικό, τα παπούτσια και όλα γενικά τα απαραίτητα για το ντύσιμο της νύφης τα αγοράζει ό γαμπρός.
Την ίδια περίπου ώρα, δηλαδή το πρωί τής Κυριακής, στο σπίτι του γαμπρού μαζεύονται νέοι και στολίζουν το γαμπρό. Τον ξυρίζουν, τον χτενίζουν, του περνάνε λολούδι στο πέτο κτλ.
Την ώρα πού στολίζουν το γαμπρό συνηθίζουν στο σπίτι του να ρίχνουν «τ’φέκια» (ντουφεκιές). Το ίδιο κάνουν και όταν η γαμήλια πομπή αναχωρεί από το σπίτι του γαμπρού, από το σπίτι τής νύφης και από το σπίτι τού κουμπάρου για να πάει στην εκκλησία. Τέλος, συνηθίζουν να ρίχνουν «τ’φέκια» και όταν η γαμήλια πομπή περνάει μπροστά από συγγενικό του γαμπρού ή της νύφης σπίτι. Μ’ αυτόν τον τρόπο ό συγγενείς «αξιών’ ντού γαμπρό κι ντ’ νύφ’», τούς δίνουν δηλαδή αξία, τούς τιμούν ιδιαίτερα.
Ο καθηγητής κ. Ρωμαίος εξετάζοντας ανάλογες περιπτώσεις παρατηρεί, ότι οι ντουφεκιές ρίχνονται «σε διάφορες ευχάριστες, αλλά πάντα κρίσιμες στιγμές» και δέχεται ότι αυτοί οι «εορτάσιμοι πυροβολισμοί», όπως τούς ονομάζει, ρίχνονται για να εξουδετερωθεί κάθε «μελλοντική δαιμονική επιρροή», «για να φοβίσουν και να διώξουν τούς βλαπτικούς γύρω δαίμονες».
Την ώρα πού στολίζουν το γαμπρό και τη νύφη τραγουδούν ανάμεσα στ’ άλλα και το εξής τραγούδι:
Γαμπρός είνι ξιμπούλι κι’ νύφη γιασιμί
και η κουμπαρουπούλα βινέτικον φλουρί.
Ειδικότερα την ώρα πού στολίζουν το γαμπρό, συνηθίζουν να τραγουδούν τα εξής τραγούδια-δίστιχα:

Γαμπρέ μου παλικάρι, γαμπρέ μου τσελεπή,
έβγα στου παναθύρι, να σκάσουν οι ιχτροί.
Γαμπρός μας είνι άξιους καράβι ν’ αρματώσει
κι τα σχοινιά του καραβιού να τα μαλαματώσει.
Δυό καράβια έρχουντι απού τη Σαμοθράκη,
στο ’να ’ν’ νύφη κι’ ου γαμπρός, στ’ άλλου του κουμπαράκι.
Γαμπρός είνι ζιμπούλι κι’ η νύφη γιασιμί
και ου κουμπάρους είναι τής Πόλης του κλειδί.

Η ΓΑΜΗΛΙΑ ΠΟΜΠΗ
Την Κυριακή μετά το στόλισμα του γαμπρού και τής νύφης, ό γαμπρός με όλους τούς καλεσμένους αναχωρεί για το σπίτι τής νύφης. Πριν ξεκινήσει, προσκυνεί στο πατρικό του σπίτι και παίρνει την ευχή των γονέων του: «Βάν’ τρεις μιτάνιις» μπροστά στο εικόνισμα του σπιτιού, φιλεί το χέρι των γονέων του και κατόπι, όταν έλθουν στο σπίτι τής νύφης, «βάν’ τρεις μιτάνιις» μπροστά στον πεθερό και την πεθερά του και τούς φιλεί το χέρι. Τόσο η μάνα του, όσα και η πεθαρά του την ώρα πού φιλεί το χέρι τους, του δίνουν δώρα. Το δώρο στην περίπτωση αυτή είναι πάντοτε «μαλαματ’κό» (χρυσαφικό): μιά χρυσή λίρα, ένα φλουρί, ένας χρυσός σταυρός ή κάτι παρόμοιο. (Πρβλ. τα σχετικά με το λογασήμαδο).
Το γαμπρό κατά τη διαδρομή από το σπίτι του ως το σπίτι τής νύφης τον κρατούν οι γονείς του• από το ένα μέρος ό πατέρας του, από το άλλο η μάνα του. Εξαίρεση σ’ αυτό παρουσιάζει το χωριό Σχοινούδι, όπου το γαμπρό τον κρατεί από το ένα μέρος ό παραγαμπρός, από το άλλο ό πατέρας του ή η μάνα του. Αν δεν έχει γονείς, ένας αδερφός ή μιά αδερφή. Από την ώρα πού ό γαμπρός και η συνοδεία του θα ξεκινήσουν από το σπίτι του, ώσπου να φτάσουν στο σπίτι τής νύφης, οι «πιγνιδατόρ’» παίζουν με τα «πιγνίδια» τους τον παρακάτω εύθυμο και κάπως γρήγορο γαμήλιο σκοπό:

Έμαθα άλλον αγαπάς, πλέον δεν είναι ψέμα.
Κι’ αν αγαπήσεις εκατό, δε θα ‘βρεις σαν και μένα.
Δεν λέγω για την εμορφιά, δεν λέγω για τα κάλλη,
σαν τη δική μου την καρδιά δε θα ξανά βρεις άλλη.

Το τραγούδι αυτό, όπως και κάθε άλλο καθαρά γαμήλιο, λέγεται «νυφ’κάτους». Όταν ό γαμπρός και η συνοδεία του φτάσουν στο σπίτι της νύφης, δεν μπαίνουν μέσα, αλλά περιμένουν για λίγο στην αυλή, ώσπου να βγει η νύφη. Οι λαϊκοί οργανοπαίχτες στο μεταξύ συνεχίζουν να παίζουν τον παραπάνω γαμήλιο σκοπό.
Στα χωριά Σχοινούδι και Άγιοι Θεόδωροι ό γαμπρός, οι γονείς και οι στενοί συγγενείς τους μπαίνουν μέσα στο σπίτι τής νύφης και μετά από λίγο βγαίνουν όλοι μαζί με τη νύφη. Οι οργανοπαίχτες μένουν έξω και παίζουν το «νυφ’κάτου».
Και η νύφη, όταν αναχωρεί από το σπίτι της, «βάν’ τρεις μιτάνιις» στο εικονοστάσι του σπιτιού και μετά φιλεί το χέρι των γονέων της. Οι γονείς της τής εύχονται: «Η ώρα η καλή. Να μπεις στα χρυσά τα στέφανα». Έπειτα, μόλις βγει στην αυλή, «βάν’ τρεις μιτάνιις» μπροστά στους γονείς του γαμπρού και τούς φιλεί το χέρι. Και του γαμπρού οι γονείς, την ώρα πού η νύφη τους φιλεί το χέρι τής δίνουν την ίδια ευχή: «η ώρα η καλή, να μπεις στα χρυσά τα στέφανα».
Τόσο η μάνα, όσο και η πεθερά τής νύφης, την ώρα πού αυτή φιλεί το χέρι τους, της δωρίζουν ένα «μαλαματ’κό» (χρυσαφικό), όπως ακριβώς γίνεται και στη περίπτωση του γαμπρού.
Στα χωριά Σχοινούδι και Άγιοι Θεόδωροι το δώρο αυτό το δίνουν πάντοτε στην εκκλησία μετά τη στέψη, όταν «χιριτούν» τα στέφανα. Δε συνηθίζουν μάλιστα να το δίνουν στο χέρι, αλλά το περνούν στο λαιμό ή, αν έχει τρύπα, το κρεμούν με μιά κορδελίτσα και μια παραμάνα στο στήθος. Αν όμως δεν μπορεί να κρεμαστεί στο λαιμό ή στο στήθος, το δίνουν στο χέρι.
Προτού, εξάλλου, η νύφη αναχωρήσει από το σπίτι της, οι κοπέλες συνηθίζουν να γράφουν με μολύβι στον ποδόγυρο του νυφικού κι’ από το μέσα μέρος η καθεμιά το όνομά της (π.χ. Ελένη, Μαρία, Άννα κτλ.). Την άλλη μέρα το ξανακοιτάζουν και αν ένα όνομα έχει σβηστεί, πιστεύουν, πώς η κοπέλα αυτή γρήγορα θα παντρευτεί.
Στο χωριό Σχοινούδι τα ονόματα τα γράφουν αρκετές μέρες πριν από το γάμο. Πολλές φορές μάλιστα από τότε πού ράβουν το νυφικό.
Το έθιμο αυτό επιχωριάζει με διάφορες παραλλαγές και σ’ άλλες περιοχές τής πατρίδας μας. Στην Κασσανδρία (Βάλτα), λόγου χάρη, τής Χαλκιδικής οι κοπέλες συνηθίζουν να γράφουν τα ονόματά τους για τον ίδιο σκοπό όχι στον ποδόγυρο του νυφικού, αλλά κάτω από τα παπούτσια τής νύφης, στις σόλες των παπουτσιών.
Στην Παναγία, πρωτεύουσα του νησιού, την ώρα πού η νύφη ετοιμάζεται να αναχωρήσει από το σπίτι της, μιά γυναίκα παίρνει ένα παιδάκι (αγόρι ή κορίτσι) και το βάζει στην αγκαλιά της νύφης για να κάνει παιδιά. Αν είναι αγόρι, πιστεύουν πώς θα κάνει αγόρια. Αν είναι κορίτσι, θα κάνει κορίτσια. Το είδος αυτό της ομοιοπαθητικής μαγείας το συναντάμε και σε πολλές άλλες περιοχές. Στη Δυτική, λόγου χάρη, Μακεδονία (Επαρχία Βοΐου) συνηθίζουν την ώρα πού πάνε να πάρουν από τη νύφη την προίκα, να βάζουν, πριν φορτώσουν, πάνω σ’ ένα από τα άλογα στα οποία θα φορτωθεί η προίκα, ένα παιδάκι, το οποίο κατεβαίνει μόνον αφού του δώσουν φιλοδώρημα.
Επίσης την ώρα πού η νύφη μπαίνει στην εκκλησία για τη στέψη, πρέπει στην πόρτα της εκκλησίας υποχρεωτικά να «χιριτήσ’» (να ασπαστεί) ένα αγοράκι. Έτσι πιστεύουν ότι θα κάνει παιδιά και μάλιστα αγόρια.
Όταν, ύστερα απ’ όλα τα παραπάνω, η νύφη βγαίνει από το σπίτι της, την κρατούν οι γονείς της. Ο ένας από το ένα χέρι, ό άλλος από το άλλο. Κοντά κοντά ακολουθεί και η παρανύφη. Μόλις βγουν έξω γίνεται αλλαγή των συνοδών. Οι γονείς του γαμπρού από δω και πέρα κρατούν τη νύφη, ενώ οι γονείς τής νύφης κρατούν το γαμπρό.
Από το σπίτι της νύφης η γαμήλια πομπή κατευθύνεται στο σπίτι «τσί γκμπάρας». Στο δρόμο οι οργανοπαίχτες συνεχίζουν να παίζουν το «νυφ’κάτου». Όταν φτάσουν στο σπίτι τής κουμπάρας περιμένουν λίγο στην αυλή και μετά, αφού πάρουν την κουμπάρα με τούς δικούς της, κατευθύνονται στην εκκλησία για τη στέψη.
Στα χωριά Σχοινούδι και Άγιοι Θεόδωροι ό γαμπρός και η συνοδεία του πηγαίνουν πρώτα στο σπίτι τής κουμπάρας και, αφού την πάρουν μαζί τους με όλους τούς δικούς της, κατευθύνονται στο σπίτι τής νύφης κι’ από κει, αφού πάρουν τη νύφη και τούς καλεσμένους της, πηγαίνουν όλοι μαζί στην εκκλησία. Οι οργανοπαίχτες και στην περίπτωση αυτή παίζουν το «νυφ’κάτου».
Αυτά συνηθίζονται τη μέρα του γάμου από το πρωί ως την ώρα πού η γαμήλια πομπή θα φτάσει στην εκκλησία, όταν ό γαμπρός και η νύφη είναι από το ίδιο χωριό. Όταν όμως ό γαμπρός είναι απ’ άλλο χωριό, στα πιο πολλά μέρη του νησιού την ώρα πού ό γαμπρός πλησιάζει στο σπίτι τής νύφης (η στέψη γίνεται πάντοτε στο χωριό της νύφης), δυό αγόρια του «φράσσουν» το δρόμο με ένα σχοινί «αναγκάζοντάς» τον να τα δώσει μπαχτσίσι για να τον αφήσουν να περάσει: «Τάξι να σ’ αφήσουμ’ να πιράσ’», συνηθίζουν να λένε. Το φιλοδώρημα κυμαίνεται από 10-50 λίρες Τουρκίας, δηλαδή από 20-100 περίπου δραχμ. Στη συνέχεια ό γαμπρός με όλη τη συνοδεία του πηγαίνει στο σπίτι τής νύφης, παίρνει τη νύφη με τούς δικούς της και μετά πηγαίνει και παίρνει την κουμπάροι. Ύστερα όλοι μαζί πηγαίνουν στην εκκλησία.
Την ίδια ώρα δεν πρέπει με κανένα τρόπο δυό γαμήλιες πομπές να πάνε στην εκκλησία («δε γκάν’ δυό στέφανα να παν’ μαζί ζ’ν αγκκλησιά. Η μνιά η νύφ’ δε γκάν’ να δει ντ’άλλ’»). Αν συμβεί και συναντηθούν στην εκκλησία «δυό στέφανα», οι νεόνυμφοι δεν προκόβουν. Γι’ αυτόν το λόγο, αν τύχει στην εκκλησία του χωριού να γίνεται μιά στέψη, περιμένουν πρώτα να τελειώσει και μετά πηγαίνουν οι άλλοι.
Στα χωριά Σχοινούδι και Άγιοι Θεόδωροι πού, όπως πολλές φορές σημειώσαμε, παρουσιάζουν αρκετές διαφορές σε πολλά γαμήλια έθιμα από τα άλλα χωριά του νησιού, ό γαμπρός είναι υποχρεωμένος να «τάξει» είτε είναι από το χωριό τής νύφης είτε απ’ άλλο. Στα δυό αυτά χωριά, όταν ό γαμπρός πλησιάζει στο σπίτι της νύφης, σ’ ένα στενό δρόμο ή σ’ ένα στενό πέρασμα (σε μια πόρτα κτλ.) η παρανύφη κι’ ένα άλλο κορίτσι «φράσσουν» με μιά κορδέλα το δρόμο ή την πόρτα για να μην περάσει ό γαμπρός. Έτσι τον «αναγκάζουν» να δώσει μπαχτσίσι στα δυό κορίτσια. Έπειτα βγάζει από την τσέπη του ένα ψαλίδι, πού το είχε πάρει μαζί του από πρωτύτερα γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό, κόβει την κορδέλα και μετά προχωρούν όλοι προς τη νύφη.

Η «ΣΤΙΦΑΝΟΥΣ’» (Η ΣΤΕΨΗ)
Η στέψη γίνεται κανονικά μέρα Κυριακή, σπάνια καθημερινή. Όσοι όμως παντρεύονται για δεύτερη φορά, συνήθως στεφανώνονται μέρα Πέμπτη.
Παλαιότερα η στέψη μπορούσε να γίνει και στο σπίτι. Τα τελευταία όμως χρόνια όλοι συνηθίζουν να στεφανώνονται στην εκκλησία.
Τα στέφανα τα αγοράζει ό κουμπάρος. Παλαιότερα η εκκλησία είχε δικά της στέφανα και μ’ αυτά στεφανώνονταν συνήθως οι φτωχοί και γενικά εκείνοι πού ό κουμπάρος τους δεν ήθελε να αγοράσει δικά του στέφανα. Και σ’ αυτή όμως την περίπτωση ό κουμπάρος συνήθως έδινε στην εκκλησία (εκκλησιαστική επιτροπή) ένα μικρό χρηματικό ποσό μαζί με όλα τα άλλα έξοδα τής εκκλησίας (λαμπάδες κτλ.), πού πάντοτε βαρύνουν τον κουμπάρο. Τα στέφανα αυτά ήταν από μέταλλο και τα έλεγαν «επί το αστείων» «βουδουκάλαθα», επειδή έμοιαζαν κάπως με τα πλεκτά καλάθια, πού βάζουν στο στόμα των βοδιών για να μην τρώνε τα στάχια των σιτηρών κατά τη μεταφορά και το αλώνισμα.
Πριν από τη στέψη δυό κοπέλες πηγαίνουν στην εκκλησία «κ’ απλών’ ένα κ’λίμ’» (κιλίμι) στο μέρος πού κατά την ώρα τής στέψεως πατούν ό γαμπρός και η νύφη. Το κιλίμι αυτό προέρχεται από την προίκα της νύφης και είναι συνήθως από τα πιο καλά. Το «κόβουν», το ετοιμάζουν δηλ. πρώτο πρώτο, όταν αρχίζουν να ετοιμάζουν την προίκα του κοριτσιού. Και επειδή, αφού είναι από τα καλύτερα τής προίκας, θεωρείται κατά κάποιο τρόπο αντιπροσωπευτικό, κατά την ώρα τής στέψεως όλοι το προσέχουν ιδιαίτερα και κατόπι σχολιάζουν συνήθως την ποιότητα και τα σχέδιά του.
Οι δυό κοπέλες πού στρώνουν το κιλίμι «ντύν’ κι τού τρισκέλ’» (ντύνουν το τρισκέλι), απλώνουν δηλαδή πάνω στο τρισκέλι ένα τραπεζομάντηλο, το οποίο επίσης προέρχεται απ’ την προίκα τής νύφης. Το τρισκέλι είναι ένα είδος αναλογίου, πάνω στο οποίο ό παπάς κατά τη στέψη τοποθετεί το ευαγγέλιο. Το τρισκέλι «δε το ντύν’» πάντοτε, παρά μόνο όταν το «τάξει» και γενικά όταν το θέλει η νύφη.
Κατά τη διάρκεια τής στέψεως μπροστά στο γαμπρό και τη νύφη στέκονται όρθια δυό παιδάκια κρατώντας το καθένα από μιά άσπρη λαμπάδα με άσπρη κορδέλα. Τις λαμπάδες αυτές τις αγοράζει μαζί με τα στέφανα ό κουμπάρος. Το ένα από τα δυό παιδάκια προτιμούν να είναι αγόρι, το άλλο κορίτσι. Ποτέ όμως δεν κάνει να είναι και τα δυό αγόρια. Αν το ένα είναι αγόρι και το άλλο κορίτσι, το αγόρι στέκεται μπροστά στο γαμπρό και το κορίτσι μπροστά στη νύφη.
Τις δυό αυτές λαμπάδες μετά τη στέψη τις πηγαίνουν στο σπίτι τής νύφης. Το θεωρούν μάλιστα καλό, αν μπορέσουν να τις πάνες το σπίτι αναμμένες. Την πρώτη μετά το γάμο Κυριακή οι νεόνυμφοι τις πηγαίνουν στην εκκλησία και τις δίνουν «ζντού μπίτρουπα» (επίτροπο) πού στέκεται στο παγκάρι. Τις παίρνει μετά ό καντηλανάφτης και κρεμάει «μιά ζ’μπαναγιά κι μνιά στου Χ’στό» (μιά στην εικόνα τής Παναγίας και μιά στην εικόνα του Χριστού). Από κείνη τη μέρα και μετά σε κάθε επόμενη λειτουργία τις ανάβει, ώσπου να καούν εντελώς. Αν όμως υπάρχουν άκαυτες λαμπάδες από προηγούμενους γάμους, από άλλους δηλαδή νεονύμφους, περιμένει πρώτα να καούν αυτές και μετά αρχίζει να τις καίει. Μαζί με τις λαμπάδες οι νεόνυμφοι δίνουν στους επιτρόπους της εκκλησίας και τις δυό κορδέλες. Οι επίτροποι τις δίνουν μετά στα μικρά κορίτσια, πού χαίρονται ιδιαίτερα και το ‘χουν σε καλό να φορέσουν κορδέλες από νεονύμφους.
Η νύφη κατά την ώρα τής στέψεως δεν επιτρέπεται να σηκώσει καθόλου το χέρι της («η νύφ’ δε εάν’ να τ’ ανιμίξ’ τού χέρι τ’ς»). Γι’ αυτό, αν κατά την ώρα της στέψεως ιδρώσει, τη σκουπίζει η παρανύφη. Της σκουπίζει επίσης το στόμα μετά το κρασί, πού προσφέρει ό παπάς και, αν παραστεί ανάγκη, τής σκουπίζει ακόμη και η μύτη.
Τις ίδιες υπηρεσίες προσφέρει κατά την ώρα της στέψεως και ό παραγαμπρός στο γαμπρό.
Ο παραγαμπρός και η παρανύφη είναι πάντοτε ανύπαντροι και κατά κανόνα μικρότεροι στην ηλικία από το γαμπρό και η νύφη. Πρέπει δε και οι δυό υποχρεωτικά να είναι αμφιθαλείς, να ζουν δηλαδή και οι δυό γονείς τους.
Την ώρα πού ό παπάς λέγει το «ευλογημένη η βασιλεία των ουρανών», συνηθίζουν έξω από την εκκλησία να ρίχνουν στον αέρα «τ’φέκια» (ντουφεκιές). Επίσης και μετά τη στέψη, όταν οι νεόνυμφοι και η συνοδεία τους βγουν έξω.
Μόλις κατά τη στέψη προσφέρει ό παπάς κρασί στο γαμπρό, στη νύφη και στον κουμπάρο, οι κοπέλες «αρπούν» (αρπάζουν) το ποτήρι με το κρασί και πίνει η καθεμιά από λίγο για γούρι, «για να παντριφτούν μάνι μάνι».
Μετά το κρασί ό παπάς προσφέρει στον καθένα από τούς νεονύμφους ένα κουταλάκι μέλι ανάμικτο με καθαρισμένα καρύδια. Πρώτα προσφέρει στο γαμπρό και στη νύφη και μετά με τη σειρά στον παραγαμπρό, στην παρανύφη και στην κουμπάρα. Ύστερα παίρνουν από λίγο για γούρι οι ελεύθεροι και οι ελεύθερες. Συνήθως ό γαμπρός και η νύφη τρώνε μόνο το μέλι, ενώ τη «σκλίδα» (καρύδι) την ξεχωρίζουν με τη γλώσσα και την κρατούν στο στόμα τους. Όταν ό παραγαμπρός και η παρανύφη τούς σκουπίζουν το στόμα, μόλις ό παπάς τους δώσει το κρασί, παίρνουν και τη «σκλίδα». Επί τρεις βραδιές συνηθίζουν να τη βάζουν κάτω από το μαξιλάρι τους, για να δουν στον ύπνο τους το πρόσωπο πού θα παντρευτούν, αφού και οι δυό, όπως και παραπάνω έγινε λόγος, είναι ελεύθεροι.
Όταν κατά την ώρα της στέψεως ό παπάς λέγει τη φράση «η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», καθένας από τούς νεονύμφους φροντίζει να προλάβει να πατήσει με το πόδι του το πόδι του άλλου, ό γαμπρός τής νύφης και η νύφη του γαμπρού. Αν η νύφη προλάβει και πατήσει νωρίτερα το πόδι του γαμπρού, ποτέ δε θα τον φοβάται, αλλά θα τον «έχ’ κάτ’ απ’ τα πουδάρια τ’ς», πρόληψη γνωστή και απ’ άλλες περιοχές τής πατρίδας μας (Μακεδονία, Σκιάθος κτλ.).
Την ώρα πού πρόκειται να ψαλεί κατά τη στέψη το «Ησαΐα χόρευε...», η κουμπάρα παίρνει το καθιερωμένο για τούς νεονύμφους δώρο, το «στιφανουτ’κό» (ένα κομμάτι ύφασμα) και το απλώνει στις πλάτες των νεονύμφων πιάνοντάς το με παραμάνες για να μην πέφτει. (Στο χωριό Σχοινούδι δεν το απλώνουν στις πλάτες των νεονύμφων, αλλά το κρατούν απλωμένο σ’ ένα δίσκο και μετά τη στέψη το δίνουν στη νύφη. Στη συνέχεια «η παραγαμπρός, η παρανύφ’, η κ’μπάρα, τού νυφουστόλ’ (νεόνυμφοι) κι η παπάς» γυρίζουν γύρω γύρω τρεις φορές, ενώ ό κόσμος «τ’ς ραίν’ μι ρύζ’, μι παράδις, μι λουλούδια κι κουλόνιις». «Τού ρύζ’ τού ραίν’ για να ριζώσ’». Τα χρήματα (κέρματα), μετά τη στέψη τα μαζεύουν τα μικρά παιδιά για λογαριασμό τους.
Όταν τελειώσει η στέψη, μιά κοπέλα ή μιά παντρεμένη μαζεύει το κιλίμι πού ήταν στρωμένο στο μέρος πού πατούσαν ό γαμπρός και η νύφη, το πηγαίνει στο σπίτι ενός νέου ή μιάς κοπέλας κι’ εκεί το τινάζει για να πέσει το ρύζι και να «πάει τού γούρ’», για να παντρευτεί δηλαδή γρήγορα.
Τα στέφανα μετά τη στέψη τα ασπάζονται οι γονείς των νεονύμφων (πρώτα οι δυό συμπέθεροι και μετά οι δυό συμπεθέρες) και στη συνέχεια όλοι οι άλλοι συγγενείς.
Μετά τη στέψη επίσης δυό τρεις γυναίκες (συνήθως ελεύθερες) σηκώνουν την κουμπάρα στον αέρα και τη «σουγλούν» ελαφρά με καρφίτσες στους γλουτούς, επαναλαμβάνοντας όλες μαζί τη λέξη «τάξι» (τάξε). Εκείνη τότε αναγκάζεται να τάξει. Παραδείγματος χάρη: «Θα σας κάνου ένα χουρό». Συνήθως όμως οι κοπέλες δεν ικανοποιούνται με ένα τάξιμο και γι’ αυτό επιμένουν, οπότε η κουμπάρα «αναγκάζεται» να τάξει για δεύτερη φορά. Λόγου χάρη: «Για, θα σας κάνου ένα τραπέζ’». Και αν και πάλι συνεχίσουν να τη «σουγλούν» και να επιμένουν, «αναγκάζεται» να τάξει και για τρίτη φορά: «Για, θα σας βάλου κι’ ένα βαρέλ’ κρασί».
Αν ό κουμπάρος είναι άντρας, τότε τον σηκώνουν στον αέρα και τον «σουγλούν» άντρες και όχι γυναίκες. Τα ταξίματα και στη μιά και στην άλλη περίπτωση είναι φαγοπότια, χοροί, διασκεδάσεις και άλλα παρόμοια.

ΤΟ ΓΑΜΗΛΙΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΚΑΙ ΟΙ ΓΑΜΗΛΙΕΣ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΕΙΣ
Όταν τελειώσει η στέψη, βγαίνουν όλοι έξω από την εκκλησία. Στη συνέχεια και ενώ οι οργανοπαίχτες παίζουν το «νυφ’κάτου», η γαμήλια πομπή κατευθύνεται σ’ ένα καφενείο του χωριού (παλαιότερα στο σπίτι της νύφης), πού από πρωτύτερα το έχει νοικιάσει ό γαμπρός και στο οποίο έχουν γίνει οι απαραίτητες ετοιμασίες. Στην πόρτα του καφενείου στέκονται δυό κοπέλες (η μιά από τη μιά μεριά, η άλλη από την άλλη) κρατώντας από ένα πιάτο γεμάτο καθαρό μέλι (χωρίς κερί), ανακατεμένο με ξεφλουδισμένα και «φουρνισμένα» (ψημένα στο φούρνο) αμύγδαλα. Μέσα στο κάθε πιάτο υπάρχουν δυό τρία κουτάλια με τα οποία οι δυό κοπέλες κερνούν αυτούς πού πρόκειται να πάρουν μέρος στο γαμήλιο γλέντι. Στον καθένα προσφέρουν ένα κουτάλι μέλι και μαζί ένα τουλάχιστο αμύγδαλο. Δεν χρησιμοποιούν μάλιστα για το κέρασμα πιστάκια και δεύτερα μικρά κουτάλια, αλλά μόνο τα μεγάλα.
Πρώτα πρώτα περνάει το «νυφοστόλ’» (νεόνυμφοι), μετά η παρανύφη, ό παραγαμπρός και η κουμπάρα. Ακολουθούν οι γονείς των νεονύμφων και κατόπι οι συγγενείς και λοιποί προσκαλεσμένοι.
Η ευχή πού συνηθίζουν να δίνουν οι καλεσμένοι για τούς νεονύμφους στις δυό κοπέλες την ώρα πού τούς κερνούν το μέλι στην πόρτα του καφενείου είναι η εξής: «να πιράσ’ (περάσουν) γλυκιά ζουή, μέλ’ κι γάλα». Και για τις ίδιες τις κοπέλες: «κι στα δικά σας».
Εξάλλου, μέσα στο καφενείο άλλες δυό κοπέλες κρατούν από ένα δίσκο με ποτήρια γεμάτα λικέρ και κερνούν τούς προσερχομένους. Παλαιότερα αντί για λικέρ συνήθιζαν να κερνούν ρακί.
Τέλος, λίγο πιο μέσα άλλες 2-3 κοπέλες κρατούν δίσκους με γλυκίσματα του γαμπρού, τής νύφης και τής κουμπάρας. Τα γλυκίσματα αυτά είναι συνήθως «‘μυγδαλουτά» ή «παντεσπάν’». Παίρνοντας ό καθένας το λικέρ και κατόπι το γλύκισμα εύχεται: «πουλύχρουνου τ’ αντρόγυνου, άξιους η κ’μπάρους». Και για τις ίδιες τις κοπέλες: «κι στα δικά σας».
Αν λάβουμε υπόψη ότι:
α) Μέλι με καρύδια προσφέρεται στην Ίμβρο κατά την ώρα τής στέψεως.
β) Μέλι με αμύγδαλα προσφέρεται μετά τη στέψη, την ώρα πού προσέρχονται οι καλεσμένοι για το γαμήλιο γλέντι, και την πληροφορία ότι κατά την βυζαντινή εποχή ένα από τα απαραίτητα γλυκίσματα ήταν ό σησαμούς (πλακούς από μέλι), καθώς επίσης και η γνώμη του Ν. Πολίτη, ότι ό σησαμούς δίνονταν ως «κοινόν βρώμα, και δη ως ουσιώδης τύπος προς δήλωσιν του γάμου», θα μπορούσαμε ασφαλώς να δεχτούμε, ότι και η συνήθεια των Ιμβρίων να προσφέρουν μέλι με καρύδια ή μέλι με αμύγδαλα είναι η ίδια των Βυζαντινών με μόνη τη διαφορά ότι αντί για σουσάμι εδώ έχουμε καρύδια αμύγδαλα.
Αφού τελειώσουν —στο καφενείο—τα κεράσματα, αρχίζει ό χορός. Πρώτος σέρνει το χορό ό γαμπρός. Ακολουθεί η νύφη, η κουμπάρα, η παρανύφη, ό παραγαμπρός κι’ ύστερα όλοι οι άλλοι. Πρώτα χορεύουν το «νυφ’κάτου» και μετά όλους τούς άλλους χορούς.
Ο γαμπρός μόλις χορέψει το χορό του, αποσύρεται και συγχρόνως πηγαίνει άλλος «να χουρέψ’ τ’ νύφ’», να σύρει δηλαδή πρώτος το χορό, κρατώντας με το αριστερό χέρι τη νύφη.
Όταν πρώτος χορεύει ό γαμπρός οι συγγενείς του δίνουν μπαχτσίσι στους οργανοπαίχτες. Επίσης και οι συγγενείς τής νύφης, όταν αυτή χορεύει πρώτη. Αλλά και κάθε άλλος, όταν χορεύει πρώτος, κανονικά προσφέρει μπαχτσίσι στους οργανοπαίχτες.
Το βράδυ—γύρω στις 8 η ώρα—ό γαμπρός, η νύφη, ό παπάς, ό παραγαμπρός, η παρανύφη, οι γονείς και πολλοί συγγενείς τους πηγαίνουν στο σπίτι τής νύφης για φαγητό. Και επειδή είναι πρώτη φορά πού οι νεόνυμφοι πηγαίνουν στο σπίτι τους στεφανωμένοι, μόλις έρθουν, πρώτα πρώτα προσκυνούν στο εικονοστάσι του σπιτιού («τού νυφουστόλ’ άμα παν’ απ’‘ν’ αγκλησιά στου σπίτ’ τ’ς νύφ’ς, πρώτα πρώτα προυσκ’νούν στου ‘κουνουστάσ’»).
Έπειτα, αφού φάνε, ξαναγυρίζουν στο καφενείο, για να πάνε στη συνέχεια άλλοι στο σπίτι για φαγητό, ώστε ό χορός στο καφενείο να συνεχιστεί ως το πρωί. Οι οργανοπαίχτες δηλαδή δε φεύγουν καθόλου από το καφενείο, αλλά παίζουν συνέχεια.
Στο σπίτι της νύφης οι παρέες δεν περιορίζονται μόνο στο φαγητό, αλλά πίνουν, τραγουδούν και χορεύουν τραγουδώντας, αφού τα «πιγνίδια», όπως είπαμε, βρίσκονται στο καφενείο.
Ανάμεσα στ’ άλλα τραγούδια στο σπίτι τής νύφης τραγουδούν και το παρακάτω:

Γαμπρέ μου καλορίζικε, να ζήσεις, να γεράσεις,
τη νέα που απήλαυσες καλά να την κοιτάζεις.
Άραξε σε λιμένα, φουρτούνες δε θα βρεις,
έρωτα μη φοβάσαι πλέον εις το εξής.
Γαμπρέ μου, να τη χαίρεσαι νύφη την ειδική σου,
γιατί τη στεφανώθηκες με όλη την τιμή σου.
Τη στεφανώθηκες και εις αυτή τη νέα επαραδόθηκες.

Το πρωί λίγο πριν ξημερώσει σταματάει το γλέντι στο καφενείο και όλοι μαζί συνοδεύουν τούς νεονύμφους ως το σπίτι τους. Σ’ όλη αυτή τη διαδρομή οι οργανοπαίχτες παίζουν συνέχεια διάφορους γαμήλιους σκοπούς. Τούς νεονύμφους στο δρόμο τούς κρατούν η παρανύφη κι’ ό παραγαμπρός. Όταν η πομπή φτάσει στο σπίτι των νεονύμφων, διαλύεται και το «αντρόγυνου θα πλαγιάσ’».

Ο ΑΝΤΙΓΑΜΟΣ
Το πρωί της Δευτέρας, τής πρώτης δηλαδή μετά την Κυριακή του γάμου μέρας, γίνεται ό αντίγαμος, πού λέγεται και αντιχαρά.
Συγκεντρώνονται στο σπίτι των νεονύμφων οι πλησιέστεροι συγγενείς τους, «του ζ’μπιθιριλόϊ», και τακτοποιούν το σπίτι, πού, όπως είναι φυσικό, με το γάμο κυριολεκτικά αναστατώνεται. Σκουπίζουν, πλύνουν τα πιάτα, τακτοποιούν τα καθίσματα κτλ. Η νύφη στον αντίγαμο δε δουλεύει καθόλου. Ντύνεται, στολίζεται και υποδέχεται τούς συγγενείς, οι οποίοι το μεσημέρι μένουν στο φαγητό και τρώνε όλοι μαζί. Θα πρέπει μάλιστα να σημειωθεί, ότι τη μέρα του αντίγαμου κάνουν πάντοτε το ίδιο φαγητό. Τρώνε βραστά τα κεφάλια των ζώων πού σφάζουν για το γάμο. «Θα φάμι, τ’ς πατσιές», συνηθίζουν να λένε για το γεύμα τού αντίγαμου. Μετά το φαγητό συνεχίζουν τις δουλειές συγυρίζοντας και πάλι το σπίτι. Το απόγευμα έρχονται και οι οργανοπαίχτες κι’ αρχίζει το γλέντι. Το βράδυ ξανατρώνε, τραγουδούν, χορεύουν και κατά τα μεσάνυχτα διαλύονται.
Μετά το γάμο «τόχ’ σι καλό» οι νεόνυμφοι να πάνε γαμήλιο ταξίδι. Προπάντων όσοι βρίσκονται σε καλή οικονομική κατάσταση. Θεωρείται μάλιστα καλό να βγουν έξω από το νησί («τόχ’ σι καλό όσ’ έχ’ τ’ σειρά τ’ς να πιράσ’ θάλασσα»).
Οχτώ μέρες μετά το γάμο η νύφη κρατεί στο σπίτι της κουφέτα για να κερνάει αυτούς πού τούς επισκέπτονται για να τούς ευχηθούν. Η ευχή πού συνηθίζουν να λένε στην περίπτωση αυτή είναι η εξής: «πουλύχρουνου τ’ αντρόγυνου κι να τ’ς αξιώσ’ μ’ ένα γιό γή μι μνιά θατέρα».
Οι συγγενείς, εξάλλου, των νεονύμφων (αδέρφια, ξαδέρφια, «θειάδις» κτλ.) συνηθίζουν να προσκαλούν τούς νεονύμφους για φαγητό και μάλιστα «ίσια μι τ’ζ δικαπέντι», δηλαδή μέσα στις 15 μέρες από τη μέρα του γάμου. Αλλά και όσοι άλλοι προσκαλούνται στο γάμο, έστω κι’ αν δεν είναι συγγενείς (γείτονες, φίλοι κτλ.), συνήθως προσκαλούν τους νεονύμφους στο σπίτι τους.

ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΟ ΓΑΜΟ
1) Επί τρεις μέρες μετά το γάμο «δε τόχ’ σι καλό» να βγουν έξω οι νεόνυμφοι, για να μη «πιράσ’ αγό (αυλάκι) για (ή) πουταμό». Φοβούνται δηλαδή ότι, αν περάσουν αυλάκι και—πολύ περισσότερο—ποτάμι, θα πάθουν κακό. Γι’ αυτό και βγαίνουν πρώτη φορά από το σπίτι τους την Πέμπτη. (Στα χωριά Σχοινούδι και Άγιοι Θεόδωροι πρωτοβγαίνουν την Τετάρτη, μένουν δηλαδή μέσα δυό μόνο μέρες.
2) Τις πρώτες αυτές μέρες πού μένουν στο σπίτι τους οι νεόνυμφοι δεν επιτρέπεται να δουλεύουν. Πολύ περισσότερο μάλιστα δεν επιτρέπεται να δουλεύουν τις πρώτες αυτές μέρες αν, παραβαίνοντας την πρόληψη, βγουν από το σπίτι τους ενωρίτερα, πριν δηλαδή από την Πέμπτη ή την Τετάρτη (Σχοινούδι, Άγιοι Θεόδωροι).
3) Όταν οι νεόνυμφοι κάνουν την πρώτη αυτή μετά το γάμο έξοδο (την Πέμπτη ή την Τετάρτη) πρέπει πρώτα να επισκεφτούν τούς γονείς του γαμπρού. Τούς συνοδεύουν μάλιστα και διάφοροι συγγενείς.
4) Επί ένα χρόνο οι νεόνυμφοι δεν πρέπει «να χιριτήσ’ άλλα στέφανα κ’ ούτι κι τα γράμματα να τ’ ακούσ’». Δεν επιτρέπεται δηλαδή επί ένα χρόνο να παρακολουθήσουν στέψη. Γάμο, βέβαια, μπορούν να παρακολουθήσουν. Στο χωριό Σχοινούδι επί οχτώ μόνο μέρες δεν πρέπει οι νεόνυμφοι να ακούσουν το «ευλογημένη η βασιλεία των ουρανών». Γι’ αυτό, αν βρεθούν στην εκκλησία, την ώρα εκείνη βγαίνουν έξω.
5) Επί ένα χρόνο επίσης δεν πρέπει οι νεόνυμφοι να παρακολουθήσουν κηδεία. Γι’ αυτό, αν συμβεί τυχαίως στο δρόμο να συναντήσουν κηδεία, πρέπει οπωσδήποτε να αλλάξουν δρόμο.
6) Δεν πρέπει, τέλος, επί ένα χρόνο να φάνε κόλυβα.



Πηγή: Η πανέμορφη και πληρέστατη εισήγηση του κυρίου Α. Σ. Μπακαΐμη ειπώθηκε στο Γ’ Συμπόσιο Λαογραφίας Βορειοελλαδικού Χώρου που έγινε στην Αλεξανδρούπολη, 14-18 Οκτωβρίου 1976, και κυκλοφορούν από τις εκδόσεις του ΙΜΧΑ (Θεσσαλονίκη 1979).