.

ΠΕΡΙ ΓΑΜOY MAΡΤΥΡΙΕΣ (και όχι μόνο)

Τρίτη 21 Μαρτίου 2017

ΓΑΜΟΣ: Κοινωνικός θεσμός ή υπερβατική πορεία προς την Αιωνιότητα;!


ΓΑΜΟΣ: Κοινωνικός θεσμός ή 
υπερβατική πορεία προς την Αιωνιότητα;!

εργασία του θεολόγου Γρηγορίου Τζιβελέκη
σε επιμέλεια Σοφίας Ντρέκου

«Αν μετά την αναλυτική, αγιογραφική και μυστηριακή εργασία του θεολόγου κ. Γρηγορίου Τζιβελέκη, δεν αλλάξει τα δεδομένα της σκέψης ακόμη και των πιο δύσπιστων χριστιανών, και συνεχίσει να θέλει τα σύμφωνα συμβίωσης και τους πολιτικούς γάμους και όχι την ψυχοσωματική του θεραπεία ως ύπαρξη μέσα στον γάμο, τότε ας πάρει και τις ευθύνες του και την ευθύνη των παιδιών του.
«Ὁ ποιήσας ἀπ' ἀρχῆς ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς καὶ εἶπεν, 
ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ 
καὶ τὴν μητέρα καὶ κολληθήσεται τῇ γυναικὶ αὐτοῦ, 
καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν» Ματθ.19.3-6
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ:
Πρόλογος
1. Ο Γάμος ως κοινωνικός θεσμός.
2. Ορθόδοξη θεολογική ματιά.
3α. Πηγές καθιέρωσης του γάμου μέσα από την Αγία Γραφή.
3β. Ουσιοποιώς διαφορά των Μυστηρίων στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη.
4. Η θέση του Έρωτα στην Ορθόδοξη Παράδοση.
5. Ιστορική εξέλιξη του Μυστηριακού Γάμου ως θεσμού.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η παρούσα εργασία έχει ως σκοπό να αναδείξει την ουσία του Μυστηριακού Γάμου, ως αγαπητική κοινωνία προσώπων και όχι μεμονωμένων ατόμων. Να αποκαλύψει όσο το δυνατόν μπορεί την υπερβατικότητά του, μα παρόλα αυτά να αποδείξει την άμεση σχέση του με την επίγεια ζωή, δίχως να την καταργεί ή περιθωριοποιεί, αλλά να την υπερβαίνει!

Σκοπός της εργασίας αυτής είναι επίσης η αποκατάσταση του έρωτα μέσα στην Εκκλησία, καθώς και του μυστηριακού γάμου, από μια θεσμική και καταπιεστική, ενδεχομένως και φολκλορική συζυγία, σε μια ένωση προερχόμενης από τον έρωτα και εδραιωμένης από την αγάπη και όλα αυτά μέσα στη στοργική αγκαλιά του Πατέρα, του Θεού, που μόνο Αυτός μπορεί να μας χαρίσει.

Τέλος να αποδείξει μέσω ιστορικών πηγών την «φιλική» σχέση του μυστηριακού, με τον πολιτικό γάμο, καθώς και κάθε ενωτικού συμβολαίου. Κυρίως όμως να μας εισάγει την οντολογική διαφοροποίηση του με τα δυο τελευταία.

Ελπίζουμε αυτή η εργασία να είναι ένα εποικοδομητικό λιθαράκι στα όσα έχουν γραφτεί για τον μυστηριακό γάμο από τους Πατέρες και τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, και να συνδράμει σε μια κοινωνία που φανατικά και τυφλά απορρίπτει κάθε τι που δεν μπορεί να είναι απτό, μα και τόσο διψασμένη συνάμα από το πνευματικό νερό.

1. Ο Γάμος ως κοινωνικός θεσμός
Ο γάμος σαν θεσμός της κοινωνικής εξέλιξης του ανθρώπινου είδους, εκφράζει την ανάγκη του ατόμου για συντροφικότητα, οικογενειακή ατμόσφαιρα, απόκτηση τέκνων, νομιμοποίηση των σεξουαλικών σχέσεων, κοινωνική ανέλιξη και επιβεβαίωση και οικονομική σταθερότητα. Αποτελεί μια από τις βασικότερες παραμέτρους για την ψυχοσωματική ολοκλήρωση του ατόμου. Άλλωστε, έχει αποδειχθεί επιστημονικά, ότι ένας ποιοτικά καλός γάμος συμβάλλει στην ψυχική ευεξία (προσωπική ευτυχία) και στη καλή σωματική υγεία (καλή μνήμη, χαμηλή πίεση, καταπολέμηση του στρες, δυνατό ανοσοποιητικό σύστημα κ.α).

Επιγραμματικά, ο γάμος θα μπορούσε να οριστεί σαν η κοινωνική, και νομική ένωση μεταξύ δύο ατόμων διαφορετικού φύλου. Η εμφάνιση του συμπίπτει χρονικά με τη δημιουργία των πρώτων ανθρώπινων κοινωνιών. Σαν οικογενειακός και κοινωνικός θεσμός, είναι γνωστός από την αρχαιότητα (αρχαία Ελλάδα, Ρώμη αλλά και στους περισσότερους αρχαίους λαούς) και αποτελεί το θεμέλιο κάθε πολιτισμένης κοινωνίας.

Ως προς το θέμα της ετεροφυλίας του γάμου, ο Αριστοτέλης μας αναφέρει σχετικά: «Ανδρί και γυναικί φιλία δοκεί κατά φύσιν υπάρχειν· άνθρωπος γαρ τη φύσει συνδυαστικόν μάλλον ή πολιτικόν, όσω πρότερον και αναγκαιότερον οικία πόλεως»[1]. Παρόλα αυτά είναι ένα πολύ σημαντικό θέμα που θα απασχολήσει για πάρα πολύ καιρό την κοινωνία, ώστε να βρει την αληθινή ταυτότητά της.

2. Ορθόδοξη θεολογική ματιά
Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο «άρσεν και θύλη»[2]. Σε κανένα από τα δύο φύλα ξεχωριστά δεν μπορούμε να βρούμε ολοκληρωμένη την ανθρώπινη φύση, παρά μόνο και στα δύο μαζί. Αυτό επιτυγχάνεται δια μέσω του Μυστηρίου του γάμου, μέσα στον οποίο εκφράζεται η μία ανθρώπινη φύση, στην οποία μετέχουν οι σύζυγοι σαν ξεχωριστά πρόσωπα[3]: «και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν»[4].

Ας ξεκινήσουμε όμως από την αρχή. Από τον Παράδεισο. Στο βιβλίο της Γενέσεως μας φανερώνεται η Δημιουργία του κόσμου από τον Θεό και η σχέση του Θεού με τον άνθρωπο, καθώς και η σχέση ανδρός και γυναικός κάτω από την στέγη του Θεού.

Όλοι βεβαίως γνωρίζουμε πως ο Αδάμ και η Εύα ενδεχομένως να είναι φανταστικά πρόσωπα τα οποία δημιουργήθηκαν λόγω του χαμηλού μορφωτικού επιπέδου 3000 χρόνων και, από σήμερα, θέλοντας να φανερώσει την όντως υπάρχουσα προπτωτική κατάσταση του ανθρώπινου γένους.

Με την πτώση των πρωτοπλάστων λοιπόν και την εισδοχή του ανθρώπου από το «είναι» του Θεού στο «είναι» του διαβόλου, οι ανθρώπινες σχέσεις καθώς και κάθε τι κτιστό αλλοτριώθηκαν. Ως συνέπεια του προπατορικού αμαρτήματος, όχι ως τιμωρία, αλλά ως φυσικής εξέλιξης των πραγμάτων, όταν κλείσεις το καλοριφέρ, κρυώνεις. Όταν γυρίζεις την πλάτη στον Θεό, δεν βλέπεις Θεό.

Επομένως μέσα στο Μυστήριο του γάμου, οι σύζυγοι ξεπερνούν τη διάσπαση που συντελέσθηκε κατά την πτώση ανάμεσά στους ανθρώπους[5] και επιστρέφουν στην συναίσθηση της μιας φύσεως[6].

Τι είναι όμως το μυστήριο του γάμου, το οποίο επαναφέρει τον άνθρωπο στη προπτωτική του κατάσταση και ακόμα παραπέρα στην αιωνιότητα και τι η Εκκλησία, η οποία το τελεί;

εικ. Τοιχογραφία σε βυζαντινά πρότυπα από τον 
Ιερό Ναό Της Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Θεοτόκου 
στην Μόσχα, με απεικόνιση τον Γάμο στην Κανά της Γαλιλαίας.
Ο Θεός αγαπώντας το δημιούργημά του, το παιδί του, καλείται να το προστατέψει από την περιπέτεια που το ίδιο θέλησε να ζήσει (άρνηση του Θεού- πτώση). Να του δώσει νέες συντεταγμένες οι οποίες θα το οδηγήσουν ξανά στο σπίτι του, εάν και εφόσον το ίδιο το θελήσει. Με τις παραινέσεις του Θεού, ο άνθρωπος καλείται πλέον να ξεπεράσει την προπτωτική του κατάσταση και να ενωθεί υποστατικά με τον Θεό.

Με το γεγονός της Πεντηκοστής δημιουργείται η επίγεια Εκκλησία, η οποία προϋπάρχει στο «είναι» του Τριαδικού Θεού και υποβόσκεται στα χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης, ξεκινώντας τον δρόμο ήδη από την ενανθρώπηση του Σωτήρος και την προσφορά του Μυστικού Δείπνου από τον Χριστό στους μαθητές Του.

Η Εκκλησία είναι μια αγαπητική κοινωνία προσώπων! Γιατί; Η λέξη Εκκλησία προέρχεται από το εκ + καλώ (για συνάθροιση, για κοινωνία). Η πρώτη Εκκλησία είναι η Αγία Τριάδα. Ονομάζεται κοινωνία προσώπων διότι η λέξη πρόσωπο προέρχεται από το «προς + ωψ (όψις)· ως και νυν, πρόσωπον, όψις / κατά πρόσωπον = ως και νυν, κατά πρόσωπον, με το πρόσωπον εστραμμένον κατέναντι»[7] Άρα η λέξη πρόσωπο σημαίνει είμαι στραμμένος (βλέπω) κατά μέτωπο με κάποιον άλλο. Επομένως εφόσον υπάρχει κοινωνία προσώπων στην Αγία Τριάδα άρα είναι Εκκλησία. Άρα δημιουργείται κοινωνία προσώπων. Επομένως η πρώτη Εκκλησία είναι η κοινωνία της Αγίας Τριάδος άρα η Εκκλησία είναι αιώνια όπως ο Θεός. Είναι όμως και αγαπητική γιατί «ο Θεός αγάπη εστί»[8]

Η Εκκλησία ως θείο καθίδρυμα επομένως μετέχει στις Ενέργειες του Θεού δια μέσω των Μυστηρίων της. Κατά αυτό τον τρόπο ο γάμος από ένας κοινωνικός θεσμός, αποκτά μια μυστηριακή υπόσταση. «Δεν το ονομάζουμε μυστήριο επειδή έχει κάτι το ακατανόητο, όπως η κοινόχρηστη σημασία υπονοεί. Μυστήριο είναι κάθε συνάντηση κτιστού και Ακτίστου, δηλαδή Θεού από τη μία και ανθρώπου από την άλλη»[9].

Άρα στο μυστήριο του γάμου αποσκοπείται η ένωση ανδρός και γυναικός με φυσικό δεσμό και την ευλογία του Θεού[10], εξού και δεν αποβαίνει μια κατάσταση μόνο της φύσεως, αλλά και μια κατάσταση χάριτος,[11] διαμέσου της ευλογίας του Θεού και του εκκλησιαστικού αγιασμού[12]. Η ένωση όμως αυτή, δεν αποτελεί μια μονομερή πράξη της Εκκλησίας, ο άνθρωπος δεν καλείται να δεχτεί τη χάρη του Θεού παθητικά, αλλά να γίνει συνεργός[13].

Μιλήσαμε για ευλογία Θεού. Υπό ποίας έννοιας. Ηθικής; Ίσως… 

Σύμφωνα με πατέρες της Εκκλησίας μας ο γάμος δόθηκε από τον Θεό για να μειωθεί η απληστία του ανθρώπου, για να δημιουργηθεί το κατάλληλο περιβάλλον της οικογένειας, η οποία «θα μεγαλώσει υγιή παιδιά, για να τιθασεύουν φυγοκεντρικές και διαλυτικές τάσεις»[14].

Αναφορικά ο Άγιος Νεκτάριος μας λέει: «Ο γάμος εστί μυστήριον τελούμενον υπό της Εκκλησίας, διότι αγιάζει δια της ευλογίας αυτής την απαρχήν του ανθρώπινου γένους, ήτις λαμβάνει την εαυτής σύστασιν απ’ αυτής της θείας εντολής «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε» και προάγεται κατά θείον θέλημα προς πλήρωσιν της εαυτής εν τω κόσμω αποστολής»[15]. Για το θέμα της τεκνογονίας θα μιλήσουμε παρακάτω.

Η Εκκλησία δεν αγνοεί το φυσικό δεσμό όπως είδαμε, αλλά το υπερβαίνει, το χαριτώνει. Έτσι πάλι ο Άγιος Νεκτάριος μας δίνει μια άλλη διάσταση της αρχιερατικής ευλογίας του Θεού: «ο γάμος λέγεται τίμιος, διότι δόξη και τιμή αοράτως και μυστικός στεφανοί Θεός τους εις γάμου κοινωνίαν συναπτομένους»[16]. Εδώ η Εκκλησία ξεπερνά το ηθικό. Ψάχνει το δίκαιο, το τίμιο, όχι μέσα από τα ανθρώπινα μάτια αλλά από τα Θεϊκά. Στην ουσία η ευλογία του Θεού στο μυστήριο του γάμου, που βασίζεται στην εντολή «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε», είναι η ευσυνείδητη στάση του Θέουμενου ανθρώπου να μπολιάσει τον γάμο του με την υπερβατική δύναμη της αιωνιότητας του Θεού! Προσοχή! Όχι ως μια εγωκεντρική ματιά κενοδοξίας, αλλά ως μιας ένθεης αγαπητικής σχέσης μεταξύ κτιστού και Ακτίστου! Ένας γάμος που δεν συνάπτεται «εν Κυρίω», ο φυσικός δηλαδή δεσμός, έχει την δυνατότητα να ξεκινήσει καλά και να τελειώσει καλά, αλλά θα τελειώσει![17]

Πολύ όμορφα οι Πατέρες συνέδεσαν το μυστήριο του γάμου με την Θεία Λειτουργία. «Όπως ακριβώς στη Θεία Ευχαριστία προσφέρουμε τα υλικά δώρα μας (ψωμί και κρασί) στον Θεό και Αυτός μας τα επιστρέφει αγιασμένα, ως Θεία Κοινωνία. Έτσι και στον γάμο προσφέρουμε την ένωση μας στον Θεό και την λαμβάνουμε πίσω αγιασμένη»[18]. «Ο μυστηριακός γάμος δεν επιζητά μια απλή ένωση του άνδρα και της γυναίκας, αλλά ένταξη της ενώσεως αυτής στην προοπτική της εν Χριστώ ζωής. Δεν συνιστά απλό καθαγιασμό κάποιου βιολογικού φαινομένου. Αλλά και υπέρβαση του μέσα στην προοπτική της Βασιλείας του Θεού!»[19] Βασιλεία του Θεού…ο εναγκαλισμός του ανθρώπου με τον Θεό!

Φιλοσοφικά, η εισδοχή του «είναι» του ανθρώπου, στο «είναι» του Θεού. Μέχρι τότε όμως ο Θεός δεν μας αφήνει έτσι, σε κάθε Θεία Λειτουργία ενωνόμαστε μαζί Του και δια μέσω Αυτού με τους υπολοίπους! Πραγματική, οντολογική σύναξη-εκκλησία!

Όπως λοιπόν ενωνόμαστε όλοι οι άνθρωποι μεταξύ μας δια μέσω του Χριστού στην Θεία Κοινωνία (κοινό ποτήριο), έτσι και στον γάμο. Ο Χριστός γίνεται αρωγός μεταξύ του ζεύγους. «Οι σύζυγοι ενούνται με τον Χριστόν και δια του Χριστού μεταξύ των εις μιαν αιωνίαν και θεανθρώπινην σχέσην»[20]. Με την επίτευξη της σχέσεως αυτής ο Χριστός την καθιστά «αγίαν, τελείαν, υγιά, θεανθρώπινη»[21].

Ο απόστολος Παύλος ονομάζει το μυστήριο του γάμου «Μέγα»[22]. Και αυτό διότι ανάγει τη σχέση ανδρός και γυναικός μέσα στο μυστήριο του γάμου, με την σχέση του Χριστού με την Εκκλησία[23]. Ο Απόστολος Παύλος πλέον μας μιλά για μια υπερβατική έννοια του μυστηρίου. Πως στον γάμο καλούμαστε να φανερώνουμε έκαστος το πρόσωπο του Θεού (κατ’ εικόνα), και να αποζητούμε τους καθημερινούς δεσμούς υπαρξιακής ένωσης μεταξύ μας, όπως ο Κύριος με την Εκκλησία. Έτσι όπως η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού, η οποία στα έσχατα αποσκοπεί να μεταβεί «εις σάρκαν Μίαν» έτσι και η γυναίκα με τον άνδρα. Κατά αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται η σωτηρία του ζεύγους εφόσον ζουν, παράγουν μια κατ’ οίκον «Εκκλησία», η οποία μετέχει των Θείων Μυστηρίων του Θεού. 
Ο γάμος τελικά δεν είναι απλώς μια συμβολική πράξη, αλλά «πραγματική, ουσιαστική και εσωτερική σχέση μετά του μυστηρίου της ενώσεως του Χριστού και της Εκκλησίας… Δεν είναι απλώς σύμβολον τούτον, αλλά μίμησις, προερχομένη εκ της ενώσεως του Χριστού μετά της Εκκλησίας και κυριαρχούμενη και εμπνεόμενη υπ’ αυτής»[24]. Άρα «με το μυστήριο η Εκκλησία προσλαμβάνει το δεσμό στο Σώμα της -που στην ουσία είναι Σώμα Χριστού- και τον εντάσσει στην υπηρεσία της αιώνιας αγάπης. Οι σύζυγοι ξεπερνούν τον εγωκεντρισμό τους και ξανατοποθετούνται στο δρόμο που οδηγεί στην κοινωνία προσώπων, στην ενότητα της μια ανθρώπινης φύσης, «εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν»[25].

«Μετά από συνειδητήν μετοχήν εις το Μυστήριον ιδρύεται εν νέον «σπίτι», μια μικρή Εκκλησία, εν μικρόν Βασίλειον του Τριαδικού Θεού. Είναι χαρακτηριστικόν ότι το μηστήριον αρχίζει, όπως και τα άλλα Μυστήρια, με την ευλογίαν της Αγία Τριάδος[26]: «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος»[27] Στο «νέο σπίτι»[28] κανείς δεν βασιλεύει αυταρχικά, ούτε ο άνδρας, ούτε η γυναίκα, γιατί και οι δύο πράττουν αμφότεροι μέσα σε ένα κλήμα αγαπητικής ένωσης και αμοιβαίας αυτοπροσφοράς το θέλημα του Θεού. «Η αυτοπροσφορά αυτή έχει τον χαρακτήρα όχι μόνο της χαράς, αλλά και της θυσίας, που αποδέχεται ο άνθρωπος εκούσια»[29].
  • Ο άνδρας και η γυναίκα είναι ισότιμοι μπροστά στον Θεό, δεν υπάρχει καμία ποιοτική διάκριση μεταξύ τους «Ουκ ένι άρσεν και θήλυ»[30], αλλά διάκριση ρόλων. 
Όπως προαναφέραμε στην αρχή του κεφαλαίου την ανθρώπινη φύση δεν την βρίσκεις ολοκληρωμένη σε κανένα φύλο ξεχωριστά και αυτό διότι μαζί συγκροτούν ως κοινωνία προσώπων-Εκκλησία την ανθρώπινη φύση. Επομένως μιλάμε για «δυο διαφορετικούς κόσμους, που χαρακτηρίζονται από τα γνωρίσματά του φύλου. Ως το τελευταίο κύτταρο της υπάρξεώς τους. Η ανατομία του σώματος, το ανάστημα, οι ιδιαίτερες γενετικές πληροφορίες και λειτουργίες, η ψυχική ιδιοσυγκρασία διαφοροποιούν τα δύο φύλα. Από αυτά επηρεάζονται και οι κοινωνικοί ρόλοι. Αν εξαιτίας της ισοτιμίας των δύο φύλων απορρίψουμε κάθε διάκριση ή διαφοροποίηση τους, αρνούμαστε ουσιαστικά τη βαθύτερη φύση και την ιδιάζουσα αποστολή τους. Η ισοτιμία δεν σημαίνει ισοπέδωση των διαφορών ή παραθεώρηση των ιδιαίτερων γνωρισμάτων και λειτουργιών, αλλά αντίθετα αναγνώριση και σεβασμό της ιδιαιτερότητας και της ειδικής αποστολής του καθενός»[31].

Για να μπορέσει ένας μυστηριακός γάμος λοιπόν να φανερώσει και να αποκαλύψει το μυστήριο της ενώσεως του Χριστού με την Εκκλησία, καλούνται οι σύζυγοι αμοιβαίως να ξεπερνούν τον παλαιό άνθρωπο που έχουν μέσα τους και να σταυρώνουν τον εγωισμό και τα πάθη τους, ώστε να αποκτήσουν την αγία αρετή της ταπεινοφροσύνης. Από αυτή την άποψη ο γάμος συμμετέχει στην Σταύρωση και την Ανάσταση του Κυρίου. Δεν είναι τυχαίο πως στην ακολουθία του γάμου ψάλλεται το: «Άγιοι μάρτυρες οι καλώς αθλήσαντες και στεφανοθέντες…», ενώ γίνεται λιτανεία προπορευόμενου του Ιερέα το Ιερό Ευαγγέλιο. Η λιτανεία αυτή μας θυμίζει πως ο γάμος είναι μια συνεχής πορεία προς την Βασιλεία των ουρανών και ένας συνεχής αγώνας για την επίτευξη της αγιότητας[32]. Επομένως όλα τα ψυχολογικά και κοινωνικά στοιχεία, ασταθή ανθρώπινα αισθήματα, εντάσσονται στην προοπτική της πνευματικής ζωής της Εκκλησίας[33].

Στην αρχή του κεφαλαίου αναφέραμε πως ο γάμος ξεκινά με την παραινετική εντολή[34] του Θεού «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε». Φυσική συνέπεια του γάμου είναι η δημιουργία απογόνων[35]. Τα παιδιά είναι καρπός της αγαπητικής σχέσης των συζύγων (πνευματικά και σωματικά τέκνα ως προς την εξάπλωση της Βασιλείας του Θεού στη γη).

Έτσι, δημιουργείται η οικογένεια, η «κατοίκων εκκλησία». «Με την τεκνογονία ο γάμος εμφανίζεται κατά οξύμωρο τρόπο ως πολέμιος και ως υπηρέτης του θανάτου, στον οποίο υποτάχθηκε ο άνθρωπος. Η τεκνογονία, ενώ παρηγορεί τη θνητότητα του ανθρώπου, γιατί του εξασφαλίζει τη διατήρηση του είδους του, υπηρετεί συγχρόνως τον θάνατο, γιατί παρέχει τροφή σε αυτόν και επεκτείνει την εξουσία του στον κόσμο»[36].

Παρόλα αυτά είναι μια μεγάλη ευλογία να συνδημιουργείς με τον Θεό! Να νιώθεις πως ο Ίδιος νιώθει για κάθε δημιούργημά του ξεχωριστά. Και όπως κάθε γονιός που αγαπά μα ταυτοχρόνως σέβεται το αυτεξούσιο του παιδιού του, έτσι και ο Θεός με σωστή διάκριση θα καταργήσει τον έσχατο εχθρό του ανθρώπου τον θάνατο. 

Πριν κλείσουμε το θέμα αυτό θα θέλαμε να τονίσουμε πως ο γάμος δεν πρέπει να υποταχθεί αποκλειστικά στην τεκνογονία, διότι τότε θα χαρακτηριστεί ανυπόστατος, κάτι τελείως αντίθετο με την όλη εκκλησιολογική άποψη της ορθοδόξου Εκκλησίας. Μη ξεχνάμε πως για το Μυστήριο του γάμου υπάρχει μια ακόμη παραινετική εντολή του Θεού: «καὶ εἶπεν ᾿Αδάμ· τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου· αὕτη κληθήσεται γυνή, ὅτι ἐκ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἐλήφθη αὕτη· ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν»[37].

Τελειώνοντας το κεφάλαιο αυτό θα θέλαμε να τονίσουμε πως οι εξωσυζυγικές σχέσεις δεν προσβάλλουν απλώς την αγάπη ανάμεσα στους δύο συζύγους, αλλά καταστρέφουν την ενότητα του «ενός Σώματος», το διχοτομούν και αποτελούν ύβρη, που αναφέρεται στο Σώμα του Χριστού. Οι εξωσυζυγικές σχέσεις καταστρέφουν το γάμο· δεν υφίσταται πλέον σώμα συγκροτημένο.

Ο Απόστολος Παύλος μας λέει πως: «Οι άνδρες έτσι πρέπει να αγαπούν τις γυναίκες τους, όπως τα σώματα τους»[38]. «Όπως ακριβώς είναι βδελυρόν πράγμα, να κόπτει κανείς την σάρκα, έτσι είναι βδελυρόν και να χωρίσει κανείς τη γυναίκα του». Γι' αυτό τονίζεται ότι ο άνδρας αγαπά και φροντίζει τη γυναίκα όπως αγάπησε ο Χριστός την Εκκλησία (δηλαδή μέχρι το θάνατο).
3. Α. Πηγές καθιέρωσης του γάμου 
μέσα από την Αγία Γραφή 

Β. Ουσιοποιώς διαφορά των Μυστηρίων 
στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη

Α. Πηγές καθιέρωσης του γάμου μέσα από την Αγία Γραφή.

Η Αγία Γραφή ως μέρος της Ιερής Παράδοσης[39] της Θεοϊδρυθείσας Εκκλησίας μας, είναι ένας σημαντικός παράγοντας έρευνας κάθε αρχέτυπης και μη, καθιέρωσης μυστηριακών πράξεων.

Επομένως καλούμαστε να βρούμε πηγές μέσα από την Αγία Γραφή οι οποίες θα μας φανερώσουν διάφορες αγγελίες του Θεού, προτυπώσεις και ούτω καθεξής που θα φανερώνουν και θα εδραιώνουν το Μυστήριο[40] του Γάμου.

Στο Βιβλίο της Γενέσεως βρίσκουμε την πρώτη πηγή: «καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς. Καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς ὁ Θεός, λέγων· αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς» [41].

Είναι ξεκάθαρο λοιπόν πως ο Θεός ξεχωρίζει τα δύο φύλα και τα καλεί σε μια ετεροφυλική αρχέτυπη σχέση γάμου, και λέμε αρχέτυπη, διότι δε μας αναφέρει την λέξη γάμος, καθώς και δε διευκρινίζει ξεκάθαρα τις αρχές ενός γάμου, έτσι όπως με το πέρασμα των αιώνων μας αποκαλύφθηκαν, παρόλα αυτά υπάρχει η ευχή και όπου ευχή Θεού αρχή ενός μυστηρίου! Εφόσον ο Θεός λοιπόν ευλόγησε την ένωση αυτή, η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού καλείται να μετέχει, να σαρκώσει τις Ενέργειες του Θεού, δια μέσω των Μυστηρίων.

Η δεύτερη πηγή βρίσκεται επίσης στο Βιβλίο της Γεννήσεως: «καὶ εἶπεν ᾿Αδάμ· τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου· αὕτη κληθήσεται γυνή, ὅτι ἐκ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἐλήφθη αὕτη· ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν» [42]. Εδώ κάνει ακόμη πιο φανερό το Μυστήριο του Γάμου, διότι καθώς η ουσία του νοήματος είναι άμεση με το παραπάνω σχόλιό μας, εδώ ξεκαθαρίζει πλέον πως έχουμε να κάνουμε για μια υποστατική ένωση (πνευματική-σωματική), μεταξύ δύο ανθρώπων, ετερόφυλων, η οποία δεν είναι πρόσκαιρη, αλλά καλείται να βρεθεί στον δρόμο προς την αιωνιότητα – που μόνο ο Θεός χαρίζει- κάτι που στην πρώτη πηγή δεν αναφερόταν.

Η Τρίτη πηγή βρίσκεται στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο και είναι μια αναφορά του Χριστού στη δεύτερη πηγή μας, έναντι των Φαρισαίων, οι οποίοι ήθελαν να τον πειράξουν: «Καὶ προσῆλθον αὐτῷ οἱ Φαρισαῖοι πειράζοντες αὐτὸν καὶ λέγοντες αὐτῷ· Εἰ ἔξεστιν ἀνθρώπῳ ἀπολῦσαι τὴν γυναῖκα αὐτοῦ κατὰ πᾶσαν αἰτίαν; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐκ ἀνέγνωτε ὅτι ὁ ποιήσας ἀπ' ἀρχῆς ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς καὶ εἶπεν, ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ κολληθήσεται τῇ γυναικὶ αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν;» [43].

Η τέταρτη πηγή βρίσκετε στην ίδια αναφορά του Χριστού με μια μικρή αλλά σημαντική διαφορά στο Ευαγγέλιο του ευαγγελιστή Μάρκου: «καὶ προσελθόντες οἱ Φαρισαῖοι ἐπηρώτων αὐτὸν εἰ ἔξεστιν ἀνδρὶ γυναῖκα ἀπολῦσαι, πειράζοντες αὐτόν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· Τί ὑμῖν ἐνετείλατο Μωϋσῆς; οἱ δὲ εἶπον· Ἐπέτρεψε Μωϋσῆς βιβλίον ἀποστασίου γράψαι καὶ ἀπολῦσαι. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Πρὸς τὴν σκληροκαρδίαν ὑμῶν ἔγραψεν ὑμῖν τὴν ἐντολὴν ταύτην· ἀπὸ δὲ ἀρχῆς κτίσεως ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς ὁ Θεὸς· ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα, καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν. ὥστε οὐκέτι εἰσὶ δύο, ἀλλὰ μία σάρξ· ὃ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω»[44]. Ο Θεός λοιπόν συνέζευξε! Μιλάμε για ένα Μυστήριο, δια μέσω της Αρχιερατικής ευλογίας του Θεού.

Η πέμπτη βρίσκεται στο Ευαγγέλιο του ευαγγελιστή Ιωάννη: «Καὶ τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ γάμος ἐγένετο ἐν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἦν ἡ μήτηρ τοῦ Ἰησοῦ ἐκεῖ· ἐκλήθη δὲ καὶ ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ εἰς τὸν γάμον. καὶ ὑστερήσαντος οἴνου λέγει ἡ μήτηρ τοῦ Ἰησοῦ πρὸς αὐτόν· Οἶνον οὐκ ἔχουσιν. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Τί ἐμοὶ καὶ σοί, γύναι; οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου. λέγει ἡ μήτηρ αὐτοῦ τοῖς διακόνοις· Ὅ,τι ἂν λέγῃ ὑμῖν ποιήσατε. ἦσαν δὲ ἐκεῖ ὑδρίαι λίθιναι ἓξ κείμεναι, κατὰ τὸν καθαρισμὸν τῶν Ἰουδαίων, χωροῦσαι ἀνὰ μετρητὰς δύο ἢ τρεῖς. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Γεμίσατε τὰς ὑδρίας ὕδατος. καὶ ἐγέμισαν αὐτὰς ἕως ἄνω. καὶ λέγει αὐτοῖς· Ἀντλήσατε νῦν καὶ φέρετε τῷ ἀρχιτρικλίνῳ· καὶ ἤνεγκαν. ὡς δὲ ἐγεύσατο ὁ ἀρχιτρίκλινος τὸ ὕδωρ οἶνον γεγενημένον - καὶ οὐκ ᾔδει πόθεν ἐστίν· οἱ δὲ διάκονοι ᾔδεισαν οἱ ἠντληκότες τὸ ὕδωρ - φωνεῖ τὸν νυμφίον ὁ ἀρχιτρίκλινος καὶ λέγει αὐτῷ· Πᾶς ἄνθρωπος πρῶτον τὸν καλὸν οἶνον τίθησι, καὶ ὅταν μεθυσθῶσι, τότε τὸν ἐλάσσω· σὺ τετήρηκας τὸν καλὸν οἶνον ἕως ἄρτι. Ταύτην ἐποίησεν τὴν ἀρχὴν τῶν σημείων ὁ Ἰησοῦς ἐν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας καὶ ἐφανέρωσε τὴν δόξαν αὐτοῦ, καὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ»[45].

Η έκτη πηγή βρίσκεται στην πρώτη επιστολή προς Κορινθίους: «οῖς δὲ γεγαμηκόσι παραγγέλλω, οὐκ ἐγώ, ἀλλ' ὁ Κύριος, γυναῖκα ἀπὸ ἀνδρὸς μὴ χωρισθῆναι· ἐὰν δὲ καὶ χωρισθῇ, μενέτω ἄγαμος[46] ἢ τῷ ἀνδρὶ καταλλαγήτω· καὶ ἄνδρα γυναῖκα μὴ ἀφιέναι»[47]. Η καθολική συμβουλή του Παύλου στην τοπική Εκκλησία της Κορίνθου, μας φανερώνει τους δεσμούς που προκύπτουν από την τέλεση του Μυστηρίου.

Η έβδομη στην προς Εφεσίους: «ἀντὶ τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν. τὸ μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν, ἐγὼ δὲ λέγω εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν. πλὴν καὶ ὑμεῖς οἱ καθ' ἕνα ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα οὕτως ἀγαπάτω ὡς ἑαυτόν, ἡ δὲ γυνὴ ἵνα φοβῆται[48] τὸν ἄνδρα»[49].

Ο Απόστολος Παύλος πλέον μας μιλά για μια υπερβατική έννοια του μυστηρίου. Μας λέει πως είναι ίδια με την Ένωση του Χριστού με την Εκκλησία. Πως στον γάμο καλούμαστε να φανερώνουμε έκαστος το πρόσωπο του Θεού (κατ’ εικόνα), και να αποζητούμε τους καθημερινούς δεσμούς υπαρξιακής ένωσης μεταξύ μας, όπως ο Κύριος με την Εκκλησία. Έτσι όπως η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού, η οποία στα έσχατα αποσκοπεί να μεταβεί «εις σάρκαν Μίαν» έτσι και η γυναίκα με τον άνδρα. Κατά αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται η σωτηρία του ζεύγους εφόσον ζουν, παράγουν μια κατ’ οίκον «Εκκλησία», η οποία μετέχει των Θείων Μυστηρίων του Θεού.

Β. Ουσιοποιώς διαφορά των Μυστηρίων στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη.

Τα μυστήρια είναι πράξεις κατ’ ουσίαν ιερές, μέσω των οποίων μεταδίδεται η Θεία Χάρις και ο αγιασμός, όπως και σύμβολα των επαγγελιών του Θεού στους ανθρώπους. Μυστήρια λοιπόν έχουμε καθ’ όλην την περίοδο της ιστορίας της Εκκλησίας επί της γης, δηλαδή και στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη.

Μεταξύ όμως των δύο περιόδων υπάρχει μια σημαντική διαφορά όσον αφορά την σκοπιμότητα και την σημασία των μυστηρίων, διαφορά που σχετίζεται άμεσα και με τον τρόπο της εμφάνιση και λειτουργίας της Εκκλησίας κατ’ αυτές. Όπως όλη η περίοδος της Παλαιάς Διαθήκης είναι κατά κάποιο τρόπο προτύπωση της Καινής και της εν αυτής ζωής, κατά αντίστοιχο τρόπο και τα μυστήρια της περιόδου αυτής αποτελούν προτύπωση και απεικόνιση, αλλά και αποκάλυψη των μυστηρίων της Καινής Διαθήκης.

Στη Παλαιά Διαθήκη ο Γάμος είναι φυσικός δεσμός στην πράξη της δημιουργίας, ενώ στη Καινή δίνεται η ευκαιρία της Σωτηρίας.
4. Η θέση του Έρωτα στην Ορθόδοξη Παράδοση

Ο έρωτας είναι η απαρχή της αγάπης. Ως ένας ακόμη προοιμιακός ψαλμός του λυχνικού… Αυτός που παρακινεί τα πρόσωπα να ενωθούν, να αγαπηθούν και κατά αυτό τον τρόπο να επαναφέρουν την διασπασμένη ανθρώπινη φύση, σε κοινωνία με τον Θεό, σε Εκκλησία[50]. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης αναφέρει πως: «επιτεταμένη γαρ αγάπη ο έρως λέγεται»[51].

Ο έρωτας κατέχει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο μέσα στην Αγία Γραφή. Εξ’ άλλου και η Σταύρωση του Χριστού για τον άνθρωπο, ο ευτελισμός του Θεού από το κτίσμα του, μόνο ως κίνηση αγάπης και έρωτος μπορεί να χαρακτηρισθεί. Στο βιβλίο της Γενέσεως βλέπουμε πως ο Θεός αποδέχεται το αίτημα του Αδάμ[52] για συντροφικότητα, ως φυσική τάση και την ευλογεί[53]. Κατόπιν έρχεται το αποστολικό ανάγνωσμα του μυστηρίου[54] να παραλληλίσει το δεσμό των ανθρώπων με την ένωση του Χριστού και της Εκκλησίας. Από την Παλαιά Διαθήκη ο Θεός για να δείξει την σχέση Του με τον άνθρωπο, χρησιμοποιεί τον ερωτικό δεσμό[55]. Το ίδιο και στον Κανόνα της Καινής Διαθήκης[56]. Ακόμη και πολλοί Πατέρες της Εκκλησίας.

Για παράδειγμα ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος (Κλίμαξ λόγ.30.5).

«Αντιλαμβανόμαστε πόσο τιμούν τον ανθρώπινο έρωτα αυτές οι παρομοιώσεις. Η ερωτική συντροφικότητα αντιμετωπίζεται ως πρωτογενής και θεμελιώδης ανθρώπινη λειτουργία»[57]. Ακόμη και ο έρωτας είναι ευλογημένος με το σημάδι του Σταυρού. Αυτό διότι ο έρωτας κινείται σε δύο κατευθύνσεις. Κατακόρυφα και οριζόντια. Στην κατακόρυφη κίνηση βρίσκεται ο θείος έρωτας, ενώ στην οριζόντια ο φυσικός. Οφείλουμε να σημειώσουμε πως ο έρωτας και στις δυο περιπτώσεις καλεί το πρόσωπο να ανοιχτεί, να γνωρίσει και να ενωθεί με τον άλλο. Να δημιουργήσει Εκκλησία. Επομένως ακόμη και στον φυσικό δεσμό είναι φανερή η πνευματικότητά που τον διακρίνει. 
Μη ξεχνάμε πως «ο Θεός τους έρωτας τούτους εγκατέσπειρε»[58], με σκοπό την εξύψωση και την συμπλήρωση του ανθρώπου. Άρα ο υγιείς έρωτας, αυτός που προσδιορίζεται από τα ουράνια, είναι αυτός που οδηγεί σε πνευματικά σκαλοπάτια τον άνθρωπο. Είναι αυτός που καλεί τον άνθρωπο να γευτεί τα ουράνια αγαθά και να προσδιορίσει νέα, θεία ερωτική σχέση με τον άνθρωπό του. Εν τέλει, αν ο άνθρωπος αδυνατεί να επικοινωνήσει με τον σύντροφό του, καθώς και κάθε άνθρωπο, τότε αδυνατεί και με τον Θεό. Στο Γεροντικό ένας γέροντας έλεγε πως αν φανταστούμε τον Θεό στη μέση και τους ανθρώπους τριγύρω του, σχηματισμένοι σε κύκλο, τότε όσοι αυτοί έρχονται κοντά, τόσο πιο κοντά και στον Θεό, αντιθέτως όσο απομακρύνονται, τόσο μεγαλώνει και ο κύκλος και απομακρύνεται από το επίκεντρό του.

Ο έρωτας βρήκε διάφορους εχθρούς, ακόμη και μέσα από την κοινωνία της Εκκλησίας. Διάφορα φανατικά μοναστικά ρεύματα, θέλησαν να χαρακτηρίσουν την ανάγκη για συντροφικότητα ως κάτι το βδελυρό. Μα οι πνευματικοί Πατέρες εκ των οποίων οι περισσότεροι ήταν μοναχοί, -παραδόξως θα λέγαμε- έσπευσαν να τον υπερασπιστούν και να τονίσουν την σπουδαιότητά του. Ο απόστολος Παύλος πρώτος πρώτος μας λέει πως η χαρισματική κατάσταση για τον πιστό δεν είναι μόνο η παρθενία, αλλά και ο έγγαμος βίος[59]. 

Ο Κλήμης επίσκοπος Αλεξανδρείας είναι αυτός που τοποθετεί τον χριστιανό οικογενειάρχη ψηλότερα και από τον τέλειο μοναχό[60]. Βεβαίως είναι ο μόνος διότι στη συνέχεια οι Πατέρες θα μας αναδείξουν τα κάλλη της αγγελικής πολιτείας, που είναι ο μοναχισμός, αλλά θα υπερασπιστούν έως εσχάτων την μυσταγωγία του γάμου, και θα τονίσουν πως ο έγγαμος βίος όχι μόνο κάτι το βδελυρό δεν έχει, μα και ευλογημένος από τον Θεό είναι όπως τονίσαμε στο δεύτερο κεφάλαιο. 
Οι αναχωρητές, οι μοναχοί δηλαδή, δεν υποτιμούν τον έγγαμο βίο[61], ίσα–ίσα τον σέβονται και τον τιμούν διότι μέσα από αυτόν προήλθαν ως τέκνα γονέων και μέσα από αυτόν ανδρώθηκαν από μια όντως υγιή οικογένεια. Ο ρόλος που φεύγουν μας λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι διότι είναι φιλόσοφοι Χριστού, διότι η κατακόρυφη, η ένθεη πορεία του έρωτα «μάγεψε» την ανθρώπινη λογική. Με την σειρά του ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης μας απολογείται πως οι προτροπές των Πατέρων στα κείμενά τους για την παρθενία (μοναχισμό) γίνεται λόγου πως για τον γάμο υπάρχει ούτως ή άλλως «αυτάρκης συνήγορος και η κοινή των ανθρώπων φύσις»[62].

Η Εκκλησία δε δείλιασε να υπερασπιστεί τον έρωτα και επί της πράξεως. Ήδη στην Καινή Διαθήκη όσοι απορρίπτουν τον γάμο θεωρούνται ως αποστάτες της πίστεως[63]. Με λίγα λόγια τους ονομάζει σχιμαστικούς και πολύ φοβάμαι και αιρετικούς. Μάλιστα η Σύνοδος της Γάγγρας (340μ.Χ.) ανακοινώνει τρείς κανόνες επί του θέματος αυτού.:

Α. «Αν κάποιος μέμφεται το γάμο και αποστρέφεται ή ψέγει τη γυναίκα που κοιμάται με τον άντρα της και είναι πιστή και ευσεβής, γιατί τάχα δεν μπορεί να μπει στη Βασιλεία των ουρανών, να αναθεματίζεται»[64].

Β. «Αν κάποιος μένει παρθένος ή εγκρατεύεται αποφεύγοντας τον γάμο επειδή τον αποστρέφεται και όχι γι’ αυτήν καθαυτήν την ωραιότητα και την αγιότητα της παρθενίας, να αναθεματίζεται»[65].

Γ. «Αν κάποιος απ’αυτούς που μένουν παρθένοι για χάρη του Κυρίου περηφανεύεται σε βάρος των παντρεμένων, να αναθεματίζεται»[66].

Νομίζουμε πως πλέον είναι κατανοητή η θέση της Εκκλησίας απέναντι στον γάμο και απέναντι στον μοναχισμό. Η Εκκλησία «και παρθενίαν δοξάζει και γάμον σεμνόν τιμά και δέχεται».

Ακόμη και οι προγαμιαίες απαγορεύσεις που έθεσαν οι Πατέρες, έχουν το νόημα της παραινετικής συμβουλής. Εξ’ άλλου μη ξεχνάμε πως στην ορθόδοξη πίστη οι Κανόνες έχουν τον ρόλο της πυξίδας και όχι του σκοπού. Αλλά για να φτάσεις στον σκοπό, χρειάζεσαι την πυξίδα. Αυτές οι προγαμιαίες απαγορεύσεις λοιπόν δεν έχουν τον ρόλο της εξαθλίωσης του έρωτα μέσα από μία αφυδατωμένη, ξερακιανή, μοναχική κουλτούρα, αλλά τίθενται στο τραπέζι ως αγαπητική συμβουλή, που θα προστατέψουν αυτό τον ουράνιο προσδιορισμό μέσα στις ανθρώπινες σχέσεις. Κάτι σαν το χέρι μας που βάζουμε μπροστά από το κερί για να μη σβήσει, για να μη σβήσει ο αληθινός έρωτας. Όπως ο αθλητής στερείται για να γευτεί την νίκη[67], για να γευτούμε το υπερβατικό γλέντι που ο οικοδεσπότης ετοιμάζει. Το τραπέζι έχει ήδη στρωθεί αδέλφια!


5. Ιστορική εξέλιξη του Μυστηριακού Γάμου ως θεσμού
Όπως έχουμε προαναφέρει ο γάμος ως θεσμός δημιουργήθηκε με σκοπό την άνδρωση της κοινωνίας μέσα στην οικογένεια καθώς και την διεκδίκηση ορισμένων δικαιωμάτων του ζεύγους και των απογόνων τους. Το τελευταίο είναι και ο λόγος του νομοθετικού ρόλου που απόκτησε ο γάμος. Ο γάμος όμως για τους χριστιανούς όπως προαναφέραμε πέρα από την κοινωνική ωφέλεια και τα νομοθετικά δικαιώματα, αποκτά νέα οντολογικά, χριστολογικά δεδομένα. Μαζί και πέρα από την ύλη!!

Δυστυχώς παρακάτω θα αναλύσουμε τα προβλήματα που προέκυψαν από τον εναγκαλισμό της Εκκλησίας με το κράτος στα χρόνια του Βυζαντίου, όταν οι αυτοκράτορες θέλοντας να νουθετήσουν βάζοντας σε μια σειρά τα πράγματα, κατακρεουργούσαν την χριστιανική ορθόδοξη θεολογική παράδοση.

Ο μυστηριακός γάμος λοιπόν πέρα της ευλογίας του Θεού[68], μαρτυρείται από τους πρώτους αποστολικούς Πατέρες υπό μιας υποτυπώδης μορφής. «Ήδη οι εξ’ Ιουδαίων ή οι εξ’ Ελλήνων χριστιανοί συνέχιζαν τα έθιμα δίνοντας όμως σε αυτά χριστιανικό περιεχόμενο»[69]. Από τον γ’ αιώνα μάλιστα και εξής, οι πατέρες και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς κάνουν συχνές αναφορές στη τέλεση του γάμου δι’ ευχής και ευλογίας[70]. Η ευχή δινόταν από τον αρχιερέα. Όχι με την νομική έννοια, την οποία προσέλαβε στα χρόνια του Βυζαντίου, αλλά με την θεολογική έννοια πως ο αρχιερέας είναι «εις τύπον και τόπον Χριστού». Επομένως καλείται να είναι ο νυμφαγωγός του ζεύγους μεταξύ τους και με τον Χριστό.

Σύμφωνα με τον κ. Θ. Γιάγκο τα πράγματα τον καιρό που κανόνιζαν οι Πατέρες στις Συνόδους ήταν διαφορετικά σε σχέση με τον γάμο. Ο γάμος ως μυστήριο την εποχή τους, ήταν είτε άτυπος είτε υπό υπόθεση συμφωνίας των συμβαλλομένων[71]. Με λίγα λόγια δεν είχε κανένα νομοθετικό ρόλο. Ο νομοθετικός ρόλος υπήρχε στον πολιτικό.

Και τώρα ερχόμαστε στο κρίσιμο σημείο που αλλοιώνονται οι συντεταγμένες του μυστηριακού γάμου σε θεσμικού και μοναδικού, παρακαλούμε ως αναγνωρισμένου γάμου από το κράτος. Κατά τον κ. J. Zhishman το 1084 ο Λέων ο Φιλόσοφος εκδίδει κείμενο που δίνει στον μυστηριακό γάμο νομοθετικά δικαιώματα, ενώ το 1092 ο Αλέξιος Α’ ο Κομνηνός τον καθιερώνει ως αποκλειστικό τύπο γάμου.

Από εδώ ξεκινά πλέον ο εξευτελισμός του μυστηρίου ως θεσμικός παράγοντας ενώσεως του ζεύγους και ως καταδικαστικός τρόπος ενώσεως δύο ανθρώπων ασχέτως με την πίστη τους. Κάτι πέρα μα πέρα από την ορθόδοξη θεολογία, κάτι τόσο ξένο από τον Θεό που χάρισε το αυτεξούσιο στον άνθρωπο. Από τότε και στο εξής είναι ιστορικά μαρτυρημένο ότι οι κανόνες θεωρούν ως γάμο αυτόν τον οποίο συνάπτουν τα συμβαλλόμενα μέρη κατά τα τότε προβλεπόμενα από το Ρωμαϊκό Δίκαιο. Αντίθετα ο γάμος θεωρείτο άθεσμος και οι συναπτόμενες σχέσεις πορνεία.[72]

Είναι πλέον κατανοητό από πού πηγάζουν διάφορες φωνές πως ο γάμος εκτός Εκκλησίας είναι πορνεία. Πορνεία σε ένα γάμο ακόμα και μυστηριακό-χριστιανικό είναι όταν ο ένα εκ των δυο πόσο μάλλον και οι δυο δεν προάγουν μια ανιδιοτελή αγάπη, αλλά εγωκεντρικά εκμεταλλεύονται την ύπαρξη του άλλου, χαρακτηριστική φράση: «είναι δικιά μου».

Η Εκκλησία γνωρίζοντας την ιστορία πλέον και προσευχόμενη κυρίως στον Θεό να της φανερώνει αδιαλείπτως το θέλημα Του, προχωρά σε κινήσεις, που θα φανερώνουν τον Θεό και όχι τον διάβολο με προσωπείο θεού. Έτσι ο πρώην αρχιεπίσκοπος Αθηνών μακαριστός Χριστόδουλος Παρασκευαῒδης, ως ο τότε μητροπολίτης Δημητριάδος εισηγήθηκε στην Ιερά Σύνοδο πως εφόσον οφείλουμε να σεβόμαστε την κάθε φιλοσοφική και θρησκευτική συνείδηση κάθε προσώπου, η Ελλαδική τοπική Εκκλησία οφείλει να δεχτεί οποιαδήποτε μορφή γάμου πέραν του χριστιανικού.

Η ορθόδοξη Εκκλησία είχε την αρχή της οικονομίας (σοφώτατη αρχή που φανερώνει το μέγεθος τα αγάπης και της ποιμαντικής αρχοντιάς της Εκκλησίας), αρχή εντελώς διαφορετική από την αντίστοιχη του ρωμαιοκαθολικού Κανονικού Δικιαίου, δηλ. dispensatio. Η οικονομία συχνά βοήθησε τα μέλη της Εκκλησίας να βρούν τη μετάνοια και κατ’ επέκταση τον Θεό»[73] .

Κατά αυτό τον τρόπο η Ιερά Σύνοδος ενώ με αφορμή την θέσπιση από την πολιτεία προαιρετικού πολιτικού ή θρησκευτικού γάμου είχε λάβει αυστηρή στάση, αργότερα με την Εγκύκλιο 2395/5-9-1984 έκρινε ότι η στάση της οικονομίας συμβάλει θετικά στο έργο της. Έτσι λοιπόν αποφάσισε να βαπτίζει τα παιδιά που γεννήθηκαν από γονείς που τέλεσαν πολιτικό γάμο.

Στις πράξεις μας οφείλουμε να μη ξεχνάμε τον Θεό. Ο Ίδιος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός διακήρυξε «Ἄφετε τὰ παιδία καὶ μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῖν πρός με…»[74] «…καὶ τὸν ἐρχόμενον πρὸς με οὐ μὴ ἐκβάλω ἔξω…»[75]. Μάλιστα ο απόστολος Παύλος μας υπενθυμίζει: «Ὀφείλομεν δὲ ἡμεῖς οἱ δυνατοὶ τὰ ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων βαστάζειν, καὶ μὴ ἑαυτοῖς ἀρέσκειν»[76].

Όπως βλέπουμε το όλο κλήμα είναι αγαπητικό και ελεύθερο. Η Εκκλησία δε θέλει να καταδυναστεύει κανέναν που δεν θέλει να είναι μέλος της. Μα επιθυμεί τα μέλη που την συγκροτούν ως αγαπητική κοινωνία προσώπων να είναι ευσυνείδητα χριστιανοί.

Τέλος και τω Θεώ Δόξα

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

[1] Αριστοτέλους «Ηθικά Νικομάχεια» VΙΙΙ.12,1162a16-9.
[2] Γεν.5.2
[3] Βλ. π. Α. Αλεβιζόπουλου «Εγχειρίδιο αιρέσεων και παραχριστιανικών ομάδων» ιδιωτική έκδοση.
[4] Γεν.2.24
[5] Γεν.3.12
[6] Γεν.2.35
[7] Βλ. Ι. Σταματάου «Λεξικόν της αρχαίας ελληνικής γλώσσας» Εκδ. Φοίνιξ ΕΠΕ Αθήνα. Σελ.854
[8] Α´ Ἰωάννου.4.16
[9] Συνέντευξη π. Β. Θερμού
[10] Βλ. Μ. Βασιλείου «εις την εξαήμερον» PG 29,BC.
[11] Βλ. Kάλλιστος Ware Ενθ.αν.
[12] Βλ. Ν. Ματσούκα ενθ.αν. σελ.497.
[13] Βλ. Γ. Μαντζαρίδη «Χριστιανική ηθική ΙΙ» Εκδ. Πουρναρά Θεσσαλονίκη. Σελ.362.
[14] Συνέντευξη π. Β. Θερμού.
[15] Βλ. Αγ. Νεκταρίου Κεφαλά «Ποιμαντική» Εκδ. Νεκτ. Παναγόπουλος Αθήνα. Σελ. 66-67.
[16] Βλ. Αγ. Νεκταρίου Κεφαλά «Ποιμαντική» Εκδ. Νεκτ. Παναγόπουλος Αθήνα. Σελ. 67.
[17] Τρεπτότητα των όντων
[18] Συνέντευξη π. Β. Θερμού.
[19] Βλ. Γ. Μαντζαρίδη «Χριστιανική ηθική ΙΙ» Εκδ. Πουρναρά Θεσσαλονίκη. Σελ 362
[20] Βλ. Αρχ. Γ. Καψάνη «Θέματα εκκλησιολογίας και ποιμαντικής» Γ΄ έκδοσις, Εκδ. Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου Άγιο Όρος. Σελ.165.
[21] Βλ. Αρχ. Γ. Καψάνη «Θέματα εκκλησιολογίας και ποιμαντικής» Γ΄ έκδοσις, Εκδ. Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου Άγιο Όρος. Σελ. 165.
[22] Εφεσ.5.32
[23] Αυτή η περικοπή είναι «είναι κατ’ εξοχήν ενδεικτική της όλης ιδιάζουσας χριστιανικής θεωρήσεως του γάμου κατά την ουσίαν και την σύναψιν αυτού. Αφ’ ετέρου και η μετέπειτα εκκλησιαστική παράδοσις υποδεικνύει εμμέσως ότι ο γάμος ως μυστηριακή πράξις έχει αποστολικήν την προέλευσιν» «Γάμος» Θρησκευτική και ηθική εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ) τόμ.4 στ.210.
[24] Βλ. Π. Τρεμπέλα ενθ.αν. υποσ.10 σελ. 325.
[25] Βλ. π. Α. Αλεβιζόπουλου «Εγχειρίδιο αιρέσεων και παραχριστιανικών ομάδων» ιδιωτική έκδοση.
[26] Όπως προαναφέραμε ο γάμος καθώς και κάθε μυστήριο προσβλέπει στην Βασιλεία του Θεού. Επομένως είναι ένα γεγονός το οποίο δεν έχει ολοκληρωθεί μέχρι το πλήρωμα του χρόνου.
[27] Βλ. Αρχ. Γ. Καψάνη «Θέματα εκκλησιολογίας και ποιμαντικής» Γ΄ έκδοσις, Εκδ. Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου Άγιο Όρος. Σελ. 165.
[28] Δεν εννοούμε το κτήριο.
[29] Βλ. Γ. Μαντζαρίδη «Χριστιανική ηθική ΙΙ» Εκδ. Πουρναρά Θεσσαλονίκη. Σελ 363.
[30] Γαλ. 3.28
[31] Βλ. Γ. Μαντζαρίδη «Χριστιανική ηθική ΙΙ» Εκδ. Πουρναρά Θεσσαλονίκη. Σελ 383.
[32] Βλ. Αρχ. Γ. Καψάνη «Θέματα εκκλησιολογίας και ποιμαντικής» Γ΄ έκδοσις, Εκδ. Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου Άγιο Όρος. Σελ. 166-167.
[33] Βλ. Γ. Μαντζαρίδη «Χριστιανική ηθική ΙΙ» Εκδ. Πουρναρά Θεσσαλονίκη. Σελ 363.
[34] Πως γίνεται να μιλάμε για παραίνεση και ταυτοχρόνως για εντολή. Η αγάπη του Θεού είναι μεγάλη και όταν το συνειδητοποιήσουμε μονάχα τότε θα καταλάβουμε. Ως δημιουργός μας, μας δίνει παραινετικές συμβουλές «γνωρίζοντας» πολύ καλά το «manual». Μα μη ξεχνάμε όμως πως στην εποχή της Π.Δ. ο απόστολος Παύλος μας λέει πως η σχέση του Θεού με τον άνθρωπο ήταν σχέση γονιού με παιδιού, ενώ στην Κ.Δ. σχέση γονιού με ενήλικα.
[35] Βλ. Α. Ραντοσάβλιεβιτς «Το μυστήριον του γάμου υπό δογματικόν φως» Εκδ. Κληρονομία (1977) Σελ. 246 κ.ε. Χ. Βάντσου «ο γάμος και η προετοιμασία αυτού εξ’ απόψεως ορθοδόξου ποιμαντικής» Αθήνα 1977 Σελ.83-99.
[36] . Γ. Μαντζαρίδη «Χριστιανική ηθική ΙΙ» Εκδ. Πουρναρά Θεσσαλονίκη. Σελ 368.
[37] Γεν.2.23-24
[38] Εφεσ.5.28
[39] Ιερή Παράδοση είναι η συνεχής Αποκάλυψη των Αληθειών του Θεού μέσα από μια βιωματική προσέγγιση της Εκκλησίας ως Σώμα Χριστού η οποία καλείτε να διαφυλαχτεί αναλλοίωτη έως εσχάτων. Είναι η παρουσία του Χριστού στην ιστορία της ανθρωπότητας.
[40] Μυστήριο: ο τρόπος με τον οποίο μετέχουμε στις ενέργειες του Θεού.
[41] Γεν.1.27-28
[42] Γεν.2.23-24
[43] Ματθ.19.3-6
[44] Μαρκ.10.2-9
[45] Ιων.2.1-11
[46] Έχουμε κάνει αναφορά επί του θέματος στο 3ο Κεφάλαιο
[47] Α΄ Κορινθ.7.10-11
[48] Είναι πλέον γνωστό πως η λέξη αυτή είναι παρεξηγημένη, διότι με το πέρασμα των αιώνων, το νόημα της λέξεως άλλαξε. Το αρχικό νόημα στα χρόνια του Αποστόλου Παύλου ήταν δέος, σεβασμός, λατρεύω.
[49] Εφεσ.5.31-33
[50] «Τον έρωτα, είτε θείον, είτε αγγελικόν, είτε νοερόν, είτε ψυχικόν, είτε φυσικόν είπομεν, ενωτικήν τινα και συγκρατικήν εννοήσωμεν δύναμιν, τα μέν υπέρτερα κινούσαν επί πρόνοιαν των καταδεεστέρρων, τα δε ομόστοιχα πάλιν εις κοινωνικήν αλληλουχίαν, και επ’ εσχάτων τα υφείμενα προς την των κρειττόνων και υπερκειμένων επιστροφήν» Αγ. Δ. Αεροπαγίτου «Περί θείων ονομάτων» 4.15, PG3,713Α.
[51] Αγ. Γ. Νύσσης « Εις το Άσμα των Ασμάτων» 13, PG44,1048C.
[52] Βλ. δεύτερο κεφάλαιο παρόντος εγχειριδίου.
[53] Γεν.1.27-28 και 2.18-24
[54] Εφεσ.5.20-33
[55] Ψαλμοί 44.12, Ιερεμίας3.6-9, Ησαῒας 54.1 και10 και Ιεζεκιήλ 16.163 και ολόκληρο το Άσμα Ασμάτων.
[56] Ιωάν.3.29, Ματθ.9.15 και 22.114, Β΄ Κορινθ.11.2, Εφεσ.5.26-27, Αποκάλυψη 21.9 και 22.17.
[57] Συνέντευξη π. Β. Θερμού.
[58] Άγ. Ι. Χρυσόστομος.
[59] Α΄Κορινθ.7.29-31
[60] Βλ. Κλήμεντος Αλεξανδρέως «Στρωματείς» 7,12,10.7-8
[61] «Ου γαρ επεί η παρθενία τιμιωτέρα, εν τοις ατίμοις ο γάμος» Άγ. Γρηγ. Θεολόγου. Λόγος 40,18PG 36,382B.
[62] Αγ. Γ. Νύσσης «Περί παρθενίας 8. Εκδ. W. Jaeger, Gregori Nysseni Perea, τομ. 8,1 Σελ. 282 PG46,353A.
[63] Βλ. Α' Τιμ.4.1-3
[64] 1ος Κανών της Συνόδους της Γάγγρας. Θα θέλαμε όμως να τονίσουμε πως ο αναθεματισμός ήταν μια ακραία για τα σημερινά δεδομένα κίνηση, η οποία παρόλα αυτά και εδώ θα θέλαμε να μείνουμε δήλωνε την απόλυτη άρνηση της απόψεως επί κάποιου θέματος.
[65] 9ος Κανών της συνόδου της Γάγγρας. / Μετάφραση από Π. Ακανθόπουλου «Κώδικας Ιερών Κανόνων». Εκδ. Βάνιας Θεσσαλονίκη.
[66] 10ος Κανών της συνόδου της Γάγγρας.
[67] Συνέντευξη π. Β. Θερμού
[68] «αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε» (Γεν.1.27-28).
[69] Βλ. Θ. Γιάγκου «Κανόνες και λατρεία» Εκδ. Μυγδονία Θεσσαλονίκη Σελ.297
[70] Κλήμεντος Αλεξανδρέως «Παιδαγωγός» 3,11PG 8, 637B (=SC 158,σ. 128). Τερτυλιανού, Ad Uxorem 2,9, PL 1,1302A. Ιωάννου Χρυσοστόμου «Εις την Γένεσιν»48, PG 54,443. Μ. Βασιλείου «Εις την Εξαήμερον, 7,5,PG 54,(=SC26 bis,σ.416-418). Γρηγορίου Θεολ., Επιστολή 132, Διοκλεί PG 37,376A (=P.GALLAY, ό.π., σ.123) κ.ά.
[71] Βλ. Θ. Γιάγκου «Κανόνες και λατρεία» Εκδ. Μυγδονία Θεσσαλονίκη Σελ.304.
[72] Βλ. Θ. Γιάγκου «Κανόνες και λατρεία» Εκδ. Μυγδονία Θεσσαλονίκη Σελ.304.
[73] Βλ. Θ. Γιάγκου «Κανόνες και λατρεία» Εκδ. Μυγδονία Θεσσαλονίκη Σελ.315.
[74] Ματθ.19.14
[75] Ιωάν.6.37
[76] Ρωμ.15.1
-Πηγή