Ο αββάς M. Fourmont στη Μάνη
Εκείνα τα χρόνια περιηγήθηκε την Ελλάδα ο Γάλλος αββάς M. Fourmont, ο οποίος, όπου πήγαινε, κατέγραφε και κατόπιν κατέστρεφε τις αρχαιότητες. Το 1730 επισκέφθηκε τη Μεσσηνία και θέλησε να πάει στη Μάνη, αναζητώντας βιβλία ή άλλα αρχαία αντικείμενα.
Από τις επιστολές, που έστειλε κατά καιρούς, έχουμε πληροφορίες για τη Μάνη και τους Μανιάτες. Ρωτώντας αν μπορεί να επισκεφθεί τη Μάνη, οι μεν Μανιάτες του έλεγαν ότι μπορεί, ενώ οι άλλοι τον διαβεβαίωναν ότι δεν μπορεί να πατήσει το πόδι του εκεί.
Σε επιστολή του από το μοναστήρι του Βουλκάνου της 17ης Φεβρουαρίου 1730 προς τον καρδινάλιο De Fleury έγραψε για τους Μανιάτες: “...Είναι πραγματικά ο λαός ο πιο δόλιος που επιδίδεται σε κλοπές μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Δεν έχουν αρχηγό που να μπορέσει να τους δαμάσει και να τους μάθει να ακολουθούν μερικούς κανόνες τιμιότητας και πίστης προς τους ξένους, ούτε στις μεταξύ τους σχέσεις. Είναι όλοι διαιρεμένοι, δεν γνωρίζουν το καλό παρά την ασυδοσία, ούτε την ευτυχία παρά το έγκλημα. Εάν συγκεντρώνονται, πράγμα που γίνεται σπάνια, είναι για να κάνουν επιδρομή σε ένα γειτονικό μέρος. Ο χριστιανισμός δεν βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση. Είναι πολύ αγράμματοι για να δημιουργήσουν αιρέσεις, αλλά είναι και τόσο πολύ περήφανοι που σε μια πολύ μικρή επαρχία που έχει 10 λεύγες μήκος και 20 πλάτος υπάρχουν πάνω από τριάντα επίσκοποι, οι οποίοι παίρνουν μόνοι τους τον τίτλο και που τολμούν να λειτουργούν, παρά τους αφορισμούς του πατριάρχη και του επισκόπου Μονεμβασίας, του πραγματικού τους επισκόπου...”.
Μια επιστολή, γραμμένη στην Κωνσταντινούπολη στις 28 Φεβρουαρίου 1730, δήλωνε ανησυχία για αυτήν την πρόθεσή του: “...Μαθαίνω με λύπη μου κ. επίσκοπε ότι θα πάτε να κάνετε επίσκεψη στους Μανιάτες. Μπορεί να είναι γενναίοι όσο και οι πρόγονοί τους Σπαρτιάτες, αλλά δεν έχουν την ευθύτητα του χαρακτήρα. Με τον τρόπο που μιλάνε, δεν θα σεβαστούν ούτε την αξία, ούτε το ταλέντο σας και φοβάμαι ότι θα σας ληστέψουν...”.
Οπως έγραψε ο Fourmont από το μοναστήρι του Βουλκάνου της Μεσσηνίας, όταν βρισκόταν στο Νησί (Μεσσήνη), τον επισκέφθηκε ο τοπικός επίσκοπος στο σπίτι του και πρόσθεσε: “...και αμέσως διακόσιοι Μανιάτες ήρθαν και γέμισαν το σπίτι που είμαστε και όταν παρουσιάστηκα πυροβόλησαν ομαδικά για να με χαιρετίσουν. Ο επίσκοπος μου έδειξε τους επισκόπους της Μάνης που ήταν ανάμεσά τους, οι οποίοι μου προξένησαν τον τρόμο. Τους διακρίνεις από τους άλλους επειδή έχουν λίγο καλύτερα όπλα.
Εχουν ύφος πιο άγριο, πολεμικό παράστημα, το βλέμμα πιο βλοσυρό και πιο προσεκτικοί στα ρούχα και τις αποσκευές ενός ξένου...”. Στη συνέχεια επανέλαβε, το γνωστό και χιλιοειπωμένο, ότι, όταν οι επίσκοποι της Μάνης έβλεπαν ένα πλοίο στις ακτές τους, έκαναν θερμές προσευχές να στείλει ο Θεός μια μεγάλη τρικυμία ή μία θύελλα, ώστε αυτό το καράβι να τσακιστεί στα βράχια. Οταν αυτό θα γινόταν, δεν θα ήταν οι τελευταίοι στη μοιρασιά της λείας. Πρόσθεσε ακόμη στην επιστολή του, ότι η παρουσία 200 Μανιατών του φαινόταν υπερβολική και τον γέμιζε υποψίες. Πίστευε όμως ότι θα εύρισκε εκεί βιβλία, γιατί δεν είχαν γίνει πόλεμοι, που θα τα κατέστρεφαν.
Αναφέρεται ακόμη στο βιβλίο του H. Omont, ότι πήγαν Μανιάτες να τον παραλάβουν, για να τον οδηγήσουν στη Μάνη και μεταξύ τους ήταν ο καπετάν Κουτούρος (Κουμουνδούρος ή Κουτούφαρης), ο καπετάν Κολοκούβαρος από τον Κάμπο με τους ηγουμένους της Βελανιδιάς που είναι στα Μαλεβριάνικα (Σταυροπήγι Αβίας), του Προφήτη Ηλία Κριντίστι Γαϊτσών και του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου των Κουμουνδουράκηδων και Κοστριβαίων στη Μικρή Μαντίνεια. Μαζί με αυτούς πήρε τα μέτρα που έπρεπε, για να πάει στη χώρα τους και υπό την προστασία τους επισκέφθηκε τη Δυτική Παραλία του Ταϋγέτου. Διαπίστωσε ότι οι Μανιάτες ήταν πάντοτε σε πόλεμο με τους Τούρκους. Οι παπάδες, οι καλόγεροι ήταν αρματωμένοι, μέχρι και οι γυναίκες είχαν στις ζώνες τους όπλα.
Ο Fourmont μετά το ταξίδι του σε ένα τμήμα της Μάνης έγραψε στον πρεσβευτή της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη στις 20 Απριλίου 1730: “...βρίσκομαι σε ένα φοβερό τόπο που οι κάτοικοι δεν έχουν καμιά επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους, αυτή η ξακουστή Μάνη. Εχω την τιμήν να πω στην εξοχότητά σας ότι δεν υπάρχει τίποτε, ότι είναι ένας πολύ κακός λαός και ότι είμαι πολύ ευτυχής που σώθηκα. Η εξοχότης σας, που γνωρίζει το ζήλο μου, μπορεί να φανταστεί πόση μεγάλη λύπη είχα. Φεύγοντας από αυτόν τον βάρβαρο λαό χωρίς να αποκομίσω τίποτε που να με αποζημιώνει για τα έξοδά μου...”.
Ανέφερε ακόμη ο Fourmont ότι προχώρησε στη Μάνη, όσο του επέτρεπε η ασφάλειά του και δεν πήγε πέρα από την περιοχή της Ζαρνάτας. Το ταξίδι του στη Μάνη δεν ήταν κερδοφόρο. Δεν βρήκε βιβλία, όπως περίμενε, γιατί οι Μανιάτες χρησιμοποιούσαν το χαρτί, για να φτιάχνουν τα βόλια.
Η γυναίκα στη Μάνη Πολλοί έχουν υμνήσει την αγωνιστικότητα και τον ηρωισμό των Μανιατών στους πολέμους, όμως σπάνια γίνεται λόγος για τη Μανιάτισσα, την ηρωίδα της καθημερινής ζωής. Στον κακοτράχαλο τόπο της Μάνης, τον άγονο και άνυδρο, πλούτος ήταν η γυναίκα. Αυτή κρατούσε στα χέρια της το σπίτι, είχε τη φροντίδα της οικιακής οικονομίας με τις αξεπέραστες δυσκολίες από τη στέρηση και τη φτώχεια του παλιού καιρού. Ακούραστη, ολημερίς προσπαθούσε να προλάβει όλες τις δουλειές του σπιτιού, αυτή νοιαζόταν τα ζώα, αυτή φρόντιζε τα χωράφια. Στα καθήκοντα της γυναίκας ήταν η ρόκα, το πλέξιμο κι ο αργαλειός, άλλοτε ακόμη ήταν το τυροκομιό και τα κουκούλια κλπ. Φέρνω στη μνήμη μου εικόνα από τα παιδικά μου χρόνια, στη δύση του ήλιου μια γυναίκα που οδηγούσε στο σπίτι τα ζώα, ήταν φορτωμένη στην πλάτη με ένα βαρέλι νερό από τη βρύση και είχε στο ένα χέρι τη ρόκα και στο άλλο το αδράχτι κι έγνεθε. Σ’ αυτή την εικόνα ποιος δεν θα υποκλιθεί μπροστά στην προσπάθεια και την αντοχή της Μανιάτισσας; Η γυναίκα φαινόταν υποταγμένη στον άνδρα της, για να παραδειγματίζει στην πειθαρχία τα παιδιά της, όμως απολάμβανε το σεβασμό του συζύγου της. Τον αποκαλούσε αφέντη, μα αυτή είχε το κουμάντο στο σπίτι. Δεν άφηνε τον αδελφό ή τον άνδρα της να κατεβαίνει στο χωράφι, γιατί τον ήθελε μπροστάρη στον αγώνα της κοινωνικής διάκρισης. Χωρίς δισταγμό κάποτε οι Μανιατοπούλες απάντησαν σε ένα περιηγητή, πως οι άνδρες δεν είναι για να δουλεύουν στα χωράφια, αλλά για τα όπλα και την πολιτική. Είχε εγωισμό και εξωθούσε τον αδελφό, το σύζυγο ή το παιδί της στην επικράτηση. Ο έπαινος και η απόρριψη της Μανιάτισσας μάνας γινόταν το θεμέλιο στην μελλοντική κοινωνική άνοδο των παιδιών της.
Μανιάτισσα
Στις ένοπλες συγκρούσεις των οικογενειών, όταν καιροφυλακτούσαν οι “χωσίες” σε κάθε στενωσιά και πίσω από κάθε βράχο, για να σκοτώσουν τον αντίπαλο, οι γυναίκες κυκλοφορούσαν ελεύθερα και κανείς δεν σκεφτόταν να τις πειράξει. Ομως οι γυναίκες δεν έμεναν αμέτοχες στους αγώνες. Στο ημερολόγιο του Μανιάτη γιατρού Παπαδάκη είναι μεγάλος ο αριθμός των γυναικών με τραύματα από πέτρα, στιλέτο ή μπατολιά (πυροβολισμό). Ενας περιηγητής είδε στην Καρδαμύλη τις κοπέλες να αγωνίζονται στο λιθάρι και τη σκοποβολή. Κάποιος άλλος έγραψε στο βιβλίο του, πως μια γυναίκα για να του κάνει επίδειξη της ικανότητάς της στη σκοποβολή, του πρότεινε να βάλει το καπέλο του σε απόσταση περίπου 130 μέτρων για να το τρυπήσει, μα αυτός δεν δέχθηκε.
Σε αναφορά του προς το Foreign Office ο Aγγλος κατάσκοπος W. M. Leake το 1805 έγραψε για τις Μανιάτισσες: “...Οι γυναίκες ακολουθούν τους συζύγους τους στο πεδίο της μάχης και όχι μόνο τους εφοδιάζουν με πυρομαχικά, αλλά επιτίθενται στον εχθρό με πέτρες και συχνά με όπλα. Οι πέτρινες μάνδρες που χωρίζουν τους περιφραγμένους χώρους χρησιμεύουν σαν χαρακώματα, από τα οποία τα αντίπαλα στρατόπεδα πυροβολούν το ένα το άλλο, και είναι ένα από τα κύρια καθήκοντα των γυναικών το να διώχνουν τον εχθρό από τις ασφαλείς θέσεις με κάθε όπλο που διαθέτουν, το οποίο να πετά βλήματα. Παρ’ όλο που είναι θέμα τιμής για τους άνδρες της αντίπαλης παράταξης να μην τις πυροβολούν, εν τούτοις συχνά τραυματίζονται είτε κατά λάθος ή από το ίδιο φύλο των αντιπάλων και είναι λίγες σύζυγοι των βασικών πολεμιστών της Μάνης που δεν περηφανεύονται για κάποιο τραύμα που δέχτηκαν στη μάχη...”.
Ο καπετάνιος του Ζυγού Χριστόδουλος Χρηστέας διηγήθηκε στον Aγγλο περιηγητή J. Morritt το 1795 ότι: “...Τον περασμένο χρόνο ήταν απασχολημένος σε εχθροπραξίες με ένα γείτονα αρχηγό, όπου πήρε μέρος με μια ομάδα από ογδόντα άνδρες και τριάντα γυναίκες, στις οποίες αρχηγός ήταν η αδελφή του. Μετά από αρκετές μικροσυμπλοκές έγινε ειρήνη, αλλά στο μεταξύ είχαν πέσει μερικές αμαζόνες και η αδελφή του είχε τραυματιστεί, όπως και αυτός...”.
Ο Morritt σε μια επιστολή του έγραψε σχετικά με τις γυναίκες: “...Θα ήταν υποτιμητικό γι’ αυτές να μείνουν πίσω, όταν οι άνδρες τους και τα παιδιά τους βρίσκονται σε κίνδυνο...”.
Εντύπωση έκανε στο Bory de Saint Vincent της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής ο σεβασμός του Μανιάτη προς τις γυναίκες: “...κατά τους εμφυλίους πολέμους, που τακτικά γίνονται από χωριό σε χωριό ή από πύργο σε πύργο, οι γυναίκες μπορούσαν να κυκλοφορήσουν, χωρίς να φοβούνται ότι θα πάθουν κάτι από αυτούς που πολεμούν... Αυτός που θα κακομεταχειριζόταν την πιο δύστυχη γυναίκα ή θα έδερνε τη γυναίκα του δημοσίως διέτρεχε τον κίνδυνο να γίνει εχθρός όλων. Το ελάχιστο θα είχε τη φήμη του ποταπού ή θα τον κακομεταχειρίζονταν και θα τον έδερναν με τη σειρά τους. Οχι μόνο θα έτρωγε ξύλο από τους γείτονές του, αλλά ακόμη και από όπου θα έφθανε η φήμη της σκληρότητάς του. Είναι δυνατόν να σκοτώσουν με μια πιστολιά την άπιστη σύζυγό τους, την αδελφή τους ή την αποπλανημένη κόρη τους, αλλά όχι να τις κακομεταχειριστούν χτυπώντας τες ανελέητα...”.
Στη Μάνη η αξία της κάθε γυναίκας ήταν ανάλογη της πατρικής της γενιάς. Πολλές φορές οι γυναίκες διατηρούσαν μετά το γάμο ή μετά τη χηρεία το πατρικό επίθετο με την κατάληξη -ίτζα, οπούλα. Η Μανιατοπούλα, έστω κι αν ήταν μοναχοκληρονόμισσα, δεν είχε δικαίωμα στα ακίνητα της οικογένειας, όπως κτήματα, σπίτια, πύργους. Αυτά ανήκαν στη γενιά και δεν έπρεπε να εισχωρήσει άλλη οικογένεια, που ίσως στο μέλλον να γινόταν εχθρική. Ο γάμος των παιδιών της οικογένειας, αγοριών και κοριτσιών, γινόταν με απόφαση του πατέρα ή της γεροντικής (συνέλευση των γερόντων της οικογένειας), γιατί έπρεπε να εξεταστεί το συμφέρον ή η βλάβη της γενιάς από το συμπεθεριό. Πολλές φορές πάντρευαν τα παιδιά από μικρή ηλικία και τα νιόπαντρα έμεναν στις πατρικές οικογένειες μέχρι να ενηλικιωθούν, αλλά καμιά φορά τα ξαναπάντρευαν και τότε μπορεί να άρχιζε πόλεμος μεταξύ των οικογενειών. Οι κόρες δεν έπαιρναν προίκα, παρά μόνο αν προέρχονταν από ευκατάστατη γενιά. Αντίθετα, δώρα έπρεπε να κάνει ο γαμπρός στην οικογένεια της νύφης. Στην Εξω Μάνη ο γαμπρός χάριζε σε όλη την οικογένεια της νύφης “παπούτσια”, που μπορεί να καταβάλλονταν σε χρήμα.
Επειδή στη Μάνη οι φόνοι των ανδρών ήταν πολύ συχνοί, όταν ορφάνευε η οικογένεια, αρχηγός γινόταν η μητέρα και τα παιδιά υπάκουαν σ’ αυτή, σε όποια ηλικία κι αν έφταναν. Μετά το γάμο του γιού η νύφη ερχόταν στο σπίτι της πεθεράς της, στην οποία όφειλε υπακοή. Μπορεί στο ίδιο σπίτι να έμενε και η κόρη αν δεν παντρευόταν ή να ερχόταν όταν χήρευε και δεν είχε παιδιά.
Οι γυναίκες στη Μάνη δεν έμοιαζαν με τις φοβισμένες από την παρουσία των Τούρκων Ελληνίδες του Μοριά. Ηταν χαρούμενες και περπατούσαν αγέρωχα, γιατί ήξεραν πως τα όπλα της οικογένειας θα στρέφονταν εναντίον αυτού που θα τις ενοχλούσε. Ο J. Morritt είδε στον πύργο του Χρηστέα, στο Ζυγό της Μάνης, να χορεύουν μαζί άντρες και γυναίκες και του έκανε εντύπωση, γιατί αυτό δεν συνηθιζόταν ύτε στα κυκλαδίτικα νησιά που δεν κατοικούσαν Τούρκοι. Η απασχόλησή τους με τα όπλα δεν στερούσε τις Μανιατοπούλες από τη γυναικεία χάρη, αλλά παρεκτροπές στα ζητήματα της ηθικής δεν γίνονταν.
Λέγεται ότι από το λίκνο ακόμα αναπνέουν τον καθαρό αέρα της αρετής. “Η συμπεριφορά των μανάδων είναι το καλύτερο μάθημα για τις κοπέλες... Στη Μάνη τίποτε δεν είναι πιο ιερό από την τιμή του φύλου... Να την προσβάλεις, είναι για την οικογένειά της μια κηλίδα που δεν μπορεί να ξεπλυθεί παρά με αίμα...”.
Αν κάποια γυναίκα δεν έκανε παιδιά ή είχε κάνει μόνο κόρες, ο σύζυγος μπορούσε να πάρει και άλλη γυναίκα, τη σύγκρια (από το συν και κυρία). Αυτή έκανε χρέη πεθεράς ή της ανέθεταν την ανατροφή των παιδιών και η νέα γυναίκα δούλευε τα χτήματα κ.λπ.