.

ΠΕΡΙ ΓΑΜOY MAΡΤΥΡΙΕΣ (και όχι μόνο)

Σάββατο 15 Ιουλίου 2017

Η άγαμη μητέρα στα μάτια ενός Πατερικά Ορθοδόξου



Πρωτ. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός

Αξίζουν θερμά συγχαρητήρια στον «Σύλλογο Προστασίας Αγέννητου Παιδιού» για την σύγκληση αυτής της Ημερίδας στα δεκάχρονά του, αλλά και για την επιτυχή επιλογή της διπλής θεματικής της, που η μία πλευρά συμπληρώνει αποτελεσματικά την άλλη. Ευχαριστώ και για την τιμητική σας πρόσκληση να συμπεριληφθώ στην ομάδα των εκλεκτών ομιλητών σας. Θα επιχειρήσω μια σύντομη ποιμαντική προσέγγιση της «άγαμης μητέρας», που είναι στο επίκεντρο της προβληματικής μας, επιδιώκοντας κάποιες πνευ­ματικές, αλλά και κοινωνικές, ως εκκλησιαστικές, ψηλαφήσεις του θέματος και χαράσσοντας ένα πλαί­σιο δυναμοποίησης των προσπαθειών του Συλλόγου στα όρια της ελληνορθόδοξου παραδόσεως. Θα μου ε­πιτραπεί όμως πρώτα μία σημασιολογική οριοθέτηση.
Ο τίτλος της εισηγήσεώς μου με τον όρο «πατερικά Ορθοδόξου» διαφοροποιεί τον τυπικά Ορθόδοξο Χριστιανό, απλώς λόγω της βαπτίσεώς του (πα­λαιότερα λέγαμε: χριστιανός της ταυτότητας), από τον αυθεντικά χριστιανό-Ορθόδοξο, αυτόν που μετέ­χει στην εν Χριστώ ζωή ορθόδοξα, μέσα στο πνεύμα δηλαδή και την πράξη των Αγίων μας, που γνήσια εν­σαρκώνουν και εκφράζουν την Ορθοδοξία. Αν σε κοινωνικά θέματα, όπως η «άγαμη μητέρα», παρατη­ρούνται συμπεριφορές ανάρμοστες και στην δική μας χριστιανική κοινωνία, αυτό οφείλεται στο γεγονός, ότι μιλούμε για Ορθοδόξους, που όμως μόνον επιφανειακή, τυπική και συμβατική σχέση έχουν με την Ορθοδοξία.
Ο λόγος μας αφορά την αθέλητα άγαμη μητέρα, που κατά κανόνα είναι θύμα, πρώτα της αστοργίας και απάνθρωπης στάσης απέναντί της του πατέρα του παιδιού της, αλλά στην συνέχεια και της κοινωνίας, που, μολονότι χαρακτηρίζεται χριστιανική, την περι­βάλλει συχνά με σκληρότητα και περιφρόνηση. Το νόθο χριστιανικό κοινωνικό, ακόμη δε και το οικογε­νειακό περιβάλλον, την απαξιώνει, κατά κανόνα, και την ωθεί στο έγκλημα της έκτρωσης. Προϋπόθεση της αρνητικής και απορριπτικής αυτής συμπεριφοράς απέναντι στην «άγαμη μητέρα», ήδη από το στάδιο της εγκυμοσύνης, είναι προφανώς μια αντιχριστιανι­κή νοοτροπία, ηθικιστικού και φαρισαϊκού χαρακτή­ρα, που κρίνει υποκριτικά και εγωκεντρικά. Η οικογένεια ιδίως σ' αυτή την περίπτωση προσπαθεί να δια­σώσει το δικό της κοινωνικό κύρος, εξαρτώμενη πολύ σοβαρά από την γνώμη μιας κοινωνίας όχι μόνο απο-χριστιανοποιημένης, αλλά και απάνθρωπης: Ενώ η α­νοικτή σκέψη και κυρίως η ευρύχωρη καρδιά του Χριστού και των Αγίων μας «συγχωρεί» -αυτό σημαίνει: κάνει τόπο για να χωρέσουν και όλοι οι άλ­λοι, δίκαιοι και αμαρτωλοί- η στενή ηθικιστική και φαρισαϊκή συνείδησή μας κάνει διακρίσεις και κρί­σεις, πάντοτε αποβλέποντας στο δικό μας κοινωνικό κύρος και την διάσωση της αξιοπρέπειας μας, αδιαφο­ρώντας για τον Άλλο, που μπορεί να είναι το ίδιο το παιδί μας.
Η «άνευ ετέρου» όμως απόρριψη της «άγαμης μη­τέρας» παραγνωρίζει το γεγονός, ότι αυτή, παρά τον κλονισμό, που προκαλεί η εγκατάλειψη της από τον «άπιστο» (χωρίς εμπιστοσύνη, δηλαδή) σύντροφο, έ­χοντας συναίσθηση τι σημαίνει η άμβλωση πνευματι­κά και ανθρωπολογικά, πέρα από τους σωματικούς κινδύνους, που περικλείει, πιστή στο μητρικό ένστι­κτο, αποφασίζει να σώσει το παιδί της, την ζωή δηλα­δή, που φυτεύθηκε στα σπλάγχνα της, σεβόμενη την αξία του ανθρώπου και θυσιαζόμενη γι' αυτήν. Σ' αυ­τή την κρίσιμη στιγμή της μεγάλης απόφασης όμως χρειάζεται την βοήθεια και ενίσχυση του περιβάλλον­τός της, το οποίο σχεδόν κατά κανόνα -δυστυχώς-δεν την θέλει μόνο εγκαταλελειμμένη, αλλά και στιγ­ματισμένη. Πολλές εκτρώσεις γίνονται, επειδή η άγα­μη μητέρα δεν αντέχει την κοινωνική κατακραυγή, ό­ταν μάλιστα θα φέρει στον κόσμο το παιδί της και πα­ράλληλα δεν έχει τις οικονομικές δυνατότητες να αντιμετωπίσει την εγκυμοσύνη και όλα τα συνδεόμενα με αυτήν προβλήματα.
Η «άγαμη μητέρα» θέτει, έτσι, την κοινωνία μας προ των ευθυνών της απέναντι της. Ιδιαίτερα δε στην δική μας παραδοσιακή ελληνορθόδοξη κοινωνία ε­λέγχει την συμπεριφορά μας και τις προϋποθέσεις της. Διότι για μια καθαρά χριστιανική (και συνάμα ανθρωπιστική) στάση απέναντι στην εμπερίστατη «άγαμη μητέρα» χρειάζονται κατάλληλες προϋποθέ­σεις, που μπορούν να διαμορφώσουν ανάλογη νοοτρο­πία. Στην θεολογική μας γλώσσα αυτό λέγεται φρόνη­μα, που είναι το περιεχόμενο της συνειδήσεως μας. «Τούτο φρονείσθω εν υμίν, ο και εν Χριστώ Ιησού», λέγει ο Απ. Παύλος (Φιλ. 2,5), Η «ολοτελής» (Α' Θεσσ. 5, 23) και καθολική ένταξη του Ορθοδόξου πιστού στην εν Χριστώ κοινωνία, το εκκλησιαστικό σώμα, αποσκοπεί στην συγκρότηση εν Χριστώ συνει­δήσεως, και δεκτικής της Χάριτος του Θεού καρδιάς, ώστε ο πιστός να ζει, να κινείται και να βλέπει τα πάντα, μέσα από το πρίσμα της θεϊκής αγάπης. Αυτό όμως σημαίνει υπέρβαση της άτεγκτης νομιμότητας και του τυφλού ηθικισμού. Είναι, άλλωστε, βασική δι­δασκαλία του Απ. Παύλου, ότι δεν σώζει η τυφλή προσήλωση στον νόμο, έστω και αν δόθηκε από τον Θεό, αλλά η μέσω της τηρήσεως του νόμου, μετοχή στην χάρη του Θεού, για να μεταβληθεί η αγάπη μας σε ανιδιοτελή και φιλάνθρωπη. Αυτή η αγάπη «πάντα στέγει» και «ουδέποτε εκπίπτει», διότι «ου ζητεί τα ε­αυτής» (Α' Κορ. 13, 5-8). Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, περιφρόνηση του θεϊκού νόμου. Αλλά οι εντολές του Θεού, όπως λέγει ο άγιος Μάρκος ο Ερημίτης, «ουχί την αμαρτίαν εκκόπτουσιν, αλλά τους όρους της δο­θείσης ημίν ελευθερίας φυλάττουσιν» (PG 65, 992).
Πέρα από τα «Πρέπει» του ηθικού νόμου, υπάρχει το «Είναι» της ανθρώπινης ύπαρξης, που κατακρεουρ­γείται από την μια πλευρά με την έκτρωση και από την άλλη με την απαξίωση της εγκύου, που έστω και άγαμη, θέλει να «κρατήσει», όπως λέμε, το παιδί της. Η στάση μας, λοιπόν, απέναντι σ' αυτήν την μητέρα και στη ζωή, που φέρει μέσα της, βαρύνει πολύ περισ­σότερο από την δική της «ανομία» και παρέκκλιση. Είναι δε απόλυτα αναγκαίος ο αναβαπτισμός μας στην φιλανθρωπία των Αγίων μας, ιδιαίτερα σήμερα, που τα ριζοσπαστικά νέα ήθη της εσχατολογικής Νέ­ας Εποχής, ένα από τα όποια είναι η ασυδοσία των προγαμιαίων σχέσεων, θα μας οδηγεί όλο και περισ­σότερο σε τέτοιες καταστάσεις, που θα γίνουν γρήγο­ρα ο κανόνας στην κοινωνική και οικογενειακή ζωή μας (πρβλ. την νομοθέτηση των συμβιώσεων, τ. ο.)
Είναι αναγκαίος, συνεπώς, ο σεβασμός όλων μας στην αξία της ζωής και η προστασία της γυναίκας, που κυοφορεί, με οποιεσδήποτε προϋποθέσεις. Αυτό μάλιστα ισχύει και για την άγαμη μητέρα, ακόμη και στην περίπτωση του βιασμού της, και μάλιστα κτηνώ­δους, όπως συνέβη κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το 1974. Άλλο όμως η κτηνωδία και άλλο η ζωή και ο κυοφορούμενος άνθρωπος, που δεν φέρει μόνον τις καταβολές του απαίσιου βιαστού, αλλά και της ίδιας της βιασθείσης μητέρας. Ποιος ξέρει δε τι άνθρωπος θα γεννηθεί, έστω και από αυτή την αδόκη­τη σύλληψη! Σε κάθε περίπτωση ο άνθρωπος δεν παύ­ει να είναι «θεός κεκελευσμένος», κατά τον Μ. Βασί­λειο: άνθρωπος δηλαδή, που έχει μέσα του την εντο­λή και την δυνατότητα να γίνει «θεός κατά χάριν».
Η καλλιέργεια σ' όλους μας της αγιοπατερικής νοοτροπίας οδηγεί στην αποδοχή της άγαμης μητέρας ως συνανθρώπου εμπερίστατου, που έχει ανάγκη την βοήθεια και προστασία μας. Και υπάρχει πλήθος προ­τύπων συμπεριφορών αυτού του είδους, όπως π.χ. η παραβολή του Καλού Σαμαρείτου (Λουκ. 10, 30-37), που κωδικοποιεί την στάση του ίδιου του Θεανθρώ­που απέναντι σε κάθε άνθρωπο. Ο Χριστός με την δι­ήγηση αυτή διδάσκει πώς μπορεί ο άνθρωπος να γίνει «πλησίον» για τον Άλλον, τον συνάνθρωπό του. Τό­σο στην αρχαιοελληνική, όσο και στην ιουδαϊκή κοι­νωνία «πλησίον» ήταν ο συγγενής, ο ομόφυλος, ο οι­κείος. Ο Χριστός μας όμως προβάλλει ως «πλησίον», πρώτα εκείνον που «ποιεί το έλεος» -δείχνει δηλαδή αγάπη- και όχι τον δεχόμενο την φιλανθρωπία, και δεύτερο αυτός που δέχεται την αγάπη δεν είναι συγγε­νής και ομόφυλος, αλλά ξένος και πρακτικά εχθρός και αντίπαλος, όπως οι Σαμαρείτες απέναντι στους Ιουδαίους. Ο Σαμαρείτης, κατά τον άγιο Κύριλλο Α­λεξανδρείας, μολονότι «αλλογενής... πεπλήρωκε της αγάπης τον νόμον». Συμπληρώνει δε ο ιερός Χρυσό­στομος: «Ούτω τοίνυν και συ, αν ίδης τινά κακώς πά­σχοντα, μηδέν περιεργάζου λοιπόν. Έχει το δικαίωμα της βοηθείας το κακώς παθείν αυτόν». Και μόνον η κατάσταση του πάσχοντος συνανθρώπου απαιτεί την συμπαράστασή μας. Το ορθό ερώτημα, λοιπόν, δεν εί­ναι «τις εστί μου πλησίον», που έθεσε ο νομικός της παραβολής, αλλά «σε ποιον είμαι εγώ πλησίον». «Πλησίον» γινόμεθα στην άγαμη μητέρα, όταν την αποδεχόμεθα, όπως είναι, «καθώς και ο Χριστός ημάς προσελάβετο» (Ρωμ. 15, 7).
Σημαντική όμως για το θέμα μας είναι και η περι­κοπή του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου με την διήγηση για τον Ιωσήφ, τον «μνήστορα» και προστάτη της Παναγίας και τους δικαιολογημένους λογισμούς του στην περίπτωση της «εκ Πνεύματος Αγίου» εγκυμο­σύνης της, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών και των διαφορών. Ο Ιωσήφ χαρακτηρίζεται «δίκαιος», ευσυνείδητος δηλαδή τη ρητής κατ' αρχάς του Νόμου, που επέβαλλε όμως ποινή θανάτου στους μοιχούς και τις μοιχαλίδες (Λευϊτ. 20, 10) διά λιθοβολισμού (Δευτ. 22, 23). Ο Ιωσήφ όμως, κατά τον Χρυσόστομο, «εφιλανθρωπεύετο από πολλής χρηστότητος... υπέρ τα νο­μικά εντάλματα ζων». Είχε περάσει στην περιοχή της Χάρης, υπερβαίνοντας τον Νόμο. Περιβάλλει, λοι­πόν, με την αγάπη και φιλανθρωπία του την κατά τις ενδείξεις «κλεψίγαμον» Μαρία. Όμως «ου μόνον κολάσαι, αλλ' ουδέ παραδειγματίσαι εβούλετο». Ούτε να την διαπομπεύσει δηλαδή δεν ήθελε. Γιατί; Απαντά ο Χρυσόστομος: «Αλλ' όμως ούτως ην πάθους καθαρός, ως μη θελήσαι μηδέ εν μικροτάτοις λυπήσαι την Παρθένον» (Ήταν τόσο καθαρός από κάθε κακία, που δεν ήθελε στο ελάχιστο να λυπήσει την Παρθένο Μαρία), που ο θεός του εμπιστεύθηκε. Αυτό είναι αγιότητα, Ορθοδοξία! Αν δεν φθάσουμε σ' αυτή την καθαρότη­τα της καρδιάς, δεν είναι δυνατόν αυτή να πληρωθεί από την θεϊκή αγάπη και φιλανθρωπία του Ιωσήφ προς κάθε συνάνθρωπο.
Οι Άγιοί μας, μιμηταί και συνεχιστές του Θεαν­θρώπου στην ιστορία, έχουν επίγνωση της αξίας του ανθρώπου σε οποιαδήποτε στιγμή και κατάσταση της ζωής του. Αρκεί να θυμηθούμε το Μάρκ. 2, 27. Είναι ο λόγος του Χριστού μας, ότι «το Σάββατον διά τον άνθρωπον εγένετο, ουχ ο άνθρωπος διά το Σάββατον». Οι θεσμοί, η κοινωνία, τα πάντα υπάρχουν, για να υπηρετούν τον άνθρωπο, πόσο μάλλον, όταν είναι εμπερίστατος, όπως η άγαμη μητέρα. Ο Ορθόδοξος α­διαφορεί για το τι θα πει η χωρίς Χριστό κοινωνία, έ­στω και αν λέγεται χριστιανική, και το μόνο που θέ­λει είναι να συμπαρασταθεί στο θύμα, που λέγεται ά­γαμη μητέρα, και να σώσει την ζωή, που αυτή κυοφο­ρεί. Χίλια εξώγαμα είναι αγιότερα από μία έκτρωση, που είναι ψυχρός φόνος! Μπορούμε, συνεπώς να καταλάβουμε αυτό, που είπε ένας πατέρας στην κόρη του, μόλις μπήκε στην εφηβεία: «Παιδί μου, της είπε. Μπορεί να έχεις περιπέτειες στη ζωή σου και να βρε­θείς κάποια στιγμή έγκυος, πριν ακόμη φθάσεις στον γάμο. Σε παρακαλώ, αν συμβεί κάτι τέτοιο, εγώ θα το αναλάβω. Έκτρωση όμως μην κάνεις ποτέ στην ζωή σου!». Το αληθινό κύρος μας είναι να σώσουμε μια ζωή και όχι να την θυσιάσουμε στον Μολώχ του εγω­κεντρισμού μας...
Αν δεν μιλήσουμε έτσι στα παιδιά μας, δεν θα α­ποβάλουν τον φόβο για την οικογενειακή εγκατάλει­ψη σε περίπτωση εξώγαμης εγκυμοσύνης και την κοι­νωνική κατακραυγή. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει με κανένα τρόπο ενθάρρυνση των λεγομένων ελευθέρων σχέσεων, του πανσεξουαλισμού και της ηθικής ασυδο­σίας της εποχής μας. Αλλά την θωράκιση της γυναίκας-θυγατέρας μας, με την υπόσχεση της συμπαράστα­σής μας σε περίπτωση θυματοποιήσεώς της από κά­ποιον ανάξιο άνδρα. Δεν πρέπει δε, να λησμονούμε, ότι οφείλουμε αυτή την στάση απέναντι στις θυγατέρες μας, διότι σχεδόν πάντοτε είναι θύματα και της απου­σίας αγωγής στην ίδια την οικογένεια. Οι πτώσεις των παιδιών μας είναι κατά κανόνα, η συνέπεια της α­διαφορίας μας για την εν Χριστώ διαπαιδαγώγησή τους, ώστε να μάθουν να αγωνίζονται και να ανθί­στανται στους πειρασμούς. Σε πρόσφατη ανακοίνωση μου σε συνέδριο για το δημογραφικό, ετόνισα ιδιαίτε­ρα, ότι η πολυτεκνία μόνη της δεν σώζει, αν δεν συνδέεται και με την ορθή αγωγή, που οδηγεί στην «καλλιτεκνία». Δεν σώζει ο αριθμός των παιδιών, αλλά η εν Χριστώ ανατροφή τους. Η κατάλληλη ανα­τροφή είναι η πρόληψη του κακού (κατά το: «κάλλιον το προλαμβάνειν ή το θεραπεύειν») και η εμφύσηση πνεύματος αυτοσεβασμού και αυτοσυγκράτησης στα παιδιά μας, ιδιαίτερα στις θυγατέρες μας. Παράλληλα όμως έμπνευση σεβασμού του ανθρώπου και ως εμ­βρύου, ώστε σε περίπτωση έκτος γάμου εγκυμοσύνης να αποφευχθεί η έκτρωση με κάθε τρόπο.
Εύχομαι στον Σύλλογο να τα εκατοστήσει!

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ
Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη»
Θεσσαλονίκη
Τηλ. 2310212659

Δευτέρα 3 Ιουλίου 2017

Γάμος καὶ οἰκογένεια



Γέρων Ἰωσήφ Βατοπαιδινός
1. Ποιὰ εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου;

«Τὸ μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστι ἐγὼ δὲ λέγω εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν» (Ἐφ. 5,32). Στὴ φράση αὐτὴ ὁ ἀπ. Παῦλος παραλληλίζει τὴ σχέση ἄνδρα-γυναίκας, ποὺ ὑπάρχει στὸ γάμο, μὲ τὴ σχέση Χριστοῦ-Ἐκκλησίας. Ὅπως ὁ Κύριός μας -ὡς κεφαλή-, ἕνωσε τὸν ἑαυτό του μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἀποτελοῦν ἕνα σῶμα -ἂν καὶ ἡ τελευταία ἀποτελεῖται ἀπὸ πολλὰ μέλη-, ἔτσι καὶ στὸ γάμο ἡ νόμιμη ἕνωση τῶν δύο μερῶν -ἄνδρα καὶ γυναίκας-, ἀποτελεῖ ἕνα• μία φύση ὅπως κατασκευάσθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας.

  Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μετὰ τὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ὁμολογεῖ «ὅτι οὐ καλὸν εἶναι τὸν ἄνθρωπον μόνον» (Γέν. 2,18). Ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ σώματος παίρνει μέρος ὁ Θεὸς ὁμοούσιο καὶ ὁμοφυὲς καὶ κατασκευάζει αὐτὸ ποὺ ἔλειπε. Μέσα στὸ σχέδιο τῆς δημιουργίας τὸ πλῆθος θὰ ἀντικαθιστοῦσε τὴ μονάδα. Ἡ ἀνθρώπινη φύση θὰ γινόταν «μυριυπόστατος», δηλαδὴ μὲ πολλὲς ὑποστάσεις ἢ πρόσωπα.

Ὅπως ἡ λέξη «Ἐκκλησία» εἶναι σὲ ἑνικὸ ἀριθμὸ καὶ ὅμως περιλαμβάνει πλῆθος μελῶν, ἔτσι καὶ ἡ λέξη «ἄνθρωπος» -ἂν καὶ εἶναι σὲ ἑνικὸ ἀριθμό-, περιέχει τὸ στοιχεῖο τῆς κοινωνίας τῶν περισσοτέρων. Ὁ Χριστὸς -ὡς κεφαλή-, εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀποτελοῦν ἕνα. Ὁ ἄνδρας, ὡς κεφαλὴ τῆς γυναίκας εἶναι ἑνωμένος σὲ ἕνα σῶμα μὲ αὐτήν, καὶ «ἄρα οὐκέτι εἰσὶ δύο» ἀλλὰ «ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν» (Ματθ. 19,5-6). Στὴν ἑνότητα αὐτή, ποὺ δὲν εἶναι φυσική, κρύβεται τὸ μυστήριο.



2. Πῶς θὰ γίνει κατορθωτὴ αὐτὴ ἡ ἑνότητα;

Α. Προσοχὴ στὴν ἐκλογή.

Ὅπως στὴν κοινωνική μας ζωὴ μετὰ ἀπὸ δοκιμὴ καὶ πείρα ἐπιλέγουμε τὸ συμφέρον μας καὶ προσέχουμε νὰ μὴν παρασυρθοῦμε ἢ παραπλανηθοῦμε καὶ στὸ σοβαρότατο καὶ ἀμετάβλητο μυστήριο τοῦ γάμου ἐπιβάλλεται ἡ κατάλληλη προσοχή.

Οὔτε οἱ ἀξίες, οὔτε ὁ πλοῦτος, οὔτε τὰ φανταστικὰ ὄνειρα, οὔτε καὶ ἡ πρόκληση τῆς μορφῆς τοῦ προσώπου πρέπει νὰ μᾶς δελεάζουν στὴν ἐκλογὴ τοῦ συντρόφου τῆς ζωῆς, ἂν κατ’ ἀρχὴν δὲν ἀποδειχτεῖ ἡ συμφωνία, ἡ ὁμογνωμία καὶ ἡ ἀποδοχὴ τῶν ὅρων καὶ κανόνων τῆς γνήσιας συζυγίας. Καὶ οἱ δύο μελλόνυμφοι πρέπει νὰ πιστεύουν στὴν ἀξία τῆς πατρότητας καὶ μητρότητας, χάριν τῶν ὁποίων καὶ ἐμεῖς ὑπάρχουμε. Ἐὰν οἱ δικοί μας γονεῖς ἀδιαφοροῦσαν γιὰ τὴν παιδοποιία, θὰ ὑπήρχαμε ἐμεῖς σήμερα;

Β. «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους».

Τὸ μέσο τῆς ἑνώσεως τῶν πολλῶν σὲ ἕνα εἶναι ἡ ἀγάπη, ποὺ καὶ αὐτὸ ὡς μυστήριο εἶναι σχεδὸν ἀνέκφραστο. Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστὶ» (Α’ Ἰω. 4,8). Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ἀγάπη σὰν ἕνα ἁπλὸ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα. Εἶναι αὐτούσια ἀγάπη, ἡ ὁποία «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς», «οὐ λογίζεται τὸ κακόν», «οὐκ ἀσχημονεῖ», τὰ πάντα συνδέει καὶ προνοεῖ, «πάντα στέγει» καὶ δικαίως οὐδέποτε ἐκπίπτει ἢ ἀδρανεῖ, ἢ ἐκλείπει, ἢ ἀδυνατεῖ.

Ὁ νόμος ὁλοκληρώνεται μὲ τὸ «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Γι’ αὐτὸ ἡ Γραφὴ διατάσσει: «Ἐὰν προληφθῆ ἄνθρωπος ἐν τινι παραπτώματι, ὑμεῖς οἱ πνευματικοὶ (δηλ. οἱ φορεῖς τῆς ἀγάπης), καταρτίζετε τὸν τοιοῦτον» (Γαλ. 6,1) καὶ «ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ» (Γαλ. 6,2).

Ἐὰν θέλουμε νὰ περιπατοῦμε «ἀξίως τῆς κλήσεώς» μας θὰ τὸ πετύχουμε μὲ ταπεινοφροσύνη καὶ πραότητα «ἀνεχόμενοι ἀλλήλους» μὲ ἀγάπη. Γίνεσθε μεταξὺ σας «χρηστοί, εὔσπλαχνοι, χαριζόμενοι ἑαυτοῖς» (Ἐφεσ. 4,32), ὑποτασσόμενοι μεταξὺ σας μὲ φόβο Θεοῦ.

Τὴν ἰδιοτέλεια, τὸ μεγαλύτερο ἀποτέλεσμα τῆς πτώσεώς μας, μόνον ἡ ἀγάπη μπορεῖ νὰ τὴ συντρίψει καὶ νὰ τὴ μεταστρέψει σὲ ἀνιδιοτέλεια. «Μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλὰ τὸ τοῦ ἑτέρου» (Α’ Κορ. 10,24), «πάντα ὑμῶν ἐν ἀγάπῃ γινέσθω» (Α’ Κορ. 16,14) καὶ τὸ σπουδαιότερο «ἐντέλλομαι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰω. 15,17).

Αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ ἀπαραίτητος κανόνας καὶ νόμος τῆς ζωῆς, τῆς ἑνότητας, τῆς ἁρμονίας, ποὺ καταλήγει στὸ Θεό, γίνεται ὅπως εἶναι ὁ Θεός, ἀθάνατος καὶ ἀΐδιος. Μέσω αὐτῆς ἐπιτυγχάνουμε τὴν ἁρμονία τοῦ γάμου ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωὴ ὥς τὴν αἰωνιότητα ἀφοῦ ὁ Θεός, ἡ παναγάπη, ἀποκαλύπτει ὅτι «ἐγὼ ζῶ καὶ ὑμεῖς ζήσεσθε» (Ἰω. 14,19) καὶ «ὅπου εἰμὶ ἐγώ, ἐκεῖ καὶ ὁ διάκονος ὁ ἐμὸς ἔσται» (Ἰω. 12,26). Ποιὸς εἶναι ὁ δικός του διάκονος παρὰ ὁ ὑπηρέτης τῆς ἀγάπης, ποὺ ὄχι μόνο ὑπηρετεῖ ἀνιδιοτελῶς, ἀλλὰ καὶ τὴν ἴδια τὴν ψυχὴ του πρόθυμα διαθέτει, ἂν ἡ ἀνάγκη τὸ ἀπαιτεῖ, γιὰ τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων;

Δὲν εὐσταθοῦν οἱ προφάσεις τῆς δῆθεν ἰδιαιτερότητας τῶν χαρακτήρων ἢ τῶν συνηθειῶν καὶ τῆς ἐπιρροῆς τοῦ περιβάλλοντος, οὔτε καὶ αὐτῆς τῆς κληρονομικότητας. Ἡ συγκατάβαση τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, τοῦ Κυρίου μας, ἀνέπλασε καὶ μεταμόρφωσε ὅλη τὴ μεταπτωτική μας διαστροφὴ καὶ μᾶς πρόσθεσε ἐξουσία νὰ πατοῦμε «ἐπὶ ὄφεων καὶ σκορπίων καὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ» (Λουκ. 10,19 ). «Πάντα ἰσχύομεν ἐν τῷ ἐνδυναμούντι ἡμᾶς Χριστῷ» (Φιλ. 4,13 ). Αὐτὸ τὸ μαρτυροῦν οἱ δεδικαιωμένοι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ ποὺ ὑπερέβησαν τὸν νόμο τῆς φθορᾶς καὶ τῆς διαστροφῆς.

Γ. «Οἱ ἄνδρες ἀγαπᾶτε τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν».

Στὴ συζυγία ἡ ἀγάπη ἐπιβάλλεται καὶ γιὰ ἕνα ἀκόμη λόγο, ἂς ποῦμε καλύτερα ἀπὸ κάποια ἰδιαιτερότητα. Αὐτὸς εἶναι ἡ φύση τῆς γυναίκας, ποὺ ἀποδεικνύεται ὅτι εἶναι γέννημα καὶ προϊὸν ἀγάπης (δημιουργήθηκε ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Ἀδὰμ ποὺ ἦταν κοντὰ στὸ μέρος τῆς καρδιᾶς) καὶ ἑπομένως δὲν ἰσορροπεῖ, ὅταν τὴ στερεῖται. Ἡ ἴδια πηγάζει ἀγάπη μέσω τῆς μητρότητάς της καὶ δίκαια ἀπαιτεῖ νὰ ἀγαπᾶται, ἀφοῦ καὶ ἡ ἴδια κατὰ φύση καὶ θέση ἀγαπᾶ.

Ἡ ἱστορία καὶ τὰ πράγματα μαρτυροῦν ὅτι ἂν οἱ σύζυγοι θέλουν νὰ πετύχουν τὴν ἁρμονία καὶ τὴν ὁμαλότητα μεταξύ τους, πρέπει νὰ ὑπάρχει μόνιμα μεταξύ τους ἡ ἀγάπη· εἰδικὰ ὅμως τοῦ ἄνδρα πρὸς τὴ γυναίκα του. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔκανε καὶ ὁ Χριστὸς πρὸς τὴν Ἐκκλησία του. Παρέδωσε τὸν ἑαυτό του γιὰ νὰ τὴν καταστήσει ἔνδοξη.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, αὐτὸς ὁ μέγιστος Ἱεράρχης, προκαλεῖ τὸν ἄνδρα νὰ μὴν κουράζεται νὰ δείχνει στὴ σύζυγό του τὴν ἀγάπη του καὶ ὅτι ὅλη ἡ θέληση καὶ ἡ προσπάθειά του εἶναι ἡ εὐτυχία της.

Αὐτό, δυστυχῶς, πολὺ ἀπουσιάζει σήμερα καὶ τὰ ἀποτελέσματα εἶναι ἀπελπιστικά. Ἡ σημασία καὶ ἡ φύση τῆς συζυγίας παραχαράχθηκε ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ κυκεώνα, ποὺ τίποτε δὲ σεβάστηκε ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη προσωπικότητα καὶ τὶς πνευματικὲς καὶ ἠθικὲς ἀξίες, ποὺ οἱ προγονοί μας μὲ αὐτοθυσία κράτησαν.

Ἐπειδὴ ἡ αὔξηση τῶν ἀνθρώπων γίνεται μὲ τὴ νόμιμη συζυγία μὲ λύσσα ὁ ἀδίστακτος ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ διάβολος, προσπαθεῖ νὰ διαλύσει τὰ ἤθη καὶ νὰ καταλύσει τὸ δεσμὸ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἑνότητας. Τὸ τόσο σοβαρὸ θέμα τοῦ γάμου δὲν πρέπει νὰ παραμεληθεῖ μὲ τὶς παραχαράξεις τοῦ ἔνοχου καὶ ἀνώμαλου βίου γιὰ νὰ μὴν ἀκούσουμε καὶ ἐμεῖς, ὅπως οἱ παλαιοὶ ἀποστάτες τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν, ποὺ ἀποκήρυξε ὁ Θεός: «οὐ μὴ καταμείνει τὸ πνεῦμα μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς σάρκας» (Γεν. 6,3). Καὶ ἐπέφερε τὸν κατακλυσμὸ γιὰ νὰ τιμωρήσει τὴν ἀποστασία.

Ὁ σύζυγος γιὰ νὰ πετύχει εὔκολα αὐτὸ τὸ ρόλο -ἀνάλογα μὲ τὶς περιστάσεις-, θὰ πρέπει νὰ φέρεται στὴ σύζυγό του ἄλλοτε σὰν πατέρας, ἄλλοτε σὰν ἀδελφός, ἄλλοτε σὰν φίλος καὶ πάντοτε σὰν ἄνδρας της. Ἂν τὸ κάνει αὐτὸ θὰ πετύχει τὴν ἀτάραχη καὶ ἁρμονικὴ διάθεση τῆς συζύγου, ποὺ ἐνῶ σὲ πολλὰ σημεῖα εἶναι περισσότερο φιλότιμη καὶ ἔχει αὐτοθυσία, σὲ μερικὰ μικρῆς σημασίας συμβάντα ἀποθαρρύνεται καὶ μικροψυχεῖ.

Δὲν εἶναι ὑπερβολὴ οὔτε προσποίηση ἡ ἐκδήλωση ἀγάπης τοῦ συζύγου πρὸς τὴ γυναίκα του, ἀφοῦ μόνο στὴ νόμιμη συζυγία μπορεῖ νὰ ἐκδηλωθεῖ ἡ γνήσια καὶ πραγματικὴ ἀγάπη, ἐφ’ ὅσον «ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν». Καμιὰ ἄλλη ἐκδήλωση τρυφερότητας καὶ συμπάθειας δὲν μπορεῖ νὰ παραλληλισθεῖ μὲ τὸ «ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν» τῆς νόμιμης συζυγίας ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχεται ἡ καταβολὴ τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Ἄλλωστε καὶ ἡ περιγραφὴ τοῦ γυναικείου φύλου, ποὺ εἶναι καὶ τὸ ἀσθενὲς μέρος, ἀπαιτεῖ τὴν πρακτική του συμπλήρωση ἀπὸ τὴν ἀνδρικὴ ἀγάπη καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος τῆς ζήλειας ποὺ πλεονάζει στὴ γυναίκα. Ὁ καλύτερος τρόπος δαμασμοῦ τῆς γυναικείας ζήλειας εἶναι πρακτικὰ ἡ γνήσια καὶ ἔμπρακτη ἐκδήλωση ἀγάπης τοῦ συζύγου πρὸς τὴ γυναίκα του.

Στὴ γενικὴ διαστροφὴ ποὺ ἐπικράτησε λόγω τῆς ἀποστασίας ἀπὸ τὸ Θεὸ «ἀνένδεκτον τοῦ μὴ ἐλθεῖν τὰ σκάνδαλα» (Λουκ. 17,1). Χρειάζεται πολλὴ προσοχὴ στὴ συγκράτηση τοῦ δεσμοῦ τῆς συζυγίας. Νὰ μὴ λαμβάνονται ὑπ’ ὄψιν τὰ σκάνδαλα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα πηγάζουν οἱ παρεξηγήσεις. Συνιστοῦμε, εἰδικὰ στὸν ἄνδρα, ὡς τὴν κεφαλή, νὰ μὴν προδίδει τὴν ἀγάπη καὶ τὸ σύνδεσμο μὲ τὴ σύζυγό του, γιατί ὁ διάβολος καὶ τὰ ὄργανά του οὐδέποτε θὰ παύσουν νὰ πολεμοῦν γιὰ νὰ πληγώσουν τὴ ρίζα τῆς ζωῆς.

Ἕνα δεῖγμα πραγματικῆς παρηγοριᾶς καὶ στηριγμοῦ, ποὺ μᾶς συμβούλευσαν οἱ γέροντες σύμβουλοί μας, καὶ τῶν δύο φύλων, γιὰ τὶς δύσκολες ὧρες εἶναι: «Μὴν ξεχνᾶτε ποτὲ τὴν πρώτη ἑβδομάδα τοῦ γάμου σας». Εἶστε οἱ ἴδιοι ὅπως καὶ τότε. Τίποτε δὲ σᾶς χωρίζει.

Ὑπενθυμίζουμε στοὺς ἄνδρες τὸ «συνοικοῦντες κατὰ γνῶσιν, ὡς ἀσθενεστέρῳ σκεύει τῷ γυναικείῳ» (Α’ Πέτ. 3,7). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ παρεκτροπὴ τῆς συζύγου θεραπεύεται μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν τρυφερότητα, παρὰ μὲ τὴν ἐπίπληξη καὶ τὸ θυμό. Μὴν κάνεις παρατήρηση στὴ σύζυγό σου, σὲ περίπτωση λάθους, εἰδικὰ τὴν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ καὶ τῆς αἰχμῆς. Ἐφάρμοσε τὸ λόγο τοῦ Δαβίδ: «Ἐγὼ δὲ ὡσεὶ κωφὸς οὐκ ἤκουον, καὶ ὡσεὶ ἄλαλος οὐκ ἀνοίγων τὸ στόμα αὐτοῦ» (Ψαλμ. 37,13). Σὲ ἄλλη ὥρα, ὅταν εἶστε μόνοι σας, μακριὰ ἀπὸ τὰ παιδιά, ἐὰν ὑπάρχουν, πάρε μὲ τρυφερότητα τὴ σύζυγό σου στὴν ἀγκαλιά σου καὶ πές της. «Ἀγάπη μου, δὲν ξέρεις πόσο σὲ ἀγαπῶ; Ἐγὼ θέλω νὰ εἶσαι μία ἀξιοπρεπὴς κυρία. Αὐτὸ ποὺ ἔκανες δὲν σὲ τιμᾶ». Τότε μόνο δέχεται τὸ σφάλμα καὶ ζητᾶ συνειδητὰ συγγνώμη. Αὐτὰ εἶναι γεννήματα τῆς πείρας. Ἐὰν τὴν ὥρα τοῦ λάθους ἢ τῆς ζημιᾶς, τὴν ἐλέγξεις, θὰ πεισμώσει, θὰ ἀνταπαντήσει, θὰ μουτρώσει, θὰ ἐπικαλεσθεῖ προφάσεις καὶ θὰ πεῖ ψέματα! Ἡ σύνεση προλαμβάνει, ἐὰν χρησιμοποιηθεῖ τὸ φάρμακο τῆς ἀγάπης.

Ἀπὸ τὴ μικρὴ ἔρευνά μας, ἀπὸ ὅσα ἀκούσαμε καὶ εἴδαμε, βγάλαμε τὸ συμπέρασμα ὅτι τὴν περισσότερη εὐθύνη γιὰ ὅ,τι κακὸ συμβαίνει στοὺς γάμους ἔχουν οἱ ἄνδρες, γιατί δὲν δείχνουν ἀγάπη στὶς συζύγους τους. Ἀγαποῦν, δυστυχῶς τὶς γυναῖκες, ἀλλὰ ὄχι τὶς δικές τους. Αὐτὴ εἶναι ἡ ρίζα τοῦ κακοῦ. Τότε φυτρώνει ἡ ζήλεια καὶ ἡ ὑποψία -μὲ τὰ γνωστὰ ἀποτελέσματα-, ἰδίως ὅταν καὶ οἱ γύρω διατείνονται ὅτι μᾶλλον κάτι συμβαίνει!

Τὸ γραφικὸ «ἄφετε καὶ ἀφεθήσεται» καὶ τὸ «ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν σπλάχνοις Ἰησοῦ Χριστοῦ» πρέπει νὰ ἐπικρατεῖ ἀπαραιτήτως γιὰ νὰ ὑπάρχει ὁμαλότητα στὴν οἰκογένεια. Πολλὰ λάθη καὶ σκληρότητα ἔχουν οἱ ἄνδρες. Συνήθως πλεονάζει ἡ ἀπροσεξία καὶ ἡ ὑποχώρηση στὰ θέματα ἠθικῆς, ποὺ στοὺς καιροὺς μας πέρασε τὰ ὅρια. Ἂν συμβεῖ κάτι τέτοιο στὴ γυναίκα, τότε ὁ πέλεκυς τῆς παιδείας καὶ ἐκδικήσεως πέφτει βαρύς.

Ἡ ἀγάπη πρὸς τὴ σύζυγο εἶναι ὡς πρὸς τὸν ἄνδρα καὶ δικαιοσύνη, γιατί τὸ μόνο πρόσωπο ποὺ ἀχώριστα καὶ πρακτικὰ θὰ παραμείνει στὸ πλευρὸ του εἶναι ἡ σύζυγός του, ἀφοῦ ὅλα τὰ πρόσωπα τοῦ περιβάλλοντός του σιγὰ-σιγὰ θὰ ἐκλείψουν, ἐνῶ στοὺς εὐσεβεῖς συζύγους ἡ συζυγία συνεχίζεται καὶ στὴν αἰωνιότητα.

Δ. «Αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε»

Ὁ τίμιος γάμος εἶναι ἡ βάση τῆς ἁρμονίας, τῆς εἰρήνης, τῆς κατὰ τὸ δυνατὸν εὐτυχίας ἀλλὰ τὸ κυριότερο ἀπ’ ὅλα εἶναι ἡ βάση τῆς δημιουργίας ἀνθρώπων, τῆς πιὸ ὑψηλῆς στοὺς κόσμους μας ἀξίας, ἐφ’ ὅσον ὁ Κύριός μας ἀποκαλύπτει ὅτι δὲν εἶναι ἄξιος ὅλος ὁ κόσμος γιὰ ἕναν ἄνθρωπο. Τὸ ὑψηλότατο αὐτὸ ἀξίωμα ποὺ ἡ θεία παναγαθότητα παραχώρησε στοὺς δύο συζύγους, νὰ γεννοῦν ἄνθρωπο, ποὺ ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ἀποκτήσει θεοαγχιστεία καὶ νὰ γίνει «κληρονόμος τοῦ Θεοῦ Πατρὸς καὶ συγκληρονόμος τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ» δὲν μπορεῖ νὰ περιγραφεῖ. Τὸ μέγιστο αὐτὸ ἀξίωμα ποὺ παράγει ὄχι ἥλιους ἢ ἄστρα ἢ ἡλιακὰ συστήματα, ἀλλὰ τὴν «κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν» τοῦ Δημιουργοῦ μορφή, τὸ παράγει ἡ σεμνότητα καὶ συμφωνία τοῦ γάμου καὶ γίνεται ὁ ἄνθρωπος συνεργὸς τῆς ἀειζωείας χάρη στὸ Θεό.

Τὸ ἀπαραίτητο μέσο αὐτοῦ τοῦ θριάμβου εἶναι ἡ γνήσια καὶ ἀληθινὴ ἀγάπη τῶν συζύγων, κυρίως στὶς ἀντιξοότητες τῆς ζωῆς, ἐφ’ ὅσον καὶ ὁ ἀνύστακτός μας ἐχθρὸς πολεμᾶ. Ἐπειδὴ ὅμως κεφαλὴ τῆς γυναίκας εἶναι ὁ ἄνδρας, αὐτὸς πρέπει νὰ ἔχει τὴ μέριμνα γιὰ τὴν ἀδιάλειπτη ἀγάπη ἡ ὁποία θὰ τοὺς συνδέει. Ὁ Ἀπ. Παῦλος συμβουλεύει: «Τῇ γυναικὶ ὁ ἀνὴρ τὴν ὀφειλόμενην εὔνοιαν ἀποδιδότω· ὁμοίως καὶ ἡ γυνὴ τῷ ἀνδρὶ» (Α’ Κορ. 7,3). Ἑρμηνεύοντας τὴ βαθύτητα αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου λέγει: «ἡ γυνὴ τοῦ ἰδίου σώματος οὐκ ἐξουσιάζει, ἀλλ’ ὁ ἀνήρ• ὁμοίως δὲ καὶ ὁ ἀνὴρ τοῦ ἰδίου σώματος οὐκ ἐξουσιάζει, ἀλλ’ ἡ γυνὴ» (Α’ Κορ. 7,4). Καὶ προσθέτει τοὺς λόγους τῆς οἰκονομίας γιὰ νὰ μὴν εἰσχωροῦν ἐλλείψεις ἢ ὑπερβολές. Λέγει λοιπὸν στοὺς συζύγους: «Μὴ ἀποστερεῖτε ἀλλήλους, εἰ μὴ τι ἂν ἐκ συμφώνου πρὸς καιρόν, ἵνα σχολάζητε τῇ νηστείᾳ καὶ τῇ προσευχῇ, καὶ πάλιν ἐπὶ τὸ αὐτὸ συνέρχησθε, ἵνα μὴ πειράζῃ ὑμᾶς ὁ σατανᾶς» (Α’ Κορ. 7,5). Τὸ «ἐκ συμφώνου» ποὺ τονίζει ὁ Παῦλος ἔχει βαθιὰ σημασία, διότι τὸ «ἀσύμφωνον» γεννᾶ τὴν ὑποψίαν τῆς σατανικῆς κακότητας, ἀλλὰ λαμβάνεται ὑπ’ ὄψιν καὶ τὸ περιβάλλον, ποὺ πάντοτε γεννᾶ πειρασμούς.

Γιὰ τὴ σταθερότητα καὶ τὴ μονιμότητα τοῦ γάμου ὁ Παῦλος γράφει: «Παραγγέλλω, οὐκ ἐγὼ ἀλλ’ ὁ Κύριος γυναῖκα ἀπὸ ἀνδρὸς μὴ χωρισθῆναι καὶ ἄνδρα γυναῖκα μὴ ἀφιέναι» (Α’ Κορ. 7,10). Ἀλλοῦ ἀπευθυνόμενος στὸν ἄνδρα λέγει: «δέδεσαι γυναικί; μὴ ζήτει λύσιν. Λέλυσαι ἀπὸ γυναικὸς; μὴ ζήτει γυναῖκα» (Α’ Κορ. 7, 27).

Ε. Ὁ νόμος τῆς ἐπιρροῆς.

Ὑπάρχει καὶ ἄλλος λόγος σοβαρότερος, ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὴν ἔμπρακτη συζυγικὴ ἀγάπη καὶ ἑνότητα, σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τῆς ἐπιρροῆς. Ἂν οἱ πιστοὶ σύζυγοι ἐφαρμόζουν τὸ νόμο τῆς ἀγάπης μεταξύ τους, τότε ἡ ὑπερφυσικὴ ἐνέργεια τῆς ἀγάπης, ποὺ εἶναι θεία καὶ ζωοποιός, ἐπιδρᾶ ὀργανικὰ ἀπὸ τὴ σύλληψη, τὴν ἐγκυμοσύνη καὶ τὸν τοκετὸ στὴ διάπλαση τοῦ ἀκέραιου καὶ σωστοῦ χαρακτήρα τοῦ παιδιοῦ. Ἔτσι πρακτικὰ καὶ πραγματικὰ τὸ παιδὶ ἀποκτᾶ χαρακτήρα καὶ προσωπικότητα ποὺ περιεῖχε ἡ πρώτη «κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν» τοῦ Δημιουργοῦ ἀνθρώπινη ὑπόσταση.

Ἂν οἱ σύζυγοι μὲ προσοχὴ καὶ πίστη ἐφαρμόζουν στὴ ζωὴ τους τὴν ἐντολὴ τῆς θείας ἀγάπης, οἱ καρποὶ εἶναι ἐμφανεῖς στὴν ἁρμονικὴ καὶ εἰρηνικὴ οἰκογενειακὴ ζωὴ καθὼς καὶ στὸ χαρακτήρα τῶν παιδιῶν ποὺ θὰ γεννηθοῦν ἀφοῦ δὲ θὰ εἶναι μόνο γεννήματα καὶ προϊόντα τῆς σάρκας ἀλλὰ καὶ τοῦ πνεύματος, ἐφ’ ὅσον «τὸ γεγεννημένον ἐκ τοῦ πνεύματος πνεῦμα ἐστιν» (Ἰω. 3, 6).

ΣΤ. Μὴ δέχεσθε τὶς ἐπεμβάσεις.

Ἡ πραγματικὴ καὶ ἀμετάβλητη ἀγάπη ποὺ ἐντέλλεται ὁ Θεός, μόνο στὴ νόμιμη συζυγία μπορεῖ νὰ ἐφαρμοσθεῖ καὶ νὰ καρποφορήσει. Ὅλα γύρω μας εἶναι ρευστά, ἀσταθῆ καὶ ἀλλάζουν συνεχῶς. Τί παραμένει ἀμετάβλητο στὴν κοινωνία, στὶς συγγένειες καὶ τὶς συνεργασίες μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων; Μόνο στὴ νόμιμη συζυγία ἐπικρατεῖ ἡ ἀνιδιοτελὴς καὶ γνήσια ἀγάπη ἐπειδὴ κατὰ τὴ θεία ἐντολὴ «οὕς ὁ Θεὸς συνέζευξε» κανεὶς δὲν πρέπει νὰ χωρίζει.

Ἡ ἑνότητα τῶν δύο συζύγων καθορίσθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας. Δὲν ὑπάρχουν λάθη στὴ δημιουργία ἀφοῦ ἡ Γραφὴ μαρτυρεῖ ὅτι «εἶδε ὁ Θεὸς τὰ πάντα ὅσα ἐποίησεν καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν». Προέβλεπε ὁ Θεὸς τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸν τρόπο τοῦ πολλαπλασιασμοῦ του καὶ γι’ αὐτὸ ἐπέβαλε τὴν ἑνότητα τῶν δύο σὲ ἕνα, γιὰ νὰ κρατηθεῖ ἡ ὑπόσταση τῆς ζωῆς μὲ τὴν ἀγάπη. Τὸ «παρὰ Κυρίου ἁρμόζεται γυνὴ ἀνδρὶ» (Παρ. 19,14) ἀναφέρεται στοὺς πιστούς, στοὺς ὁποίους ἐφαρμόζεται τὸ θέλημά του. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ Θεὸς ὁδηγοῦσε τοὺς πιστούς του θεράποντες στὴν ἑνότητα τῆς ἀληθινῆς συζυγίας καὶ τοὺς παρουσίαζε ὡς παράδειγμα, στὴν κατωτερότητα τῆς τότε ἀμάθειας καὶ ἀγνωσίας ποὺ ἐπικρατοῦσε.

Ὅπου ὑπάρχει ἡ ἀγάπη μέσα στὸ γάμο κανένας κλονισμὸς δὲν θὰ μπορεῖ νὰ ἐπιδράσει, οὔτε καὶ ἡ πεθερά! Ἀναγκάσαμε, ἂς μᾶς ἐπιτραπεῖ ἡ λέξη, ὥριμους στὴν ἡλικία ἰδανικοὺς συζύγους νὰ μᾶς πληροφορήσουν ἀπὸ τὴν πείρα τους ποιὸ εἶναι τὸ ἀπαραίτητο στοιχεῖο τῆς ἁρμονικῆς συζυγίας καὶ δὲν μᾶς ἀπέκρυψαν ὅτι ἦταν ἡ ἀγάπη. Εὐγενεῖς κυρίες μᾶς ἀποκάλυψαν: «Ἐμᾶς ὡς γυναῖκες, τίποτε ἄλλο δὲν μᾶς καθησυχάζει καὶ εἰρηνεύει ὅσο ἡ αἴσθηση ὅτι ὁ σύντροφός μας, ἀγαπᾶ ἀληθινά, μόνον ἐμᾶς. Δυστυχῶς ὡς γυναῖκες εἴμαστε καχύποπτες, ἐπηρεαζόμενες ἀπὸ τὸ περιβάλλον».

Χρειάζεται προσοχὴ στὴν ἐπιρροή, γιὰ νὰ μὴν πῶ ἐπιβολή, τῶν γονέων καὶ τῶν συγγενῶν, ἀπ’ ὅπου πῆρε καὶ τὸ κακὸ ὄνομα ἡ πεθερά. Μετὰ τὸ γάμο συνιστοῦμε στὰ ἀνδρόγυνα νὰ ἀπομακρύνουν τὶς ἐπεμβάσεις τῶν γονέων ἢ ὅποιων ἄλλων ἡ ἐπίδραση εἶναι καταλυτική.

Ἀφοῦ δεχθήκαμε τὰ παράπονα τῶν συζύγων καὶ τὶς διαφωνίες τους, κάνοντας κάποια συγκατάβαση, τοὺς ἑρμηνεύσαμε τὴ σημασία καὶ τὴν ἔννοια τοῦ μεγάλου αὐτοῦ μυστηρίου καὶ τοὺς πείσαμε νὰ ἀναθεωρήσουν τὶς σχέσεις τους κάτω ἀπὸ τὸ πρίσμα τοῦ «κατὰ Χριστὸν» συζυγικοῦ βίου. Πείστηκαν, τουλάχιστον ὅσοι ἀκούσαμε, ποὺ δὲν ἦταν λίγοι. Ἀπὸ τότε ζοῦν, ὅπως μᾶς διηγοῦνται, τὸ πλήρωμα τῆς ἁρμονίας καὶ εἰρήνης στὴν οἰκογένεια καὶ στὸν ἑαυτὸ τους τὸ ὑψηλότατο μυστήριο τῆς μεταξύ τους ἑνότητας. Ὁμολογοῦν μάλιστα ὅτι ἐπανῆλθε σ’ αὐτοὺς ἡ αἴσθηση τῶν πρώτων μηνῶν τοῦ γάμου τους, ἐνῶ οἱ περισσότεροι εἶναι σὲ προχωρημένη ἡλικία κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ φυσικὲς ὁρμὲς βρίσκονται σὲ μαρασμό. Αὐτὴ τὴ διαπίστωση τὴ συναντοῦμε συχνά, ἀκόμη καὶ σὲ ὅσους πέρασαν πειρασμοὺς καὶ θύελλες στὴ ζωή τους, ὅταν ἐπανασύνδεσαν «ἐν Χριστῷ» τὴ συζυγική τους ζωὴ ποὺ εἶχε διαταραχθεῖ.

Σ’ αὐτὴ τὴν ἕνωση καὶ τὴν ἀγάπη συναντήσαμε ὑπερφυσικὲς ἰδιότητες, προϊόντα τῆς θείας Χάριτος ποὺ μᾶς κατέπληξαν. Στὴ γνησιότητα τῆς συζυγικῆς ἀγάπης εἴδαμε τὴν ἐπέμβαση τῆς Χάριτος καὶ θαυμάσαμε τὴ δύναμη καὶ ἐνέργεια τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης. Δημιουργεῖται μεταξὺ τῶν νόμιμων συζύγων μία ὑπερφυσικὴ ἐνέργεια, ὥστε νὰ προαισθάνονται τὰ συναισθήματα ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου, ἀκόμη καὶ ὅταν βρίσκονται σὲ μακρινὲς ἀποστάσεις. Δεῖγμα καὶ μαρτυρία ὅτι «οὐκέτι εἰσὶ δύο» ἀλλὰ μία ψυχὴ καὶ ἕνα σῶμα.

Αὐτὸ εἶναι ἰδίωμα καὶ ἐνέργεια τῆς Χάριτος ποὺ ἐπιδρᾶ ὅπου ἀκριβῶς συναντήσει τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη τῶν συζύγων, ποὺ ἔμαθαν νὰ ζοῦν ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον.

Γι’ αὐτὸ παρακαλοῦμε καὶ ἐπιμένουμε τὸ χριστεπώνυμο πλήρωμα νὰ ἐπιστρέψει στὶς βάσεις τῆς ἱερᾶς παραδόσεως ἀπὸ ὅπου ἡ θεία Χάρη θὰ μᾶς κατευθύνει καὶ θὰ μᾶς ἀξιώσει τοῦ προορισμοῦ μας καὶ θὰ ἀπολαύσουμε μία ὑγιῆ κοινωνία, μία ζῶσα Ἐκκλησία, ἕνα οὐράνιο πολίτευμα, γιατί ὅλα προκύπτουν ἀπὸ τὸν ἐπιτυχημένο γάμο, τὴν ἀπόλυτα ἑνωμένη οἰκογένεια. Εἰδικὰ ὅμως ἀπὸ τὶς ἄξιες καὶ ἡρωίδες μητέρες ποὺ θὰ γεννήσουν τοὺς ἥρωες τῆς Ἐκκλησίας, τῆς κοινωνίας, τῆς πολιτείας καὶ γιατί ὄχι καὶ τῆς οἰκονομίας, ὅταν θὰ χαραχθεῖ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς.



3. «Ὁ ἀνὴρ ἐστι κεφαλὴ τῆς γυναικός», ἀναφέρει ὁ Ἀπ. Παῦλος. Ποιὸ νόημα ἔχει ἡ φράση;

Ἡ ἰσότητα καὶ ἰσοτιμία τοῦ ἄνδρα καὶ τῆς γυναίκας μέσα στὸ γάμο εἶναι ἀπόλυτη. Μπροστὰ στὸ Θεὸ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἴσοι. «Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστὲ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. 3,28). Ἄνδρας καὶ γυναίκα ἔχουν τὴν ἴδια ἀνθρώπινη φύση. Τὸ διαφορετικὸ ὑπάρχει «κατὰ τὴν τοῦ σώματος ἰδιότητα».

Κοιτάξτε τί προφητεύει, ὡς θεόκτιστη ὕπαρξη, γεμάτη ἀπὸ θεῖο φωτισμό, ὁ πρωτόπλαστος Ἀδὰμ ὅταν ἀντικρίζει τὴ γυναίκα, ποὺ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὴν πλευρά του. «Τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου». Πρέπει νὰ ὀνομασθεῖ «γυνή, ὅτι ἐκ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἐλήφθη». «Εἶδες Πνεύματος Ἁγίου κοινωνίας μετέχοντα τὸν Ἀδὰμ καὶ χάριτος, ἥς ἠξίωται; Εἶδες ἐξαίρετον λόγον τὸν μετὰ πολλὰς γενεὰς ἕως ἐσχάτου βεβαιούμενον;» (Σεβηριανὸς Καβάλας).

Καὶ μάλιστα φανερώνοντας τὸ προορατικό του χάρισμα ὁ Ἀδὰμ λέγει ὅτι «ἕνεκεν τούτου» (δηλ. τῆς γυναίκας) θὰ ἐγκαταλείπει ὁ ἄνδρας τὸν πατέρα καὶ τὴ μητέρα καὶ «ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν». Εἶναι φανερὸ ὅτι προφητεύει ὁ Ἀδὰμ γιατί δὲν γνώριζε γονεῖς. «Δὲν φαίνεται νὰ ἔχει λοιπόν, ἀφοῦ εἶναι ἄνθρωποι, ἄλλη φύση ἡ γυναίκα καὶ ἄλλη φύση ὁ ἄνδρας- ἔχουν τὴν ἴδια φύση, καὶ ἄρα καὶ τὴν ἀρετὴ» (Κλήμης Ἀλεξανδρεύς).

Πράγματι στὴ Γραφὴ συναντοῦμε μία προτεραιότητα τοῦ ἄνδρα ὅπως στὸ χωρίο τῆς Α’ Κορ. 11, 1 κ. ἑ. Ἐκεῖ λέγεται ὅτι, «κεφαλὴ γυναικὸς ὁ ἀνήρ», «καὶ γὰρ οὐκ ἐκτίσθη ἀνὴρ διὰ τὴν γυναίκα, ἀλλὰ γυνὴ διὰ τὸν ἄνδρα». Ἡ προτεραιότητα ὅμως τοῦ ἄνδρα δὲν σημαίνει ὑπεροχὴ ἀπέναντι στὴ γυναίκα. Ἔχει προτεραιότητα στὰ καθήκοντα παρὰ στὰ δικαιώματα. Τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀμοιβαία ὑποταγὴ τῶν συζύγων «ὑποτασσόμενοι ἀλλήλοις ἐν φόβῳ Χριστοῦ». Ὁ ἄνδρας πρέπει νὰ ἀγαπᾶ καὶ νὰ περιθάλπει τὴ γυναίκα του, «καθὼς καὶ ὁ Κύριος τὴν Ἐκκλησίαν». Ἂν καὶ εἶναι Κύριος δὲν τὴν καταδυναστεύει, δὲν τὴν ὑποδουλώνει, ἀλλὰ θυσιάζει τὸν ἑαυτό του γιὰ χάρη της, «ἵνα αὐτὴν ἁγιάσῃ» (Ἐφ. 5,26). Ἡ προτεραιότητα τοῦ ἄνδρα μέσα στὸ γάμο ἐκδηλώνεται ὡς καθῆκον ἀγάπης, διακονίας καὶ θυσίας γιὰ χάρη τῆς γυναίκας του.

Ἡ φυσικὴ ὑπεροχὴ τοῦ ἄνδρα μέσα στὴ Ἁγία Γραφὴ ἀποτελεῖ ἔκφραση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἄρνηση τῆς προτεραιότητας θεωρεῖται ἄρνηση τοῦ θείου θελήματος καὶ αὐτὴν καταπολεμεῖ στὴν Α’ Κορινθίους 11,2-16 ὁ Παῦλος. Ἡ φυσικὴ ὅμως ὑπεροχὴ τοῦ ἄνδρα εἶναι αὐτονόητη γι’ αὐτόν; Ὁ ἄνδρας δὲν εἶναι, ὀφείλει νὰ γίνει, αὐτὸ τὸ ὁποῖο θέλει ὁ Θεός, δηλαδὴ κεφαλὴ τῆς γυναίκας. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ συμπεριφέρεται πρὸς τὴ γυναίκα του, ὅπως θέλει ὁ Θεός.

Ἂν ἡ γυναίκα μέσα στὸ γάμο θεωρεῖ τὴν προσφορά της πρὸς τὸ ἄνδρα ὡς δουλεία, τότε θὰ θέλει νὰ ἀπελευθερωθεῖ καὶ νὰ φανεῖ ἀνώτερη ἀπὸ αὐτόν. Ἂν ὁ ἄνδρας θεωρεῖ τὴν ἀγάπη τῆς γυναίκας του ὡς ἀδυναμία καὶ ἐξάρτηση, τότε κάνει κατάχρηση καὶ τὴν καταδυναστεύει. Ἐδῶ ὅμως μιλοῦμε γιὰ κατάπτωση.



4. Τί ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γιὰ τὴν ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης τοῦ ἄνδρα πρὸς τὴ γυναίκα του;

Θὰ παραθέσουμε μερικὲς συμβουλὲς τοῦ ἁγίου.

«Λόγια ἀγάπης νὰ τῆς λές: … Ἐγὼ ἀπὸ ὅλα, τὴ δική σου ἀγάπη προτιμῶ καὶ τίποτε δὲν μοῦ εἶναι τόσο βασανιστικὸ ἢ δυσάρεστο, ὅσο τὸ νὰ βρεθῶ κάποτε σὲ διάσταση μαζί σου. Καὶ ἂν ὅλα χρειασθεῖ νὰ τὰ χάσω, καὶ ἂν στοὺς μεγαλύτερους βρεθῶ κινδύνους, ὁτιδήποτε καὶ ἂν πάθω, ὅλα μου εἶναι ἀνεκτὰ καὶ ὑποφερτά, ὅσο ἐσύ μοῦ εἶσαι καλά. Καὶ τὰ παιδιά, τότε μοῦ εἶναι περιπόθητα, ἐφ’ ὅσον ἐσὺ μᾶς συμπαθεῖς …Ἴσως κάποτέ σοῦ πεῖ: Ποτὲ ὡς τώρα δὲν ξόδεψα ἀπὸ τὰ δικά σου, ἔχω ἀκόμη τὰ δικά μου, πού μοῦ ἔδωσαν οἱ γονεῖς μου. Τότε πές της: Τί λὲς καλή μου; Ἔχεις ἀκόμη τὰ δικά σου; Ποιὰ λέξη μπορεῖ νὰ εἶναι χειρότερη ἀπὸ αὐτή; Σῶμα δὲν ἔχεις πιὰ δικό σου καὶ ἔχεις χρήματα; Δὲν εἴμαστε δύο σώματα μετὰ τὸ γάμο, ἀλλὰ γίναμε ἕνα. Δὲν ἔχουμε δύο περιουσίες, ἀλλὰ μία… Ὅλα δικά σου εἶναι, καὶ ἐγὼ δικός σου εἶμαι, κορίτσι μου. Αὐτὸ μὲ συμβουλεύει ὁ Παῦλος λέγοντας ὅτι ὁ ἄνδρας δὲν ἐξουσιάζει τὸ σῶμα του, ἀλλὰ ἡ γυναίκα. Καὶ ἂν δὲν ἔχω ἐξουσία στὸ σῶμα μου, ἀλλὰ ἐσύ, πόσο μᾶλλον δικά σου εἶναι τὰ χρήματα… Ποτὲ νὰ μὴν τῆς μιλᾶς μὲ πεζὸ τρόπο, ἀλλὰ μὲ φιλοφροσύνη, μὲ τιμή, μὲ ἀγάπη πολλή. Νὰ τὴν τιμᾶς, καὶ δὲν θὰ βρεθεῖ στὴν ἀνάγκη νὰ ζητήσει τὴν τιμὴ ἀπὸ τοὺς ἄλλους… Νὰ τὴν προτιμᾶς ἀπὸ ὅλους γιὰ ὅλα, γιὰ τὴν ὀμορφιά, γιὰ τὴ σωφροσύνη της καὶ νὰ τὴν ἐγκωμιάζεις. Νὰ κάνεις φανερὸ ὅτι σοῦ ἀρέσει ἡ συντροφιά της καὶ ὅτι προτιμᾶς νὰ μένεις στὸ σπίτι γιὰ νὰ εἶσαι μαζί της ἀπὸ τὸ νὰ βγαίνεις στὴν ἀγορά. Ἀπὸ ὅλους τοὺς φίλους νὰ τὴν προτιμᾶς καὶ ἀπὸ τὰ παιδιὰ πού σοῦ χάρισε καὶ ἐξαιτίας της νὰ τὰ ἀγαπᾶς».



5. Μία ἀληθινὴ ἱστορία. Ἕνα ζωντανὸ παράδειγμα γνησίου συζύγου.

Συνάντησα στὴ ζωὴ παράδειγμα γνήσιου καὶ ἀληθινοῦ συζύγου, ποὺ μὲ συγκλόνισε. Τὸ ἀναφέρω γιατί δὲν πρέπει νὰ ἀποσιωπηθεῖ. Ζοῦσε ἐδῶ στὴ χώρα μας ἕνας πραγματικὸς κύριος, ποὺ στὸ χαρακτήρα του περιέσωζε ὅλη τὴν ἀνθρώπινη τελειότητα μὲ τὴ βοήθεια τῆς Χάριτος τοῦ Χριστοῦ. Στὴν ἡλικία τῶν τριάντα ἐτῶν, ἔκρινε ὅτι ἦταν ἕτοιμος νὰ προχωρήσει σὲ γάμο. Ὡς πιστὸς ἐπέμενε μὲ πολλὴ προσευχὴ καὶ δέηση στὸν Κύριό μας, νὰ τὸν φωτίσει καὶ νὰ τὸν βοηθήσει στὸ σκοπό του. Περιέστρεφε στὴ διάνοιά του τὰ λόγια τῆς Γραφῆς «παρὰ Κυρίου ἁρμόζεται γυνὴ ἀνδρὶ» (Παρ. 19,14).

Ἀποφάσισε νὰ προχωρήσει. Ἦταν πεπεισμένος ὅτι τὸ πρόσωπο ποὺ τοῦ προξένεψαν τὸ ἔστειλε ὁ Θεός. Ἔγινε μὲ πολλὴ εὐλάβεια ὁ γάμος ἀφοῦ τηρήθηκαν ὅλοι οἱ κανόνες τῶν χριστιανικῶν μας ἀρχῶν. Ἂν καὶ ἡ σύντροφός του ἦταν μικρότερη κατὰ δέκα χρόνια, δὲν τὸ ἔλαβε ὑπ’ ὄψιν, ἔχοντας σταθερὴ πίστη στὴ θεία πρόνοια. Συχνὰ δὲ τῆς φερόταν σὰν νὰ ἦταν κορούλα του. Αὐτὴ ἔκανε λαθάκια, γιατί φαινόταν ζωηρούλα, ἀλλὰ ποτὲ δὲν τὸν ἀπασχόλησαν λόγω τῆς ἀγάπης του.

Κοινωνικὲς ὑποχρεώσεις τὸν ἀνάγκασαν, ἐπειδὴ ἦταν μέτοχος μεγάλων ἐπιχειρήσεων ποὺ βρὶσκονταν στὸ ἐξωτερικό, νὰ μεταβεῖ ἐκεῖ. Μὲ τὴν προσευχή του καὶ πιστεύοντας πάντοτε στὴν πανσωστικὴ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, πῆρε τὴ σύζυγό του μαζί του. Σὲ λίγο καιρὸ ἡ νεαρὴ σύζυγος ἄρχισε νὰ δυσαρεστεῖται. Ὑποπτευόταν ὅτι τὴν πῆρε μαζί του γιὰ νὰ τὴ χωρίσει ἀπὸ τὸ περιβάλλον της. Προσπάθησε νὰ τὴν καθησυχάσει ἀλλὰ δὲν τὸ κατόρθωσε. Ἡ σύζυγός του μόνη της ἔφυγε καὶ ἐπέστρεψε στὴν Ἑλλάδα.

Θέλησε νὰ ζήσει τὴν ἐλευθερία σύμφωνα μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς συνήθειες ποὺ εἶχε μάθει· κάποιοι, εἰδικοὶ σ’ αὐτά, τὴν παρέσυραν καὶ κατέληξε νὰ ἐργάζεται σὲ ἕνα καζίνο ὡς κοινὴ γυναίκα.

Ὁ ἰδανικὸς σύζυγος καὶ ὁμολογητὴς δὲν ἔπαυσε νὰ προσεύχεται καὶ νὰ ἀγωνίζεται πνευματικὰ γι’ αὐτὴν κάθε μέρα. Ἡ προσευχή του, ἢ μᾶλλον ἡ κραυγή του, πρὸς τὸ Θεὸ ἦταν πάντοτε ἡ ἴδια: «Κύριέ μου, θὰ ἐπιμένω νὰ σὲ ἐκβιάζω γιὰ τὴ σύζυγό μου. Τὸ ἱερό σου λόγιο ὅτι «παρὰ Κυρίου ἁρμόζεται ἀνδρὶ γυνή», δὲν θὰ σβήσει ποτὲ ἀπὸ τὸ εἶναι μου. Ἄκουσε τὴν προσευχή μου, τὴ δέησή μου, τὴν ἱκεσία μου. Τί Κύριέ μου, ἂν πλανήθηκε μία νεαρὴ κόρη; Ἐγὼ προσεύχομαι γι’ αὐτὴν καὶ δὲν θὰ παύσω νὰ κλαίω «ἐνώπιόν σου ἡμέρας καὶ νυκτός». Θέλω τὴ σύζυγό μου. Ἐγώ, Κύριέ μου, τὴ συγχωρῶ. Ἐσὺ δὲν θὰ τὴ συγχωρήσεις; Δὲν θὰ τὴ θεραπεύσεις; Πρὸς τί, Πανάγαθε Δέσποτα ἡ «ἄφατός» σου κένωση; Δὲν βγῆκες ἀναζητώντας τὸ «ἀπολωλός», τὸ «πεπλανημένο», τὸ ἄρρωστο; Ὁμολογῶ μπροστὰ στὴν Παναγαθότητά σου ὅτι δὲν θὰ παύσω νὰ σὲ ἐνοχλῶ, ἐὰν δὲν μοῦ ἐπιστρέψεις τὴ νόμιμη σύζυγό μου».

Συνέχισε, ὁ ἥρωας αὐτός, γιὰ δύο χρόνια νὰ προσεύχεται, νὰ κλαίει, ἐκβιάζοντας τὰ σπλάγχνα τοῦ γλυκυτάτου μας Σωτήρα Χριστοῦ. Στὸ διάστημα αὐτὸ τῆς ἐπιμονῆς του ἐνήργησε ἡ Χάρις. Ξύπνησε ἡ κόρη ἀπὸ τὸν κατήφορο καὶ τὴν πτώση καὶ ὁμολόγησε μὲ στεναγμοὺς ὅτι «τώρα πρέπει ὁ Θεὸς νὰ κάμει ἄλλη κόλαση, γιατί αὐτὴ ποὺ ὑπάρχει, εἶναι μικρὴ γιὰ μένα»! Μὲ δειλία, χωρὶς θάρρος, ἀποφάσισε καὶ ἔγραψε ἕνα γραμματάκι, στὸν κλαίοντα σύζυγο: «Δὲν τολμῶ νὰ σὲ ὀνομάσω σύζυγο, γιατί δὲν ἔχω δικαίωμα, ἀλλὰ ἂν ἐπιστρέψω, δὲν μὲ δέχεσαι ὡς ὑπηρέτρια;». Μόλις πῆρε αὐτὸς τὸ γράμμα γαλήνεψε καὶ πίστεψε ὅτι ἔφτασε ἡ ὥρα τοῦ τέλους. Τῆς ἁπαντᾶ μὲ τὴ φυσική του πάντοτε τρυφερότητα: «Ἀγάπη μου, γιατί ἔχασες τὸ θάρρος σου; Δὲν σὲ ἔστειλα ἐγὼ γιὰ διακοπὲς καὶ περιμένω μὲ ἀγωνία τὴ σύζυγό μου, τὴν ἀγάπη μου, πότε θὰ γυρίσει στὴν ἀγκαλιά μου;».

Μετὰ τὴν ἐπιστολὴ πῆρε τὸ θάρρος καὶ τοῦ ἀπάντησε. «Ἔρχομαι σύντομα».

Συνεννοήθηκαν γιὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἀφίξεως καὶ τὴν περίμενε στὸ ἀεροδρόμιο. Μόλις βγῆκε αὐτὴ καὶ τὸν συνάντησε, ἔπεσε κάτω καὶ ἄρχισε νὰ κτυπιέται καὶ νὰ κλαίει γοερά. Τότε τὴν πῆρε στὴν ἀγκαλιά του καὶ παρηγορώντας την ἔφτασαν στὸ αὐτοκίνητό τους. Τὴν ἔβαλε νὰ καθίσει δίπλα του. Καὶ ὅλο τὴν παρηγοροῦσε, πείθοντάς την νὰ μὴ θυμᾶται τίποτα ἀπὸ τὰ παλιὰ καὶ ὅτι «ἡ μετάνοια ὅλα τὰ θεραπεύει, ἀφοῦ θὰ ἀγωνιζόμαστε μαζί».

Μὲ αὐτὴ τὴ στοργὴ καὶ τρυφερότητα ἔφτασε ἡ νύκτα. Μόλις ἔκλεισε τὰ μάτια του, ὁ ἥρωας αὐτὸς τῆς αὐτοθυσίας καὶ τῆς ἀγάπης, «ἡρπάγη εἰς θεωρίαν καὶ ἀνῆλθε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ». Δὲν μποροῦσε νὰ περιγράψει καὶ νὰ διηγηθεῖ ὅσα ἡ θεία Χάρις τὸν ἀξίωσε. Εἶδε τὶς χορεῖες τῶν ἁγίων, τὰ «μένοντα ἀγαθὰ τῶν σεσωσμένων» καὶ ὅλη τὴ θεία ἀγάπη ποὺ τὸν κρατοῦσε σὲ ἔκσταση.

Τότε πραγματικὰ ἐλεεινολόγησα τὴν ἀθλιότητά μου καὶ εἶπα: καυχᾶσαι μάταια, καλόγερε, γιὰ τὴ ζωή σου, ἐνῶ αὐτὸς μὲ μία θυσία ἀνέβηκε μέχρι «τρίτου οὐρανοῦ». Ἰδοὺ ἕνα παράδειγμα καὶ μία εἰκόνα τοῦ πραγματικοῦ συζύγου καὶ ἀνδρός. Μετὰ αὐτὴ ἡ κορούλα ἀποδείχθηκε ἡ ἰδανικότερη σύζυγος.

πηγή