Ο πρώτος νυμφαγωγός είναι ο ίδιος ο Θεός, στη σκηνή του παραδείσου, όταν δημιουργεί και παραδίδει στον πρωτόπλαστο Αδάμ την Εύα.
Η Εκκλησία ανεκήρυξε τον γάμο Μυστήριο, «ἀνδρός καί γυναικός συνάφεια καί συγκλήρωσις πάσης ζωῆς, θείου τε καί ἀνθρωπίνου δικαίου κοινωνία». Δεν είναι απλώς μία Ακολουθία της Εκκλησίας, αλλά ένα Μυστήριο της Εκκλησίας. Όπως στον παράδεισο, έτσι και στο ιερό Μυστήριο, ο Θεός γίνεται και πάλι νυμφαγωγός και τελετάρχης, «κατεβάζει από τον ουρανό τη θεία Του χάρη και συγκολά τις καρδιές, ευλογεί την ένωση των σωμάτων και των ψυχών, περιθριγκώνει το ζευγάρι με τη δική Του δύναμη και απαντοχή για να μπορεί ο καθένας αλλά και μαζί να αντέξουν και να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της συζυγίας και αργότερα της ανατροφης των παιδιών». Η Εκκλησία εξαγιάζει την ήδη υπάρχουσα αγάπη –τον έρωτα- των ερχομένων εις γάμου κοινωνία σε μιά καινούρια εν Χριστώ σχέση. Στο Μυστήριο αυτό δεν έχουμε απλώς μεταβολή της ποιότητος ζωης των πρώην αγάμων, αλλά συντελείται και μιά ουσιαστικώτερη μεταβολή των δύο «εἰς σάρκα μίαν». Για να γίνει ο καθένας εκ των δύο ολόκληλος, ενιαίος, σώος. «Διά τοῦτο γάμος οἰκονομεῖται, ὥστε τό λεῖπον ἑτέρῳ παρ’ ἑτέρῳ πληροῦσθαι καί τόν ἐνδεῆ γενέσθαι αὕτως αὐτάρκη», υπογραμμίζει ο ιερός Χρυσόστομος. Ο άνδρας και η γυναίκα δεν είναι δύο άνθρωποι, αλλά ένας άνθρωπος. «Οὐ γάρ εστιν εἷς οὐδέπω, ἀλλ ἥμισυ τοῦ ἑνός. Γυνή γάρ καί ἀνήρ οὐκ εἰσίν ἄνθρωποι δύο, ἀλλ’ ἄνθρωπος εἷς»». Τα δύο φύλα, τα δύο όντα, είναι ισότιμα και αμοιβαίως ελλειμματικά. Το καθένα δεν είναι αύταρκες από μόνο του, αλλά συνιστά το «ήμισυ» του άλλου, όπως για πρώτη φορά εξηγεί ο ιερός Χρυσόστομος. Έτσι, στο γάμο δεν ενώνονται απλώς δύο ίσα όντα, αλλά δύο όντα στο καθένα των οποίων λείπει κάτι σημαντικό και διαφορετικό. Το ένα συμπληρώνει το άλλο, το ένα προσφέρει ό,τι χρειάζεται το άλλο (καθηγητής Στυλ. Παπαδόπουλος).
«Τό Μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστί», αναφωνεί ο απόστολος Παύλος, καθώς βλέπει τον γάμο ως εκτύπωση και αντίγραφο της μυστικής και απόλυτης ενότητας του Χριστού με την Εκκλησία, εκφράζοντας έτσι όλη τη χριστιανική θεώρηση του γάμου. Από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια «μετά γνώμης τοῦ ἐπισκόπου τήν ἕνωσιν –οι χριστιανοί- ποιούμενοι, ἵνα ἧ κατά Θεόν καί μή κατ’ ἐπιθυμίαν. Πάντα εἰς τιμήν Θεοῦ γινέσθω», αναφέρει ο Ιγνάτιος Αντιοχείας στην επιστολή του προς Πολύκαρπον. Από τα χρόνια του Ιουστινιανού υπάρχει και η διάθεση της πολιτείας να περιβληθεί ο χριστιανικός γάμος μανδύα πολιιτικής εγκυρότητος, ώσπου ο Λέων ο Σοφός διά της 89ης Νεαράς του έτους 893 ανεκήρυξε την ευλογία του γάμου ως το ουσιωδέστερο στοιχείο της πολιτικής νομιμοποιήσεως του γάμου, ο δε Αλέξιος ο Κομνηνός –το 1084- ανεγνώρισε ως νόμιμη και έγκυρη μόνο τη μνηστεία που είχε λάβει την ευλογία της Εκκλησίας.
Πέρα από τα παραπάνω, γεγονός είναι ότι ο πυρήνας της ιερολογίας του γάμου υπηρχε πάντοτε, ο γάμος ως μυστηριακή πράξη έχει αποστολική προέλευση, όπως μάλιστα μας βεβαιώνουν αρχαίοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, π.χ. ο Ιγνάτιος Αντιοχείας, ο Τερτυλλιανός, απολογητής του 2ου μ.Χ. αι., ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ο Ωριγένης, ο συγγραφέας της Πρός Διόγνητον επιστολης και άλλοι.
Ας δούμε ορισμένα στοιχεία του ιερού Μυστηρίου, στοιχεία που είναι γεμάτα πνευματικούς συμβολισμούς.
(Επισημαίνω την ανάγκη να μιλήσουμε στά παιδιά με τέτοια γλώσσα για τους μεγάλους θησαυρούς της πίστεώς μας και όχι καθηκοντολογικά ή ηθικολογικά. Νομίζω πως η προσέγγιση και η κατά το δυνατόν απλούστερη ερμηνεία των στοιχείων του ιερού μυστηρίου του γάμου έχει να προσφέρει στα παιδιά και τους νέους ασύγκριτα περισσότερα και ωφελιμότερα στοιχεία, από ένα μάθημα π.χ. γύρω από τις προγαμιαίες σχέσεις, με τις ατέρμονες συζητήσεις, τη δυτικότροπη επιχειρηματολογία, την αοριστολογία και την ηθικολογία των προσκόπων. Αν υπάρχει κάτι πού οφείλουμε να επανεύρουμε ως εκκλησιαστική κοινότητα είναι ο ορισμός του «ιερού» στη ζωή μας, συνειδητοποιώντας ότι η Εκκλησία δεν απαγορεύει αλλά επισημαίνει, κυρίως δείχνει τον δρόμο προς την εν Χριστώ τελείωση, πως η Εκκλησία προτείνει τα Μυστήριά της ως τρόπους μετάδοσης των ευλογιών στη ζωή μας. Ό,τι λέει η Εκκλησία το λέει από αγάπη, δεν μπορεί καμμιά άλλη προϋπόθεση να βρίσκεται πίσω από τη διδασκαλία της Εκκλησίας, που θέλει όχι τον καταναγκασμό ούτε τον μαρασμό του ανθρώπου, αλλά την αγιότητά του. Το ίδιο ισχύει -η ανάγκη για προσέγγιση και ερμηνεία του ιερού μυστηρίου δηλ.- για τον επανευαγγελισμό των νέων ανθρώπων που προσέρχονται στο ιερό Μυστήριο χωρίς να γνωρίζουν σχεδόν τίποτε γύρω από αυτό ή ακόμα χειρότερα έχοντας στο μυαλό τους εντελώς λανθασμένες ιδέες για το μυστήριο αυτό της Εκκλησίας μας.)
Όπως του Μυστηρίου του Βαπτίσματος προηγείται η τελετή της κατηχήσεως, έτσι και του ιερού Μυστηρίου του γάμου προηγείται η Ακολουθία των μνήστρων, του αρραβώνος.
Ακολουθία του αρραβώνα: η ψυχή της ιεράς Ακολουθίας είναι το δακτυλοθέσιον. Ο Ιερεύς προσεύχεται στον Θεό, ο Οποίος ένωσε τα διηρημένα στήν Εκκλησία, να ευλογήσει τους δακτύλιους και να ενώσει εκείνους που μέχρι πριν λίγο ήσαν άγνωστοι.
Ποιά η ιστορία του δακτυλιδίου; Πρώτ’ απ’ όλα το δακτυλίδιο είναι σημείο υιοθεσίας και εξουσίας (στην παραβολή του ασώτου ο πατέρας δίδει, μεταξύ των άλλων, και δακτυλίδιο στον νεώτερο υιό πουύ επέστρεψε, αναγνωρίζοντάς τον και πάλι ως υιό και κληρονόμο του). Και οι δύο -άνδρας και γυναίκα- από εκείνη τη στιγμή έχουν εξουσία τιμής και διακονίας.
Επίσης το δακτυλίδι χρησίμευε αντί σφραγίδος. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς μας πληροφορεί ότι στις ημέρες του ο άνδρας έδινε το δακτυλίδι στη γυναίκα σημαίνοντας ότι τη θεωρεί πλέον κι εκείνη άξια μαζί του να έχει την επιμέλεια του σπιτιού. Αργότερα δόθηκε και μία ακόμη συμβολικώτερη έννοια, δηλ. ότι με την περίθεση των δακτυλιδίων καθένας από τους δύο δεν εξουσιάζει πλέον τον εαυτό του αλλά τον άλλον.
Τα δακτυλίδια σημαίνουν βεβαίως και τον κοινό δεσμό, την ενότητα, τη δέσμευση, τη συζυγία. Όπως σημειώνει ο Μέγας Βασίλειος, ο γάμος είναι «ὁ διά τῆς εὐλογίας ζυγός», και ο κοινός αυτός ζυγός φανερώνεται και διά των δακτυλιδίων.
Η εναλλαγή των δακτυλιδίων τρείς φορές από τον παράνυμφο σηματοδοτεί -με πνευματικό νόημα- την αμοιβαία προσεφαρμογή και την αναπλήρωση των ελλείψεων του ενός από τις ικανότητες του άλλου, την αναπλήρωση των ελλείψεων και των δύο από την αγάπη και των δύο.
Τέλος, σύμφωνα με μία ερμηνεία του Ισιδώρου Σεβίλλης, το δακτυλίδιο τοποθετείται στον τέταρτο δάκτυλο του χεριού, διότι από εκεί ξεκινά μία φλέβα η οποία καταλήγει στην καρδιά, την έδρα της αγάπης.