πρώτο μέρος
Για να κεντρίσω το ενδιαφέρον, έβαλα αυτό το τίτλο, ο οποίος θα σας φαίνεται οπωσδήποτε παράξενος, δεδομένου ότι έχουμε συνηθίσει να ονομάζουμε την οικογένεια τον πιο κατάλληλο τόπο, για να μεγαλώνουν τα παιδιά μας. Όμως εγώ θα υποστηρίξω ότι είναι ο πιο κατάλληλος τόπος για να μεγαλώνουν οι γονείς!
Και βέβαια θα δημιουργηθούν ερωτήματα! Γιατί χρειάζεται να μεγαλώσουν οι γονείς; Αρκετά μεγάλοι νοιώθουμε, βαραίνουν πάνω μας τα χρόνια, προσθέτουν και κάποια προβλήματα υγείας, γιατί πρέπει να μεγαλώσουμε κι άλλο;
Αυτό που εννοώ με το μεγάλωμα είναι η ωρίμανση. Δηλαδή η οικογένεια είναι ένας τόπος που μικροί και μεγάλοι καλούνται να ωριμάσουν και εδώ θα επικεντρωθούμε στο μεγάλωμα των γονιών, στις σχέσεις τους με το παιδί, δηλ. πώς ο γονέας καλείται να ωριμάσει μέσα στην οικογένεια αναπτύσσοντας υγιή σχέση με το παιδί του.
Δύο είναι οι βασικοί τρόποι με τους οποίους ο γονέας μπορεί να μεγαλώσει και να ωριμάσει.
Ο ένας είναι η ποικιλία των χαρακτήρων των παιδιών μας. Γνωρίζουμε όλοι ότι υπάρχει μεγάλη ποικιλία χαρακτήρων στα παιδιά μας και μερικές φορές απορούμε γιατί τα παιδιά μας είναι τόσο διαφορετικοί χαρακτήρες μεταξύ τους. Όλοι έχουμε την αίσθηση ότι με ορισμένα από τα παιδιά μας ταιριάζουμε πιο εύκολα «τα πάμε καλά» που λέμε, « τα βρίσκουμε» δεν κουραζόμαστε στο μεγάλωμά τους, τα πράγματα εξελίσσονται ομαλά και απλά. Ενώ με άλλα παιδιά μας υποφέρουμε. Υπάρχουν χαρακτήρες παιδιών μας που μας ταιριάζουν και χαρακτήρες που δεν μας ταιριάζουν.
Τα παιδιά των οποίων ο χαρακτήρας μάς ταιριάζει, είναι τα παιδιά που μας βγάζουν ασπροπρόσωπους. Τα παιδιά αυτά τα χρειαζόμαστε για να αισθανόμαστε καλά απέναντι στους συγγενείς μας και στους γείτονες. Είμαστε άνθρωποι και έχουμε ανάγκη να νοιώθουμε καλά απέναντί στους άλλους, ότι τα καταφέρνουμε σαν γονείς. Τα παιδιά όμως αυτά, που μας ταιριάζει ο χαρακτήρας τους, δεν μας ωριμάζουν. Τα παιδιά δηλ. από τα οποία δεν συναντήσαμε ιδιαίτερα προβλήματα στο μεγάλωμά τους δεν μας βοηθούν να ωριμάσουμε.
Ποια παιδιά μας ωριμάζουν; Αυτά που μας δυσκολεύουν στο μεγάλωμά τους. Που σκοντάφτουμε πάνω στο χαρακτήρα τους. Γιατί; Γιατί το παιδί που μας ταιριάζει, απευθύνεται σε περιοχές του χαρακτήρα μας που ήδη είναι ανεπτυγμένες και τις ξέρουμε. Ο χαρακτήρας του παιδιού που δεν μας ταιριάζει απευθύνεται σε περιοχές που δεν έχουμε αναπτύξει.
Για παράδειγμα: μας αρέσει η κουβέντα με τα παιδιά. Έχουμε όμως ένα παιδί κλειστό, που δεν μιλάει. Το παιδί αυτό απευθύνεται στην ικανότητά μας να μπορούμε να δημιουργούμε ένα κλίμα εμπιστοσύνης έτσι ώστε να μπορέσει να μιλήσει και να το προσεγγίσουμε. Αυτό προϋποθέτει μια ικανότητα την οποία ίσως να μην έχουμε αναπτύξει μέχρι τώρα. Προϋποθέτει την ικανότητα να ακούμε. Υπάρχουν παιδιά που είναι πολύ ευαίσθητα ή και ολιγόλογα. Εάν εμείς έχουμε συνηθίσει με ένα παιδί που μιλάει πολύ εύκολα, δεν ακούμε όλα όσα λέει! Μερικές φορές από το ένα αυτί μπαίνουν και από το άλλο βγαίνουν, γιατί είμαστε και αφηρημένοι∙ άνθρωποι είμαστε! Σε ένα άλλο παιδί που είναι εξωστρεφές, μπορεί εμείς να σχολιάζουμε αυτά που λέει, και το παιδί να μην νοιάζεται και να συνεχίζει να μιλάει, και το άλλο παιδί το κλειστό, να επηρεάζεται πάρα πολύ από αυτά που θα πούμε εμείς, από τα σχόλιά μας. Και απορούμε: «Μα καλά τι είπα; Δεν είπα και τίποτα. Πώς το πήρε τόσο βαριά;». Το παιδί αυτό απευθύνεται σε μια ικανότητα που δεν την έχουμε αναπτύξει: να λέμε την γνώμη μας, να βοηθάμε το παιδί μας χωρίς να το πληγώνουμε.
Άλλες διαφορές στους χαρακτήρες μας που μας ωριμάζουν: μπορεί να έχουμε το παιδί με τους πολλούς στόχους, ένα παιδί μας που το χαρήκαμε και προωθούμε και εμείς τους στόχους του και από την άλλη ένα παιδί μας που απογοητεύεται εύκολα ή και δεν εμφανίζει στόχους. Τούτο εδώ το παιδί μας το αντιμετωπίζουμε σαν ένα πρόβλημα συνήθως. Λέμε «μα γιατί;» σαν να έπρεπε να ήταν κι αυτό σαν τον πρώτο χαρακτήρα, σαν εκείνος να είναι ο κανονικός και τούτος να είναι ο προβληματικός! Καμιά φορά βλέπουμε ότι αυτά τα παιδιά είναι υγιέστερα από εκείνα που βάζουν πάρα πολλούς στόχους, και προχωρούν και βάζουν τον αυτόματο πιλότο και πετυχαίνουν τους στόχους τους.
Γιατί; Διότι για τα παιδιά εκείνα που βάζουν πάρα πολλούς στόχους και τα καταφέρνουν καλά, οι στόχοι τους είναι λίγο απρόσωποι. Δηλαδή δεν έχουν πολλή προσωπική σημασία για τα ίδια τα παιδιά. Τους βάζουν επειδή έτσι πρέπει, βάζουν μπρος την μηχανή και δουλεύουν και φέρνουν βαθμούς.
Τα παιδιά που δεν βάζουν στόχους, και αποθαρρύνονται εύκολα συνήθως ζητάνε κάτι πιο προσωπικό, ζητάνε κάτι να τα αγγίζει προσωπικά σε βάθος και δεν το βρίσκουν. Ίσως δεν τους το δίνει το εκπαιδευτικό σύστημα. Ίσως οι γονείς δεν δίνουν ιδέες, δεν τα έχουν πλησιάσει ώστε να καταλάβουν τι ικανότητες κρύβουν αυτά τα παιδιά, τι ταλέντα κρύβουν.
Η κοινωνία μας βιώνει κάπως μονόπλευρα το θέμα των ταλέντων και των ικανοτήτων. Αξιολογεί μόνο τα ταλέντα εκείνα που έχουν να κάνουν με το μυαλό. Και αγνοεί τα άλλα ταλέντα, άλλες ικανότητες που αναφέρονται στο συναισθηματικό και στο ψυχικό κόσμο του παιδιού.
Έχει παρατηρηθεί ότι τα περισσότερα από τα παιδιά που δεν έχουν βάλει στόχους στη ζωή, συνήθως έχουν άλλα ταλέντα που δεν έχουν αξιοποιηθεί. Τα ταλέντα αυτά δεν τα έχει δει κανένας, ούτε και οι γονείς τα βλέπουν.
Και λένε: «αυτό το παιδί είναι προβληματικό, είναι τεμπέλης, ή πολύ ευαίσθητος και απογοητεύεται εύκολα, ή τελοσπάντων είναι ένα παιδί- αίνιγμα που δεν μπορώ να καταλάβω.»
Η διαφορά λοιπόν των χαρακτήρων μας καλεί να ωριμάσουμε, διότι μας υποδεικνύει περιοχές της ψυχής μας που έμειναν άγνωστες, αναξιοποίητες. Και εμείς πρέπει να ανοιχθούμε σε έναν τομέα που δεν γνωρίζουμε. Μας προκαλεί το παιδί μας με το συγκεκριμένο χαρακτήρα του να ανοιχθούμε σε αυτό τον νέο τομέα, και αυτό είναι ωρίμανση.
Ο δεύτερος τρόπος, που ωριμάζει ο γονιός έχει να κάνει με τις διάφορες ηλικίες που περνάει το παιδί. Κάθε μια από τις ηλικίες- φάσεις του παιδιού απευθύνεται σε διαφορετικές περιοχές της προσωπικότητάς μας.
Συγκεκριμένα όταν αποχτούμε ένα παιδί και είναι ακόμη βρέφος, αυτό που ζητάει είναι κυρίως μια σωστή φροντίδα. Δηλαδή να φροντίσουμε την τροφή του, την καθαριότητά του, την υγεία του, την ασφάλειά του, και βεβαίως να αναπτύξουμε σχέση μαζί του.
Η σχέση αρχίζει από την αρχή, από τότε που το παιδί είναι μωρό, που είναι στη κοιλιά της μητέρας του, ήδη από εκεί ξεκινάμε τη σχέση με το παιδί μας και μπορούμε να του μιλάμε και να νοιώθουμε συναισθήματα για αυτό. Βλέπουμε αργότερα ότι, ακόμα και όταν αλλάζουμε την πάνα του αναπτύσσουμε σχέση μαζί του, γιατί του μιλάμε, του γελάμε κ.τ.λ.
Όταν μεγαλώσει λίγο το παιδί και περάσει την νηπιακή ηλικία (μεταξύ τριών και έξι χρονών) τότε ζητάει άλλα πράγματα. Βεβαίως και τότε ζητάει προστασία, να προσέξουμε την ασφάλειά του, την υγεία του…. Όμως έχει αρχίσει να μιλάει, να περπατάει, και να ζητάει. Απευθύνεται σε άλλες περιοχές της ψυχής μας που είναι ο διάλογος, για παράδειγμα, να του απαντούμε στις ερωτήσεις, να κάνουμε συζήτηση μαζί του. Λίγο ακόμα μεγαλώνοντας αρχίζουν τα «όχι» και τα πείσματα.
Γιατί υπάρχουν αυτά; Γιατί αρχίζει να αναπτύσσεται η προσωπικότητα του παιδιού, δειλά-δειλά εμφανίζεται η προσωπικότητα ενός ανθρώπου, του μικρού αυτού ανθρώπου. Και η προσωπικότητα αυτή έχει κάποιες απαιτήσεις. Ζητάει να έχει μια διαφορετική άποψη, μια διαφορετική επιθυμία από τους γονείς του, αλλά με την μορφή του πείσματος.
Αν έχω ένα νήπιο το οποίο έχει απαιτήσεις, έχω μπροστά μου έναν άνθρωπο με προσωπικότητα και πρέπει να κάνω σχέση μαζί του και να δω τι θα γίνει με αυτή την επιθυμία που έχει, με αυτή την άποψη που έχει.
Τι να την κάνω; Κάτι πρέπει να την κάνω. δεν μπορώ να ενεργώ μονόπλευρα, όπως όταν ήταν μωρό, διότι τότε θα κάνω καταστολή της προσωπικότητας, θα την εξαφανίσω την προσωπικότητα αυτή. Ούτε πάλι θα παραδοθώ άνευ όρων, και θα κάνει το παιδί ό,τι θέλει. Πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος σχέσης, και αυτό είναι μια νέα ικανότητα. Μπορεί να τα καταφέρνω πολύ καλά όταν είναι μωρό, αλλά όταν είναι τριών χρόνων και τεσσάρων να μην μπορώ να τα καταφέρω. Γιατί;
Διότι πρέπει να εξελιχθώ εγώ, πρέπει να ωριμάσω και να ξυπνήσω το αντίστοιχο κομμάτι μέσα μου που λέγεται σχέση και διάλογος με ένα παιδί, και βέβαια αναγνώριση μιας διαφορετικής προσωπικότητας.