.
ΠΕΡΙ ΓΑΜOY MAΡΤΥΡΙΕΣ (και όχι μόνο)
Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013
Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011
Η Θεωνίτσα, ο πεθερός, η ζωή και ο θάνατος - εμπειρία
ότι η εμπιστοσύνη σου στον Κύριο και στην Αιώνια ζωή, είναι πιο χειροπιαστή απ' τη δική μου, επειδή, βίωσες παρουσία και φθόνο του Εξαποδού, ήδη απ' τα χρόνια της πρώτης νεότητας, όμως, μια και υποστηριζόμαστε λιγάκι- ως πνευματικοί συναθλητές σ' έναν πολυετή
μαραθώνιο, πίστης, ελπίδας και αγάπης- επίτρεψέ μου να σου εξιστορήσω την προσωπική εμπειρία μιας φίλης- όπως την άκουσα απ' την ίδια- προσφάτως.
Την ιστορία, παραθέτω, χωρίς προσπάθεια βαθύτερης ανάλυσης, επίσης, την παραθέτω, ως μικρό, χαμογελαστό-ναι καλά άκουσες, χαμογελαστό- κέρασμα σε θλιμμένους περαστικούς απ' αυτή τη σελίδα, την παραθέτω για χάρη ανθρώπων που έχασαν προσφιλείς τους και, οι οποίοι - μη διαθέτοντας Ορθόδοξη προσέγγιση επάνω στο ζήτημα- βασανίζονται με πόνο και ερωτήματα, περί του αν υπάρχει πράγματι, πνευματικός κόσμος, αν ζούν οι τεθνεώτες, αν βρίσκονται κάπου, και επομένως αν υπάρχει περίπτωση- κάποτε- μαζί τους, ξανά να συναντηθούμε...
Λοιπόν, η φίλη Θεώνη, είναι γυναίκα, με χριστιανική πίστη, πρακτική, ισορροπημένη- ουδόλως αλαφροΪσκιωτη, ως χαρακτήρας- και...
επειδή τη γνωρίζω, στη μαρτυρία της, δίνω προσεκτικότατη βάση.
Και η μαρτυρία της , αποτελεί τη μόνη μεταφυσική εμπειρία που βίωσε, η ίδια, εκ πρώτης νεότητος μέχρι τα τώρα..
Το σημειώνω, αυτό, για να μην υποθέσει κάποιος -ότι πάει προς ...σάϊκο η γυναίκα και αφηγείται ό,τι της κατεβαίνει.
- Ούτε κατά διάνοιαν!
Προλογίζοντας το βίωμά της, η Θεώνη, μου τόνισε με απλότητα:
-Όποιος και να 'ρθει-, να μου πει εμένα ότι είμαστε μόνο "κρέας" και ότι δεν υπάρχει πνευματικός κόσμος, αδύνατον να με πείσει, διότι εγώ, κυρία... Σαλογραία μου, το γεγονός-μαζί με τον άντρα μου- το ΖΗΣΑΜΕ!
-Τι ζήσανε δηλαδή;
-Να σου πώ:
Η Θεώνη εισήλθε εις γάμου κοινωνίαν -που γράφουν και τα θεολογικά βιβλιαράκια- όταν ήταν περίπου δεκαοκτώ ετών εκείνη, είκοσι ο σύζυγός της, κι ο έρωτάς τους ευλογήθηκε και μ' ένα μπεμπάκιιιι!...
Έμεναν στην Πάτρα, στην περιοχή της Αγυιάς.
Απ' το γάμο, η Θεώνη απέκτησε και έναν πεθερό
(για να μη ξεχνιόμαστε, κορίτσια, ακολουθούν- ως αναγκαιότατα συμπαρομαρτούντα, τα πεθερικά και τα σόγια εις έκαστον γαμικόν πακετάκιον- δεν ξεφύτρωσε απ' το "πουθενά" ο καλός γαμπρός ή η εκλεκτή νυφούλα- η ευγενέστατη- όχι αχαριστίες παρακαλώ, και επιλεκτική μνήμη- για Όνομααα!)
Ο πεθερός, έτρεφε μεγάααλη συμπάθεια στη Θεώνη, έτσι λοιπόν, κάθε απόγευμα, επισκεπτόταν το νιόπαντρο αντρόγυνο, χτυπώντας με κέφι τα κουδούνια του σπιτιού, αλαλιάζοντάς τους- αν ήταν κάπου αλλού ...συγκεντρωμένοι, ως... νιόπαντροι- φωνάζοντας με βροντερή φωνή , και φιλική -πάντα- διάθεση:
-Θεωνίτσα! Θεωνίτσα!
Τι κάνετε βρε παιδιά; πού είστε;
-Εδώ είμαστε πατέρα! απάνταγε η Θεωνίτσα- με υποτακτικό χαμόγελο ελληνικής ταινίας του
'70- τον καλωσόριζε, του φτιαχνε μυρωδάτο ελληνικό καφέ, και μοιράζονταν, μαζί του, τα νέα, της εσπέρας.
Αυτό γινόταν σε εξαιρετικά τακτική βάση και τίποτα δεν προμήνυε
ότι ξ α φ ν ι κ ά- ένα χρόνο μετά το γάμο του γιού - την Κυριακή του Πάσχα, το καταμεσήμερο, ο πεθερός, που τους είχε επισκεφτεί, πίνοντας μαζί τους κρασάκι, ευφραινόμενος με τα προσφερόμενα κοψίδια και ενώ κουβέντιαζαν φιλικά- ξαφνικά- σταμάτησε να μιλάει, σταμάτησε να γελάει, έγειρε το κεφάλι στο πλάι- όπως καθόταν και ...πέθανε, τουτέστιν, τους άφησε χρόοοονους!
Ήτο νεότατος.
Ετών πενηνταέξι, περιστεράκι μου.
- Θεοτρελότατη, σε ακούω με προσοχή, αλλά...στοπ καρέ, παρακαλώ, ε, όχι και νεότατος ετών πενηνταέξ, ε, όχι και νεότατος, έλεος!
-Και μέχρι πόσων ετών, σου φαίνεται εσένα, ότι χαρακτηρίζεται κάποιος, ως νεότατος;
-Την κολοκυθιά θα παίξουμε; Άρχισες τα κουφά πάλι;
Τι ερωτήσεις, μου κάνεις;
Πενηνταέξι ετών, ΔΕΝ είναι νεότατος.
Τελεία!
-Βρε άει πάγαινε από δω χάμου, που θες να απογοητεύσεις- με την απαισιοδοξία σου- τους...ώριμους σαλογραιόφιλους - τους παρηγορούμενους απ' αυτή τη σελίδαααα! άει πάγαινε που θα μου πείς εμένα ότι ετών πενηνταέξι δεν είναι νεότατοςςςς!!!
Πενηνταέξι- θα επιμείνω- ο άντρας είναι και παραείναι νεότατος -ειδικά ο άντρας-δε λέμε για τη γυναίκα:
" Η γυναίκα, όσο φαίνεται και ο άντρας όσο μπορεί"
τόνιζε, με ν ό η μ α, η συχωρεμένη η μανούλα μου-κάτι ήξερε αυτή παραπάνω!
-Ξεφύγαμε απ' το θέμα, σαλό μου - σε ανακαλώ εις την τάξιν- ας επανέλθουμε!
-Σωστά, σωστά ...ας επανέλθουμε!
-Τι λέγαμε; α ναι...λέγαμε ότι ο πεθερός, ετών πενηνταέξι και χωρίς το παραμικρό φανερό
"τίναξε τα πέταλαααα!"
πρόβλημα -μέχρι εκείνη τη στιγμή- άξαφνα,
Το σοκ υπήρξε φοβερόννν!!!
Το κατανοείς.
Θρήνος, κοπετός, τηλέφωνα, φίλοι, συγγενείς , βουή, αντάρα, κηδεία την επόμενη μέρα-Δευτέρα του Πάσχα- δάκρυα ατελείωτα.
Μαύρη, κατάμαυρη, σκέτο κατράμι, τους φάνηκε εκείνη η Λαμπροδευτέρα- αλίμονο...
Δευτέρα του Πάσχα, λοιπόν, μετά την κηδεία, βράδιασε, έφυγαν όλοι απ'το σπίτι των νιόπαντρων, έμειναν εξοντωμένοι οι τεθλιμμένοι- το βρέφος στη δίπλα κούνια, να απαιτεί τα δικά του- και δυο μεγάλες λαμπάδες- είπαν οι έμπειροι περί τα τοιαύτα, ότι- έπρεπε να καίν' όλη τη νύχτα- για τις επόμενες τρεις μέρες τουλάχιστον!
Το φρόντισαν.
Έπεσαν εξουθενωμένοι για ύπνο, νωρίς , όμως - εκεί κοντά στα μεσάνυχτα- ενώ κοιμούνταν βαθύτατα, τι ακούν ξαφνικά μέσ' στην ήσυχη νύχτα- και οι δύο οι σύζυγοι;
Ακούνε( "σώσον Κύριε τον λαόν σου.... ") ακούνε, λέει, τη φωνή του φρεσκοπεθαμένου πεθερού, να αντηχεί -ακριβώς όπως αντηχούσε όταν βρισκόταν εν ζωή και ερχόταν για την καθιερωμένη απογευματινή επίσκεψή του, στο σπίτι, φωνάζοντας σε τόνο γηθόσυνο:
- Θεωνίτσα, Θεωνίτσα!
Τρόμος.
Απλώς ο απόλυτος τρόμος.
Ξύπνησαν.
Το κεφάλι τους, όρθωσε κάγκελο, τις τρίχες-λες και χώσαν στην ηλεκτρική πρίζα το δάχτυλο!
Τα μάτια σχεδόν κρεμάστηκαν έξω απ'τις κόγχες.
- Τι είδαν, τι πάθαν καλέ, τα νιογάμπρια;
- Είδαν τον φρεσκοπεθαμένο και στο νεκροταφείο αναπαυόμενο- πλέον- πεθερό, με το κοστουμάκι του, τον είδαν ολοζώντανο, να στέκεται όρθιος, απέναντι απ' το νυφικό τους κρεβάτι - κρατώντας τα χέρια τεντωμένα οριζόντια- δεξιά και αριστερά- στης πόρτας, το κούφωμα...
-Φρίκαραν έ;
- Κοκκάλωσαν, απολύτως!
Κοίταξαν άφωνοι, τον ολοζώντανο- μπροστά τους- μακαρίτη.
Τους κοίταξε και κείνος.
Σοβαρός.
Αμίλητος.
Πέρασαν δευτερόλεπτα- αιώνες.
Και μετά ο πατέρας του γιού -και λατρεμένος πεθερός της Θεώνης- απ' τα μάτια τους, χάθηκε!
Κοιτάχτηκαν.
Τσιμπήθηκαν.
-Είδες αυτό που είδα;
-Το είδα. Το είδες και σύ;
-Το είδα και γω!
Το αντρόγυνο, έπαθε τον πανικό, όχι της αρκούδας, αλλά της ζούγκλας ολόκληρης.
Αμέσως, σηκώθηκαν, νυχτιάτικα- μες στην ταχυπαλμία- ντυθήκαν με υστερικές κραυγές -η Θεώνη κυρίως- κουκούλωσαν σε κουβερτάκι το μωρό, κι αρπάζοντας τα απαραίτητα, φύγαν, κουτρουβαλώντας - απ' την Αγυιά που βρισκόταν το σπίτι, στην απέναντι Πάτρα, στον Αγιάννη τον Πράτσικα όπου έμενε η μάνα της νύφης...
Εκεί κοιμήθηκαν-προσπάθησαν δηλαδή να κοιμηθούν- έντρομοι εκείνο το βράδυ, προκειμένου να νιώσουν ασφάλεια.
Την επόμενη μέρα το πρωί, όταν κάπως συνήλθαν, μάζεψαν το κουράγιο τους και αποφασίσαν να επιστρέψουν στο δικό τους σπιτάκι.
Ήταν απλοί, νέοι άνθρωποι, χωρίς περίπλοκες σκέψεις επί του γεγονότος.
Δεν ξέρω αν υπέθεσαν ότι πιθανόν να ήταν τόσο τεντωμένα τα νεύρα τους που να πέσαν σε ομαδική παραίσθηση...
(Τέτοιο σχόλιο, απ' τη Θεώνη δεν άκουσα-να σημειώσω επίσης, ότι δεν της είχε στοιχίσει και κάπως ιδιαίτερα ο θάνατος του ανθρώπου- διότι επιτέλους δεν ήταν δα και πατέρας της, πεθερός ήταν- δεν είχε προλάβει να αποκτήσει, μακροχρόνιο συναισθηματικό σύνδεσμο μαζί του, εξάλλου, στην παρούσα φάση του βίου της, ο έρωτας προς το σύζυγο και το μωράκι της, την συγκινούσαν κυρίως. Τα λοιπά πρόσωπα τα εκ του συμπεθεριού, αποκτηθέντα, φαίνονταν στην ψυχή της, απόμακρα, το καταλαβαίνεις, φαντάζομαι...)
Πάντως, η Θεώνη και ο σύντροφός της, δεν κάπνιζαν, δεν έπιναν και σε ψυχίατρου πόρτα, ουδόλως, κουρταλούσαν...
Τρίτη του Πάσχα, βράδυ- δεύτερο βράδυ μετά την κηδεία- πήγαν για ύπνο, δεν άντεχαν άλλο τη νύστα, τα νεύρα τους χρειαζόνταν επειγόντως, ξεκούραση.
Οι μεγάλες λαμπάδες έκαιγαν πάντα, στη μνήμη του μακαρίτη.
Ενώ κατάφεραν, αγκαλιασμένοι, ν' αποκοιμηθούν, ξαφνικά, ακούν μέσ' στον ύπνο, πάλι τις ίδιες, γνώριμες φωνές!
- Θεωνίτσα! Θεωνίτσα!
- Κύριε των Δυνάμεων, ελέησον ημάς!
Πετάχτηκαν έντρομοι, και αντίκρισαν και οι δύο, εκ δευτέρου- παρακαλώ- το φρεσκοπεθαμένο, πάλι αντικρύ τους, στο ίδιο ακριβώς σημείο, να τους κοιτάει σιωπηλός, με απλωμένα οριζόντια τα δυο χερια, στης πόρτας το κούφωμα.
Τους κοίταξε, σοβαρός, τέσσερα πέντε δευτερόλεπτα και πάλι απ' τα μάτια τους χάθηκε!
Το ζευγάρι, σε κατάσταση έξαλλη εντελώς, μάζεψε πανικόβλητο, ό,τι μπορούσε, άρπαξαν το μωρό παραμάσχαλα και έτρεξαν μέσα στην νύχτα, φρικαρισμένοι, έτρεξαν απ΄ την Αγυιά, πάλι στο σπίτι της πεθεράς, στην άλλη άκρη της Πάτρας...
Η πεθερά(του γαμπρού η πεθερά) είδε και έπαθε μέχρι, κάπως να τους ηρεμήσει, μέχρι να τους ξαναπάρει ο ύπνος, εκεί κοντά στο ξημέρωμα.
Την επόμενη μέρα, Τετάρτη του Πάσχα, το πρωί, ο ήλιος έλαμψε χαρούμενος και καθησυχαστικός.
Μάζεψαν όλο το σθένος και...
αποφάσισαν να επιστρέψουν στη βάση τους.
Εντάξει. Τι ευχή!
Ας πούμε ότι την πρώτη βραδιά, φανερώθηκε ο μακαρίτης διότι...δεν το είχε καταλάβει ούτε ο ίδιος ότι είχε...πεθάνει(!)...ας πούμε ότι τη δεύτερη βραδιά ο μακαρίτης εξακολουθούσε να είναι...απροσανατόλιστος(!) όμως τώρα, με της ημέρας το φως, το νέο ζευγάρι ένιωθε σχετικά άνετα.
Κατά πάσα πιθανότητα-υπέθεταν, υποθέτω- ο αποδημήσας, για το υπερπέραν, θα είχε βρει, το σωστό μονοπάτι(!)
Ξανακοιμήθηκαν, λοιπόν, σπίτι τους την τρίτη βραδιά, και οι μεγάλες λαμπάδες καίγαν, ακούραστες, στη μνήμη του εκλιπόντος.
Και ενώ ειρηνικά ονειρεύονταν, και το βρέφος δίπλα στην κούνια , ο καλός φύλακας άγγελος , με τη φτερούγα της φροντίδας του, σκέπαζε τρυφερότατα, ξαφνικά, αντήχησε πάλι , για τρίτη φορά, η γνώριμη φωνή του μακαρίτη για τρίτη βραδιά και απεριγράπτως,
τους μαρμάρωσε πάλι!
-Θεωνίτσαααα! Θεωνίτσααα!
-Έλεος! Δε γίνονται αυτά, σαλταρισμένη μου.
Δεν συμβαίνουν!
-Μπριτς! που γράφει και ένας φίλος.
Συνέβησαν και παρασυνέβησαν!
Ακόμη όταν τα θυμάται η γυναίκα- και ας έχουν περάσει χρόνια- σύγκορμη ανατριχιάζει!
Τρίτη βραδιά απερίγραπτου πανικού , τρίτη βραδιά που ο μακαρίτης επέμενε σπαστικά, να φανερώνεται απέναντι απ'το κρεβάτι τους, στης πόρτας το άνοιγμα, με τεντωμένα τα χέρια - ποιος ξέρει αν, ένιωθε μια μοναξιά, άν ήθελε κι αυτός μικρή νοερή προσευχή- αγκαλίτσα- ποτέ η Θεωνίτσα να μάθει, δεν πρόκειται, ευλαβικέ αναγνώστη μου...
Το ίδιο σοβαρό βλέμμα πάλι, ο ίδιος βουβός-του αντρόγυνου- τρόμος, η ίδια, της μορφής του αποθανόντος, εξαφάνιση.
Στον ανεκδιήγητο πανικό, το ζεύγος, άρπαξε μπιμπερά, μιλούπες, πάνες του μπέμπη, βαλιτσάκι με χρειώδη δικά τους και τρέχοντας λωλαμένα μέσα στη νύχτα, ζήτησαν καταφύγιο, πού αλλού; ξανά στο διαμέρισμα των γονέων της νύφης.
Τρελάθηκε και η πεθερά του γαμπρού με την αφήγηση του γεγονότος, σταυροκοπήθηκε πολλάκις, θύμιασε, και είδε και έπαθε η χριστιανή να τους φέρει στα συγκαλά τους,
ωστόσο, εγκατέλειψαν πιά, κ ά θ ε σκέψη να επιστρέψουν στο σπιτικό τους.
Ο Θεός μονάχα γνωρίζει το υψηλότατο άγχος και φόβο τους...
Έπειτα, ζορ ζορινά, με τη συμπαράσταση των λοιπών συγγενών και φίλων, μετά μυρίων ψυχολογικών αντιστάσεων και βασάνων, μάζεψαν το όποιο κουράγιο και ξαναπήγαν στην κατοικία τους.
Eν τέλει, χάριτι θεία, και μετά τα καθιερωμένα υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας μνημόσυνα, η κατάσταση ομαλοποιήθηκε.
Προφανώς, θα βρήκε -και κείνος- το δρόμο του...
και μεις να τα κατοστήσουμε, λατρεμένο μου...
γιατί είν' ποθητή η ζωή, σαν γλυκόπικρη σοκολάτα!
Κυριακή 23 Μαΐου 2010
Μάθε να αγαπάς (σωστά)
Ήταν ένα τραγουδάκι που το τραγουδούσα στα παιδιά μου. Όλα το αγάπησαν πολύ. Θυμάμαι μάλιστα ένα μου παιδί που με τις χούφτες του, τις μικρές τρυφερές χούφτες του, μου σκέπαζε το στόμα ώστε να μη πω το τέλος της ιστορίας που ήταν ένα τέλος θλίψης, τέλος που δεν είχε το «ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», το τέλος δηλαδή των παραμυθιών.
Πιστεύω πάντα και κάθε φορά με ένα καινούργιο γεγονός εδραιώνεται αυτή η πίστη μου, πως δεν μπορεί να υπάρχει ένα τέλος καλό αν η πορεία είναι λαθεμένη.
Γι΄ αυτό, χωρίς να θέλω να πικράνω τα παιδιά μου, επέμενα να ακούσουν και το τέλος. Το τραγούδι, λοιπόν, μιλούσε για ένα ευτυχισμένο αρκουδάκι που μαζί με την μάνα του χαιρόταν τον κόσμο. Μα το βόλι του κυνηγού σκοτώνει τη μητέρα. Το αρκουδάκι μου, «πίνει νερό, πικραίνεται και πάει, είναι μονάχο και γι΄ αυτό πονάει». Μια μέρα στο μικρό ρυάκι, ένα σκιουράκι συναντά, παιχνίδια κάνουνε τρελά. Θε μου, να μη τελειώσει αυτή η χαρά. Το αρκουδάκι μας ξαναγίνεται ευτυχισμένο. «Πίνει νερό, δροσίζεται και πάει, έχει έναν φίλο και τον αγαπάει!».
Η συντροφικότητα, η φιλία, ο άλλος, γεμίζει την ψυχή όχι μονάχα του μικρού αρκούδου. Τη δικιά μας ερημιά καταργεί, δικιά μας ευτυχία είναι να έχουμε έναν σύντροφο. Σκέφτομαι πως σαφώς γι΄ αυτή τη συντροφικότητα μιλά στην Π. Διαθήκη, όταν δημιουργεί από τον Αδάμ ο Θεός την Εύα. Είδε, λέει, ο Θεός πως δεν είναι ευτυχία να βρίσκεται μόνος ο άνθρωπος στη Δημιουργία.
Είναι το αρκουδάκι μας τόσο ευτυχισμένο, συνεχίζει το παιδικό διδακτικότατο τραγουδάκι, που σφίγγει στην αγκαλιά του τον καινούργιο φίλο. Μα βάζει τόση δύναμη σ΄ αυτό το αγκάλιασμα, τόσο ασφυκτικά σφίγγει τον φίλο του που το σκιουράκι το μελί, άφησε μια κραυγή και πέθανε.
Το αρκουδάκι μας «πίνει νερό, πικραίνεται και πάει, δεν του ΄μαθαν πότε πως ν΄ αγαπάει!!!». Εδώ είναι το τέλος το τέλος είναι τόσο θλιβερό ώστε να μη μπορεί να το αντέξει το νέο παιδί και να θέλει να μου σφραγίσει το στόμα, ή να βουλώσει τ΄ αυτιά του για να μην τ΄ ακούσει. Μα εγώ επέμενα να το λέω και τώρα τα παιδιά μου το τραγουδούν και στα δικά τους παιδιά.
Βλέπετε το μήνυμα είναι διαχρονικό. Τα σκέφτηκα όλα αυτά όταν ένα ζευγάρι σε τέλεια αποσύνθεση, με παιδιά που κοντεύουν να διαλυθούν σαν προσωπικότητες, ήρθαν φιλικά να κουβεντιάσουμε αυτά τα προβλήματα, να βρούμε το τι έφταιξε και η κατάσταση είχε φτάσει εκεί που άλλο δεν πήγαινε. Ήταν φιλική, κοντινή η οικογένεια και τους γνώριζα καλά. Ένας ένας ήταν θαυμάσιοι, όλο αισθήματα και αγάπη. Οι γονείς άνθρωποι θυσίας, άνθρωπο όλο καρδιά. Μα δεν τους είχε μάθει κανένας να αγαπάνε σωστά. Κι έτσι ξεχασμένη, χαλασμένη κάνουλα η αγάπη, αντί να ποτίζει το χώμα, να το αφρατεύει, να το κάνει καρπερό, ώστε λουλούδια να γεμίζει ο τόπος, το ΄κανε το τόσο νερό, το άσκεφτα χυμένο, βάλτο. Και στο βάλτο τα κουνούπια μένουν εστία μόλυνσης ο βάλτος.
Το αρκουδάκι από την πολλή αγάπη έγινε αιτία να πεθάνει η συντροφιά του. Δεν του ΄χε μάθει κανείς να αγαπά σωστά. Κανείς δεν του ΄χε πει πως τέχνη χρειάζεται η εκδήλωση της αγάπης. Τ΄ αγαπώ το παιδί μου τόσο που ανησυχώ μήπως μπλέξει. Και γι΄ αυτό το σπίτι γίνεται φυλακή και ποιος ποτέ ονειρεύτηκε να μένει σε φυλακή και ποιος δεν παλεύει να δραπετεύει από κει; Τ΄ αγαπώ τόσο το παιδί μου, ώστε προλαβαίνω κάθε του επιθυμία. Ναι, μα τότε έχουμε ένα παιδί που δεν ποθεί τίποτα και που επιθυμία έχει να έχει … επιθυμία.
Το αγαπώ το παιδί μου τόσο, ώστε του κρύβω τις δυσκολίες της ζωής.
Και έτσι το παιδί μας πιστεύει πως το ΜΗ είναι ανύπαρκτο, πως μέλι και γάλα οι δρόμοι, μαλθακεύει, παραιτείται από αγώνες, δεν τρίβεται, δεν ακονίζεται το μαχαίρι και έτσι όταν έλθει σε αντάμωση με τις δυσκολίες τα χάνει. Παραδίδεται χωρίς όρους και ζητά δεκανίκια όπως τα ναρκωτικά, το αλκοόλ κ.λπ.
Μα τη λαθεμένη εκδήλωση αγάπης την έχουμε για το σύντροφό μας. Η πνιγηρή, ασφυκτική υπερπροστατευτικότητα και εκεί προεκτείνεται. Και στα δύο φύλα συμβαίνει κάτι τέτοιο, όχι μόνο στο γυναικείο. Έχετε δει άβουλες γυναίκες; Πίσω τους κρύβεται ένας σούπερ δυναμικός άντρας που τις … λατρεύει και γι΄ αυτό ή πιο σωστά εξ αιτίας αυτού η προσωπικότητα της γυναίκας δεν ξεδιπλώνεται φυσιολογικά. Δεν μπορεί να οδηγήσει αν ο άντρας της κάθεται πλάϊ της και της τονίζει τα λάθη της ακριβώς γιατί την αγαπά τόσο ώστε νοιάζεται γι΄ αυτήν, μην πάθει κάποιο ατύχημα.
Το χειμώνα παίχτηκε μια ταινία με τρομερή επιτυχία στους κινηματογράφους που τόνιζε το θέμα της αγάπης χωρίς διάκριση, της σαρωτικής αγάπης. Οι γονείς τόσο αγαπούσαν το παιδί τους ώστε να θέλουν να ακολουθήσει ένα επάγγελμα και όχι αυτό το επάγγελμα που το αγόρι ήθελε. Από την υπερβολική άτεχνη αγάπη, το αγόρι αυτοκτόνησε. Επειδή αγαπάμε το παιδί μας θέλουμε να του διαλέξουμε εμείς το σύντροφο της ζωής του. Και αργότερα γινόμαστε κακά πεθερικά γιατί το παιδί μας δεν αγαπιέται τόσο όσο του αξίζει από αυτό το σύντροφο, ή αγαπιέται κάπως αλλιώτικα.
Η Αγάπη είναι θεϊκό δώρο, λέει η Γραφή, καρπός του Αγίου Πνεύματος. Και εμείς αυτό το δώρο το κάνουμε κατάρα αν δεν μάθουμε την τεχνική του. Γι΄ αυτό επέμενα να το τραγουδώ στα παιδιά μου, παρά τις αντιδράσεις τους. Γι΄ αυτό και το χαμηλοτραγουδούσα σε κείνο το ταλαιπωρημένο ζευγάρι που έχοντας στις καρδιές τους τόση αγάπη, σφίγγονταν μεταξύ τους, παραμόρφωναν από το σφίξιμο την προσωπικότητα του πλαϊνού τους. Και έμεναν μόνοι. Ακριβώς σαν εκείνο το δυστυχισμένο αρκουδάκι!
ΓΑΛΑΤΕΙΑ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΟΥ-ΣΟΥΡΕΛΗ
Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Παρασκευή 19 Μαρτίου 2010
Η Αγάπη, η Ευτυχία και ο Πλούτος…
Μια γυναίκα φρόντιζε τον κήπο του σπιτιού της, όταν ξαφνικά βλέπει τρεις γέροντες, φορτωμένους με τις εμπειρίες της ζωής, να την πλησιάζουν στην είσοδο του σπιτιού.
Παρ’ όλο που δεν τους γνώριζε, τους είπε:
Δεν σας γνωρίζω, όμως πρέπει να πεινάτε.
Περάστε, αν θέλετε, να φάτε κάτι.
Αυτοί την ρωτάνε:
Ο άντρας σου είναι στο σπίτι;
Όχι, δεν είναι εδώ, απάντησε εκείνη.
Τότε δεν μπορούμε να έρθουμε, της λένε οι γέροντες.
Όταν επιστρέφει ο σύζυγος, η γυναίκα του περιγράφει το περιστατικό.
Η γυναίκα βγαίνει έξω να προσκαλέσει ξανά τους γέροντες στο τραπέζι, μιας και ήταν ακόμη εκεί.
Δεν μπορούμε να έρθουμε όλοι μαζί, της λένε οι τρεις γέροντες
Η γυναίκα, έκπληκτη, τους ρωτά γιατί !
Ο πρώτος, λοιπόν, από τους τρεις της εξηγεί ξεκινώντας να της συστήνεται:
Είμαι ο Πλούτος, της λέει.
Της συστήνει, μετά, τον δεύτερο που είναι η Ευτυχία.
Και, τέλος, τον τρίτο που είναι η Αγάπη.
Τώρα, της λένε, πήγαινε στον άντρα σου και διαλέξτε ποιος από τους τρεις μας θα έρθει να φάει μαζί σας.
Η γυναίκα επιστρέφει στο σπίτι και διηγείται στον άντρα της αυτά που της είπαν οι γέροντες.
Ο άντρας ενθουσιάζεται και λέει:
Τι τυχεροί που είμαστε! Να έρθει ο Πλούτος!
Έτσι θα έχουμε όλα όσα επιθυμούμε!
Η σύζυγός του όμως δε συμφωνούσε:
Και γιατί να μην έχουμε τη χαρά της Ευτυχίας;
Η κόρη τους που άκουγε από μια γωνιά, τότε, τους λέει:
Δε θα ήταν καλύτερα να καλούσαμε την Αγάπη;
Το σπίτι μας θα είναι πάντα γεμάτο αγάπη!
Ας ακούσουμε αυτό που λέει η κόρη μας, λέει ο σύζυγος στη γυναίκα του.
Πήγαινε έξω και πες στην Αγάπη να περάσει στο σπιτικό μας.
Η γυναίκα βγαίνει έξω και ρωτά:
Ποιος από εσάς είναι η Αγάπη;
Ας έρθει να δειπνήσει μαζί μας.
Η Αγάπη τότε ξεκινά να προχωρά προς το σπίτι…
…και οι δύο άλλοι να την ακολουθούν!
Έκπληκτη η γυναίκα,
ρωτά τον Πλούτο και την Ευτυχία:
Εγώ κάλεσα μόνο την Αγάπη.
Γιατί έρχεστε κι εσείς;!;!;
Και απαντούν κι οι τρεις γέροντες μαζί:
Αν είχες καλέσει τον Πλούτο ή την Ευτυχία,
οι άλλοι δύο θα έμεναν απ’ έξω.
Τώρα όμως που κάλεσες την Αγάπη,
όπου πάει η Αγάπη, πάμε κι εμείς μαζί της!
Δεν έχει σημασία που!
Όπου υπάρχει Αγάπη,
θα υπάρχει επίσης Πλούτος κι Ευτυχία!
Όταν…
Αφιερωμένο σε όλους τους ερωτευμένους, αγαπημένους και πιστούς συζύγους.
Γράφει ο Ιάκωβος Ποθητός
Όταν βλέπω τις ρυτίδες στο πρόσωπό σου, χιλιάδες ενοχές νιώθω να με βαραίνουν, γιατί εγώ είμαι η αιτία που έγιναν.
Κι όταν μου χαμογελάς γεμάτη αγάπη, αναρωτιέμαι γιατί άραγε ο θεός να είναι τόσο γενναιόδωρος μαζί μου; Γιατί σ’ έστειλε δίπλα μου, να φωτίσεις τον δρόμο μου, να γαληνέψεις την ψυχή μου, να μου διδάξεις πώς ζει ο άνθρωπος.
Όταν βλέπω τους γκρίζους κροτάφους σου, τις πρώτες άσπρες νυφάδες στα μαλλιά σου, νιώθω να χάνομαι μέσα στις αμέτρητες πίκρες που σου ‘δωσα και δάκρυα μου ‘ρχονται στα μάτια. Κι όταν γυρνάς και με κοιτάς μ’ αγάπη, οργίζομαι, γιατί ποτέ δεν είχα καταλάβει πως δίπλα μου έχω τη μεγαλύτερη χαρά, την ίδια τη ζωή μου, εσένα.
Όταν θωρώ τα παιδιά μας, το δώρο που μου έδωσες, δεν βρίσκω τίποτα που μπορώ κι εγώ να σου προσφέρω, εκτός από την ταπεινή μου αγάπη. Και νιώθω ασήμαντος, φτωχός μα συνάμα πολύ τυχερός που είσαι η γυναίκα μου. Η γυναίκα που μ’ έκανε πατέρα, η μητέρα των παιδιών μου.
Όταν είμαι στο σπίτι μας, νιώθω τη στοργή σου σε κάθε γωνιά, σε κάθε σημείο. Η τρυφεράδα σου με τυλίγει, η φωνή σου μου διώχνει την κούραση. Κι εγώ ο ανόητος φωνάζω, για να δείξω πως είμαι ο δυνατός, ο ισχυρός, ο αφέντης. Όμως αλήθεια, εσύ είσαι αυτή που νικάς κάθε ημέρα και κάθε ώρα. Νικάς το ΕΓΩ, αυτόν τον μεγάλο εχθρό που εγώ δεν τολμώ να τα βάλω μαζί του.
Όταν ακούω τραγούδια αγάπης, νιώθω να φτερουγά η καρδιά μου. Απέραντο συναίσθημα που γεμίζει και την πιο άδεια καρδιά. Μα εκείνη τη στιγμή που απαλά μου πιάνεις το χέρι, καταριέμαι τον εαυτό μου που δεν μπορεί να πει τέτοια λόγια, που δεν μπορεί να τραγουδήσει τόσο γλυκά.
Όταν βλέπω το πόση φροντίδα, πόση αγάπη δείχνουν τα πουλιά στο ταίρι τους, στεναχωριέμαι που εγώ δεν ήμουν δίπλα σου όλες τις δύσκολες στιγμές που πέρασες, στην εγκυμοσύνη, στη γέννα, στη λοχεία.
Κι αναρωτιέμαι τι φταίει άραγε κι εμείς οι άνθρωποι δεν αγαπάμε όπως πρέπει, όπως αξίζει, ο ένας τον άλλον; Τι φταίει και δεν κάνουμε βασίλισσα τη γυναίκα μας στο φτωχικό μας παλάτι;
Όλα αυτά και πολλά άλλα με βασανίζουν κάθε φορά που την πόρτα της καρδιάς μου χτυπούν λόγια πικρά, λόγια φαρμακωμένα, λόγια από εκείνους που πληγώθηκαν από το σύντροφό τους.
Κι αισθάνομαι αδύναμος να συμβουλεύσω, να παρηγορήσω, γιατί εγώ είμαι ο πιο ένοχος, ο πιο άδικος απ’ όλους τους σκληρούς, τους άπονους.
Σε κάθε παράπονο, σε κάθε δάκρυ που σαν εξομολόγηση ξένοι και φίλοι μου λένε, αναγνωρίζω τη φωνή σου.
Δεν αναγνωρίζω όμως τα λόγια σου, γιατί εσύ ποτέ δεν μου παραπονιέσαι. Η ματιά σου γεμάτη ελπίδα υπόσχεται ένα καλύτερο αύριο, χωρίς σύννεφα, δίχως στεναχώριες. Και συλλογιέμαι πώς άραγε τον τρόπο μου μπορώ ν’ αλλάξω, τα λόγια μου να κάνω πιο γλυκά, πιο ζεστά. Μα όσες φορές υπόσχεση έδωσα στον εαυτό μου δεν το κατάφερα. Μ’ αξίζεις να προσπαθήσω ξανά, να σου χαρίσω όλα αυτά που σου στέρησα, να δικαιώσω τις θυσίες σου για τα παιδιά μας κι εμένα. Αξίζει μπροστά από όλα να βάλω εσένα γιατί είσαι η γυναίκα μου, η μητέρα των παιδιών μου, αυτή που μου χάρισε την καρδιά της…