ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
Σε παλαιότερα χρόνια για ν' αποφασιστεί η μέρα του γάμου έπρεπε οι συμπέθεροι να περιμένουν πότε θα τελειώσει η τροχιά του φεγγαριού από την πρώτη του εμφάνιση ως την πανσέληνο για να ορίσουν ποια Κυριακή θα γίνουν τα στεφανώματα των παιιδιών τους. Τούτο γινόνταν έτσι επειδή επίστευαν πως αυτή η ιεροπραξία θα συντελούσε στην ευτυχία του νέου ζευγαριού. Είναι κι αυτό μία επιβίωση από το αρχαίο ελληνικό έθιμο που αναφέρει ο Ησίοδος (Σχολ. 7, 82) στα έργα του λέγοντας πως οι αρχαίοι μας πρόγονοι παρατηρούσαν τη σελήνη και κανόνιζαν αναλόγως την τέλεση των γάμων των παιδιών τους ύστερα από κάθε πανσέληνο.
Ας έρθουμε τώρα στις κυριότερες προετοιμασίες που προηγούνται από την ορισμένη μέρα του γάμου.
Ο γαμπρός με τον πατέρα του φροντίζουν να «σάσουν*» τα σπίδκια τους αν πρόκειται η νύφη να συγκατοικήσει με τα πεθερικά της. Έπειτα ο γέρος θα ψουνήσει τα τρόφιμα και τα σφαχτά που θα μαγειρεύσουν και θα σερβιριστούν στο γαμήλιο τραπέζι, ενώ οι κουμπάροι - που συνήθως είναι πάρα πολλοί, όπως και οι «κουμέρες*» - πρέπει, όπως θέλει το έθιμο να φροντίσουν για τα ξύλα που μ' αυτά θ' ανάψουν τις φωτιές για να μαγειρευτούν τα φαγητά.
γαμήλια γυρισταρκά σε κολότζιν με κρασί |
σάσουν = διορθώσουν, φτιάξουν, κουμέρες = κουμπάρες, κανίσκια = δώρα, γυρισταρκές = ωραίες γλυκοζύμωτες πίτες ή κουλούρες, κοπέλια= αγόρια, κορούες= κορίτσια, τσέστοι = πανέρια, πολύχρωμοι ψάθινοι δίσκοι, μαντηλιές ή σεβρέττες = πλουμιστές πετσέτες, λαμπάϊν = μικρή λαμπάδα, μερρέχα = μυροδοχείο.
ΤΟ ΡΕΣΙΝ
Μια από τις σπουδαιότερες προετοιμασίες του γάμου είναι το «ρέσιν», που αποτελεί το καθιερωμένο πατροπαράδοτο φαγητό, απαραίτητο για το γαμήλιο τραπέζι. Γίνεται από κοπανιστό ή χοντροαλεσμένο στα «χερομύλια»* σιτάρι που το βράζουν όπως το πλιγούρι σε μεγάλα «χαρκιά»* μέσα σε ζωμό ανάμιχτον με μεγάλα κομμάτια κρέας, αρνιού, βοδιού, χοίρου, πουλερικών και που τρώγεται σαν πηχτή σούπα.
Προτού αλεστεί το σιτάρι, δηλ. προτού γίνει όπως λένε, το «κοπάνισμαν» του ρεσιού, πρέπει πρώτα το γέννημα να πλυθεί καλά. Αυτή η δουλειά, σωστή ιεροτελεστία, γίνεται από κορίτσια, συγγένισσες και φίλες της νύφης ή του γαμπρού, που το φορτώνονται μέσα σε «πανέρκα», σε σκάφες και σε κόσκινα για να πάνε στη βρύση ή σε καμιά κοντινή πηγή να το πλύνουν. Έτσι καθώς βαδίζουν οι λυγερόκορμες κοπέλες στη γραμμή προς τον κρυστάλλινο κρουνό, τραγουδώντας, φαντάζουνε κανηφόρες σε αρχαϊκή πομπή:
Ελάτε ούλες στο νερόν, στην βρύσιν για να πάμεν
να πλύννουμεν το ρέσιν μας, στο γάμον για να φάμεν.
Ελάτε ούλες του χωρκού ν' αλέσουμεν το ρέσιν,
να φά΄ η νύφφη κι ο γαμπρός, να δούμεν αν τ' αρέση.
Πέντε μαντήλια κόκκινα κ' έναν ωραίον φέσιν,
ελάτε, κοπελλούες μου, να πλύννουμεν το ρέσιν.
Κι όταν πια με γέλια και χαρούμενα τραγούδια γυρίζουνε στο σπίτι ολόδροσες και ροδομάγουλες, το φρεσκοπλυμένο σιτάρι απλώνεται σε καθαρές ψάθες και σε χοντρά υφαντά σεντονόπανα για να στεγνώσει κάτω από τον ήλιο. Τότε μπαίνουνε σ' ενέργεια τα γερομύλια και, πάνω στο ρυθμό της μυλόπετρας που γυρίζει, οι κοπέλες ξαναρχίζουν το τραγούδι:
Σαρανταπέντε γερανοί κ΄ ένας ατός στην μέσην
ελάτε, κοπελλούες μου, ν' αλέσουμεν το ρέσιν.
Να πκιάσω στράταν μακρινήν, να κόψω χίλια μίλια,
ελάτε, κοπελλούες μου, ούλες στα χερομύλια.
Εκτός όμως από το ρέσιν πρέπει να ζυμωθούν με ψιλό αλεύρι οι νυφιάτικες γυρισταρκές όπως και τα μακαρούνια του γάμου, που θα στριφτούν, θα κοπούν και θα απλωθούν πάνω σε «σανιδκές»* στον ηλιακό, όπου θα στεγνώσουν, για να τα βράσουν την ημέρα του γάμου μέσα σε παχύ κοτόζουμο και να τα πασπαλίσουν με μπόλικο «χαλλούμιν»*. Άλλα τραγούδια των κοριτσιών συνοδεύουν και τούτες τις ετοιμασίες, ενώ ο βιολάρης ή ο λαουτιέρης κρατούν το ίσο με τα όργανά τους:
Καλώς ήρταμεν κ΄ήυραμεν τα σπίδκια τους μϊάλα
κι όπου να τρέξει 'ππόσω τους το μέλι με το γάλα.
Φέρτε 'πο κει τις σανιδκές και κάτσετε ξωγύρου
να κόψουμεν ζυμαρικά σ' υγείαν τ' ανροΰνου.
Πκιάστε ζυμάριν πάνω σας και σμίλες* και πανέριν
να κόψουμεν για να το φα' του νιόγαμπρου το ταίριν.
Εις το ζουμίν των όρνιθων ψήννουν τα μακαρούνια,
και το φαΐν τους το γλυκόν μοιάζει σαν τα λουκούμια.
Ελέτε, κοπελλούες μου, να τρίψουμεν χαλλούμια
και να παραχυονώσουμεν* τωρά τα μακαρούνια.
χερομύλια = χερόμυλοι πέτρινοι, χαρκιά = καζάνια, σανιδκές = μακριές σανίδες, χαλλούμι = ντόπιο χωριάτικο τυρί, σμίλα = βελόνα (για το μακαρόνια είναι από χόρτο (σκλινίτζιν) που μ' αυτά κάνουν τις τρύπες στα μακαρόνια), παραχυονώσουμεν = σερβίρουμε.
ΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙΝ
Από τις παραμονές του γάμου προετοιμάζεται το «γέμωσμαν» και το «πλούμισμαν του κρεβατκιού». Κρεβάτιν στην Κύπρο λένε το στρώμα που θα ρίξουν στην «καρκόλαν»* για να κοιμηθεί το νιόπαντρο ζευγάρι. Πάνω σ' ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι, ή καταγής σε μια καινούργια ψάθα, ή στο πάτωμα, απλώνουν το κρεβατόπανο κι αρχίζουν να το γεμίζουν με βαμβάκι ή με φρεσκοπλυμένα μαλλιά «κουβέλλας»* επτά ή εννιά μονοστεφάνωτες γυναίκες, ενώ ο βιολάρης κι ο λαουτάρης παίζουν διάφορους χαρούμενους σκοπούς. Την ώρα που οι νέες γυναίκες γεμίζουν και ράβουν το στρώμα, κουμπάροι, συγγενείς και φίλοι έρχονται να το «πλουμίσουν», δηλ. να ρίξουν σ' ένα δίσκο όσα χρήματα θέλει ο καθένας, που προορίζονται για τη νύφη. Ταυτόχρονα πλουμίζουν και τους «βκιολάρηδες», ενώ οι κοπέλες τραγουδούν τα κατάλληλα για την ετοιμασία της νυφικής παστάδας «παστοπήγια», δηλ. τραγούδια, όπως τα 'λεγαν οι Βυζαντινοί:
Όρα καλή κι ώρα αγαθή κι ώρα ευλοημένη,
τούτ' η δουλειά π' αρκέψαμεν να βγη στερεωμένη,
'που τον αφέντην τον Χριστόν να ΄νι ευλοημένη.
Ο Ρή(γ)ας της Ανατολής κι ο Βασιλιάς της Δύσης
συββούλιον εδώκασιν συμπεθθερκόν να κάμουν.
Ο Ρήγας έβαλεν τον γυιόν κι ο Βασιλιάς την κόρην.
Σαστήκαν να πατρέψουσιν κ' είπασιν να καλέσουσιν,
κ' εβγήκαν να καλέσουσιν 'π' Ανατολήν και Δύσην.
Ο Βασιλιάς εκάλεσεν ούλον τ' αρκοντολόϊν
κι ο Ρήας εν' που κέλεσεν ούλον το φτωχολόϊν.
Ότι και στεφανώσασιν εκάτσασιν να φάσιν,
εκάτσασιν οι άρκοντες πάνω μερκάν των τάβλων*
εκάτσασιν και τους φτωχούς κάτω μερκάν των τάβλων.
Πάνω στο φαν, πάνω στο πιειν είπαν να τραουδήσουν,
και πάνω στα τραούδκια τους είπασιν να χαρίσουν.
Άλλος χαρίζει εκατόν κι άλλος διά*δκιακόσια,
κι ο τρίτος ο καλλίτερος χίλια και πεντακόσια.
Και το νεπέττιν* έππεσεν πάνω στο καλοήριν.
«Πε μας, μωρέ κολό(γ)ηρε, είντα 'χεις να χαρίσης;»
«Εγιώ φτωχόν καοηρίν, είντα' χω να χαρίσω;
Χαρίζω κάλλη του γαμπρού και ομορφιές της νύφφης,
χαρίζω και του νιόγαμπρου εννιά πύρκους λουβάριν*
και δεκαπέντε ξυλαλάν κι οχτώ μαρκαριτάριν.»
Εκεί χαμαί οι άρκοντες πκιον εμπρουμουττιστήκαν.*
«Σου ΄εν είσαι καλόηρος 'που ΄κείνους που λαλούσιν.
Είσ' ο αφέντης ο Γριστός οπού τον προσκυνούσιν.»
Σ' αυτό το μεταξύ το γέμισμα του στρωμάτου έχει σχεδόν τελειώσει. Δεν μένουν ακόμη παρά λίγες βελονιές και το ράψιμο τέσσερων σταυρών από κόκκινο πανί στα τέσσερα «καντούνια»* του. Διάφορα πιοτά και γλυκά προσφέρονται σε όλους, ενώ οι κοπέλλες τραγουδούν με τους ήχους της μουσικής τους παρακάτω στίχους:
Έλα, Θεέ, κ' έλα Χριστέ, έλα και Παναΐα,
τουτ' η δουλειά π' αρκέψαμεν νά' χη την ευλοΐαν.
Α λεμονιά μου φουντωτή πού' σαι στον κατεβάτην,*
σούστου* και ρίξε τους αθθούς να γεμιστή κρεβάτιν.
Μέσ' στην αυλήν της νιόνυφης κάθουνται δκυο α(η)δόνια,
εστείλασιν και 'φέρασιν ελληνικά βελόνια.
Ερέξαν* τα βελόνια τους μ' ολόγρουσον μετάξιν
και ράβκουν τα κρεβάτιν της με χάριν και με τάξιν.
Προσέχετε τες βελονιές καλά, να μεν φανούσιν,
γιατ' ύστερα θα τες θωρούν και θα σας νεγελούσιν.*
Εκόψαν την βασιλικιάν* κ' εκάμαν την δεμάτιν,
εφτά εν' οι μονοστέφανες που ράφκουν το κρεβάτιν.
Βάρτε τους τέσσερις σταυρούς στα τέσσερα καντούνια,
να πέφτουν να κουνίζουνται σαν τα φιλικουτούνια.*
Βάτρε τους τέσσερις σταυρούς, φεγγαριν εις την μέσην,
ν' αρέση τ' αντροΰνου μας την ώραν που θα ππέση.
Αφού πια τελειώσει το «γέμισμαν», το «πλούμισμαν» και το ράψιμο του κραβαθκιού, οι κουμέρες φέρνουν ένα μικρό παιδί, κατά προτίμηση αγόρι, που το βάζουν να κάνει σ' αυτό «κουτρουμπέλλες»* και το κυλούν πέρα-δώθε στο στρώμα, με την ευχή στους μελλόνυμφους ν' αποκτήσουν πολλά και όμορφα σερνικά παιδιά.
Όμως η ιεροπραξία δεν τελείωσε. Πρέπει τώρα να γίνει «ο χορός του κρεβαθκιού». Ο πρώτος κουμπάρος, ή δύο στιβαροί άντρες, ή δύο και τρεις χεροδύναμες γυναίκες, αφού τυλίξουν το στρώμα και το δέσουν με την «λιμιστίραν»,* το σηκώνουνε στους ώμους των και το χορεύουν ρυθμικά με τους ήχους των τραγουδιών και των οργάνων, ενώ την ίδια ώρα άλλες νιόπαντρες γυναίκες χορεύουνε κι αυτές τα σεντόνια και τα παπλώματα της νύφης. Ύστερα στρώνουν τη νυφική καρκόλα, πετώντας η μια στην άλλη τα σεντόνια και τα «μαβλούκια»,* και βάζουν κάτω απ' αυτά ένα ψαλίδι ανοιχτό για την προφύλαξη του αντρόγυνου από κάθε σανανική ενέργεια και από τη γλωσσοφαγία του κόσμου. Τότε τραγουδούν όλες μαζί:
Αντρέα μου Απόστολε μ' εξήντα δκυό κανόνια
βοήθα μας να στρώσουμε της νύφης τα σεντόνια.
Φέρτε και τα μαβλούκια της, κείνα τα μεταξένα
που τά ΄καμεν η νύφη μας με χέρια κουλουρένα.*
Απάνω στις χαρές αυτές οι κουμπάροι κερνούν τους χωριανούς με κρασί, κονιάκ, σταφίδκια με τραγάλια, σουτζούκια, κουλούρκα, προσγέροντάς τους και τσιγάρα.
καρκόλα = κρεβάτι, κουβέλλας = προβατίνας, σαστήκαν = ετοιμάστηκαν, τάβλων = τραπεζιών, διά = δίνει, νεπέττιν = σειρά, λουβάριν = χρυσάφι, εμπρουμουττιστήκαν = έπεσαν μπρούμυτα, καντούνια = γονιές, κατεβάτης = μεγάλο αυλάκι, σούστου = κουνίσου, ερέξαν = περάσαν, νεγελούσιν = κοροϊδεύουν, βασιλικιάν = τον βασιλικό, φιλικουτούνια = πουλιά που μοιάζουν με τρυγόνια, δεκοχτούρες, κουτρουμπέλλες = τούμπες, λιμιστίραν = σχοινί, μαβλούκια = μαξιλάρια, κουλουρένα = παχουλά σαν τ' αφράτα κουλούρια.
Η ΜΑΝΑΣΣΑ
Συμπλήρωμα απαραίτητο στις προετοιμασίες του γάμου είναι και το «στήσιμο της Μανάσσας», δηλ. η επίδειξη στους συχωριανούς του νοικοκυριού και των προικιών της νύφης που γίνεται στο σπίτι του γαμπρού όπου έχουν από πριν κουβαληθεί. Τα σεντούκια και τ' αρμάρκα* ανοίγονται, για να βγουν και ν' απλωθούν σ' όλο το σπίτι τα καλύτερα πράγματα από τα προικιά της κοπέλας, που τα κρεμούν στους τοίχους, στα έπιπλα, στην «νιστιάν»* και όπου αλλού υπάρχει θέση. Ό,τι ωραιότερο έχει υφάνει στη «βούφα»* ή κεντήσει η χρυσοχέρα κόρη φιγουράρει μαζί με τα «φουστανίκια» και τα πανωφόρια της τελευταίας μόδας. Τα χαλκώματα και τα τζοβαϊρικά, δίπλα με τις «καντήλες»* και τ' άλλα γυαλοφλύτζανα, αντανακλούν πάνω από τις «σουβάντσες»* τις πολύχρωμες ανταύγειες των στους γύρω τοίχους. Οι φιλενάδες της νύφης συναγωνίζονται σε γούστο για το ωραιότερο στολισμό της Μανάσσας, αρχίζοντας και το κατάλληλο τραγούδι που το συνοδεύουνε με όργανα:
Φωνάξετε τις νόστιμες, πέτε τους να βουρίσουν*
Μανάσσαν εν' που στήνουμεν, για να μας βοηθήσουν.
Φωνάξετε της μάνας της να φέρει τ' ανοιχτάριν,*
να ΄βρετε τα σεντόνια της τα διπλοτριπλωμένα
που τα ετριπλοδίπλωσε με τα χρυσά της χέρια.
Άγια Μαρίνα, σύντρεξε, κι άγια* Φανερωμένη,
βοηθάτε τούτην την δουλειάν να είν' ευλοημένη.
Σύντρεξε και βοήθα τους και στείλε τους την χάριν,
κι' άγια Χρυσορρογιάτισσα* με το γρουσόν ζωνάριν.
Σύντρεξε και βοήθησε να ΄ρτουν οι καλεσμένοι,
να ΄ρτουν οι καλεσμένοι τους κανίσκια* φορτωμένοι.
Κυρά του Κύκκου*, μια είσαι, υπερδεδοξασμένη,
οπούρκονται στην χάριιν σου 'π' ούλην την οιικομένην
και λουτουρκούν την μέραν σου πισκόποι καιι γουμένοι.
Κυρά του Κύκκου, μια είσα και άλλη του Τροόδου*
κ' ένας ο Τίμιος Σταυρός*, ο Κάνναβος* τ' Ομόδου.
Συντρέξετε, βοηθάτε τους, να 'ρτουν ευλογημένοι,
να 'ρτουν κ' οι καλεσμένοι τους κανίσσια φορτωμένοι.
Οι κυριότερες προετοιμασίες του γάμου τελείωσαν· δεν μένει πια παρά το λουτρό της νύφης, που κι αυτό παίρνει μορφή ιεροτελεστίας όταν κορίτσια με τις υδρίες στους ώμους έρχονται να λούσουν το ξανθόχρυσο ή μαυρόμαλλο κεφάλι και το λυγερό κορμί της μελλόνυμφης, απαράλλαχτα όπως γινόταν και στ' αρχαία ελληνικά χρόνια.
αρμάρκα = ντουλάπια, νιστιάν = τζάκι, εστία, βούφα = αργαλιός, καντήλες = ποτήρια, σουβάντσες = ράφια γύψινα, βουρίσουν = τρέχουν, ανοιχτάριν = κλειδί, άγια = άντε εμπρός, Χρυσορρογιάτισσα = Παναγία η Χρυσορρογιάτισσα μοναστήρι στην Πάφο, κανίισκια = δώρα, Παναγία του Κύκκου = μεγάλο μοναστήρι της Παναγίας στην Κύπρο, Παναγία του Τροόδου = μοναστήρι της Παναγίας Τροοδίτισσας, Τίμιος Σταυρός = μοναστήρι Τιμίου Σταυρού στο χωριό Όμοδος, Κάνναβος = κομμάτι σχοινί που έδεσαν τον Χριστό στο Σταυρό,
Ο ΣΤΟΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΝΥΦΗΣ
Από πρωί-πρωί κ' ύστερα από το τελευταίο συγύρισμα του σπιτιού αρχίζει το στόλισμα της νύφης από τις συγγένισσες και τις φιλενάδες της, που βάζουν τα δυνατά τους να την ομορφήσουν όσο το δυνατό περισσότερο. Πριν αρχίσει το ντύσιμό της, ο παπάς ευλογεί το φόρεμα του γάμου και τ' άλλα στολίδια που είναι τοποθετημένα όμορφα-όμορφα μέσα σ' έναν «τσέστο». Όταν τελειώσει η ευχή, μια από τις «κουμέρες», ανύπαντρη, ή παντρεμένη που να ζη ο άντρας της, παίρνει το κάνιστρο με τα νυφικά και χορεύει, φέροντας τρεις βόλτες μέσα στην κάμαρη.
Κ' εδώ τώρα επιθαλάμια τραγούδια εγκωμιαστικά αρχίζουν ν' αραδιάζονται για τη μελλόνυμφη:
Άγια* στολίστε την καλά την μαρκαριταρένην,
απού την έχ' η μάνα της κάθε οκτώ λου(σ)μένην
κι απού την έχει ο κύρης της μέσ' στα γρουσά χωσμένην.
Φωνάξετε της μάνας της να ΄ρτη να την ιζώση
και να της βάλη την ευκήν και να την παραδώση.
Α ΄δε* καμούς που έχουσιν οι κάμποι και τα όρη
όταν αποχωρίζεται η μάνα 'που την κόρη.
Η νέα, που ακούει ανάμεσα στον στολισμό της αυτούς τους συγκινητικούς στίχους, νιώθοντας να σφίγγεται η καρδιά της και να βουρκώνουν τα μάτια της λέει στις κοπέλες με μισοπνιγμένη φωνή:
Φωνάξετε της μάνας μου ευκήν να μου χαρίση,
το γάλαν που με βύζαξεν να μου το χαλαλίση.
Αφέντη μου και μάνα μου, μεγάλον τ' όνομάν σας,
χαλάλιν να μου κάμετε το βυζανάγιωμά σας.
Τώρα επεμβαίνουν οι στολίστρες λέγοντας της:
Μεν* κλαίεις νύφφη, μεν κλαίεις και δεν θα ρέξεις* πέρα,
η μάνα σου εν' δαχαμαί, θωρείς την κάθε μέρα.
Σήμμερ' αλλάσσει ο ουρανός, σήμμερ' αλλάσσ' η μέρα,
σήμμερα στεφανώνουμε ατόν και περιστέραν.
Μεν καμαρώνεις, νιόνυφφη, και χάνεις την ωχράν* σου,
να πάης με το ταίριν σου να χτίσης την φουλιάν σου.
Σήμερα πέντε ποταμοί στέκουν σταματημένοι,
κ' η μονοκόρη του σπιδκιού στέκει καμαρωμένη.
Η Παναγία κι ο Χριστός νά ΄ρτουν να βοηθήσουν,
το φόρεμα της νιόνυφφης να της το ευλοήσουν.
Χτενίστε τα μαλλάκια της να βκάλουν 'ποχτενίδκια,
και πέρτε τα του χρυσοχού να κάμη δαχτυλίδκια.
Όταν πια τελειώσει το νυφοστόλι, η νέα μέσα στο νυφικό της φόρεμα, χλωμή και δακρυσμένη από τη συγκίνηση, φαντάζει σαν ονειροπαρμένη οπτασία. Μα δεν αργεί ν' αποκτήσει την ψυχραιμία της και να ροδίσουνε τα μάγουλά της σαν αντικρύζει έτσι αγνώριστο τον εαυτό της στο «γιαλλίν»* κι ακούσει γύρω της λόγια θαυμαστικά όπως τούτα:
Ελάτε δα και δέτε την, κι αν έχη άλλην πέτε,
εν σαν τον ήλιον τον γρουσόν την ώραν που γεννιέται.
άγια = άντε εμπρός, α 'δε = για δες, μεν = μην, ρέξεις = περάσεις, ωχράν = χρώμα, γιαλλίν = καθρέφτης
ΤΟ ΣΤΟΛΙΣΜΑ ΤΟΥ ΓΑΜΠΡΟΥ
Παράλληλα με της νύφης γίνεται από το πρωί και η ετοιμασία του γαμπρού, που ο πατέρας του έχει καλέσει τον παπά να «σταυρώση» τα γαμπριάτικα ρούχα του κανακάρη του. Αρχίζει πρώτα το ξύρισμα του, μέσα στο σπίτι ή στην αυλή κάτω από ένα δέντρο, από τον «παρπέρην» με τη συνοδεία της ντόπιας λαϊκής μουσικής και με αστεία τραγούδια που λεν οι φίλοι του και οι κουμπάροι:
ξύρισμα του γαμπρού |
ξυρίζουν και τον νιόγαμπρον με την πολλήν μανιέραν.
Παρπέρη, τα ξουράφκια σου καλά να τ' ακονίσης
και ξύρισε τον νιόγαμπρον, να μην τον τυρανήσης.
Παρπέρη, τα ξουράφκια σου να τα μαλαματώσης,
για να ξουρίσεις τον γαμπρόν, να μεν τον αιματώσης.
Παρπέρη, ξύριζε καλά, σύρνε κομμάτιν χέριν,
κι εν ώρα πόννα σμίξουσιν με τ' ακριβόν του ταίριν.
Ελάτε ούλοι γύρω του τώρα που θα τον ντύσουν
και φέρετε κολώνιες να τον μοσκομυρίσουν.
Όσοι από τους παρευρισκόμενους θέλουν ξυρίζονται, πληρώνουν όμως οι κουμπάροι γιατί έτσι είναι το έθιμο.
χορεύοντας τα ρούχα του γαμπρού |
Άγια στολίστε τον γαμπρόν και σάστε τα μαλιά του
γιατ' εννά τον παντρέψουμε ένι με την χαράν του.
Στολίστε το, στολίστε το τ' όμορφον παλληκάριν,
που βρίσκεται στην μέσην μας, σαν ήλιος, σαν φεγγάριν.
Σ' εσέναν πρέπει νιόγαμπρε, ρολόιν με καδέναν,
γιατ' είσαι 'που ψηλήν γενιάν και που μεγάλον γαίμαν.
Κι εσέναν πρέπει, νιόγαμπρε, ρεπούπλικον καππέλλον,
που δκιάλεξες κι αγάπησες το άθθος των κοπέλλων.
Αλλάξετέ τον με χαρές τον νιόγαμπρον, κοπέλλια,
και δώστε του 'που μιαν ευκήν νά ΄χη χαρές και γέλια.
Αλλάξετέ τον γλήορα, σύρνετε νάκκον* χέριν
κ' εν' ώρα που θ' ανταμωθή με το γλυκόν του ταίριν.
Φωνάξετε της μάνας του νά 'ρθη να τον ιζώση
και να του δώση την ευκήν, να μεν το μετανοιώση.
Πάνω στο κεφαλάγκαθθον κάθεται το σγαρτίλιν*
να του χαρίση ο Θεός την μάνα και τον κύριν.
Στολίστε τον τον νιόγαμπρον με την πολλήν την βιάσιν,
κι η νιόνυφφη τον καρτερά στην εκκλησιάν να πάσιν.
Απόστολε Αντρέα μου, που ΄σαι στο περιγιάλιν,
βοήθα και του νιόγαμπρου να βάλη το στεφάνιν.
Όταν πια όλοι και όλα είναι έτοιμα, οι μελλόνυμφοι ξεκινούν χωριστά από το σπίτι του καθένας με τη συνοδεία των συγγενών τους για την εκκλησία. Αν τύχει και ο νέος κατοικεί σε άλλο χωριό, έρχεται στο χωριό της νύφης καβάλα σε περήφανον «άππαρον»* στολισμένον με καινούργια χαλινάρια και πλουμισμένα χάμουρα και με πολύχρωμα «ιχράμια»* στρωμένα πάνω στο σαμάρι του. Έτσι καβάλα τον συνοδεύουν κ' οι δικοί του. Σύμφωνα όμως με το έθιμο του τόπου ο γαμπρός πρέπει να ξεπεζέψει, όπως και το ασκέρι του, στην είσοδο του χωριού, όπου περιμένουν να τον υποδεχτούν οι συγγενείς και γνωστοί της νύφης. Και τούτο γίνεται επειδή υπάρχει μια πρόληψη που λέει πως, αν ξένος νυμφίος έμπει καβάλα μέσα στο χωριό, «τσιλλάει το χωρκόν», δηλ. παθαίνει κάτι κακό ο τόπος.
προσιαστή = σουρωτή, βάκλα = φουφούλα, κόξα = μέση, κάτσες = κάλτσες, ποδίνες = μπότες, νάκκον = λίγο, σγαρτίλιν = καρδερίνα, άππαρος = άλογο, ιχράμια = χράμια υφαντά.
Η ΤΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
Προτού ξεκινήσουν για την εκκλησία, οι γονιοί της κόρης τη φιλούν και «κλαίσιν», όπως κ' εκείνη, για τον αποχωρισμό τους, αν είναι γραφτό να φύγει η θυγατέρα τους μακριά απ' το πατρικό της σπίτι. Με μπρος τα βιολιά και τα λαγούτα ξεκινούν οι δύο πομπές για την εκκλησία. Πριν αρχίσει το μυστήριο οι μελλόνυμφοι υπογράφουν ένα χαρτί καθώς και ο παπάς που θα τους «αρμάσει»*
γαμήλια πομπή μετά το γάμο |
Αν ο νέος κατοικεί σε μακρινό χωριό όπου πρέπει να τον ακολουθήσει η νύφη, τότε την παίρνει μαζί του μέσα σε άμαξα (παλαιότερα) ή αυτοκίνητο, με συνοδεία όλο το συγγενολόϊ και το κουμπαρολόϊ, πράγμα που μας θυμίζει το αρχαίο έθιμο που ο «νυμφίος» με τον «παράνυμφον» και τους γονείς της κόρης την έπαιρναν με «όχημα» και την ακάθιζαν ανάμεσό τους, ενώ νέοι και νέες συγγενείς τους ακολουθούσαν με αναμμένες δάδες ψάλλοντας γαμήλια τραγούδια. (Πολυδεύκης 3, 40, Παυσανίας 93, 1). Η αρχαία τούτη παράδοση λέει ακόμα πως, όταν το όχημα έφθανε προς στο σπίτι του γαμπρού, «συνέτριβον» τον άξονα του, πράξη που εδήμαινε πως η νύφη δεν θα εγύριζε πια πίσω στο πατρικό της σπίτι. Μα, και όταν το ζευγάρι πρωτόμπαινε στο σπίτι, η μητέρα του ενός ή της άλλης τους έριχνε γλυκίσματα, τα λεγόμενα από τους αρχαίους «καταχύσματα» ή «τραγήματα», για να είναι γλυκαμένος ο βίος τους, πράγμα που ακόμα συνηθίζεται σε πολλά χωριά της Κύπρου από τις πεθερές, που υποδέχονται τους νιόπαντρους στην είσοδο με διάφορα γλυκίσματα.
αρμάσει = παντρέψει, Πιτσιλιά = ορεινή περιοχή στα βορειοδυτικά της
Κύπρου, κουλουρούθκια = κουλουράκια, καπνιστήρια = λιβανιστήρια,
σκούντροι = εχθροί, μικρή αξίνα.
ΤΟ ΓΑΜΗΛΙΟ ΓΛΕΝΤΙ
Καθισμένο τώρα το νιό ζευγάρι στον καναπέ της σάλας δέχεται τα
συγχαρητήρια και τα γλυκόλογα των καλεσμένων. Η νύφη, σεμνή και
χαμηλοβλεπούσα, καμαρώνει ακίνητη σαν άγαλμα. Είναι το λεγόμενο
«καμάρωμαν» ή «κουκκούμωμαν» της νύφης. Οι κουμπάροι φέρνουν τους
δίσκους με τα στραγάλια, φιστίκια και κονιάκ και άλλους δίσκους με γλυκά
τρατέροντας τον κόσμο. Οι βκιολάρηδες και οι λαουτάρηδες παίζουν τα
όργανα και τραγουδάνε τα «παινέματα του ζευγαριού:
Κάμετε τόπον, άρκοντες, και κύκλον οι παπά(δ)ες
να πα' να δω τ' ανρόϋνον 'που τες αναρκωμάες.*
Την πέτραν την πελεκητήν βάλλουν την στα καντούνια,
τώρα εσμίξασιν τα δκυό σαν τα φιλικουτούνια.
Θα βκω πάνω στην αθασιάν* να κόψω ΄ναν αθάσιν,*
τ' αντρόϋνον π' αρμάσαμεν να ζήση να γεράση.
Όσ' άστρα έχει ο ουρανός κι άθθη τα στέφανά σας,
τόσα χρονιά να ζήσετε και τόσα τα καλά σας.
Να βκώ πάνω στην τριμυθκιάν* να κόψω 'ναν τριμύθιν,
να πούμεν και του νιόγαμπρου να χαίρεται την νύφφην.
Ώρα καλή σου, νιόγαμπρε, ώρα καλή σου, γεια σου,
να χαίρεσαι την νιόνυφφην, που στέκεται κοντά σου.
Ώρα καλή σου, νιόγαμπρε, ώρα καλή σου, γειά σου,
να σου χαρίση ο Θεός τούτα τα στέφανά σου.
Νιόγαμπρε, που να χαίρεσαι, νιόγαμπρε που να ζήσης,
στον άην τάφον του Χριστού να πα' να προσκυνήσης.
Ποχαιρετώ σε, γιόγαμπρε, και φεύκω που τα 'σεναν,
και πάω εις την νιόνυφφην, τ' αμμάθκια τα μελένα.
Ώρα καλή σου, νιόνυφφη, κ' η Παναγιά μιτά σου,*
να χαίρεσαι τον άγγελον που στέκεται κοντά σου.
Εζύμωσεν ο πλάστης μου κι έκαμεν ζυμάριν,
κι εδκιάρτισέν* σου το κορμίν με το μαρκαριτάριν.
Όταν σ' εγέννα η μάνα σου, έτρεμεν, σαν το φύλλον,
κι' έκαμεν κόρην όμορφην, που 'θάμπωσεν τον ήλιο.
Ο νιόγαμπρος εν άγγελος κι η νύφφη περιστέριν,
και ήταν θέλημαν θεού για να γινούσιν ταίριν.
Έννα τσακκίσω δκυο χρυσά να κάμω μιαν πλατάνα,
νιόνυφφη, που να χαίρεσαι την ακριβήν σου μάναν.
Καράβιν εν και περπατεί, δίχως καραβοκύρην,
να σου χαρύνη ο Θεός τον ακριβόν σου κύριν.
Έτραύησα την ξισταρκάν* κι εξέβην η μητέρα,
να' ζήσ' η νύφφη κι ο γαμπρός, κουμπάρος και κουμέρα.
Σ' αυτό το μεταξύ ετοιμάζονται μέσα στο «μαειρκόν»* τα φαγητά για το
γαμήλιο συμπόσιο. Κοπέλια και κορούες πάνε κ' έρχονται, κι άλλες
ανασκουμπωμένες γυναίκες στρώνουν την τάβλα* - αν είναι καλοκαίρι έξω
στην αυλή - όλο σβελτοσύνη και προκοπή. Κι όταν όλα ετοιμαστούν, οι
νιόπαντροι με τους παπάδες παίρνουν θέση τιμητική στο κεφαλοτράπεζο. Το
πρώτο φαγητό των νιόνυφων πρέπει να είναι περιστέρια ψητά, για να
περάσουν τη ζωή τους αγαπημένοι. Το γενικό γεύμα αρχίζει από κρεατόσουπα
με ρύζι, ή από πηχτό και μυρωδάτο «ρέσιν» που από τις αυγές σιγοβράζει
με τα κρεάτινα κοψίδια στο μεγάλο «χαρκίν»,* του μαειρκού. Ακολουθούν τα
«μακαρούνια», τα «κουπέπια»,* το ψητό χοιρινό με «κολοκάσιν»* ή αρνάκι
του φούρνου με πατάτες, ή βραστές όρνιθες κ.α. Ταυτόχρονα οι γυάλινες
κανάτες και οι πήλινοι «μπότες»,* που τα κοπέλια γεμίζουν από τις
κάνουλες των βαρελιών με το αφριστό κυπριώτικο κρασί, έρχονται απανωτές
στους συνδαιτυμόνες, αληθινή πανδαισία στον Διόνυσο και στον Βάκχο, που
δροσίζει τους λάρυγγες κι ανάβει τα μεράκια φουντώνοντας το κέφι στις
καρδιές, για να σειστεί ο τόπος από τα τραγούδια και τους χορούς που θ'
ακολουθήσουν.
αναρκωμάες = χαραμάδες, αραιώματα, αθασιά = αμυγδαλιά, αθάσιν =
αμύγδαλο, δέντρο με μικρούς σπόρους που τρώγονται, μιτά σου = μαζί σου,
εδκιάρτισεν = πασπάλισε, ξισταρκά = λαδανιά, μαειρκόν = μαγερειό,
κουζίνα, τάβλα =τραπέζι, χαρτζίν = καζάνι, κουπέπια = ντολμαδάκια,
κολοκάσιν = είδος μεγάλων βολβών που μοιάζουν με πατάτες που
χρησιμοποιείται ευρέως στην κυπριακή κουζίνα, μπότες = κανάτια του νερού
ΟΙ ΧΟΡΟΙ
Το φαγοπότι και και το γλέντι διαρκούν ως πέρα από τα μεσάνυχτα. Οι μεθυσμένοι συνδαιτυμόνες, πάνω στο κέφι τους, πολλές φορές λογοφέρνουν «για ψύλλου πήδημα», καταλήγοντας κάποτε και σε καβγά. Αν δεν μπουν άλλοι πιο νηφάλιοι στη μέση, πιάνονται στα χέρια κι αρχίζουν τις «τσαερκιές»* - κάποτε βγάζουν και μαχαίρια - που ανάβουν τα αίματα και καταλήγουνε σε άγριες συμπλοκές. Όμως η ατμόσφαιρα γαληνεύει όταν ακουστούν τα όργανα κι αρχίσουν οι χοροί που δεν έχουν τελειωμό. Και πρώτα απ' όλους ο «Καρτιλαμάς», βασικός χορός των ανδρών που τον χορεύουνε λεβέντικα δυο νέοι, ο ένας άντικρυ στον άλλον, στις τέσσερις φάσεις του που η μια διαφέρει από την άλλη στο ρυθμό και στις χορευτικές φιγούρες. Ένας από τους χορούς είναι και το «μήλον», που συνοδεύεται από τους παρακάτω στίχους:
Έκοψα 'ναν μήλον ΄που πάνω στην μηλιάν
κ' έδωκα το της κάλης μου και αλλάξαμεν φιλιά.
Έσυρα το μήλον πα στα δώματά της,
εψές δεν εκεοιμήθηκα 'που τα καμώματά της.
Έσυρα το μήλον πα' στην συκαμιάν,*
κι είπεν μου εν νάρτη κείνη κι άλλη μια.
Έσυρα το μήλον πα στην τερακιάν*
κι' ένεψα της μιάλης* κι' ήρτεν η μιτσιά.*
Έσυρα το μήλον, λασμαρίν* μου φίνο, πάνω στη μηλιάν,
κι εππέσασιν τα μήλα τζι' εμείναν τα κλωνιά.
Έσυρα το μήλον κι ΄εν εκύλισε,
κι' είπουν να τη φιλήσω κι εν εκαΐλησεν.*
Έσυρα το μήλον πα στην αθασιάν*,
κ' ηύρα μιαν κοπέλλαν άσπρην και παχειάν.
Κι έστειλα προξένια, παν με τα κρασιά,
πάω στον Δεσπότην, βκάλλω αρμασιάν.*
Βρίσκω κι έναν γέρο που την Μεσαρκάν,*
κρατά έναν καλάθιν κι έχει μέσα αυκά.*
Φακκώ* του μιαν του γέρου, σπάζω του τ' αυκά.
Εκράτεν και μιαν βέρκαν*, πούτουν περναρκά,*
φακκά μου μιαν ΄πο πίσω και μιαν πα' στα μερκά.*
Κάμνω μιαν έτο ΄κει*, κι ίσια μέσ' στην λυμπουρκάν,*
τρυπώνω που 'κει μέσα, βκήκα μέσ' την Τηλλυρκάν.*
Κι ηύρα μιαν κοτζιάκαριν* κι έψηννεν τυρκά*
πα να την φιλήσω, φακκά μου πατσαρκάν.
Ακολουθεί απο τους ίδιους νέους ο «Συρτός», ο «Πολίτικος» και ο «Σκαλιώτικος»* με αυτούς τους στίχους:
Αγαπά με κι' αγαπώ την,
σαν τα μάδκια μου τα δκυο,
κι αν 'εν δεκτής, μανούλλα,
φέρε μου ψακήν* να πκιω.
Αγάπω την κι' αγαπά με,
ξέρει τ' ούλος ο ντουνιάς,
συνερείστε να παρτούμεν,
για να μεν γινώ φονιάς.
Αγαπώ την κι' αγαπά με,
κι' έχομεν το στο κρυφόν,
κι' αν δεκτούσιν οι γονιοί μας,
εννά κάμουμεν χωρκόν.
Άλλος αντρίκειος χορός είναι ο «Μπάλος», που πάνω σ' αυτόν οι χορευτές «πλουμίζουν» τους βκιολάρηδες, δηλ. τους ρίχνουνε λεφτά στο πιάτο που έχουν μπρος τους πάνω σε μια καρέκλα, ή τους κολλούν τα κέρματα στο μέτωπο. Πάλι ακούγονται τραγούδια:
Τ' αμπέλι θέλει κλάδεμαν,
να κάμη το σταφύλιν,
κι' η κορασιά κολάκιεμαν,
και φίλημα στα χείλη.
Κι' αντάν να της αθθυμηθώ,
στην γέρημήν μου στρώσην
κλαίω και ανακαλιούμε την,
ώστι να ξημερώση.
Όσ' άστρα έχει ο ουρανός,
κι' ο ποταμός βυζάκια*
τόσες βολές σε φίλησα,
που κάτω στα κανάκια.
Αγρίκουν* της π' ορκόμωννεν,*
κι έβαλλα φτιν κι' αγροίκουν,
κι' ατός μου στο κορμάκιν μου,
λαμπρόν εσυνερίκκουν.*
Από τους συνηθέστερους χορούς είναι και ο λεγόμενος «Ζεϊμπέκικος», με το ανατολίτικο χρώμα και τον ρυθμό, πού ΄χει πολλά τσαλίμια και λυγίσματα και απαιτεί μεγάλη δεξιοτεχνία γιατί οι χορευτές χοροπηδούν και στριφογυρίζουν σαν κουρδισμένοι στους ήχους της μουσικής και του τραγουδιού:
Κει πάνω στον Αμίαντον*
αγάπουν μιαν Μαρίαν
κι' έμαθεν το ο Κούκουλας*
κ' έκαμεν μ' εξορίαν.
Μαννάκιν μου και μπρε και μπρε,
εν θα 'βρης άλλον σαν κ' εμέ.
Αν θέλεις λίρες και φλουριά,
έλα μαζί μου μιαν βραδιά.
Σ' αυτό το χορό, εκτός από τα τσακίσματα και τις τροφές που αναδείχνουν την ασήκικη κορμοστασιά των χορευτών, δοκιμάζεται και η αντοχή τους, γιατί μπορούν ολόκληρη ώρα να χορεύουν χωρίς να βαλαντώνουν: Είναι ακόμα κι ο αλαφροπάτητος και γρήγορος χορός του «Καροτσέρη», που κι αυτός απαιτεί αντοχή, χάρη κ' ευκινησία, όπως και από τους συνηθέστερους είναι η «Μάντρα», ο «Χασάπικος», ο «χορός του μαχαιριού» με δρεπάνια ή με μαχαίρια, που θυμίζει πρωτόγονη μονομαχία, και ο «χορός της καντήλας», δηλ. του ποτηριού, επειδή οι χορευτές έχουν τοποθετήσει πάνω στο κεφάλι τους ένα ποτήρι ή μια «κούζα»* γεμάτη νερό που, παρ' όλες τις κινήσεις και τα γυρίσματα του χορευτή, όχι μόνο στέκουν ακίνητα πάνω στην «κκελλέν»* του αλλά ούτε σταγόνα νερού δεν χύνεται έξω από αυτά. Χορεύουν επείσης και ευπράπελους χορούς όπως κι αυτόν το λεγόμενο χορό της «βράκας» και το «Πιπέριν».
τσαερκές = καρεκλιές, συκαμιά = μουριά, τερακιά = χαρουπιά, μιάλης = μεγάλης, μιτσιά = μικρή, λασμαρίν = δενδρολίβανο, εκαΐλησεν = δέχθηκε, αθασιά = αμυγδαλιά, αρμασιάν = παντρειά, Μεσαρκά = Μεσαορία, η μεγαλύτερη πεδιάδα της Κύπρου, αυκά = αυγά, φακκώ = κτυπώ, βέρκα = βέργα, περναρκά = από ξύλο του πουρναριού, μερκά = μπούτια, κάμνω μιαν έτο 'κει = κατρακυλάω μέχρι κάτω, λυμπουρκά = μυρμηγκοφωλιά, Τηλλυρκά = Τηλλυρία, ορεινή χερσόνησος της Κύπρου στο βορειοδυτικό μέρος του νησιού, κοτζιάκαρι = γριά, τυρκά = τυριά, πατασρκά = χαστούκι, σκαλιώτικος = χορός από την περιοχή της Σκάλας, δηλ. της Λάρνακας, ψακή = δηλητήριο, βυζάκια = βότσαλα, ορκόμωννεν = έβαζε όρκους, λαμπρόν εσινερίκουν = μάλλωνε με την φωτιά, Αμίαντος = το ορυχείο του Αμιάντου στο Τροόδος, Κούκουλας = διευθυντής της Εταιρίας του Αμιάντου, κούζα = μικρή στάμνα, κκελλέ = κεφάλι.
Ύστερα από τους αντρίκειους χορούς έρχονται οι «γεναικίσιμοι»* - που τους χορεύουν οι κοπέλες με σεμνόπρεπο ύφος. Είναι οι κατρσιλαμάδες, οι συρτοί και ο «Αραμπιές», σαν εισαγωγή στον χορό που θα γίνει τώρα από τους νιόπαντρους. Ο γαμπρός, με ολόστητο κορμί, μ' ένα μεταξωτό μαντίλι στον λαιμό κ' ένα κλωνί βασιλικό στ' αυτί, σηκώνει τη νύφη που «κουκκουμώνει»* και που, με μικρά ρυθμικά βήματα, σεμνή και χαμηλόθωρη, αρχίζει τον χορό μαζί του, ο ένας κατάντικρυ στον άλλο. Ο κόσμος τους καμαρώνει, τους χειροκροτεί και τους «πλουμίζει»* τη νύφη «σπλιγγιάζοντας»* πάνω στο φόρεμα και στο πέπλο της χάρτινες λίρες, μονόλιρα και πεντόλιρα, όπως και ρίχνουν λεφτά στον δίσκο των μουζικάντηδων. Έπειτα η νύφη, αφού της ξεκαρφιτσώσουν τα χαρτονομίσματα από πάνω της, χορεύει τον συρτό με τις κουμέρες. Οι ίδιοι χοροί που προαναφέραμε χορεύονται και από άλλα ζευγάρια, ώσπου τελειώνει ποια το πρώτο γαμήλιο γλέντι μέσα στο γραφικό φυσικό πλαίσιο του χωριού με το χαρακτηριστικό απλοϊκό του χρώμα.
γεναικίσιμοι = γυναικείοι, κουκκουμώνει = καμαρώνει, το καμάρωμα της νύφης επιβάλλεται για να δείξει τη σεμνότητα και το σοβαρό της ύφος, πλουμίζει = δίνει λεφτά, σπλιγγιάζοντας = καρφιτσώνοντας,
Η ΟΚΚΑ ΤΟΥ ΤΖΙΥΡΟΥ ΣΟΥ
Ύστερα από την ημέρα του γάμου ένα από τα έθιμα που διατηρούνται ίσως
ακόμη στα μακρινότερα χωριά της Κύπρου, ιδίως της Λεμεσού και της Πάφου,
είναι το ακόλουθο. Όταν φύγουν πια όλοι οι καλεσμένοι, περασμένα
μεσάνυχτα, και οι νεόνυμφοι μείνουν μόνοι και είναι έτοιμοι να
κοιμηθούν, μια παρέα από νέους του χωριού, που τις περισσότερες φορές
είναι μεθυσμένοι, μπαίνει στο σπίτι και στρογγυλοκάθεται σταυροπόδι στη
μέση της νυφικής κάμαρας, φωνάζοντας απαιτητικά στον γαμπρό: «Θέλουμε
την οκκάν του τζιυρού σου»*, που σημαίνει να τους δώσει κρασί, ψωμί και
κρέας. Αφού καλοφάνε φεύγουν λέγοντας περίσσιες ευχές στο αντρόγυνο. Αν
όμως ο γαμπρός δυστροπήσει και δεν τους δώσει ό,τι του γυρέψουν, βγαίνει
έξω ένας από αυτούς και προμηθεύεται τρόφιμα που τα φρένει στο σπίτι,
απ΄όπου η παρέα δεν το κουνάει, τρώγοντας και πίνοντας με την ησυχία
της. Η νύφη, κατάκοπη από την κούραση, λαγοκοιμάται σε μια καρέκλα
περιμένοντας υπομονετικά να τελειώσουν οι νέοι το φατοπότι τους. Το ίδιο
κι ο γαμπρός, επειδή αυτό το έθιμο θεωρείται - όπως λένε - σεβαστό,
ώστε να μην επιτρέπεται οι ξένοι να διωχτούν από τη νοικοκυρά. Αν όμως
συμβεί το αντίθετο - πράγμα πολύ σπάνιο - τότε η συντροφιά ξεσπάει σε
καβγά με τον γαμπρό και με σύγχυση της νύφης, που επί τέλους
κατευνάζεται όταν τελειώσει αυτή η ενοχλητική παρένθεση και ο αντρούλης
της την καθησυχάζει και την αποκοιμίζει μέσα στην αγκαλιά του.
* το έθιμο αυτό έχει διάφορες παραλλαγές και σχετίζεται με την περιουσία
που έχει κληρονομήσει ο γαμπρός από τον πατέρα (κύρι) του κατά την
ημέρα του γάμου του.
ΤΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
Με τις αυγές τα πουλά αρχίζουν το πρώτο τους κελάηδημα, ενώ τα κοκόρια του χωριού κουρδίζουν τα ξυπνητήρια τους. Μετά από τόση κούραση το ευτυχισμένο ζευγάρι κοιμάται βαθιά, τυλιγμένο στα μαγικά δίχτυα ενός χρυσού όνειρου. Άν ήταν δυνατό όλη τη μέρα να μη βγουν από την ευτυχισμένη αυτή και ζεστή φωλιά τους όπου ο έρωτας κι ο πόθος, με χίλια παιγνίδια και χαμόγελα, μ' όνειρα κ' ελπίδες, φτερουγίζουν πάνω από δυό ψυχές και δυό κορμιά γεμάτα νιάτα, ζωντάνια κι ομορφιά. Μα έλα που το έθιμο έρχεται να τους ταράξει το πιο ευτυχισμένο πρωινό της ζωής τους.
Ακούονται όργανα και τραγούδια έξω από το σπίτι για την «ξημέρωσή» τους. Οι κουμπάροι και οι φίλοι χτυπούν την πόρτα τραγουδώντας:
Η πέρτικα έχτισεν φουλιάν
που κάτω στην τρανταφυλλιάν
μπαίννει και βγαίνει και γεννά
πασαλοήτικα αυκά
κάμνει τ' αυκά κοστέσσερα
και βράζει* τ' αυκούδκια της,
και βγάλλει τα πουλλούδκια της
και σούζει* τα φτερούδκια της
και τα γαλατερούδκια της
και ρίφκει τα τραντάψυλλα,
πότε λλία, πότε πολλά
κ' οι κορασιές τα πκιάννουσιν
στον κόρφον τους τα βάλλουσιν,
ροδόστεμμαν τα φκάλλουσιν
στην εκκλησιάν τα πέρνουσιν.
Ραντίζουν πρώτα τους αγιούς
κι ύστερον τους πνευματικούς
ύστερον νήφφην και γαμπρόν
παθθεράν με πεθερρόν
κι ύστερας ούλους που γυρόν.
Ένας από τους κουμπάρους, για να ξυπνήσει τη νύφη, της τραγουδάει:
«Άνοιξε πόρτα της ωρκάς, πόρτα της μαυρομάτας
πόρτα της γαϊτανόφρυδης, κ' ήρτεν ο κληρονόμος.»
Η αγουροξυπνημένη νύφη αποκρίνεται από μέσα:
«Πε μου σημά(δ)ι αγκαδκιακόν*, η πόρτα να σ' ανοίξη.»
Ο κουμπάρος: «Μάνα μου στην αυλούαν σου έχει χρυσήν μηλούαν
και κάμνει μήλα κόκκινα ωσάν την αφεντιάν σου.»
Η νύφη: «Κείνον το ξέρουν βάες* μου και πέρκι να σου τό 'παν
πε μου σημάδκια κλιναρκού, ν' αννοίξω να ΄ρτης έσσω.»
Ο κουμπάρος: «Που πάνω στο κλινάριν σου ένι χρουσόν α(η)τούι
και μοιάζεις του στο πέταμα, λεγνόν μου περτικούιν.»
Η νύφη: «Κείνον οι βάες ξέρουν το, είδαν το, κι είπαν σου το,
και πε σημά(δ)ι αγκαδκιακόν, η πόρτα να σ΄αννοίξη.»
κτλ. κτλ. κτλ.
Τέλος η νύφη κι ο γαμπρός ανοίγουν, και μπαίνουν οι γονιοί των και οι κουμπάροι. Μια πιστολιά στον αέρα ριχμένη από τον νιόγαμπρο αναγγέλλει στο χωριό ότι βρήκε «εν τάξη» την κόρη που έκαμε γυναίκα του. Αρχίζουν τότε τα όργανα και τα τραγούδια για να τιμήσουν την αγνότητα της παρθενίας.
Το έθιμο τούτο των Κυπρίων είναι ακόμα ένας ακατάλυτος κρίκος που μας ενώνει με την αρχαία παράδοση, σαν επιβίωση των επιθαλάμιων ύμνων που έψαλλαν οι αρχαίοι Έλληνες έξω από τη νυφική παστάδα των νεόνυμφων την επόμενη μέρα των γάμων. Ένας παρόμοιος ύμνος στα Ειδύλλια του Θεόκριτου σώζεται από το επιθαλάμιο άσμα του στην Ελένη το αφιερωμένο στον βασιλιά της Σπάρτης Μενέλαο και την πανέμορφη γυκαίκα του που λέει:
Στη Σπάρτη κάποτε, στου ξανθού Μενέλαου το σπίτι
οι πρώτες δώδεκα της πόλης παρθένες, στεφανωμένες
με θαλερό υάκινθο, έξω από τον καταστόλιστο
νυφικό κοιτώνα έστησαν τραγούδι...
Διάφορα δώρα προσφέρονται στο ζευγάρι· είναι τα λεγόμενα «Ξημερώματα», που τον αρχαίο καιρό τα ονόμαζαν «Αποκαλυπτήρια» ή «Οπτήρια».
Στις δύο η ώρα το απομεσήμερο το αντρόγυνο βγαίνει με «μερέχες» και προσκαλεί τους συγχωριανούς στο βραδινό τραπέζι. Οι καλεσμένοι φέρνουν δώρα, άλλοι χρήματα, άλλοι γυαλικά, ή ρουχισμό, ή τρόφιμα. Γίνεται πάλι γλέντι και φαγοπότι· και, η νύφη σηκώνεται να χορέψει με τις κουμέρες, της «σπλιγγιάζουν» χαρτονομίσματα στο φόρεμα της τραγουδώντας:
Όσα στολίδια, νύφφη μου, έχει το φόρεμά σου,
τόσα νά ΄ναι τα χρόνια σου και τόσα τα καλά σου.
Χορεύουν τώρα η νύφη και ο γαμπρός. Όλοι συναγωνίζονται να τους «πλουμίσουν» καρφιτσώνοντας πάνω τους όσο μπορούν περισσότερα χαρτονομίσματα.
Την τρίτη μέρα, πάλι το απομεσήμερο νωρίς, η νύφη με τις κουμέρες καλούν κορίτσια συγγενικά να ζυμώσουν και να κόψουν τα μακαρούνια, ενώ ο γαμπρός με τους κουμπάρους γυρίζει τα σπίτια του χωριού όπου του δίνουν από μια όρνιθα. Έτσι «σωρεύκει»* κάποτε 30-60 κότες κρεμασμένες σε μακριά ξύλα που τα κρατούν στους ώμους τους. Σφάζουν και μαγειρεύουν για το βραδινό τραπέζι όσες χρειάζονται απ΄αυτές, φυλάγοντας για την άλλη μέρα τα «βλαμανκέρκα»* τους για να τα τηγανίσουν. Απ' αυτές τις κότες κρατούν και μερικές για «αγκονίν»*.
Συνήθεια υπήρχε άλλοτε, ύστερα από το φαΐ και καθώς είναι μεθυσμένοι τα κοπέλια και οι κουμπάροι, σερνικοί και θηλυκοί, να «χαλούνε τις νιστιές» δηλ. να δίνουν κλωτσιές στα τζάκια όπου μαγειρεύτηκαν τα φαγητά και να τα μισογκρεμίζουν, βάζοντας «μούζες»* από την καπνιά στα πρόσωπά τους.
Παλαιότερα το γλέντι εξακολουθούσε ως το βράδυ της Πέμπτης στο σπίτι των νιόπαντρων, όπου οι συγγενείς, κ' οι φίλοι πηγαίνουν με τα φαγητά τους. Σήμερα όμως, ύστερα από την Τετάρτη, όλοι το ρίχνουν στον ύπνο για να ξεκουραστούν και να ξανασυγκεντρωθούν το επόμενο Σαββατοκυρίακο που γιορτάζεται ο αντίγαμος.
Μ' αυτόν πια κλείνουν οι γιορτές και τα ξεφαντώματα του γάμου. Το χωριό, από δω και πέρα, βυθίζεται στην πρωτινή του γαλήνη και τις νύχτες νανουρίζεται από το μονότονο τραγούδι που λέει το τριζόνι κρυμμένο στις βραγιές ή από κάποιου αηδονιού τις τρίλιες μέσα στις φυλλωσιές των δέντρων.
Μέσα από το τριανταφυλλένιο του όνειρο το νιό ζευγάρι βλέπει τώρα ν' ανοίγεται μπροστά του η χρυσή πύλη της καινούργιας ζωής κάτω από την επιτακτική δύναμη της μάνας φύσης μα και το χαμόγελο μιας καλόβολης μοίρας που δεν θα αργήσουνε κ' οι δυό να του χαρίσουν τον γλυκύτερο καρπό της ζωής και της νιότης, που θα βλαστήσει και θ' ανθοβολήσει από το ευλογημένο δέντρο της αγάπης.
βράζει = ζεσταίνει, σούζει = κουνά, αγκαδκιακόν = διακριτικό, χαρακτηριστικό, βάες = βάγες, σωρεύκει = μαζεύει, βλαμανκέρκα = το συκώτι (βλαντζίν) και το στομάχι (συντζέριν), εντόσθια, αγκονίν = γεννοβόλημα ζώου για πολλαπλασιασμό τους είδους στο μελλοντικό κοτέτσι, μούζες = μουντζούρες.
Πηγές
Από το βιβλίο της Αθηνάς Ταρσούλη «ΚΥΠΡΟΣ», τόμος Β', 1963
Κυπριακά Δημώδη Άσματα, Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, 1989
Μεταφέρθηκε στο διαδίκτυο από NOCTOC