Ο γενναίος κυνηγός Ταλιρικτούγκ, έτρεχε πολλά μίλια πάνω στον πάγο, κυνηγώντας έναν γρήγορο Τάρανδο. Είχε εξαντληθεί. Όπως σταμάτησε για να πάρει μια ανάσα, άκουσε ένα δυνατό θόρυβο κάτω από τα πόδια του. Ο πάγος, που πάνω του στεκόταν, έσπασε και απομακρυνόταν από τη στεριά. Πριν προλάβει να αντιδράσει, το κενό ανάμεσα σ' αυτόν και τη στεριά είχε μεγαλώσει πολύ για να μπορέσει να πηδήξει πίσω. Ο Ταλιρικτούγκ παρασύρθηκε στη θάλασσα, όπου τα κρύα γκρίζα κύματα αγκάλιαζαν το λεπτό παγόβουνο.
Ώσπου να πέσει η νύχτα, ο Ταλιρικτούγκ άρχισε να πεινάει και να κρυώνει πολύ. Κανείς δεν τον είχε δει να κουνάει τα χέρια του ούτε τον είχε ακούσει να φωνάζει για βοήθεια. Δεν μπορούσε ούτε ψάρια να πιάσει, καθώς του είχε πέσει το καμάκι στο νερό.
Ο Ταλιρικτούγκ σκέφτηκε να κολυμπήσει ως τη στεριά, ήξερε όμως πως δεν θα άντεχε για πολύ μέσα στα παγωμένα νερά. "Αν βουτήξω", σκέφτηκε, "η θεά της θάλασσας, η Σέντνα, θα με πιάσει από τα μαλλιά και θα με σύρει στο βασίλειό της, στα βάθη της θάλασσας".
Κάθισε να περιμένει κάποιον να τον σώσει, κουλουριασμένος μέσα στα γούνινα ρούχα του. Μέρες ολόκληρες παρασυρόταν όλο και πιο μακριά από τη στεριά.
Μια νύχτα, καθώς κειτόταν τρέμοντας στον πάγο, νόμισε πως είδε μια τεράστια λευκή αρκούδα να τον κοιτάζει μέσα από τα γκριζωπά νερά. "Εγώ θα σε βοηθήσω", του είπε.
Αρκούδα που μιλάει? Ο Ταλιρικτούγκ αναρωτήθηκε μήπως είχε περάσει στο βασίλειο των νεκρών και μπορούσε πια να βλέπει θαύματα, μυστικά από τους ζωντανούς.
Το παγόβουνο ταλαντεύτηκε καθώς η αρκούδα σκαρφάλωσε αδέξια επάνω του. "Φάε", είπε, πετώντας ένα ψάρι μπροστά στον κυνηγό. "Πρέπει να διατηρήσεις τις δυνάμεις σου μέχρι να σε βρουν".
Ο Ταλιρικτούγκ έβαλε με λαχτάρα το ωμό ψάρι στο στόμα του, μασώντας εντόσθια και λέπια και ουρά. Ίσως τελικά να μην ήταν πεθαμένος - οι πεθαμένοι δεν τρώνε.
Η αρκούδα τεντώθηκε πάνω στον πάγο. "Άσε με να τυλίξω τα χέρια μου γύρω σου να ζεσταθείς" του είπε. Σιγά σιγά, η θαλπωρή από το σώμα της αρκούδας έλιωσε τον πάγο από τα ρούχα του κυνηγού. Αφού ζεστάθηκε ως το κόκκαλο, τον πήρε ένας βαθύς ύπνος.
Ξύπνησε κάποια στιγμή από τη ζεστή γλώσσα της αρκούδας που του έγλυφε το πρόσωπο. "Ξύπνα. Πλησιάζουμε σε στεριά" του είπε.
Ο κυνηγός, στάθηκε στα πόδια του παραπατώντας, ψάχνοντας μέσ' το σκοτάδι.
"Το ρεύμα άλλαξε όσο κοιμόσουν. Σώθηκες", είπε η αρκούδα και συνέχισε: "Η δουλειά μου τελείωσε".
Το παγόβουνο ταρακουνήθηκε άλλη μια φορά από το βάρος της, καθώς η αρκούδα γλιστρούσε πίσω στη θάλασσα.
"Πως σε λένε?" ρώτησε ο Ταλιρικτούγκ. "Πως θα σου το ξεπληρώσω?"
"Είμαι ο Νανούκ, το μεγάλο πνεύμα, βοηθός των ανθρώπων", είπε η μεγάλη λευκή αρκούδα και με τα λόγια αυτά εξαφανίστηκε κάτω από τα κύματα.
Ο Ταλιρικτούγκ ένιωσε πως το παγόβουνο άγγιξε στεριά. Πήδηξε έξω από αυτό και άρχισε να βαδίζει προς το σπίτι του...