.

ΠΕΡΙ ΓΑΜOY MAΡΤΥΡΙΕΣ (και όχι μόνο)

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011

Συζυγία ἀρετῆς καὶ μωρίας






Ἰωάν. Κορναράκη, Ὁμοτ. Καθηγητοῦ Παν/μίου Ἀθηνῶν


Ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν ἀπόκτηση μιᾶς ἀρετῆς δὲν εἶναι πάντοτε ἕνα ἁπλὸ ἐγχείρημα, δηλ. εὔκολη καὶ αὐτονόητη κατάκτηση. Χρειάζεται ἕνας μεγάλος βαθμὸς ἐγρηγόρσεως καὶ νήψεως στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν κατάκτηση μιᾶς ὁποιασδήποτε ἀρετῆς, ἐπειδὴ κάθε ἀρετὴ ζευγαρώνεται πολὺ εὔκολα μὲ τὴν ἀντίθετή της κακία

Σὲ κάθε ἀρετὴ ἀντιστοιχεῖ ἡ ἀντίθετη πρὸς αὐτὴν κακία καὶ δὲν εἶναι συχνὰ δύσκολο, ἀγωνιζόμενος κάποιος γιὰ τὴν κατάκτηση μιᾶς ἀρετῆς, νὰ ὀλισθήσει στὴν ἀντίθετή της κακία. Αὐτὴν τὴν πραγματικότητα τὴν περιγράφει ὡς ἑξῆς ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης (τῆς Κλίμακος).

«Μερικὲς φορὲς καθὼς ἀντλούσαμε νερὸ ἀπὸ τὶς πηγὲς ἀντλήσαμε μαζὶ μὲ αὐτό, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουμε, καὶ ἕνα βάτραχο. Παρόμοια πολλὲς φορές, καθὼς καλλιεργοῦμε τὶς ἀρετές, ὑπηρετοῦμε καὶ τὶς κακίες ποὺ χωρὶς νὰ φαίνονται εἶναι συμπλεγμένες μαζί τους. Ἐπὶ παραδείγματι: Μὲ τὴν φιλοξενία συμπλέκεται ἡ γαστριμαργία, μὲ τὴν ἀγάπη ἡ πορνεία, μὲ τὴν φρόνηση ἡ πονηρία, μὲ τὴν πραότητα ἡ ὑπουλότητα καὶ ἡ νωθρότητα καὶ ἡ ὀκνηρία… Μὲ τὴν σιωπὴ ἡ διδασκαλικὴ ὑπεροψία… Σὲ ὅλα δὲ αὐτὰ ἀκολουθεῖ σὰν κοινὸ κολλύριο ἢ μᾶλλον δηλητήριο, ἡ κενοδοξία».

Στὴν περίπτωση ἑπομένως ποὺ ὁ πνευματικός, καλοπροαίρετος ἀγωνιστής, δὲν ἐφαρμόζει τὴν ἐγρήγορση καὶ νήψη, κινδυνεύει νὰ ἐμπλακεῖ στὴν παγίδα κάποιας κακίας χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθεῖ, ἐπειδὴ ὁ νοῦς του καὶ ὁ λογισμὸς του εἶναι προσηλωμένος στὴν ἀπόκτηση κάποιας σημαντικῆς ἀρετῆς, χωρὶς τὴν ὑποψία τῆς πιθανότητας κάποιας διολισθήσεώς του στὴν ἀντίθετη ἢ παραπλήσια πρὸς αὐτὴν κακία. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἀββὰς Θαλάσσιος θὰ παρατηρήσει ὅτι: «Δίπλα σὲ ὅλες τὶς ἀρετὲς εἶναι φυτεμένες οἱ κακίες• καὶ μάλιστα τόσο κοντά, ὥστε οἱ πονηροὶ ἄνθρωποι νὰ βλέπουν ἀκόμη καὶ τὶς ἀρετὲς ὡς κακίες».

Καὶ ἡ παρατήρηση αὐτὴ τοῦ ἁγίου Θαλασσίου δείχνει ἐπίσης ὅτι ἡ ἐπιδίωξη μιᾶς ἀρετῆς εἶναι συνδεδεμένη μὲ πολλοὺς κινδύνους ἐκτροπῆς τοῦ πνευματικοῦ ἀγωνιστῆ στοὺς σκολιοὺς δρόμους τῆς κακίας. Καὶ μάλιστα ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος φαίνεται πράγματι νὰ εἶναι τὸ «δηλητήριο» τῆς κενοδοξίας, δεδομένου ὅτι κάθε κακία ὑπηρετεῖ τὴν φιλαυτία τὴν ἐγωλατρία καὶ γενικῶς τὴ στήριξη τῆς ἀτομικῆς δαιμονικῆς ἀξιώσεως γιὰ κάθε εἴδους «θεοείδειαν», ὑλόφρονα καὶ γεώδη ἢ πνευματική», στὰ πλαίσια τῆς δαιμονικῆς ὑποβολῆς- «καὶ ἔσεσθε ὡς θεοί».

Ὁ ὅσιος Νεῖλος ὁ ἀσκητὴς μᾶς δίνει τὴν εἰκόνα τῆς συζυγίας, τῆς σύμπλεξης ἀρετῆς καὶ κακίας στὴν ἀδυναμία τῶν πέντε μωρῶν παρθένων, τῆς γνωστῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, νὰ εἰσέλθουν μαζὶ μὲ τὸν νυμφίο στὴ χαρὰ τῶν γάμων, ἐπειδὴ δὲν προνόησαν νὰ ἔχουν μαζί τους ἐπαρκὲς ἔλαιον γιὰ τὶς λαμπάδες τους, ἀφοῦ ὑπῆρχε πάντοτε ἡ πιθανότητα νὰ χρονίσει ὁ ἐρχομὸς τοῦ νυμφίου.

Ἀλλὰ ποιὰ ἦταν ἄραγε ἡ κακία ποὺ διέπραξαν οἱ χαρακτηρισθεῖσες ἤδη ὑπὸ τοῦ Κυρίου ὡς μωρὲς παρθένες;

Κατὰ τὸν ὅσιο Πατέρα, ἡ κακία ἡ ὁποία ἀμαύρωσε τὸ κατόρθωμα τῆς παρθενίας τῶν πέντε νεαρῶν γυναικῶν ἦταν ἡ φιλοχρηματία, ἡ ὁποία τοὺς στέρησε τὴ δυνατότητα νὰ κοσμήσουν τὴν παρθενικὴ ψυχή τους μὲ τὴν ἀρετὴ τῆς ἐλεημοσύνης καὶ τῆς εὐσπλαχνίας πρὸς τὸν πάσχοντα ποικιλοτρόπως πλησίον καὶ συγχρόνως τὶς ἐμπόδισε νὰ εἰσέλθουν στὴ χαρὰ τῶν γάμων μὲ τὸν νυμφίο.

Ἔτσι οἱ μωρὲς παρθένες παρουσιάζουν μία ἀντίφαση, τὴν ὁποία ὁ ὅσιος Νεῖλος προβάλλει μὲ τὰ ζωηρὰ χρώματα μιᾶς ὡς μὴ ὤφειλε συμπεριφορᾶς.

Εἶναι βέβαια γεγονὸς ὅτι, κατὰ τὸν ὅσιο Πατέρα, οἱ μωρὲς παρθένες ἀπεδύθησαν σ’ ἕνα σκληρὸ ἀγώνα γιὰ νὰ κατακτήσουν τὴν ἀρετὴ τῆς παρθενίας• «ἐνίκησαν τὴν τυραννίδα τῆς φύσεως, ἐχαλίνωσαν μαινόμενη ἐπιθυμία, κατέσβεσαν τὴν καιόμενη φλόγα τῆς ἡδονῆς, ἐφίμωσαν μὲ τὴ δύναμη τοῦ πνευματικοῦ νόμου τὸ φρόνημα τῆς σαρκός, ἐπάτησαν, χωρὶς νὰ βλαβοῦν στὸ παραμικρό, τοὺς καιόμενους ἄνθρακες τῶν ἐρεθισμῶν πρὸς ἀκολασίαν».

Ἐνῶ λοιπὸν οἱ μωρὲς παρθένες ἔκαναν αὐτὸν τὸν δυσκολότατο ἀγώνα (ποὺ γιὰ πολλοὺς ἀνθρώπους εἶναι ἀδύνατος), ἔμειναν ἀπαθεῖς στὴν ἐκδήλωση καὶ προσφορὰ συμπαθείας καὶ ἐλέους πρὸς τοὺς ἀναξιοπαθοῦντες ἀδελφούς, ποὺ ἀποτελοῦσε ἔργο εὐχερές, ἀφοῦ «οὐ πόνος, οὐχ ἱδρώς, οὐ κάματος, βούλησις δὲ μόνη» ἐχρειάζετο γιὰ τὴ θεοφιλῆ πραγματοποίησή του.

Αὐτὴ ἡ ἀντίφαση μεταξύ τῆς κατακτήσεως μιᾶς τόσο σπουδαίας ἀρετῆς, ὅπως ἡ παρθενία, καὶ τῆς παραλείψεως ἑνὸς τόσο σημαντικοῦ χρέους φιλανθρωπίας καὶ οἰκτιρμῶν πρὸς τοὺς πάσχοντας ἀδελφοὺς δικαιολογεῖ, κατὰ τὸν ὅσιο Νεῖλο, τὸν χαρακτηρισμὸ τῶν πέντε αὐτῶν γυναικῶν ὡς μωρῶν, ποὺ τοὺς προσῆψε ἡ θεία Γραφή. Διότι· «τὸ δυσχερές, καὶ τοῦ ἀδυνάτου πλησίον τὴν παρθενίαν κατορθώσασαι, τοῦ ἐλάττονος καὶ λίαν ἂν εὐκόλου κατημέλησαν».

Συχνά, ὁ καλοπροαίρετος – συνειδητὸς πνευματικὸς ἀγωνιστής, ἐφόσον νήφει καὶ γρηγορεῖ καὶ διαλέγεται μὲ πνεῦμα ταπεινώσεως μὲ τὸν ἐσώτερο ἑαυτό του, τὸν κρυπτό τῆς καρδίας ἄνθρωπο, μπορεῖ νὰ ἐντοπίσει στὴν προσωπική του ζωὴ αὐτὴ τὴ συζυγία ἀρετῆς καὶ μωρίας. Ἴσως οἱ περισσότεροι χριστιανοὶ εἴμαστε ἐνάρετοι σὲ κάποιες πλευρὲς τῆς ζωῆς μας ἀλλὰ συγχρόνως καὶ θύματα ἢ δοῦλοι μιᾶς μωρίας, κάτω ἀπὸ τὴν σκέπη τῆς ὁποίας φιλοξενοῦνται ἀντιφάσεις καὶ ἀναπαύονται παραβάσεις εὐαγγελικῆς ζωῆς.

Σὲ τέτοιες περιπτώσεις ἐντοπίζονται, μὲ πειστικὴ ἐνάργεια, ἐνδοψυχικὲς ἀκαταστασίες, διασπάσεις καὶ δυσαρμονίες, οἱ ὁποῖες ἔχουν ἐπισημανθεῖ ἐπιγραμματικὰ ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ γραφίδα τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου• «Ἀνὴρ δίψυχος ἀκατάστατος ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ».

Συχνὰ ἔχουμε ἴσως καθορίσει (συνειδητὰ ἢ ὑποσυνείδητα) ἕνα «κομμάτι» τοῦ ἑαυτοῦ μας γιὰ τὰ «θρησκευτικά» μας καθήκοντα ἢ γιὰ κάποιο εἶδος πνευματικῆς ζωῆς, ποὺ καθησυχάζει τὴ συνείδησή μας, ὅτι εἴμαστε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἔχουμε ἐπίσης ἐγκαταλείψει ἕνα ἄλλο «κομμάτι» τοῦ ἑαυτοῦ μας στὸ ἔλεος τῆς λατρείας τῶν εἰδώλων τοῦ κόσμου τούτου. Αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι, σὲ τέτοιες περιπτώσεις, ἡ μωρία τῶν χριστιανῶν· μία ἀνόσια συμπόρευση μὲ τὴ μωρία τοῦ κόσμου, ποὺ μᾶς ἀποδεικνύει ἀνθρώπους τοῦ κόσμου τούτου. Συχνὰ συλλαμβανόμαστε ἄνθρωποι τοῦ κόσμου τούτου, τὴ στιγμὴ ποὺ διατηροῦμε μέσα μας τὴν αὐτοσυνειδησία τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του.

Τέτοιες πάντως ἀνόσιες συζυγίες ἔχουν διδάξει τὸν πατερικὸ ἄνθρωπο νὰ εἶναι ἀποκλειστικὰ προσανατολισμένος στὸν κακὸ ἑαυτό του, στὰ κρύφια καὶ ἄγνωστα σ’ αὐτὸν αἴτια τῶν ἀδυναμιῶν του καὶ τῶν συμπεριφορῶν ἐκείνων, ποὺ προκαλοῦνται ἀπὸ ὑποβολὲς τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος, ὡς ἀνύστακτος καὶ ἐπίβουλος ἀνταγωνιστής του, προσπαθεῖ νὰ ἐξουδετερώνει τὸ ὄφελος τῶν πνευματικῶν του κατακτήσεων.

Ἡ στάση αὐτὴ τοῦ πατερικοῦ ἀνθρώπου μᾶς διδάσκει νὰ κλείνουμε τὰ μάτια μας στὴ λάμψη κάποιας ἀρετῆς ἢ κάποιου χαρίσματός μας καὶ νὰ τὰ κρατᾶμε ἀδιάλειπτα ἀνοικτὰ στὸ «σκότος τὸ ἐν ἡμῖν». Μία τέτοια ἐγρήγορση καὶ νήψη δὲν εὐνοεῖ ἀσφαλῶς ἀνόσιες καὶ μωρὲς συζυγίες ἀρετῆς καὶ κακίας.


Ὀρθόδοξη μαρτυρία, ἔκδ. Παγκυπρίου συλλόγου Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, Οἱ φίλοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους.