Δε φέραν τα στολίδια σου εμπόροι Βενετσάνοι
και καβαλάροι Κιούρτηδες του γάμου τα προικιά,
μόνο απ' το δρόμο εφτιάξαμε στεφάνια από κλωνάρι
κι ήταν απογιοματινή και Κυριακή γλυκιά
Με το φτερό του γερακιού παίξε μου στο λαούτο
σκοπό να ρίξω τον καημό σε πέλαγο βαθύ,
χρόνια θαρρώ τη γνώριζα προτού τη συναντήσω
και δεν πιστεύει η καρδιά πως έχει πιά χαθεί
Σέλωσε τη φοράδα μου γιά το στερνό ταξίδι
με πατανία κόκκινη ωσάν το δειλινό
και κάμε με το χέρι σου αντήλιο σαν θα φεύγω
καμάρωσέ με και μην κλαις την ώρα που κινώ
Απ' τα βουνά της μοναξιάς στον ποταμό της θλίψης
κι από το δάσος της σιωπής στου πάθους το γκρεμό
πέρασα με το όνειρο στο στήθος φυλαχτάρι
κι αγάπησα και μίσησα κείνο τον πηγαιμό
Νοιώθω του τέλους τη ματιά να με παραμονεύει
σαν το θεριό που του ζητά εκδίκηση η καρδιά
λες και του σκότωσα εγώ το ακριβό του ταίρι
ώρα που ζευγαρώνανε μιά φεγγαροβραδιά
Σαν κάμεις κόρη μην της πεις πως είχες αγαπήσει
κάποιον τρελό απού 'θελε ν' αλλάξει το ντουνιά
στης νιότης την αποκοτιά και τώρα τον σκεπάζει
βαριά σαν την ταφόπλακα του κόσμου η λησμονιά
Είναι και μερικές καρδιές από την άλλη όχθη
που βγήκαν και ταξίδεψαν με όρτσα τα πανιά
κι άλλες στης τρέλας το βυθό κι άλλες τις παραδέρνει
ένα μεράκι αλύπητο σε μιά φτωχή πενιά
Κι έτσι κατάρα τα κρατεί κάποια παλιά τραγούδια
να ταξιδεύουν ζωντανά σ' όλες τις εποχές
και τα σιγοτραγούδησαν στόματα πικραμένα
τόσο πολύ που γίνανε στο τέλος προσευχές