.

ΠΕΡΙ ΓΑΜOY MAΡΤΥΡΙΕΣ (και όχι μόνο)

Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

ΔΥΟ ΦΑΡΟΙ: ΕΝΑΣ ΘΕΟΛΑΜΠΗΣ ΚΙ ΕΝΑΣ ΕΣΒΕΣΜΕΝΟΣ



Ὁ π. Φ. Φάρος λέει:

Γιὰ τὴν ἔκπτωση τοῦ ἔρωτα μιλάει στὸ «Βῆμα» ὁ ἱερέας, ψυχοθεραπευτὴς καὶ συγγραφέας πατέρας Φιλόθεος Φάρος. «Ὁ Χριστὸς δὲν μίλησε ποτὲ εὐθέως γιὰ τὴν ἐρωτικὴ συνεύρεση καὶ δὲν ἀσχολήθηκε μὲ τὶς ἐρωτικὲς παρεκτροπές. Δὲν θεώρησε θανάσιμο ἁμάρτημα τὴν ἐρωτικὴ λειτουργία, ἀλλὰ πράγματα ποὺ ἐμεῖς ἀγνοοῦμε ἐντελῶς στὶς μέρες μας, ὅπως τὴν ὑποδούλωση στὰ ὑλικὰ πράγματα», τονίζει στὸ «Βῆμα», μὲ τὴ διπλὴ ἰδιότητα τοῦ ἐπὶ δεκαετίες ψυχοθεραπευτῆ καὶ τοῦ ὀρθόδοξου ἱερέα ὁ πατέρας Φιλόθεος Φάρος, καὶ ἐξηγεῖ ὅτι «τὸ νομικίστικο πνεῦμα δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει θέση στὴν ὑγιῆ χριστιανικὴ παράδοση». Γιὰ τὴν ἐπικράτηση αὐτοῦ τοῦ νομικίστικου πνεύματος ὅλοι ἔχουν εὐθύνη στὴν Ἐκκλησία, πιστοὶ καὶ κληρικοί. «Οἱ πιστοὶ ἀπαιτοῦν ἀπὸ τὸν ἱερέα νὰ εἶναι τέλειος. Ὅταν ἀποκαλύπτεται ὅτι δὲν εἶναι καὶ κρίνεται ἡ ἐπαγγελματική του ὀντότητα, ὁ ἱερέας ψάχνει νὰ βρεῖ ἕναν τρόπο νὰ φαίνεται τέλειος. Προβάλλει λοιπὸν τὴν ἐρωτικὴ ἁμαρτία ὡς μέγιστη, διότι μπορεῖ νὰ γίνει κρυφά, ἀκόμη καὶ σὲ ἐπίπεδο διάθεσης, τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ πλοῦτος καὶ ἡ χλιδὴ δὲν κρύβονται. Ἐπικεντρώνει συνεπῶς τὴν προσοχή του σὲ ἄλλα πράγματα γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν ἀπαραίτητη- ψευδῆ- τελειότητα. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἂν θέλουμε νὰ ἐξουσιάζουμε τοὺς ἀνθρώπους δὲν ὑπάρχει ἀποτελεσματικότερος τρόπος ἀπὸ τὸ νὰ ἐλέγχουμε τὸν ἐρωτισμό τους, τὴν πιὸ καίρια ἀνθρώπινη πραγματικότητα. Ἡ ἁμαρτία λοιπὸν ποὺ συνδέεται μὲ τὸν ἔρωτα ἀποτελεῖ δημιούργημα τῆς νεύρωσης καὶ τοῦ κινήτρου τῆς ἐκμετάλλευσης ἢ τῆς ἀπάτης». «Ὁ ἔρωτας δὲν εἶναι μία αὐτονομημένη λειτουργία κάποιων ὀργάνων τοῦ σώματος», ὑπογραμμίζει ὁ πατέρας Φιλόθεος. Καὶ ἐξηγεῖ: «Ὅταν κανεὶς περιορίζεται στὴν φυσικὴ σεξουαλικὴ παρόρμηση καὶ δὲν προχωρεῖ στὴν ἐπιλογὴ τῆς κοινωνίας, δηλαδὴ τῆς ἐμπειρίας κοινῶν πραγμάτων καὶ τῆς ψυχικῆς ἕνωσης, διαστρέφει τὸν ἔρωτα καὶ τὸν μετατρέπει σὲ λαγνεία. Ἐκεῖ ἔγκειται ἡ ἁμαρτία, διότι τότε ὁ ἄλλος δὲν εἶναι πρόσωπο ἀλλὰ ἀντικείμενο πρὸς χρήση. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ γίνει καὶ ἐντὸς τοῦ γάμου. Καὶ τότε εἶναι ἀκόμη πιὸ χυδαῖο, διότι δὲν μιλᾶμε πιὰ γιὰ ἕναν ἄγνωστο ἀλλὰ γιὰ τὸν σύντροφο, τὸν πατέρα ἢ τὴν μητέρα τῶν παιδιῶν μας», δηλώνει.
Ὑπὸ αὐτὴν τὴ θεώρηση, ὅταν ἐρωτᾶται γιὰ τὸ ζήτημα τῶν προγαμιαίων σχέσεων, ὁ 80χρονος πολυγραφότατος πνευματικὸς ἀντιδρᾶ. «Ἡ σύγχρονη ἀντίληψη περὶ πορνείας, ποὺ περιλαμβάνει κάθε ἐρωτικὴ ἐπαφὴ ἐκτὸς γάμου, εἶναι ἀνακριβής. Τὴν ἐποχὴ τοῦ Εὐαγγελίου ἀφοροῦσε τὴν ἐπίσκεψη (Σημ. Χ.Β.: δηλ. γιὰ γλυκὸ τοῦ κουταλιοῦ ! Τί καλοδιαλεγμένη λέξη! Ἄκου “ἐπίσκεψη”!) ἑνὸς ἄντρα σὲ κάποιο οἶκο ἀνοχῆς. Μόνο οἱ παπάδες χρησιμοποιοῦν στὶς ἡμέρες μας τὸν ὅρο “προγαμιαῖες σχέσεις”. Δὲν σημαίνει τίποτα, παρὰ μόνο γιὰ κάποια νευρωτικὰ ἄτομα, τὰ ὁποῖα ἔχουν δυσκολία μὲ τὸν ἔρωτα καὶ λένε “δὲν μπορῶ νὰ ἔχω ἐρωτικὲς ἐπαφές, γιατί τὸ ἀπαγορεύει ὁ παπάς”».

ΠΗΓΗ: ἐφημ. «ΤΟ ΒΗΜΑ», 28.11.10 (http://www.tovima.gr/)

Καὶ ὁ ἅγ. ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ λέει:

«Τί οὖν, φησίν, ὅταν πορνεύῃ; Ζεῦξον ἀνδρί, περίελε τῆς πορνείας τὰς ὑποθέσεις, µὴ συγχώρει ὑπερµαζᾶν». (Εἰς Ἐφεσ., ὁµιλ. ΙΕ´, 3, ΕΠΕ 21, 92 MG 62,110). Τί νὰ τὴν κάνω λοιπόν, θὰ πεῖ κανείς, ὅταν πορνεύει; Πάντρεψέ την, ἐξάλειψε τὶς αἰτίες τῆς πορνείας, µὴ τῆς ἐπιτρέπεις νὰ ζεῖ τρυφηλὸ βίο.

«Ἐκεῖθεν ἡ κακία δυσανάσπαστος γίνεται, ὅτι οὐδεὶς τῶν παίδων προνοεῖ, οὐδεὶς περὶ παρθενίας αὐτοῖς διαλέγεται, οὐδεὶς περὶ σωφροσύνης, οὐδεὶς περὶ ὑπεροψίας χρηµάτων καὶ δόξης, οὐδεὶς ταῦτα καὶ τὰ ἐν ταῖς Γραφαῖς παρηγγελµένα». (Περὶ κενοδοξίας καὶ ἀνατροφῆς τῶν τέκνων, 17, ΕΠΕ 30, 638). Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον ἡ κακία δύσκολα ξερριζώνεται ἀπὸ τὴν ψυχή, εἶναι ὅτι κανεὶς δὲν φροντίζει µὲ ἐπιµέλεια γιὰ τὰ παιδιά του, κανεὶς δὲν διαλέγεται µαζί τους γιὰ τὴν ἁγνότητα, κανεὶς γιὰ τὴν σεµνότητα, κανεὶς γιὰ τὴν καταφρόνηση τῶν χρηµάτων καὶ τῆς δόξας, κανεὶς γιὰ τὶς θεῖες ἐντολές, ποὺ περιέχονται µέσα στὴν Ἁγία Γραφή.

«Διὰ τοῦτο καὶ ὁ κοινὸς ἡμῶν Δεσπότης, ἰδὼν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τὴν ἀσθένεια, τὸν γάμον ἐνομοθέτησεν, ὥστε τῆς παρανόμου ἡμνᾶς μίξεως ἀπαγαγεῖν. Μὴ τοίνυν ἀµελῶµεν τῶν νέων, ἀλλ᾽ ἰδόντες τῆς καµίνου τὴν πυράν, πρὶν ἢ εἰς ἀσέλγειαν ἐγκυλισθῆναι, σπουδάζωµεν κατὰ τὸν τοῦ Θεοῦ νόµον αὐτοὺς συνάπτειν πρὸς γάµον, ἵνα καὶ τὰ τῆς σωφροσύνης αὐτοῖς διατηρῆται καὶ µηδεµίαν λύµην δέξωνται εξ ἀκολασίας, ἔχοντες ἀρκοῦσαν παραµυθίαν καὶ δυνάµενοι τῆς σαρκὸς τὰ σκιρτήµατα καταστέλλειν καὶ κολάσεως ἐκτὸς εἶναι». (Εἰς Γέν., ὁµιλ. ΝΘ´, 3, ΕΠΕ 4, 532 MG54, 517-518). Γι ᾽ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ὁ κοινὸς Κύριός μας, βλέποντας τὴν ἀδυναμία τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἐνομοθέτησε τὸν γάμο, ὥστε νὰ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν παράνομη συνουσία. Ἂς µὴ παραµελοῦµε λοιπόν τοὺς νέους, ἀλλὰ ἀφοῦ δοῦµε τὴν φωτιὰ τῆς καµίνου (τὴν δύναµη τοῦ πάθους), πρὶν κυλισθοῦν στὴν ἀνηθικότητα, ἂς φροντίζουµε νὰ τοὺς συνάπτουµε µὲ γάµο, σύµφωνα µὲ τὸ νόµο τοῦ Θεοῦ, ὥστε καὶ ἡ σωφροσύνη τους νὰ διατηρεῖται καὶ καµιὰ βλάβη νὰ µὴ δεχθοῦν ἀπὸ τὴν ἀκολασία, νὰ ἔχουν ἀρκετὴ παρηγοριὰ καὶ νὰ µποροῦν νὰ συγκρατοῦν τὰ σκιρτήµατα τῆς σάρκας καὶ νὰ µὴ τιµωρηθοῦν.

«Ἀκουέτω τὰ κατὰ τὸν Ἰωσὴφ πάντα συνεχῶς· µανθανέτω λοιπὸν τὰ περὶ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ὅσος τοῖς σωφρονοῦσιν ἀπόκειται µισθός. Ἐπαγγέλου καὶ νύµφην ὡραίαν ἄξειν αὐτῷ καὶ τοῦ κλήρου ποιῆσαι διάδοχον. Πάντα ἀπείλησον, ἂν ἴδῃς τἀναντία καὶ λέγε πρὸς αὐτόν: «οὐκ ἐπιτευξόµεθα, παιδίον, γυναικὸς ἐναρέτου, ἐὰν µὴ πολλὴν ἐπιδείξῃ τὴν φυλακὴν καὶ τῆς ἀρετῆς τὴν ἐπίδοσιν καὶ ὡς ἂν καρτερήσῃς, ταχέως σε ἐπὶ γάµον ἄξω». (Περὶ κενοδοξίας καὶ ἀνατροφῆς τῶν τέκνων, 61, ΕΠΕ 30, 676). Ἂς ἀκούει συνεχῶς τὴν ἱστορία τοῦ Ἰωσὴφ µὲ ὅλες τὶς λεπτοµέρειες. Ἂς µαθαίνει ὅσα ἀναφέρονται στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, πόση δηλαδὴ ἀµοιβὴ περιµένει τοὺς σώφρονες καὶ ἁγνούς. Νὰ τοῦ ὑπόσχεσαι ὅτι θὰ τὸν νυµφεύσεις µὲ ὡραία γυναίκα καὶ ὅτι θὰ τὸν ἀφήσεις κληρονόµο τῆς περιουσίας σου. Ἂν ὅµως δεῖς νὰ κάνει τὰ ἀντίθετα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ τὸν συµβούλεψες, ἀπείλησέ τον µὲ κάθε τρόπο καὶ πές του: «Παιδί µου, δὲν θὰ µπορέσουµε νὰ βροῦµε γιὰ σένα ἐνάρετη γυναίκα, ἂν δὲν ἐγκρατευθεῖς καὶ δὲν παρουσιάσεις ἐπίδοση στὴν ἀρετή. Ἂν ὅµως ὑποµείνεις, γρήγορα θὰ σὲ νυµφεύσω».

ΣΧΟΛΙΟΝ «Χ.Β.»: Ἡ σύγκριση αὐτόματη. Στὸν ὁρίζοντα τῆς συνετεύξεως τοῦ π. Φάρου δὲν πολυφαίνεται Θεός, δὲν ὑπάρχει βασιλεία τῶν οὐρανῶν, δὲν ὑπάρχει σωφροσύνη, δὲν ὑπάρχει ἀγωγὴ ἀρετῆς, δὲν ὑπάρχει γάμος, δὲν ὑπάρχει ἴχνος ὀρθοδόξου ἀνθρωπολογίας. Μόνο ἰησουίτικη ἑρμηνεία καὶ ψυχοθεραπευτικὲς δολιχοδρομίες, ἀναμεμιγμένες μὲ πολλὴ ὑπεροψία.

πηγή