.

ΠΕΡΙ ΓΑΜOY MAΡΤΥΡΙΕΣ (και όχι μόνο)

Τετάρτη 11 Αυγούστου 2010

«Επί σοι Χαίρει, Κεχαριτωμένη, πάσα η κτίσις», Η Κοίμηση της Θεοτόκου


του Φώτη Κόντογλου

«Εσένα που είσαι ζωντανή κιβωτός του Θεού, ας μη σε αγγίζει ολότελα χέρι άπιστο, αλλά χείλια πιστά ας ψάλλουνε δίχως να σωπάσουνε τη φωνή του αγγέλου (ο υμνωδός θέλει να πει τη φωνή του αρχαγγέλου Γαβριήλ, που είπε «ευλογημένη συ εν γυναιξί») κι ας κράζουνε: «Αληθινά, είσαι ανώτερη απ’ όλα Παρθένε αγνή».
(«Ως εμψύχω Θεού κιβωτώ ψαυέτω μηδαμώς χειρ αμυήτων· χείλη δε πιστών τη Θεοτόκω ασιγήτως φωνήν του αγγέλου αναμέλποντα, εν αγαλλιάσει βοάτω: Όντως ανωτέρα πάντων υπάρχεις, Παρθένε αγνή»)
Αλλοίμονο! Αμύητοι, άπιστοι, ακατάνυχτοι, είμαστε οι πιο πολλοί σήμερα, τώρα που έπρεπε να προσπέσουμε με δάκρυα καυτερά στην Παναγία και να πούμε μαζί με το Θεόδωρο Δούκα το Λάσκαρη, που σύνθεσε με συντριμμένη καρδιά τον παρακλητικό κανόνα: «Εκύκλωσαν αι του βίου με ζάλαι ώσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε». «Σαν τα μελίσσια που τριγυρίζουνε γύρω στην κερήθρα, έτσι κ’ εμένα με ζώσανε οι ζαλάδες της ζωής και πέσανε απάνω στην καρδιά μου και την κατατρυπάνε με τις φαρμακερές σαΐτες τους. Άμποτε, Παναγία μου, να σε βρω βοηθό, να με γλυτώσεις από τα βάσανα». Μα ποιός από μας γυρεύει βοήθεια από την Παναγία, από το Χριστό κι’ από τους αγίους; Γυρεύουμε βοήθεια από το κάθε τι, παρεκτός από το Θεό. Αλλά τί βοήθεια μπορούνε να δώσουνε στον άνθρωπο τα είδωλα τα λεγόμενα «επιστήμη» και «τέχνη»; Ο άγιος Ισαάκ ο αναχωρητής λέγει: «Σ’ όλους τους δρόμους που πορεύονται οι άνθρωποι σε τούτον τον κόσμο δε βρίσκουν σε κανένα την ειρήνη, ως που να σιμώσουμε στην ελπίδα του Θεού. Α αλλοίμονο οι πιο πολλοί άνθρωποι είναι «οι μη έχοντες ελπίδα» όπως λέγει ο Παύλος. Όποιος δεν έχει την πίστη μέσα στην καρδιά του, τί ελπίδα μπορεί νάχει; Όπου ν’ ακουμπήσει όλα είναι σάπια. Γι’ αυτό κι’ ο υμνογράφος που είπαμε, λέγει στην Παναγία: «Απορήσας εκ πάντων, οδυνηρώς κράζω σοι. Πρόφθασον, θερμή προστασία, και την βοήθειαν, δος μοι τω δούλω σου τω ταπεινώ και αθλίω». «Όλα, λέγει τα δοκίμασα, μα κανένα πράγμα δε μπόρεσε α με ξαλαφρώσει. Για τούτο φωνάζω εσένα με θρήνο πικρό, και λέγω: Πρόφτασε και δώσε τη βοήθειά σου σε μένα τον ταπεινό κι’ άθλιο δούλο σου».

Η Παναγία είναι η ελπίδα των απελπισμένων, η χαρά των πικραμένων, το ραβδί των τυφλών, η άγκυρα των θαλασσοδαρμένων, η μάνα των ορφανεμένων. Η θρησκεία του Χριστού είναι πονεμένη θρησκεία, ο ίδιος ο Χριστός καρφώθηκε απάνω στο ξύλο· κ’ η μητέρα του η Παναγία πέρασε κάθε λύπη σε τούτον τον κόσμο. Γι’ αυτό καταφεύγουμε σε κείνη που την είπανε οι πατεράδες μας: «Καταφυγή»,«Σκέπη του κόσμου», «Γοργοεπήκοο», «Γρηγορούσα»,«Οξεία αντίληψη»,«Ελεούσα», «Οδηγήτρια», «Παρηγορίτισσα» και χίλια άλλα ονόματα, που δεν βγήκανε έτσι απλά από τα στόματα, αλλά από τις καρδιές που πιστεύανε και που πονούσανε. Μονάχα στην Ελλάδα προσκυνείται η Παναγία με τον πρεπούμενο τρόπο δηλ. με δάκρυα με πόνο και με ταπεινή αγάπη. Γιατί η Ελλάδα είναι τόπος πονεμένος, χαροκαμένος, βασανισμένος από κάθε λογής βάσανο. Κι’ από τούτη την αιτία το έθνος μας στα σκληρά τα χρόνια βρίσκει παρηγοριά και στήριγμα στα αγιασμένα μυστήρια της ορθόδοξης θρησκείας μας, και παραπάνω από όλα στο Σταυρωμένο το Χριστό και στη χαροκαμένη μητέρα του, που πέρασε την καρδιά της σπαθί δίκοπο.

Σε άλλες χώρες τραγουδάνε την Παναγία με τραγούδια κοσμικά, σαν νάναι καμιά φιληνάδα τους, μα εμείς την υμνολογούμε με κατάνυξη βαθειά, θαρρετά μα με συστολή, με αγάπη μα και με σέβας, σαν μητέρα μας μα και σαν μητέρα του Θεού μας. Ανοίγουμε την καρδιά μας να τη δει τι έχει μέσα και να μας συμπονέσει.

Η Παναγία είναι η πικραμένη χαρά της Ορθοδοξίας, «το χαροποιόν πένθος», «η χαρμολύπη» μας, «ο ποταμός ο γλυκερός του ελέους», «ο χρυσοπλοκώτατος πύργος και η δωδεκάτειχος πόλις». Η υμνωδία της εκκλησίας μας είναι ένας παράδεισος, ένα μυστικό περιβόλι που μοσκοβολά από λογής-λογής μυρίπνοα άνθη, και τα πιο μυρουδικά, τα πιο εξαίσια, είναι αφιερωμένα στην Παναγία. Όλος ο κόσμος θλίβεται μαζί της και μαζί της χαίρεται με μια χαρά πνευματική:«Επί σοι χαίρει, Κεχαριτωμένη, πάσα η κτίσις, αγγέλων το σύστημα και ανθρώπων το γένος, ηγιασμένε ναέ και παράδεισε λογικέ, παρθενικόν καύχημα, εξ ης Θεός εσαρκώθη και παιδίον γέγονεν ο προ αιώνων υπάρχων Θεός ημών». Απορείς τί να πρωτοδιαλέξεις απ’ αυτή την υμνολογία της Θεοτόκου! Θαρρείς πως ο αγέρας, τα βουνά, οι θάλασσες της Ελλάδας, τα χωριά οι πολιτείες, γεμίσαvε ευωδία πνευματική απ’ αυτό «το χρυσούν θυμιατήριον», απ’ αυτή «την μανναδόχον στάμνον» που έχει μέσα «μύρον το ακένωτον». Οι γυναίκες μας είναι στολισμένες με τόνομά της, τα βουνά μας, οι κάμποι, τα νησιά, τ’ ακροθαλάσσια είναι αγιασμένα από τα ξωκλήσια της, τα καράβια μας έχουν γραμμένο απάνω στη μάσκα και στην πρύμη το γλυκύτατο τόνομά της. Αληθινά στην Ελλάδα μας «επί Σοι χαίρει, Κεχαριτωμένη, πάσα η κτίσις», «για Σένα, χαίρεται όλη η πλάση». Στη κοίμησή σου, θαρρείς πως η χαρά γίνηκε πιο μεγάλη, η θλίψη άλλαξε σε αγαλλίαση, η ελπίδα ζωήρεψε αντί να αποσκιάσει και πλημμύρησε τις καρδιές μας.

Τ’ αγέρι φυσά γλυκύτερα στα κουρασμένα πρόσωπά μας, τα δέντρα σαν να γενήκανε πιο χλωρά, τ’ αυγουστιάτικο κύμα σαν να αρμενίζει πιο δροσερό μέσα στο πέλαγο και αφρίζει φουσκωμένο από χαρά μεγάλη, το κάθε τι πανηγυρίζει κι’ αγάλλεται.. Ω! Τι θάνατος λοιπόν είναι αυτός, που γέμισε την οικουμένη και τις καρδιές μας με τη χαρά της αθανασίας! Και καλώτατα ψέλνει ο υμνωδός: «Εν τη γεννήσει την παρθενίαν εφύλαξας, εν τη κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες, Θεοτόκε. Μετέστης προς την ζωήν, μήτηρ υπάρχουσα της ζωής, και ταις πρεσβείαις ταις σαις λυτρουμένη εκ θανάτου τας ψυχάς ημών». Αληθινά λέγει και σ’ ένα άλλο τροπάρι: «Τη αθανάτω σου κοιμήσει, Θεοτόκε, μήτερ της ζωής…».

Αλλά το ξαναλέγω. Τί να πει κανένας πρώτα και τί ύστερα, από τα τόσα πνευματικά υμνολογήματα που προσφέρανε οι ορθόδοξες καρδιές στην Παναγία, στο «Ρόδον το αμάραντον», που μοσκοβόλησε και άγιασε την καταβασανισμένη την Ελλάδα! Την υμνολογήσανε με τα λόγια, με την ψαλμωδία, με τη ζωγραφική, με το σκαλισμένο ξύλο, με τ’ ασήμι, με το μάλαμα, με το κηρομάστιχο, με κάθε τίμιο κι’ αγιασμένο πράγμα που μπορεί να χρησιμέψει στον άνθρωπο για α μπορέσει να δείξει την αγάπη του, το σέβας του, τη χαρά του, την πίκρα του, κι’ ότι άλλο αγνό αίσθημα έχει μέσα στα φύλλα της καρδιάς του. Το να πιάσει κανένας να τα ιστορήσει καταλεπτώς, θα ήτανε σαν νάθελε να μετρήσει την άμμο της θάλασσας; Για τούτο ανθολογάμε λιγοστά λουλούδια από της υμνωδίας το αγιόκλημα «εις οσμήν ευωδίας πνευματικής»

Πρώτα απ’ όλα ας μεταγράψουμε λίγα λόγια από τις Καταβασίες του Ακάθιστου ύμνου «Ανοίξω το στόμα μου», που είναι το βυζαντινότατο, όλη η Κωνσταντινούπολη πνευματικά πανηγυρίζουσα. Στοχασθείτε καλά εκείνη την εξαίσια γ’ ωδή που λέγει: «Τους σους υμνολόγους Θεοτόκε, ως ζώσα και άφθονος πηγή, θίασον συγκροτήσαντας πνευματικόν, στερέωσον και εν τη θεία δόξη σου στεφάνων δόξης αξίωσον».

Ουράνια απηχήματα!:«Τους υμνολόγους σου, Θεοτόκε, που συγκροτήσανε έναν πνευματικό θίασο, στερέωσέ τους, Εσύ που είσαι ζωντανή ως άφθονη πηγή. Kαι με τη θεία δόξα σου, αξίωσέ τους να φορέσουν της δόξας τα στέφανα»· η θ’. ωδή που λέγει: «Άπας γηγενής σκιρτάτω τω πνεύματι λαμπαδουχούμενος πανηγυριζέτω δε αύλων νόων φύσις, γεραίρουσα τα ιερά θαυμάσια της θεομήτορος, και βοάτω, Χαίροις, παμμακάριστε Θεοτόκε, αγνή, αειπάρθενε.» Εκείνα τα πανηγυρικά αυτόμελα που ψέλνουνε στον εσπερινό της Κοιμήσεως, με μέλος θριαμβευτικό και με πνευματική μεγαλοπρέπεια! Ποιός χριστιανός Πίνδαρος τα σύνθεσε, Πίνδαρος αγιασμένος! «Ω του παραδόξου θαύματος! η πηγή της ζωής εν μνημείω τίθεται, και κλίμαξ προς oυραvόv ο τάφος γίνεται! Ευφραίνου Γεθσημανή, της Θεοτόκου το άγιον τέμενος. Βοήσωμεν οι πιστοί, τον Γαβριήλ κεκτημένοι ταξίαρχον: Κεχαριτωμένη, χαίρε, μετά σου ο Κύριος, ο παρέχων τω κόσμω διά Σου το μέγα έλεος.» Ποταμός μέγας και βουερός αναβρύζει και μας δροσίζει, και πίνουνε νερό δροσερό ψυχές ξερές και διψασμένες! Κοίταξε πάθος και μεράκι που ξεχειλίζει από καιγόμενη καρδιά! Ο υμνωδός, αντί να κλάψει για την Παναγία που είναι μπροστά του ξαπλωμένη απάνω στην κλίνη της, τυλιγμένη με το μαφόρι της με κλεισμένα τα μάτια της που δίνανε παρηγοριά στην ανθρωπότητα, με σταυρωμένα τα άχραντα χέρια της, που βαστάξανε το Χριστό και τον αναθρέψανε, πεθαμένη σαν τον κάθε άνθρωπο, αντίς λέγω να κλάψει, αφού πρώτα απορεί πώς η πηγή της ζωής κείτεται στο μνήμα, μονομιάς κράζει με δάκρυα στα μάτια, πλην δάκρυα χαράς: «Ευφραίνου Γεθσημανή, που έχεις θησαυρισμένο το άγιο σκήνωμα της Θεοτόκου.»

Κ’ ύστερα στρέφει στους χριστιανούς που είναι μέσα στην εκκλησία και τους λέγει με τον ίδιο πνευματικό οίστρο. «Ας κράξουμε όλοι μαζί στην Παναγία, έχοντας για πρωτοψάλτη τον αρχάγγελο Γαβριήλ, που τη χαιρέτισε με τα ίδια λόγια κατά τη χαρούμενη, μέρα του Ευαγγελισμού κι’ ας πούμε: «Κεχαριτωμένη, χαίρε, μαζί σου είναι ο Κύριος, που δωρίζει στον κόσμο με εσένα, το μέγα έλεος». Θάνατος δεν υπάρχει εδώ πέρα που είναι η μητέρα της Ζωής. Κι’ ούτε μοιρολόγια και ξόδια θρηνητερά, παρά χαρά ανεκλάλητη, γάμος πνευματικός, τράπεζα αγιασμένη που έχει απιθωμένο πάνω της τον άρτο της ζωής και το κρασί της αθανασίας, και πίνουνε οι χριστιανοί και μεθάνε ένα μεθύσι άγιο, αγνό, άμωμο και δεν βρίσκονται πια μπροστά σ’ ένα λείψανο που το κηδεύουνε, αλλά βρίσκονται στη Ναζαρέτ, στο σπίτι το χαρούμενο και το μοσκοβολημένο από την παρθενική ευωδία της Παναγίας, τότε που ήτανε δεκάξη χρονών, κατά κείνη την ημέρα που έγινε ο Ευαγγελισμός, και κράζουνε γηθόσυνα οι λιγόζωοι οι άνθρωποι σα νάναι αθάνατοι, μαζί με τον αρχάγγελο Γαβριήλ : «Κεχαριτωμένη, χαίρε, μετά σου ο Κύριος!» Η Κοίμηση γίνεται Ευαγγελισμός, η θλίψη μεταλλάζεται σε χαρά!

Ναι, Δεν υπάρχει αληθινή χαρά, παρά μονάχα στο Χριστό κι’ αυτή η χαρά είναι ένα αμάραντο λουλούδι, που έχει τη ρίζα του στον πόνο. Οι άλλες οι χαρές είναι χαρές ψεύτικες, χωρίς ρίζα.
Τα μάτια μου είναι θολωμένα από τα δάκρυα τώρα που γράφω αυτά τα λόγια του Χριστού μας. Αυτά τα λίγα λόγια τα φύλαξε η ανθρωπότητα στην καρδιά της και μ’ αυτά κλαίει και μ’ αυτά χαίρεται. Αυτά τα λόγια γενήκανε θεμέλιο της Ορθοδοξίας, και μεταλλαχτήκανε σε λογής-λογής αγιασμένα αισθήματα και βγήκανε από τις καιόμενες καρδιές των αγίων ανθρώπων και ευωδιάσανε τον κόσμο. Από τον έναν γινήκανε ύμνοι, από τον άλλον εικονίσματα, σε άλλον γινήκανε προσευχή, σε άλλον ψαλμός, σε άλλον εκκλησιά με κουμπέδες και με αγιατράπεζα, σε άλλον θυσία του μάταιου κόσμου και βουβή κατάνυξη. Αυτά τα λόγια του Χριστού σταθήκανε πηγή και έμπνευση και για το θρηνητικό αηδόνι της έρημος, θέλω να πω για τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, σε όσα έγραψε για το «Χαροποιόν πένθος»: «Όποιος κλαίει, λέγει αυτός ο άγιος, και πικραίνεται για το Θεό, εκείνος αξιώνεται να δει στη ψυχή του την ουράνια και θεία παρηγοριά. Κι’ αυτή η ουράνια παρηγοριά είναι κάποια ανακούφιση και θεϊκή αλάφρωση, που παρηγορά την πονεμένη και πικραμένη ψυχή, οπού θλίβεται γιατί χωρίσθηκε από το Θεό με τις αμαρτίες της.

Και τούτη η χαριτωμένη βοήθεια αλλάζει τα πονεμένα δάκρυα της ψυχής, που είναι καταφαρμακωμένη, σε κάποια παρηγοριά θαυμαστή. Όποιος πορεύεται μ’ αυτή τη λύπη του Θεού, αυτός ακατάπαυστα γιορτάζει κάθε μέρα κι’ αγάλλεται η ψυχή του. Τούτο το άγιο και θεάρεστο κλάψιμο είναι μια λύπη αλησμόνητη της ψυχής, μια όρεξη πονεμένης καρδιάς, που γυρεύει με μεγάλη θέρμη το Θεό οπού τον επιθυμά πάντα της. Κράτα λοιπόν καλά τη χαριτωμένη και την ήμερη και την άγια λύπη, που κάνει τη ψυχή σου να θλίβεται αντάμα και να χαίρεται. Εγώ, λογιάζοντας καλά την ενέργεια τούτη της άγιας κατάνυξης, ζεσταίνουμε και θαυμάζω, πώς ετούτο που λέγεται κλάψιμο και λύπη, και που φαίνεται πολύ πικρό κι’ αβάσταχτο, έχει μέσα του πλεγμένη και σμιγμένη τη χαρά, και την ευφροσύνη, όπως είναι σμιγμένο το κερί με το μέλι στην μελόπιτα. Και σέρνει εκείνους που την αξιωθήκανε με πόθο μεγάλο και με πολλήν αγάπη, και φοβούνται να μην την χάσουνε, και την φυλάγουνε περισσότερο απ’ όσο φυλάγουνε οι άλλοι άνθρωποι τ’ ακριβά πετράδια και τ’ ασημοχρύσαφα. Είναι μια ήμερη χαρά κ’ ένα θεϊκό χάρισμα. με το οποίο στολίζει ο Θεός τους φίλους του, και κάνει να έχουνε μιαν αληθινή χαρά και όρεξη για το Θεό, πούναι συντροφιασμένη με κάποια θεραπευτική λύπη οπού δεν έχει μέσα της καμιά σαρκική αγάπη, παρά μονάχα μια παρηγοριά αγγελική και ουράνια. Με την οποία παρηγορά ο Θεός κρυφά εκείνους που συντρίβουνε με πόνο και με ταπείνωση την καρδιά τους.» Άμποτε να την αξιωθούμε κ’ εμείς, με τη χάρη της Παναγίας που γιορτάζουμε. Αμήν.

πηγή: Ελληνική Δημιουργία, τ. 37, 1949