.

ΠΕΡΙ ΓΑΜOY MAΡΤΥΡΙΕΣ (και όχι μόνο)

Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010

Η αγάπη είναι πέρα από τις κατηγορίες του δυνατού και του αδύνατου

ΓΑΜΟΣ: ΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

(Πρωτοπρεσβύτερου Ιωάννου Μάγιεντορφ)

Η Ιουδαϊκή σκέψη της Παλαιάς Διαθήκης είδε ως κύριο νόημα και σκοπό του γάμου την τεκνογονία. Το πιο φανερό και αναγκαίο σημάδι της Θείας Ευλογίας εθεωρείτο η συνέχιση της φυλής. Η υπακοή και η εμπιστοσύνη του Αβραάμ στο Θεό του έφερε την υπόσχεση ενός δοξασμένου απογόνου: «η μην ευλογών ευλογήσω σε, και πληθύνων πληθυνώ το σπέρμα σου ως τους αστέρας του ουρανού και ως την άμμον την παρά το χείλος της θαλάσσης, και κληρονομήσει το σπέρμα σου τας πόλεις των υπεναντίων και ενευλογηθήσονται εν τω σπέρματι σου πάντα τα έθνη της γης, ανθ’ ων υπήκουσας της εμής φωνής». (Γένεσις, κβ’: 17-18). Αυτή η σοβαρή υπόσχεση που δόθηκε στον Αβραάμ εξηγεί γιατί η στέρηση παιδιών εθεωρείτο κατάρα, κυρίως για τις γυναίκες.

Αυτή η άποψη που απεικονίζεται τόσο καθαρά στην Π. Διαθήκη, αρχικά συνδέεται με το γεγονός ότι ο πρώιμος Ιουδαϊσμός δεν είχε αντιληφθεί σωστά το θέμα της προσωπικής επιβίωσης μετά το θάνατο. Το καλύτερο που μπορούσαν να ελπίζουν ήταν μια σκοτεινή και ατελής ύπαρξη σ’ ένα μέρος που ονομαζόταν «Άδης» (συχνά σ’ αυτή τη λέξη δίνουν την ασαφή μετάφραση «κόλαση»). Ο Ψαλμωδός ζητά τη βοήθεια του Θεού εναντίον των έχθρων του που ζητούν να τον σκοτώσουν και γνωρίζει ότι ο Θεός «ουκ εμνήσθη έτι» τους φονιάδες οι οποίοι «εκ της χειρός του απώσθησαν» Ζητώντας τη βοήθεια του Θεού εναντίον εκείνων που ζητούν να τον εξολοθρεύσουν προκαλεί φιλοσοφικά το Θεό: «μη τοις νεκροίς ποιήσεις θαυμάσια; ή ιατροί αναστήσουσι καί εξομολογήσονται σοι;» (Ψαλμός 87,11). Ο Θεός ήταν «Θεός ζώντων» και όχι νεκρών. Όμως η υπόσχεση στον Αβραάμ υπονοούσε ότι η ζωή θα ήταν αιώνια με τη βοήθεια των απογόνων, γι’ αυτό δίνονταν μεγάλη σπουδαιότητα στη τεκνογονία.

Έτσι ο γάμος – πολυγαμία ή μονογαμία – ήταν το νόμιμο μέσο, αλλά η παλλακεία ήταν επίσης ανεκτή και ακόμη μερικές φορές αναγκαστική για να εξασφαλισθεί η συνέχιση της φυλής (Γένεσις ιστ ‘ 1-3). Ο θεσμός της «επιγαμβρείας» στηρίζεται στο καθήκον του άνδρα να «αναστήσει σπέρμα» για το νεκρό αδελφό του με το να παντρευτεί τη χήρα του κι έτσι να του εξασφαλίσει μερική επιβίωση στα παιδιά της γυναίκας του. Η μονογαμία, βασισμένη στην αιώνια αγάπη των συζύγων, υπήρχε μάλλον ως μια ιδανική εικόνα. Υπονοείται στην ιστορία της δημιουργίας, στο Άσμα Ασμάτων, σε διάφορες προφητικές εικόνες της αγάπης του Θεού για τους ανθρώπους του, αλλά ποτέ δεν έγινε θρησκευτικό πρότυπο.

Στην Κ. Διαθήκη, το νόημα του γάμου αλλάζει εκ θεμελίων. Η αντίθεση είναι εμφανής, διότι τα κείμενα χρησιμοποιούν τις διάφορες απόψεις της Π. Διαθήκης για να τις τροποποιήσουν με σαφήνεια. Κανένα κείμενο της Κ. Διαθήκης που αναφέρεται στο γάμο δεν προβάλλει την τεκνογονία ως δικαίωση ή σκοπό. Η τεκνογονία γίνεται μέσο σωτηρίας μόνο εάν επιτελείται «εν πίστει, αγάπη, και αγιασμώ» (Α’ Τιμόθ., 2:15). Η τροποποίηση στα πρότυπα της Π. Διαθήκης φανερώνεται με αρκετή σαφήνεια σε τρεις περιπτώσεις:

1) Τα τρία συνοπτικά Ευαγγέλια (Ματθαίου, Μάρκου, Λουκά) αναφέρουν τη στάση του Ιησού προς την «επιγαμβρεία». Είναι αναγκαίο να τονισθεί ότι το θέμα σχετίζεται με τη διδασκαλία του Χριστού για την ανάσταση και την αθανασία, πράγμα που διαλύει τις απορίες για την επιβίωση διά της τεκνογονίας. Όταν οι Σαδδουκαίοι (που δεν πίστευαν στην ανάσταση) ρώτησαν ποιός ανάμεσα στους επτά αδελφούς που διαδοχικά παντρεύτηκαν την ίδια γυναίκα θα τήν έχει ως σύζυγο «εν τη Αναστάσει»­ ο Ιησούς απάντησε ότι «στην Ανάσταση δεν υπάρχει γάμος, γιατί θα ζουν σαν άγγελοι Θεού».

Συνήθως αυτό το χωρίο θεωρείται ότι υπονοεί ότι ο γάμος είναι μόνο επίγειος θεσμός και ότι το κύρος του διαλύεται με το θάνατο. Τέτοια αντίληψη επικράτησε στη Δυτική Εκκλησία που ποτέ δεν αποθάρρυνε το δεύτερο γάμο χήρων ανθρώπων και που δεν περιόρισε τον αριθμό των επιτρεπτών για τους Χριστιανούς γάμων. Όμως, αν αυτό ήταν το πραγματικό νόημα των λόγων του Ιησού, θα ήταν σε φανερή αντίθεση με τη διδασκαλία του Απ. Παύλου και με τους γεμάτους συνέπεια κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας ανά τους αιώνες. Στην χριστιανική αντίληψη, ο γάμος παρουσιάζει μια μοναδικότητα και είναι εντελώς αντίθετος από την «επιγαμβρεία». Ποτέ η χριστιανική Εκκλησία δε θα ενεθάρρυνε τον άνδρα να παντρευτεί τη χήρα του αδελφού του. Πράγματι, όπως ο Κλήμης ο Αλεξανδρείας ήδη τόνισε: « Ο Κύριος δεν αποκλείει το γάμο, αλλά απελευθερώνει τις σκέψεις τους από την προσδοκία ότι στην Ανάσταση θα υπάρχουν σαρκικές επιθυμίες». Η απάντηση του Ιησού στους Σαδδουκαίους είναι αυστηρά περιορισμένη από το νόημα της ερώτησης τους. Δεν δέχονται την Ανάσταση διότι δεν μπορούν να τη φαντασθούν διαφορετικά παρά ως μια αποκατάσταση της γήινης ανθρώπινης ύπαρξης, πράγμα που θα περιλάμβανε και την Ιουδαϊκή αντίληψη του γάμου ως αναπαραγωγή μέσω της συζυγικής ένωσης. Σ’ αυτό, όπως λέει ο Ιησούς «πλανώνται», διότι η ζωή στην Αιώνια Βασιλεία θα είναι όπως τη ζωή «των αγγέλων». Έτσι στην απάντηση του ο Ιησούς δεν κάνει τίποτ’ άλλο παρά απορρίπτει μια αφελή και υλιστική αντίληψη για την Ανάσταση χωρίς να αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στο θέμα του γάμου. Αναφέρεται στην «επιγαμβρεία» κι όχι στο χριστιανικό γάμο του οποίου το νόημα γίνεται φανερό – σ’ όλο το βάθος και το πλάτος – σε άλλα μέρη της Κ. Διαθήκης.

2) Η διδασκαλία του Χριστού που απαγορεύει το διαζύγιο αντικατοπτρίζει, πιο θετικά, τη φύση του Χριστιανικού γάμου. Έρχεται σε φανερή αντίθεση με το Ιουδαϊκό Δευτερονόμιο που επιτρέπει το διαζύγιο. Η ουσία του Χριστιανικού γάμου που βρίσκεται στο αδιάλυτό του αποκλείει όλες τις υλιστικές ερμηνείες. Η ένωση ανάμεσα στους δύο συζύγους είναι τελεσίδικη. Είναι μία αιώνια ένωση ανάμεσα σε δυο μοναδικές και αιώνιες προσωπικότητες, που δεν μπορεί να διασπασθεί από τέτοιες προφάσεις όπως η τεκνογονία (δικαιολογία για παλλακεία) ή η οικογενειακή αλληλεγγύη (βάση για «επιγαμβρεία»).Το αδιάλυτο του γάμου πάντως δεν είναι αξίωση νομικά άκαμπτη. Η κυριότερη εξαίρεση που μνημονεύεται από το Ματθαίο («παρεκτός λόγου πορνείας») είναι για να μας υπενθυμίζει ότι ο νόμος της Βασιλείας του Θεού δεν επιβάλλει την κατά γράμμα τήρησή του, αλλά λαμβάνει υπόψη και την ελεύθερη ανταπόκριση του ανθρώπου. Έτσι το δώρο του Χριστιανικού γάμου μπορεί ο άνθρωπος να το δεχθεί, να το βιώσει ελεύθερα, αλλά τελικά μπορεί και ν’ απορρι­φθεί από τον άνθρωπο. Γενικά το Ευαγγέλιο ποτέ δεν περιορίζει το μυστήριο της ανθρώπινης ελευθερίας σε νομικούς κανόνες. Προσφέρει στον άνθρωπο το μόνο δώρο που αξίζει σε μια «εικόνα του Θεού» – μια «αδύνατη» τελειότητα. Η απαίτηση του Χριστού για απόλυτη μονογαμία παρουσιάζεται στους ακροατές Του ως κάτι το ακατόρθωτο. Κατ ‘ ακρίβεια η αγάπη είναι πέρα από τις κατηγορίες του δυνατού και του αδύνατου. Είναι ένα «δώρημα τέλειο» που γίνεται γνωστό μόνο με την εμπειρία. Είναι φανερά ασυμβίβαστη με τη μοιχεία. Στην περίπτωση της μοιχείας, ο άνθρωπος αρνείται το δώρο και ο γάμος δεν υπάρχει. Εκείνο που απομένει τότε είναι όχι μόνο το τυπικό «διαζύγιο», αλλά η τραγική εμπειρία της κακής χρήσης της ελευθερίας, δηλ. της αμαρτίας.

3) Όταν μιλά για το θέμα της χηρείας, ο Απ. Παύλος υπονοεί ότι ο γάμος δεν διαλύεται από το θάνατο διότι «η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει» (Α’ Κορ., ιγ’, 8). Γενικά η στάση του Παύλου στο θέμα του γάμου είναι καθαρά αντίθετη από την άποψη των Ιουδαίων Ραβίνων διότι – ειδικά στην Α’ προς Κορινθίους -δείχνει φανερά την προτίμηση του στον άγαμο βίο παρά στο γάμο. Μόνο στην επιστολή του προς τους Εφεσίους αυτή η αρνητική στάση βελτιώνεται με τη διδασκαλία στην οποία παρομοιάζεται ο γάμος με την ένωση Χριστού και Εκκλησίας – διδασκαλία που έγινε η βάση όλης της Θεολογίας του γάμου όπως συναντάται στην Ορθόδοξη Παράδοση. Πάντως η άποψη του Παύλου για το δεύτερο γάμο σε περίπτωση χηρείας, όπως αυτή εκφράζεται στην Α’ προς Κορινθίους, υποστηρίζεται αυστηρά και από τους Κανόνες και την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας. Ο δεύτερος γάμος είτε σε περίπτωση χηρείας είτε σε περίπτωση διαζυγίου, γίνεται ανεκτός μόνο ως καλύτερη λύση παρά το «πυρούσθαι» και όχι για οποιοδήποτε άλλο λόγο. Μέχρι το δέκατο αιώνα, δεν ευλογείτο στην εκκλησία και ακόμα και σήμερα συνιστά κώλυμα για να γίνει κανείς ιερέας. Η σημερινή ιεροτελεστία της ευλογίας του δευτέρου γάμου επίσης δείχνει καθαρά ότι γίνεται δεκτός μόνο από συγκατάβαση. Σε κάθε περίπτωση η Γραφή και η Παράδοση συμφωνούν ότι η πίστη της χήρας ή του χήρου στο σύντροφο που έχει πεθάνει είναι κάτι παραπάνω από «ιδανικό»· είναι Χριστιανική γραμμή. Ο Χριστιανικός γάμος δεν είναι μόνο μια γήινη σεξουαλική ένωση, αλλά ένας αιώνιος δεσμός ο όποιος θα συνεχίσει όταν τα σώματα μας θα γίνουν «πνευματικά», και όταν ο Χριστός θα είναι «τα πάντα εν πάσι».Αυτά τα τρία παραδείγματα δείχνουν καθαρά ότι στην Κ. Διαθήκη προβάλλεται μια εντελώς καινούργια αντίληψη για το γάμο- εξαρτάται άμεσα από το «Ευαγγέλιο» της Ανάστασης το οποίο μας μετέδωσε ο Χριστός. Ο Χριστιανός προσκαλείται ήδη απ’ αυτόν τον κόσμο να γευθεί τη νέα ζωή, να γίνει πολίτης της Ουράνιας Βασιλείας – και μπορεί να το κάνει αυτό μέσα στο γάμο. Αλλά τότε ο γάμος παύει να είναι είτε η απλή ικανοποίηση προσωρινών φυσικών αναγκών είτε το μέσο για εξασφάλιση μιας απατηλής επιβίωσης μέσω της τεκνογονίας. Είναι μια μοναδική ένωση δύο υπάρξεων που αγαπιούνται και που μπορούν να υπερπηδήσουν την ανθρώπινή τους φύση και έτσι να ενωθούν όχι μόνο μεταξύ τους άλλα επίσης και με το Χριστό.