Τα έθιμα του γάμου, τόσο για την προετοιμασία του, όσο και για την τέλεσή του ποικίλουν μεταξύ των ποντίων. Τα βασικά χαρακτηριστικά του γάμου διατήρησαν τόσο οι Έλληνες του Πόντου, όσο και οι Έλληνες του Καυκάσου στις νέες τους πατρίδες. Πιο διαδεδομένος είναι ο όρος «χαρά» και λιγότερο όρος «γάμος» γιατί υπογράμμιζε με ακρίβεια το χαρμόσυνο γεγονός των ανθρώπων. Στην ποντιακή διάλεκτο παραμένει και θα παραμένει σε χρήση ο όρος «χαρά» ή «χαράντας», αλλά και «στεφανώματα». Η ημερομηνία του γάμου οριζόταν με το «λογόπαρμαν» ή «λογοκόψιμον», αλλιώς και «ψαλάφεμαν». Οι γονείς και στενοί συγγενείς του γαμπρού, μαζί και ο δεξάμενος (ο νονός του γαμπρού) επισκέπτονταν το σπίτι της νύφης για να πάρουν τη συγκατάθεση των γονιών της, αλλά και να ορίσουν την ημερομηνία του γάμου. Κατάλληλη χρονική στιγμή για το γεγονός αυτό ήταν το Σαββατόβραδο. Οι συγγενείς του γαμπρού πήγαιναν τρεις φορές στο σπίτι της νύφης για να δοθεί η συγκατάθεση, «ο λόγος» των γονέων της. Στην ανταλλαγή μάλιστα των δακτυλιδιών που γινόταν την πρώτη Κυριακή μετά το «λόγο» καλεσμένος ήταν και ο ιερέας του χωριού. Παλιότερα γινόταν δυο αντίστοιχα γλέντια στο σπίτι του γαμπρού και της νύφης. Κατά τη διάρκεια του γλεντιού έφτανε ο κουμπάρος με λίγους συγγενείς του γαμπρού. Τότε έβγαιναν οι συγγενείς της νύφης , κυρίως γυναίκες με πιατέλα στα χέρια (περιείχε συνήθως κοτόπουλο) και τσίπουρο, για να καλωσορίσουν τον κουμπάρο.
Όλοι οι συγγενείς της νύφης φτάνουν στο σπίτι της. Το γλέντι συνεχίζεται ως αργά τη νύχτα με το λάλημα της ποντιακής λύρας. Ανήμερα του γάμου οι προετοιμασίες κορυφώνονταν τόσο στο σπίτι της νύφης , όσο και στου γαμπρού. Οι ελεύθερες κοπέλες, συγγενείς και φίλες της νύφης, παλαιότερα τη στόλιζαν και τη φρόντιζαν, στις μέρες μας παραβρίσκονται κοντά της κατά την προετοιμασία της. Νυφιάτικα τραγούδια που απηύθυναν στη νύφη κατά την προετοιμασία της. Τα ανύπαντρα κορίτσια έγραφαν αλλά και γράφουν το όνομά τους κάτω από το παπούτσι της νύφης και ανυπομονούν να δουν αν θα σβήσει , ένδειξη ότι θα παντρευτούν σύντομα και αυτές. Οι συγγενείς μέσα και έξω από το σπίτι έστηναν ένα γλέντι πριν ξεκινήσει η πομπή του γάμου. Αν η νύφη και ο γαμπρός ήταν από το ίδιο μέρος τότε ξεκινούσε η συνοδεία του γαμπρού (του γαμπρού τ΄αλάι) για το σπίτι της νύφης. Η πορεία γίνεται πεζή με τη συνοδεία οργάνων και κυρίως της ποντιακής λύρας χορεύοντας το τας . Αν η νύφη ήταν από άλλο μέρος η γαμήλια πομπή γινόταν έφιππη. Στην είσοδο του σπιτιού έβγαιναν οι συγγενείς της νύφης και εμπόδιζαν την πρόσβαση του κουμπάρου και των συγγενών του γαμπρού μέσα στο σπίτι. Τότε γυναίκες, συγγενείς της νύφης, έβγαιναν με δίσκους στα χέρια και πρόσφεραν μεζέδες στον κουμπάρο και στο γαμπρό. Μια πιατέλα με κότα βραστή στολισμένη με κορδέλες ή κεριά συνοδευόμενη με τσίπουρο για τον κουμπάρο και μια πιατέλα με φούστορον (ομελέτα) για το γαμπρό.
Όταν ο κουμπάρος κατόρθωνε να μπει τελικά στο σπίτι της νύφης τα συγκόρτσια της (οι φιλενάδες της ) ζητούσαν εύρετρα για να παραδώσουν το παπούτσι της που το είχαν κρύψει νωρίτερα. Τότε άρχιζε ένας σύντομος διάλογος της νύφης. Ο κουμπάρος έβγαζε και δώριζε ένα χρηματικό ποσό, και ο αδελφός της νύφης έβγαζε το κρυμμένο παπούτσι για να φορέσει η νύφη. Και στις μέρες το έθιμο αυτό είναι ακόμα ζωντανό. Όταν πια τελείωναν όλα τα απαιτούμενα έθιμα έβγαινε η νύφη από το πατρικό της με τη συνοδεία της παρανύφ’σας και του αδελφού της. Η παρανύφ’σα ήταν η γυναίκα που συνόδευε τη νύφη απ’ τη στιγμή που την έπαιρνε η συνοδεία του γαμπρού ως τη Δευτέρα το πρωί, που τελείωνε ο γάμος. Παρανύφ’σα ήταν συνήθως η αδελφή του πατέρα της νύφης ή η αδελφή της μητέρας της νύφης ή μεγαλύτερη από τις αδελφές τις ή ακόμα και η νονά της. Αυτή η γυναίκα θα συνόδευε τη νύφη πριν από το γάμο στην αγορά των νυφικών και των κοσμημάτων. Στην εκκλησία φρόντιζε τη νύφη : σκούπιζε τον ιδρώτα του προσώπου, τα δάκρυα της, όταν έκλαιγε και μετά στο σπίτι του γαμπρού, φρόντιζε το φαγητό και το ποτό της μες στο «νυφείον» όπου η νύφη. Το βράδυ της Κυριακής αυτή θα κοιμόταν μαζί με τη νύφη. Την προετοίμαζε για τη νυφική παστάδα και της έδινε οδηγίες για τα πρώτα καθήκοντα της στο νέο σπιτικό. Αφού έπαιρναν από το σπίτι της τη νύφη με τους συγγενείς της «το νυφέπαρμαν» συνέχιζαν πεζή για το ναό.
Ο χρόνος διάρκειας της πομπής «γαμόστολος» ή «ψικ» ποίκιλε ανάλογα με την απόσταση που είχε ο ναός , αλλά και με τη διάθεση για χορό και ποτό που είχαν οι συγγενείς καθώς χόρευαν μπροστά στη νύφη και στο γαμπρό και καθυστερούσαν την πομπή. Στην πομπή οι συνοδοί του γαμπρού και της νύφης δημιουργούσαν έναν κλοιό γύρω τους το λεγόμενο «σέρεμαν» για να μην εισχωρήσει κανείς. Αποτελούσε κακό σημάδι για τη νέα ζωή του ζευγαριού η διέλευση άλλων προσώπων ανάμεσα από την πομπή τους. Πριν από τη στέψη σε παλαιότερες εποχές ο ιερέας απηύθυνε στο γαμπρό το ερώτημα : «αγαπάς ατέν;» (την αγαπάς) και προς τη νύφη το ίδιο ερώτημα «αγαπάς ατόν;». Με την καταφατική απάντηση των δύο προχωράει στη στέψη. Κατά τη διάρκεια της στέψης η νύφη όφειλε να καμαρώνει κάτω από το πέπλο της , τη λεγόμενη «καμάρα» ή «καμαρωτέρ». Αυτή ήταν μεταξοΰφαντη λευκή καλύπτρα μαζί με κοσμήματα και στο στολίδια. Η νύφη στεκόταν σχεδόν ακίνητη κάτω από την «καμάρα» (το πέπλο) και δεν έστρεφε το κεφάλι ούτε δεξιά, ούτε αριστερά. Μάλιστα μετά το γάμο γινόταν θέμα σχολιασμού «το καμάρωμα» της νύφης, αν αυτή είχε βάλει όλη την τέχνη της για να παραμείνει δίπλα στο γαμπρό με σοβαρότητα και αξιοπρέπεια. Μετά τα στεφανώματα η γαμήλια πομπή παλαιότερα πορεύονταν στο σπίτι του γαμπρού όπου η μάνα του υποδεχόταν τη νύφη της με τη φράση «έλα καλέσσα οικοκυρά…να είσαι στερεωμέντσα και προκομέντσα». Τη φιλούσε και τη δώριζε χρυσαφικά. Τότε η νύφη έσπαζε ένα πιάτο στην είσοδο του σπιτιού , έθιμο που διασώζεται και στις μέρες μας. Εκεί άρχιζε το «τσουμπούς» (το γλέντι) με όλα τα προετοιμασμένα εδέσματα, για τα οποία φρόντιζαν οι γυναίκες συγγενείς του γαμπρού. Τα όργανα , όπως η ποντιακή λύρα, το νταούλι και το κλαρίνο ηχούσαν ως το ξημέρωμα και οι προσκεκλημένοι δεν κουράζονταν να χορεύουν.
Ο χορός συνοδεύονταν με τραγούδι και άφθονο ποτό. Στους καυκάσιους πόντιους (σήμερα στην περιοχή του Κιλκίς) επικρατεί το έθιμο του δωρίσματος «χάρισμαν» στους νιόπαντρους κατά τη διάρκεια του γαμήλιου γλεντιού. Όλοι οι συγγενείς και οι φίλοι ανταποκρίνονταν στο κάλεσμα που τους απηύθυνε ένας βροντόφωνος «ο τελάλης» για τη συγκέντρωση των δώρων. Το νιόπαντρο ζευγάρι συγκεντρώνει ένα σεβαστό ποσό για το ξεκίνημα της καινούργιας ζωής . Μετά τα μεσάνυχτα και μετά το χάρισμα τηρούσαν ένα άλλο έθιμο. Το «θήμιγμα ή θήμισμα» ήταν πιο πολύ έθιμο παρά χορός. Πρόκειται για έναν κύκλο χορού που τον αποτελούσαν εφτά μονοστέφανα ζευγάρια , ανδρόγυνα δηλαδή που έχουν έρθει σε πρώτο γάμο, και ένας επιπλέον χορευτής. Στο χορό μπαίνει και το νιόπαντρο ζευγάρι με τον κουμπάρο και την κουμπάρα την παρανφ’σα, αν υπάρχει. Στη μέση του χορού βρίσκονταν τα όργανα, συνήθως ο λυράρης, παίζοντας και τραγουδώντας, και ο παπάς με το θυμιατό του θυμιάζοντας τους νεόνυμφους και τους χορευτές. Κατά τη διάρκεια του τραγουδιού και του χορού δίνονταν συμβουλές , υποδείξεις , ευχές αλλά και παινέματα για τη νύφη. Ο χορός ήταν ομαλός, το ομάλ. Κάθε ζευγάρι κρατάει μια λαμπάδα αναμμένη .Το όνομα του χορού θήμισμα ή θήμιγμα προέρχεται από παράφραση του ρήματος φημίζω (θημίζω) αυξάνω τη φήμη κάποιου, δηλαδή του ζευγαριού και μάλιστα της νύφης. Τα εφτά μονοστέφανα ζευγάρια ,καθαρά χριστιανικός συμβολισμός, συμβολίζουν τις εφτά ημέρες της δημιουργίας, της οποίας ενσάρκωσης πρέπει να αποτελέσει το καινούργιο ζευγάρι. Ο επιπλέον χορευτής στον κύκλο, το «τεκ’», το μονόν, είναι γνώρισμα της αυξημένης ευαισθησίας στις προλήψεις ,που υπήρχε στον Πόντο και σ’ όλη την Ελλάδα. Ήταν η άμυνα στη βασκανία και σε κάθε κακό από το οποίο έπρεπε να προφυλαχτεί το νιόπαντρο ζευγάρι. Όλες οι παραπάνω πληροφορίες αποτελούν αναμνήσεις μιας καλής γιαγιούλας από τον Πόντο. Την ευχαριστούμε πολύ γι ‘αυτό!!!
Κωνσταντινίδου Σοφία