Από τήν συζήτηση μέ τούς Φοιτητές τής Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας τού Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Ερώτηση: Σέ ποιό βαθμό ο μοναχικός τρόπος ζωής στήν θεολογία τής θεωρίας είναι πιό υψηλά από τήν κατάσταση τού γάμου;
Απάντηση: Όταν κανείς εισέρχεται στήν Εκκλησία καί βαπτίζεται έχει σκοπό νά φθάση στήν θέωση. Η θέωση είναι γιά κάθε άνθρωπο, γιά κάθε Χριστιανό. Αυτό ακριβώς φαίνεται στήν ακολουθία τού Βαπτίσματος καί στήν όλη πνευματική ζωή.
Υπάρχει ο εν Χριστώ γάμος καί η εν Χριστώ παρθενία. Άν ο γάμος δέν είναι εν Χριστώ δέν σώζει. Καί άν η παρθενία δέν είναι εν Χριστώ δέ σώζει. Τό πρόβλημα δέν είναι γάμος ή παρθενία, αλλά τό πώς ο άνθρωπος θά ζή εν Χριστώ καί εν τή Εκκλησία.
Βέβαια, όταν κανείς είναι καλός μοναχός, τότε τού δίνονται μεγαλύτερες δυνατότητες γιά νά σωθή καί νά φτάση σέ υψηλό βαθμό πνευματικής ζωής. Γιατί στόν γάμο πρέπει κανείς νά συνυπάρχη μέ ένα άλλο πρόσωπο καί νά βαδίζουν μέ ένα ζυγό καί οι δυό. Υπάρχουν, όμως, περιπτώσεις πού ένας έγγαμος φθάνει σέ μεγάλο ύψος πνευματικής ζωής καί ένας μοναχός παραμένει στά χαμηλά επίπεδα πνευματικής ζωής.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει ότι ο Προφήτης Ησαΐας ήταν έγγαμος, αλλά αυτό δέν τόν εμπόδισε νά φθάση στήν θεωρία τού Θεού. Γι' αυτό καί λέω ότι, όταν κανείς έχη δίψα γιά τόν Θεό, δέν τόν εμποδίζει ούτε ο γάμος ούτε η παρθενία. Βέβαια υπάρχουν βαθμοί θεωρίας καί αγιότητας.
Ο π. Παΐσιος κάποτε είπε ότι ο Θεός έχει τήν δική του αριθμητική. Η δική μας αριθμητική είναι διαφορετική από τήν αριθμητική τού Θεού. Γιά παράδειγμα, τό εννιά γιά τόν Θεό μπορεί νά μήν είναι άριστα, ενώ τό τέσσερα ή τό δυό νά είναι άριστα. Καί εξήγησε ότι ο Χριστός μέ τήν παραβολή τών ταλάντων είπε ότι στόν ένα δόθηκαν πέντε τάλαντα, στόν άλλο δυό καί στόν τρίτο ένα, γιά νά τά διπλασιάσουν. Εκείνος πού πήρε τά πέντε τάλαντα, έπρεπε νά τά κάνη δέκα γιά νά πάρη τό άριστα. Εάν τά έκανε εννιά, δέν πήρε τό άριστα. Εκείνος πού πήρε τά δυό έπρεπε νά τά κάνη τέσσερα, γιά νά πάρη τό άριστα. Γιά τόν Θεό τό εννέα δέν είναι άριστα, ενώ τό τέσσερα είναι. Έτσι η αριθμητική τού Θεού είναι διαφορετική από τήν αριθμητική τού ανθρώπου.
Τό θέμα είναι ότι ο Χριστιανός ό,τι κάνει στήν ζωή του, πρέπει νά τό κάνη εν Χριστώ. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος λέγει ότι μερικοί μακάρισαν τόν ερημητικό βίο ως καλύτερο καί άλλοι μακάρισαν τόν κοινοβιακό βίο. Γιά μένα, λέγει ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος, καλύτερος είναι αυτός ο βίος πού γίνεται γιά τόν Χριστό, γιά τήν δόξα τού Χριστού καί σύμφωνα μέ τό θέλημα τού Θεού.
Υπάρχουν έγγαμοι άνθρωποι πού σώζονται, μπαίνουν στόν Παράδεισο, καί υπάρχουν μοναχοί πού δέν θά σωθούν. Οπότε, τό θέμα είναι νά ζούμε εκκλησιαστική ζωή, νά ρωτάμε τόν Πνευματικό Πατέρα τί πρέπει νά κάνουμε στήν ζωή μας καί αυτό πού θά κάνουμε νά τό κάνουμε κατά Θεό.
Ο πατέρας μου ήθελε νά γίνη μοναχός. Πήγε στό μοναστήρι αλλά τήν πρώτη εβδομάδα, πρίν γίνει μοναχός, έγινε πόλεμος μέ τούς Ιταλούς καί τόν επιστράτευσαν. Ο ηγούμενος τού είπε νά πάη στόν πόλεμο καί άν σωθή καί επιθυμεί νά γίνη μοναχός μπορούσε νά επανέλθη στό μοναστήρι. Κατά τήν διάρκεια τού πολέμου προσευχόταν, κοινωνούσε συχνά καί όταν τελείωσε ο πόλεμος ο Πνευματικός τού είπε: «Εσύ πρέπει νά παντρευθής» καί τού υπέδειξε ένα πρόσωπο. Εκείνος έκανε υπακοή καί παντρεύθηκε. Κάποτε μού έγραψε σέ γράμμα: «Εάν παντρεύθηκα τό έκανα γιά δυό λόγους: πρώτον, γιατί ήθελα νά κάνω υπακοή στόν Πνευματικό μου Πατέρα καί δεύτερον, ήθελα νά κάνω παιδιά γιά νά τά υπηρετήσω». Αγαπούσε πάρα πολύ τούς μοναχούς, διάβαζε μοναχικά βιβλία, διάβαζε τό βιβλίο τού αγίου Ιωάννη τής Κλίμακος. Καί η μητέρα μου ζούσε πολύ μοναχικά. Μέ προσευχή, μέ νηστεία. Εισήλθα μιά φορά μέσα στό σπίτι καί τήν είδα νά κάνη μετάνοιες καί νά προσεύχεται. Εγώ δέν έχω τήν πίστη καί τήν πνευματική ζωή πού είχαν οι γονείς μου.
Η μητέρα μου στό τέλος τής ζωής της ήταν γιά πέντε χρόνια κατάκοιτη καί συνεχώς προσευχόταν στό Θεό. Τότε τήν ρώτησα άν είχε κάποιο παράπονο. Μού απάντησε: «Δέν έχω κανένα παράπονο, χίλιες δόξες νά έχη ο Θεός. Δέν είμαι άξια νά Τόν δοξάζω». Καί όμως ήταν κατάκοιτη.
Ο πατέρας μου πέθανε στό Νοσοκομείο. Όταν τόν έφεραν στό σπίτι, κάθισε δίπλα στό φέρετρό του, τόν χάϊδεψε στό μέτωπο καί τού είπε: «Γιατί έφυγες; Γιατί δέ μέ χαιρέτισες; Τόσα χρόνια περάσαμε καλά, γιατί έφυγες τόσο ξαφνικά;». Καί μετά είπε: «Άντε, δέν πειράζει. Πήγαινε στό καλό καί καλή αντάμωση».
Οι γονείς μου σώθηκαν, εγώ δέν ξέρω ακόμη άν θά σωθώ. Γι' αυτό νά προσεύχεσθε καί εσείς γιά νά σωθώ καί εγώ καί νά μή διαψεύσω τούς γονείς μου πού μέ γέννησαν καί μέ αγάπησαν.
Επομένως, η παρθενία είναι μιά ευλογημένη κατάσταση, η οποία δίνει πολλές προϋποθέσεις, γιά νά ανεβή κανείς σέ μεγάλο ύψος πνευματικής ζωής. Όμως, όταν κανείς δέν τίς αξιοποιή, τότε αποτυγχάνει. Αλλά καί ο γάμος ευλογείται από τόν Θεό μέ τό Μυστήριο τού γάμου καί μπορεί ο άνθρωπος μέ τήν υπακοή στό θέλημα τού Θεού νά σωθή. Όλα πρέπει νά γίνωνται εν Χριστώ. Ο Απόστολος Παύλος μιλώντας γιά τόν γάμο καί τήν παρθενία λέγει: «Έκαστος ίδιον χάρισμα έχει εκ Θεού, ός μέν ούτως, ός δέ ούτως» (Α' Κορ. ζ', 7).–