.

ΠΕΡΙ ΓΑΜOY MAΡΤΥΡΙΕΣ (και όχι μόνο)

Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

Η Μοιχεία


ΓΕΝΙΚΑ: Η σεξουαλική σχέση ενός παντρεμένου ατόμου με άτομο διαφορετικό από τον (την) σύζυγό του είναι μοιχεία ή όπως την ορίζουν οι νομικοί η παράβαση της συζυγικής πίστης που συνίσταται στην εξώγαμη κατά φύση συνουσία μεταξύ δύο ετεροφύλων προσώπων εκ των οποίων το ένα τουλάχιστον είναι έγγαμο. Η μοιχεία είναι τόσο παλιά όσο και ο θεσμός του γάμου και της οικογένειας. Η κοινωνική της απαξία ποικίλλει από εποχή σε εποχή, από κοινωνία σε κοινωνία και από πολιτισμό σε πολιτισμό.

Εικόνα 1: Ο Ορέστης φονεύει τους μοιχούς Κλυταιμνήστρα και Αίγισθο, φονείς του πατέρα του Αγαμέμνονα
ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ: Η Ελληνική Μυθολογία αναφέρεται πολλές φορές σε θέματα μοιχείας ακόμη και “θείας” μοιχείας. Έτσι, ο Δίας μοιχεύει κατ' εξακολούθηση απατώντας την Ήρα. Η Αφροδίτη, δυσαρεστημένη που υποχρεώθηκε να παντρευτεί τον χωλό 'Ηφαιστο, τον απάτησε μέσα στο ίδιο του το παλάτι με τον Άρη. Μοιχείας “επεισόδια” έχουμε και στον τρωικό κύκλο, συχνά με πολύ δυσάρεστα αποτελέσματα. Εκτός από τους ήρωες που συνευρίσκονταν με αιχμάλωτες Τρωαδίτισσες, και οι σύζυγοι των ηρώων μιμήθηκαν το παράδειγμά τους. Έτσι, η Κλυταιμήστρα απάτησε τον Αγαμέμνονα, με τον Αίγισθο, η Αιγιαλεία τον Διομήδη με τον Κομήτη και η Μήδα τον Ιδομενέα με τον Λεύκο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Μήδειας, που, όταν ο Ιάσονας την απάτησε, σκότωσε τα ίδια τους τα παιδιά!
ΙΣΤΟΡΙΚΑ: Η μοιχεία θεωρείτο ποινικό αδίκημα από αρχαιοτάτων χρόνων. Στην αρχαία Αθήνα οι νόμοι του Δράκοντα άφηναν το περιθώριο σε αυτόν που έπιανε επ’ αυτοφώρω τους μοιχούς να αποφασίσει ο ίδιος για την τύχη τους, ενώ συχνά η απόφαση ήταν λιθοβολισμός. Ο Σόλων τροποποιώντας το νόμο, έδινε τρεις επιλογές στον απατηθέντα σύζυγο. Είτε να σκοτώσει και τους δυο μοιχούς, είτε να ευνουχίσει το μοιχό, είτε να τον εξαναγκάσει με βασανιστήρια να εξαγοράσει τη ζωή του. Το παράδοξο ήταν ότι στην περίπτωση που αποδεικνυόταν βιασμός, ο σύζυγος μπορούσε να απαιτήσει μόνο μια καθορισμένη από δικαστήριο αποζημίωση. Στην Κύμη, κατά τον Πλούταρχο, τη μοιχαλίδα την έσερναν στην Αγορά και την ανέβαζαν σ’ ένα μεγάλο λιθάρι, για να τη χλευάσει ο κόσμος. Μετά την κάθιζαν πάνω σ’ ένα γάιδαρο και τη γύριζαν σ’ όλη την πόλη, κάτω από λοιδορίες, βρισιές και φτυσίματα.
Τέλος την επέστρεφαν πάνω στο ίδιο λιθάρι της Αγοράς, όπου τη «βάφτιζαν» ονοβάτιδα. Μ’ αυτόν τον «τίτλο» θα την προσαγόρευαν ώσπου να πεθάνει, απαγορεύοντάς της τη συμμετοχή σε θρησκευτικά καθήκοντα και κρατώντας τη σε καραντίνα για να μη διαφθείρει και άλλες. Στο εξής αν παρουσιαζόταν μ’ εμφάνιση εξεζητημένη, ο καθένας μπορούσε να την προσβάλει, να της ξηλώσει τα κοσμήματα, να της σκίσει τα ρούχα, να τη βρίσει, να την εξευτελίσει. Έπειτα, όπως και στην Αθήνα, ο σύζυγος την έδιωχνε από το σπίτι, γιατί αν τη συγχωρούσε, η κοινωνία θα τον αποκήρυχνε και θα τον περιφρονούσε σαν άτιμο! Μια από τις ποινές των μοιχών, στην Αθήνα, ήταν η ραφανίδωσις ή παράτιλμος, δηλαδή το μπήξιμο ενός ρεπανιού στον πρωκτό τους, οπότε στο εξής τους αποκαλούσαν ονειδιστικά “ευπροίκτους”. Άλλη ποινή ήταν το κούρεμα «σύριζα», που οι αρχαίοι Αθηναίοι το αποκαλούσαν “μοιχόν”. Το δικαστήριο μπορούσε να επιβάλει και πρόστιμο, τα μοιχάγρια. Αν η γυναίκα που πιανόταν αυτόφωρα σε παράνομη σεξουαλική πράξη ήταν ανύπαντρη ή κόρη, ο αδερφός ή ο πατέρας είχε δικαίωμα να την πουλήσει σκλάβα. Συγχρόνως, όμως, κι αυτό μαρτυρά την υποκριτική αντιμετώπιση της μοιχείας, οι έγγαμοι άνδρες μπορούσαν να έρθουν ελεύθερα σε επαφή με αυλητρίδες ή χορεύτριες ή ακόμη και εταίρες οι οποίες συχνά πυκνά παραβρίσκονταν στα συμπόσιά τους. Ως ένα από τα αρχαιότερα δικαστήρια της Αθήνας αναφέρεται το «Δικαστήριον επί Δελφινίω» (περί το 500 π.Χ.), που βρίσκεται στην περιοχή του Ιλισού. Σ' αυτό το δικαστήριο, που ιδρύθηκε από τον βασιλιά της Αθήνας Αιγέα, πατέρα του Θησέα, δίπλα στο ανάκτορό του, δικάζονταν οι «δίκαιοι» φόνοι. Δηλαδή, εκείνοι που διαπράττονταν σε περίπτωση μοιχείας ή κατά τις πολεμικές συγκρούσεις.
Ο κώδικας του Χαμουραμπί (1800 π.Χ.) στη Βαβυλώνα προέβλεπε για τη μοιχεία την ποινή του θανάτου με πνιγμό για και τα δύο φύλα. Γενικά, Έλληνες και Ρωμαίοι τιμωρούσαν ακόμη και με την ποινή τον θανάτου τη μοιχαλίδα, ενώ η ποινή για τον μοιχό ήταν ήπια. Οι βυζαντινοί νόμοι προέβλεπαν το εγκλεισμό της μοιχαλίδας σε μοναστήρι για δύο έτη. Μετά την παρέλευση του διαστήματος αυτού, αν ο σύζυγος  συγχωρούσε την άπιστη σύσυγό του, την επανέφερε δίπλα του στο σπίτι, ειδάλλως ο εγκλεισμός της ήταν ισόβιος. Όμως και εντός των μονών οι μοιχαλίδες ζούσαν μακριά από τις υπόλοιπες μονάζουσες σε ιδιαίτερα τμήματα, που λέγονταν “μετάνοιες”. Από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους, έως το 1950 (άρθρο 286 του Ποινικού Νόμου), η διάπραξη μοιχείας χαρακτηριζόταν ως πλημμέλημα. Έτσι παρέμεινε και στο νέο κώδικα (άρθρο 357) μέχρι το 1982. Ο Ποινικός Κώδικας όριζε ποινή ενός έτους για τους μοιχούς, ενώ δίωξη υπήρχε μετά από μήνυση του παθόντος συζύγου. Σημειωτέον πως για να αποδειχθεί το αδίκημα έπρεπε οι μοιχοί να συλληφθούν επ’ αυτοφώρω και χωρίς τα ρούχα τους! Η αποποινικοποίηση της μοιχείας στην Ελλάδα έγινε το 1982 με νόμο του Ανδρέα Παπανδρέου (1272/82), ο οποίος ξεκίνησε το έργο του με αυτό το μέτρο, χωρίς να υπολογιστεί η θέση της Εκκλησίας, που φοβόταν την χαλάρωση των ηθών και τον κλονισμό του θεσμού της οικογένειας και του γάμου. Ένα χρόνο αργότερα, η μοιχεία έπαψε να αποτελεί και λόγο διαζυγίου σε περίπτωση που “δεν έχουν διαταραχθεί ανεπανόρθωτα οι συζυγικές σχέσεις” (;).
Η ΜΟΙΧΕΙΑ ΔΙΕΘΝΩΣ: Οι τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες (Ιουδαϊσμός, Χριστιανισμός, Μουσουλμανισμός) είναι κατηγορηματικές στην καταδίκη της μοιχείας, υπακούοντας στην έβδομη εντολή του Θεού: “Ου μοιχεύσεις”. Κι ενώ Ιουδαϊσμός και Χριστιανισμός αρκούνται σε εκκλησιαστικά επιτίμια, στα κράτη όπου εφαρμόζεται η Σαρία (ισλαμικός νόμος), οι ποινές είναι απάνθρωπες, κυρίως για τις γυναίκες (ραβδισμοί ή λιθοβολισμός μέχρι θανάτου). Πιο ανεκτικοί είναι Ινδουιστές, Εσκιμώοι και ορισμένοι λαοί της Αφρικής και της Πολυνησίας. Στην Ευρώπη και την Αμερική η μοιχεία αποτελούσε ή και εξακολουθεί να αποτελεί λόγο διαζυγίου. Η τάση για ισότητα των δύο φύλων εξηγεί γιατί σχεδόν σε όλες αυτές τις χώρες αποποινικοποιήθηκε η μοιχεία.
ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΣΟΦΙΑ: Ο Κλήμης Ρώμης έλεγε πως: “Ο μοιχός οδηγεί την ψυχή του σε αιώνια καταδίκη”, ενώ ο Πλούταρχος πολύ σοφά διακήρυττε: “Ουδέποτε λιμός εγέννησε μοιχεία”, αναδεικνύοντας πίσω από το πάθος της μοιχείας, τον “κόρο”, τον χορτασμό που οδηγεί τον άνθρωπο, δυνητικά, και στη μοιχεία. Για πολλούς φιλοσόφους η μοιχεία στη γυναίκα εξηγείται στην προσπάθεια αναζήτησης του καλύτερου απ' αυτό που έχει, ενώ στον άνδρα, στην προσπάθεια αναζήτησης απλώς του καινούριου. Ο θεατρικός συγγραφέας Α. Τσέχωφ έγραψε σε κάποιο διάλογό του: “Η άπιστη γυναίκα είναι σαν μια κρύα μπριζόλα την οποία δε θέλεις ούτε να αγγίζεις, γιατί κάποιος ήδη την κρατούσε στα χέρια του”, δείχνοντας με απλά λόγια την απέχθεια που θα νοιώσει ο απατηθείς σύζυγος για τη μοιχαλίδα σύζυγό του. Αλλά ακόμη και η συμφιλίωση του μοιχού με το ταίρι του θα θυμίζει συγκόλληση κρυστάλλινου βάζου από τα συντρίμια του: “ακόμη μπορείς να το χρησιμοποιήσεις, αλλά δεν μπορείς πια να το κοιτάς με θαυμασμό”! Ο Όσκαρ Ουάιλντ διέκρινε στην πλειονότητα των ανθρώπων σπίθες του πάθους λέγοντας: “Οι νέες θα ήθελαν να είναι πιστές, αλλά δεν είναι. Οι γέροι θα ήθελαν να είναι άπιστοι, αλλά δεν μπορούν".
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ: Άνθρωποι με μεγάλα αποθέματα τεστοστερόνης διαπράττουν το «αμάρτημα της απιστίας» πιο εύκολα και κατ’ εξακολούθηση, ισχυρίζονται οι ειδικοί. Υπάρχουν όμως, και οι ψυχολογικές ερμηνείες που ρίχνουν κάποιο φως στην απιστία ή μοιχεία. Η αναγνώριση της ψυχολογικής εξέλιξης μετά από επεισόδιο απιστίας μπορεί να επιτρέψει στο ζεύγος να ξεπεράσει τη δοκιμασία και να μπορέσει να συνεχίσει σε νέες βάσεις το γάμο του. Πολλοί παράγοντες παίζουν ρόλο στη μοιχεία,, κυρίοτεροι απ' τους οποίους είναι η οικονομική κατάσταση [άτομα υψηλού εισοδήματος είναι πιθανότερο να απιστήσουν], η ανία, η έλλειψη πραγματικού ενδιαφέροντος για τη ζωή και την οικογένεια, αλλά και το πόσο υγιής είναι η σχέση του ζευγαριού. Αν, σε περίπτωση μοιχείας, δεν υπάρχει η θέληση για αλλαγή πορείας, τότε καλύτερο είναι το ζεύγος να χωρίσει, ιδιαίτερα αν υπάρχουν παιδιά, διότι το παιδί μεγαλώνοντας σε μία αρρωστημένη ψυχολογικά και συναισθηματικά οικογένεια, με συσσωρευμένα επεισόδια θυμού και οργής θα αποκτήσει μελλοντικά σημαντικά ψυχολογικά προβλήματα. Αξίζει να σημειώσουμε ότι για τους ψυχολόγους η μοιχεία-απιστία δεν είναι αποκλειστικά σεξουαλική: μπορεί να είναι συναισθηματική, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτού του είδους η απιστία είναι καλύτερη, διότι η λεγόμενη ... ρομαντική απιστία είναι καταστροφικότερη από την απλή μοιχεία, γιατί ο μοιχός ερωτεύεται τον σεξουαλικό του σύντροφο. Στο μυαλό του “ρομαντικού μοιχού” φύεται η άποψη πως γνώρισε τον/την σωστό σύντροφο, θεωρώντας ότι ο υφιστάμενος γάμος τους έχει σοβαρά προβλήματα, ασχέτως εάν τα προβλήματα ξεκίνησαν μαζί με την απιστία ή δόθηκε περισσότερη έμφαση στα αρνητικά του γάμου λόγω της απιστίας. Η ευκαιριακή μοιχεία, από την άλλη, βιώνεται διαφορετικά, τόσο από το μοιχό, όσο και από το σύντροφο που το μαθαίνει, σε σχέση με την απιστία που συμβαίνει σταθερά και επαναλαμβανόμενα, η οποία εκλαμβάνεται και ως ψυχική μοιχεία. Αξίζει να σημειωθεί πως σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες η «ψαλίδα» της απιστίας κλείνει μεταξύ των δύο φύλων: οι γυναίκες φαίνεται ότι απιστούν σε παρόμοια ποσοστά με τους άνδρες. Οι ψυχολόγοι εστιάζουν κυρίως στη οπτική του σπασμένου γυαλιού, σύμφωνα με την οποία τα “θύματα” της μοιχείας, οι απατημένοι σύζυγοι, ζουν για πάντα με τη φοβία ότι οι σύντροφοί τους θα απιστήσουν ξανά.
ΑΙΤΙΑ: Συχνά η ερωτική απιστία δεν είναι συναισθηματικός και εφήμερος τυχοδιωκτισμός αλλά λογική και επαναλαμβανόμενη στάση. Ακόμη, για πολλούς, το σεξ είναι φυσική και ψυχολογική ανάγκη όπως το φαγητό. Στην ψυχολογία υπάρχει ο όρος σεξουαλική περιέργεια και κατά τους ψυχολόγους η καταπίεσή της οδηγεί σε ψυχώσεις και τραυματικές εμπειρίες που μόνο κακό μπορούν να κάνουν στον άνθρωπο (;) Άλλοι παράγοντες που ευθύνονται για την μοιχεία είναι η συγκρουσιακή σχέση του ζευγαριού, ακόμη και τα οικονομικά προβλήματα ή κάποιος “εισβολέας”, διαταράκτης της οικιακής ειρήνης. Στη μοιχεία ακόμη οδηγούν στερεότυπα περί άνδρα κυνηγού, ο ωφελιμισμός της κοινωνίας με τις επιδερμικές σχέσεις που καλλιεργεί, η φιλαυτία, αλλά και η κολακεία, που ενθαρρύνει κυρίως το λεγόμενο ασθενές φύλο.
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ Ή ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ;: Ο Πνευματικός πατέρας εστιάζει την προσοχή του σε διαφορετικές πτυχές της συμπεριφοράς απ’ ότι ένας ψυχοθεραπευτής, διότι θεωρεί τη μοιχεία αποτέλεσμα της αμαρτίας ή του πειρασμού. Οι δοκιμασίες θα αντιμετωπισθούν με υπομονή, πνευματική εγρήγορση και τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ο ψυχολόγος, αντίθετα, θεωρεί ως κύριο όπλο του την ψυχοθεραπεία για να απαλλάξει τον πάσχοντα από το βάρος των ενοχλητικών συμπτωμάτων. Ανάλογα με τη θεραπευτική προσέγγιση που υιοθετεί, υποθέτει ότι στη ρίζα των προβλημάτων βρίσκονται τραυματικές εμπειρίες της παιδικής ηλικίας, δομή προσωπικότητας, δυσλειτουργική επικοινωνία με το σύζυγο, μειωμένη αυτοεκτίμηση, κ.α. Ο πνευματικός πατέρας ακούει με κατανόηση και αγάπη, προσπαθεί να απαλύνει την οδύνη που επιφέρουν τα ενοχικά αισθήματα, αλλά θεωρεί υγιή τα αισθήματα αυτά διότι σηματοδοτούν και συνοδεύουν την αμαρτία της μοιχείας. Παροτρύνει τον πάσχοντα να εξομολογηθεί, παρηγορώντας τον με τη συγχωρητικότητα και την αγάπη του Θεού αλλά και τον παρακινεί να σταματήσει, με τη βοήθεια του Θεού, να αμαρτάνει. Δείχνει το δρόμο της μετάνοιας, της ταπείνωσης, και της υπακοής στο θέλημα του Θεού. Προτείνει προσευχή, εκκλησιασμό, νηστεία ή ανάγνωση ψυχωφελών βιβλίων. Η επικοινωνία τελείται στο φως της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος που λειτουργεί θεραπευτικά. Ο Πνευματικός εστιάζει στη σωτηρία της ψυχής και με αυτό τον τρόπο βοηθά την αποκατάσταση της σχέσης του πάσχοντα με τον Θεό Πατέρα. Ο ψυχοθεραπευτής, από την άλλη, ακούει με κατανόηση και αποδέχεται ήρεμα όσα αφηγείται ο πάσχων. Προσπαθεί να τον απενοχοποιήσει και να διασαφηνίσει το ψυχολογικό νόημα που έχει η εξωσυζυγική σχέση για τον ίδιο τον πάσχοντα. Αναζητεί τις ρίζες των συμπτωμάτων στην παιδική του ηλικία, σε εμπειρίες ή διαπροσωπικές σχέσεις που συνέβαλαν στη δημιουργία παθολογικών λειτουργιών της προσωπικότητας. Βοηθά τον πάσχοντα να συνειδητοποιήσει τους τρόπους με τους οποίους το βιωμένο τραυματικό παρελθόν, προσδιορίζει αρνητικά το παρόν. Ίσως προτείνει τεχνικές αντιμετώπισης των έμμονων ιδεών, χαλάρωσης ή επικοινωνίας. Εστιάζει “στη μείωση της οδύνης, στην αυτοβελτίωση και στην αυτοπραγμάτωση” (!)
Ο ψυχοθεραπευτής αντιμετωπίζει με επιστημονικό τρόπο, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, τον πάσχοντα, συμβάλλοντας στο γκρέμισμα του ηθικού κώδικα αξιών με τον οποίο είναι συνυφασμένη η προσωπικότητα του πάσχοντα! Για τον ψυχοθεραπευτή το πρόβλημα είναι οι ενοχές.
Η δουλειά του είναι να μειώσει τις ενοχές. Αντίθετα για τον πνευματικό το πρόβλημα είναι η αμαρτία. Και δεν θα μπορούσε να παραβλέψει το πνευματικό νόημα των ενοχών. Οι ενοχές λειτουργούν ως κίνητρο μετανοίας.
ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ: Η μοιχεία είναι ένα από τα κατ' εξοχήν σαρκικά αμαρτήματα (Γαλ. ε΄19). Κυρίως στους αρχαίους χρόνους η θρησκευτική και κοινωνική δικαιοσύνη θεωρούσε άξια τιμωρίας κυρίως την έγγαμη γυναίκα. Ο μωσαϊκός νόμος όριζε σε αποδεδειγμένη μοιχεία: “θανάτω θανατούσθωσαν ο μοιχεύων και η μοιχευομένη” (Λευιτ. κ΄10). Στην Καινή Διαθήκη έχουμε μια φωτεινότερη αποτίμηση της μοιχείας.
Η Νέα Διαθήκη δίνει και το βαθύτερο νόημα της εντολής του Δεκαλόγου: “ου μοιχεύσεις” (Έξ. κ΄13), εξυψώνοντας ουσιαστικά τη θέση της γυναίκας στο πλευρό του άνδρα μέσω του ιερού Μυστηρίου του Γάμου. Και οι δύο σύζυγοι υποχρεούνται να τηρούν το ιερό τους δεσμό απέναντι σε κάθε τρίτο πρόσωπο. Έτσι: “Η γυνή του ιδίου σώματος ουκ εξουσιάζει, αλλ' ο ανήρ. Ομοίως δε και ο ανήρ του ιδίου σώματος ουκ εξουσιάζει. Αλλ' η γυνή.” (Α΄Κορ. ζ΄4). Έτσι φαίνεται ότι και τα δύο φύλα είναι εξίσου υπόλογα στο αμάρτημα της μοιχείας. Ο ίδιος ο Κύριος, προχωρώντας ένα βήμα πιο πέρα, για να δείξει ότι η σκέψη ακόμη της σαρκικής αμαρτίας είναι ήδη αμαρτία, χρησιμοποιεί το παράδειγμα του άνδρα, για να χαρακτηρίσει την εκ μέρους του απλή επιθυμία ως μοιχεία (Μτθ. ε΄29). Στη σχετική αυστηρότητα του Νόμου της Π. Διαθήκης κατά της μοιχαλίδος, ο Κύριος αντιπαραθέτει την επιείκεια [“ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω”], εφόσον, όπως και σε κάθε άλλη παράβαση του θείου θελήματος, η επιστροφή-μετάνοια δεν αποκλείεται. Ακόμη, συχνά η μοιχεία στην Αγία Γραφή χρησιμοποιείται και παραβολικά για να δειχθεί η παρέκκληση της Διαθήκης μεταξύ Θεού και Ισραήλ, που οφείλεται στην από καιρού εις καιρόν απομάκρυνση από την αγάπη στο Θεό του Ισραήλ (σχετ. Προφ. Ωσηέ και Μτθ. ιβ΄39).
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΘΕΣΗ: Για την Εκκλησία η μοιχεία αποτελεί παράβαση της αμοιβαίας υποχρέωσης των συζύγων να διατηρήσουν άθικτη τη συζυγική πίστη. Η υποχρέωση αυτή για την Ορθοδοξία ισχύει μέχρι το θάνατο ή την οριστική έκδοση διαζυγίου. Κατά τους προηγούμενους αιώνες, ακόμη και για επιφανείς Πατέρες, η μοιχεία θεωρείτο διαπραττόμενη μόνο από την σύζυγο. Όταν ο σύζυγος παραβίαζε τη συζυγική πίστη τότε θεωρείτο ότι έπεφτε στο αμάρτημα της πορνείας. Σήμερα όμως η θέση της Εκκλησίας είναι ότι ένοχοι μοιχείας είναι εξίσου και οι δύο υποπίπτοντες στο πάθος.
Αυτή ήταν και η άποψη του Α. Ιωάννου του Χρυσοστόμου που μεταξύ άλλων έγραψε: Όπως η γυναίκα που είναι νυμφευμένη, δώσει τον ευατό της σε άλλον άνδρα, ελεύθερο ή συζευγμένο υπάγεται στο νόμο περί μοιχείας, έτσι και ο νυμφευμένος άνδρας αν αμαρτήσει είτε με συζευγμένη είτε με ελεύθερη γυναίκα και πάλι “μοιχεία το πράγμα νενόμισται”. Αξίζει να σημειωθεί πως η μοιχεία αποτελεί  κώλυμα απόλυτο για τη χειροτονία κληρικού. Μάλιστα το κώλυμα δεν ισχύει μόνο αν ο ίδιος ο μέλλων να γίνει ιερέας εμοίχευσε αλλά ακόμη και αν η σύζυγός του εμοίχευσε. Οι ιεροί κανόνες έχουν θεσπίσει ακόμη και την υποχρέωση του ιερωμένου του οποίου η σύζυγος είναι μοιχός να την εκδιώξει με διαζύγιο, ειδάλλως θεωρείται ότι συζεί με πρόσωπο ηθικά και σωματικά μιασμένο. Αν ο ιερέας πέσει στο αμάρτημα της μοιχείας καθαιρείται. Γενικά η Εκκλησία, αποβλέποντας στην ψυχική θεραπεία των αμαρτανόντων προβλέπει επιτίμια για τους μοιχούς. Έτσι κατά τους κανόνες του Μ. Βασιλειου, του Γρηγορίου Νύσσης καθώς και τις αποφάσεις της Συνόδου της Αγκύρας προβλέπονται πολυετή επιτίμια-αφορισμός (από επτά έως δεκαοκτώ έτη). Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο Κύριος αναγνωρίζει αιτία λύσεως του γάμου μόνο το αμάρτημα της μοιχείας (Μτθ. ε΄31-32, ιθ΄9).
…………………………………………………………………..
Βιβλιογραφία:
«Ελληνική Μυθολογία» Εκδοτική Αθηνών.
Θ. Καρζής, «Η γυναίκα στην αρχαιότητα , εκδόσεις Φιλιππότη
http://www.sansimera.gr/articles/389#ixzz2Su8edCav
Γ. Α. Μπαλής, Οικογενειακόν δίκαιον 1961.
πηγή