Αποστόλου Β. Νικολαΐδη,
καθηγητή της Θεολογικής
Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Ο
γάμος είναι «μυστήριον μέγα», όπως σημειώνει με έμφαση ο Παύλος, απαντώντας
έμμεσα ή άμεσα σε όσους θα ήθελαν να βρίσκεται σε ανυποληψία ή υπό κατηγορία ή
να αποτελεί μια απλή συμβατική σχέση όπως όλες οι άλλες σχέσεις της καθημερινότητας.
Θυμίζω στο σημείο αυτό την αίρεση των Καρποκρατιανών που επειδή μισούσαν και
απέρριπταν την ερωτική επαφή ως δήθεν μη θεάρεστη και γι’ αυτό
αμαρτωλή και επικατάρατη, μισούσαν και το θεσμό του γάμου επειδή μέσα σ’ αυτόν
έβρισκε η ηδονή τη νομιμοποίησή της. Ήταν ο καιρός που επικρατούσαν ακραίες
ασκητικές πρακτικές επηρεασμένες από γνωστικές και μανιχαϊστικές αντιλήψεις που
μολονότι καταδικάστηκαν από την Εκκλησία συνεχίζουν να ταλαιπωρούν άτυπα την
εκκλησιαστική ζωή και να αλλοιώνουν την πνευματική ζωή των πιστών.
Χρειάστηκαν
δυστυχώς σύγχρονες θεσμικές προκλήσεις από την πλευρά της εκκοσμικευμένης
κοινωνίας με την «καθιέρωση» νέων μορφών γαμικής σχέσης, όπως ο πολιτικός γάμος
ή οι ελεύθερες συμβιώσεις, αλλά και της Γενετικής με τους προβληματικούς
τρόπους αναπαραγωγής της ζωής, όπως η τεχνητή αναπαραγωγή και η κλωνοποίηση,
για να υπογραμμίσει η Θεολογία την αξία της ερωτικής επαφής ενταγμένης στην
αγαπητική κοινωνία όχι απλώς ως ενός φυσικού τρόπου αναπαραγωγής της ζωής αλλά
κυρίως ως μέσου αποκατάστασης της ενότητας των φύλων, της ενότητας του
διασπασμένου ανθρώπου, που σηματοδοτεί την ενότητα όλων των ανθρώπων και όλων
των θεσμών.
Ο
γάμος λοιπόν είναι μέγα μυστήριο. Η μεγαλοσύνη αναδεικνύεται από το συσχετισμό
του με το Χριστό και την Εκκλησία: «εγώ δε λέγω είς Χριστόν και εις την
Εκκλησίαν», υπογραμμίζει ο Παύλος. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η σχέση
άνδρα και γυναίκας παραλληλίζεται από τον ίδιο με τη σχέση Χριστού και
Εκκλησίας, όπως δεν είναι τυχαίος και ο χαρακτηρισμός της οικογένειας ως
«κατ’ οίκον Εκκλησίας». Είναι λοιπόν προφανείς τόσο ο χριστολογικός
όσο και ο εκκλησιολογικός χαρακτήρας του μυστηρίου του γάμου, όπως είναι
προφανής και ο τριαδολογικός, αφού όσα «βιώνονται» στην τριάδα των θείων
προσώπων, κυρίως η κοινωνία αγάπης, η ενότητα μέσα από τις ενώσεις και
διακρίσεις, η αλληλοπεριχώρηση, ισχύουν και στη γαμική σχέση και κοινωνία.
Κυρίως όμως έχει χριστολογικό, γιατί η σχέση άνδρα και γυναίκας χαρακτηρίζεται
με τα ίδια επιρρήματα όπως και η σχέση θείας και ανθρώπινης φύσης, δηλαδή το
αδιαιρέτως, αχωρίστως, ασυγχύτως και ατρέπτως.
Από
τα ελάχιστα προαναφερθέντα προκύπτει αβίαστα ότι ο γάμος δεν είναι μια απλή και
συνηθισμένη ανθρώπινη υπόθεση αλλά μια θεανθρώπινη όχι μόνο γιατί ο αρμοστής
της συζυγίας είναι ο θεάνθρωπος Χριστός, αλλά γιατί έχει θεανθρώπινα
χαρακτηριστικά, όπως ήδη αναφέραμε. Οι δύο δεν χωρίζουν ούτε και διαιρούνται,
γιατί δεν είναι πλέον δύο αλλά ένας, γιατί κανείς δεν ανήκει στον εαυτό του
αλλά στον άλλο. Επίσης δεν τρέπονται ούτε και συγχέονται. Ο ένας δεν γίνεται
όπως θα τον ήθελε ο άλλος, ή να υπάρχει αντί του άλλου ή χωρίς τον άλλο
(μονοφυσιστισμός) αυτό σημαίνει το άτρεπτο, αλλά ούτε και συγχέονται μεταξύ
τους. Ο άνδρας παραμένει με τα δικά του αναντικατάστατα προσωπικά ιδιώματα
(χαρακτηριστικά) και η γυναίκα με τα δικά της. Άλλο πατρότητα και άλλο
μητρότητα.
Αυτά
τα θεανθρώπινα χαρακτηριστικά του γάμου είναι υποχρεωμένη η Εκκλησία να
διασφαλίζει και γι’ αυτό το λόγο καλεί τους πιστούς να τελούν
εκκλησιαστικό γάμο, δηλαδή μυστηριακό γάμο, με την έννοια της παρουσίας και
δράσης του αγίου Πνεύματος μετά από τη συνειδητή συγκατάθεση του ετερόφυλου
ζεύγους.
Όπως
συμβαίνει με το σύνολο σχεδόν της εκκλησιαστικής ζωής στον ίδιο βαθμό
εκκοσμίκευσης περιέπεσε και ο γάμος. Εκκοσμίκευση δε σημαίνει απώλεια του
ιερού, του εκκλησιαστικού και του μυστηριακού χαρακτήρα του γάμου τόσο με την
ανοχή που επέδειξε η θεσμική Εκκλησία στην εισβολή και κατοχή του κοσμικού στοιχείου
στον εκκλησιαστικό οργανισμό, όσο και με την πιεστική συμπεριφορά των κατά
συνήθεια ή παράδοση πιστών να επιβάλλουν το κοσμικό τους φρόνημα στα
εκκλησιαστικά δρώμενα. Αυτό λοιπόν σημαίνει ότι ο ιερός και
μυστηριακός χαρακτήρας του γάμου προσβάλλεται από πρακτικές τόσο
εξωεκκλησιαστικές όσο και ενδοεκκλησιαστικές. ‘Ολες αυτές οι πρακτικές μπορούν
να χαρακτηριστούν ως σχετικά ή απόλυτα νεοφανείς, με δεδομένο ότι τίποτε
δεν μπορεί να είναι εντελώς νέο ή νέο χωρίς καμιά αναφορά στο παλαιό.
Η
αρχή της αποεκκλησιαστικοποίησης ή αποϊεροποίησης έγινε με την απόσπαση του
μυστηρίου του γάμου όπως και των άλλων μυστηρίων από το κέντρο της
εκκλησιαστικής ζωής, την κοινή λατρεία, τη θεία λειτουργία. Οι συνέπειες είναι
σχεδόν αυτονόητες.
1)
Η κοινή λατρεία, το α και το ω της θρησκευτικής ζωής, μεταβάλλεται σε ατομική,
σε ιδιωτική υπόθεση με όλες τις αρνητικές συνέπειες. Και αν σκεφθούμε ότι
τίποτε στην εκκλησιαστική ζωή δεν είναι ατομικό, και ότι το ατομικό είναι αυτό
που αποτελεί την πεμπτουσία της αμαρτίας στον προσωπικό και θεσμικό της
χαρακτήρα, μπορούμε να φανταστούμε με ευκολία τις συνέπειες που έχει ο
ατομικός, ο αποσπασματικός, ο εγωιστικός τρόπος κατανόησης και βίωσης της
εκκλησιαστικής ζωής, όταν σημαντικά γεγονότα για την κοινότητα
πραγματοποιούνται ερήμην της. Είναι σαν να αγνοείται η οικογένεια κάποιου που
αποφασίζει να κάνει το γάμο του ή να βαπτίσει κάποιο από τα αδέλφια της
οικογένειας του. Πράγματα ανήκουστα για παλαιότερες εποχές όπου στις κοινότητες
δεν υπήρχαν προσκεκλημένοι και αποκλεισμένοι, αλλά όλοι οι κάτοικοι του χωριού,
δηλαδή η ενορία και η κοινότητα ήσαν παρόντες και στις χαρές και στις λύπες
όλων.
2)
Η αυτονόμηση των μυστηρίων από τον κορμό της εκκλησιαστικής ζωής, δηλαδή τη
Θεία Λειτουργία, οδήγησε, όπως ήταν φυσικό στον ενοριακό απορφανισμό, αν
μπορούμε να χαρακτηρίσουμε έτσι, το γεγονός ότι δεν παρέμειναν ως ένα συστατικό
στοιχείο έστω και αυτονομημένο της ενοριακής ζωής, αλλά μετακινήθηκαν στα
λεγόμενα «κτήματα», όπου θεός της πίστης και θεός του χρήματος, Θεός και
μαμμωνάς, συνυπάρχουν αρμονικά, με το Θεό εγκλωβισμένο σε ένα κατάλληλο για τις
κοσμικές περιστάσεις ναΐσκο, και το μαμμωνά κυρίαρχο και απλωμένο σε ολόκληρα
στρέμματα γης. Ένας θεός που τον πήγαν στην εξοχή για να μπορούν ευκολότερα να
τον εκμεταλλεύονται, οι δικοί του και οι άλλοι, έχοντας ταυτόχρονα την
ψευδαίσθηση της παρουσίας του. Και ένα θεό του μαμμωνά που χαίρεται ιδιαίτερα γιατί,
παρά την αφοριστική προειδοποίηση του Χριστού, καταφέρνει με τη βοήθεια των
οπαδών του θεού της πίστης να καμαρώνει δίπλα
του.
3)
Υπό αυτές τις συνθήκες γάμος και βάπτιση από μυστήρια μεταβάλλονται σε κοσμικές
εκδηλώσεις με όλα τα συμπαρακόλουθα, όπως η εμπορευματοποίηση των μυστηρίων, η
ανύπαρκτη βιωματική συμμετοχή, η κατασπατάληση του χρόνου τέλεσης για δημόσιες
σχέσεις μεταξύ των προσκεκλημένων, η ατμόσφαιρα αγοράς, η επίδειξη των συνόλων
μόδας μεταξύ των γυναικών κ. ά. Το πόσο σοβαρά αντιμετωπίζονται τα μυστήρια
φαίνεται από ένα χαρακτηριστικό κείμενο πρόσκλησης σε βάπτιση, το οποίο και
παραθέτω ως δείγμα:
«Μετά
από 8 μήνες σκληρής και εντατικής προπόνησης στη μπανιέρα μου, ενάμιση χρόνο
τώρα κολυμπάω στα ρηχά και είμαι λέει πειρατής, χοχοχό, χαχαχά. Ελάτε στα
βαπτίσια μου να δείτε μια κορμάρα ελάτε Κυριακάτικα να πάθετε λαχτάρα. Α, α, α
ξέχασα με όλη αυτή τη φασαρία να σας πω ότι πρώτα στο κατάρτι της Εκκλησίας θα
κρεμάσω… τους γονείς μου !!! Με αγάπη ο… για λίγο ακόμα Μπέμπης»[1].
4)
Καθοριστική συνέπεια της αποεκκλησιαστικοποίησης είναι η παράδοση των μυστηρίων
στα χέρια των εμπόρων που με την ανοχή του ιερατείου εκείνοι καθορίζουν ιερούς
χώρους και χρόνους, και κυρίως προσαρμόζουν τα τυπικά στις ανάγκες του
εμπορεύματος. Είναι άλλωστε αυτοί που περισσότερο από κάθε άλλον θα έλεγα
φρόντισαν για τη διατήρηση του θρησκευτικού γάμου έναντι του πολιτικού, ο
οποίος δεν προσφέρει το ανάλογο πλούσιο υλικό πολυεπίπεδης εμπορικής αναδίπλωσης
και εκμετάλλευσης όσο ο θρησκευτικός.
5)
Η αποεκκλησιαστικοποίηση των μυστηρίων θα οδηγούσε κάποτε και σε παράδοξα
φαινόμενα, όπως η ταυτόχρονη τέλεση γάμου και βάπτισης με τα παιδιά να
παριστάνουν ενίοτε τους μάρτυρες του γάμου των γονέων τους και να είναι
αναγκασμένα να σχηματίζουν μια εικόνα σύγχυσης των λειτουργημάτων και των
διαφορετικών ρόλων στην οικογενειακή ζωή, όπως για παράδειγμα η σύγχυση μεταξύ
της γυναίκας ως συζύγου και της γυναίκας ως μητέρας. Είναι επίσης
προφανής η διατάραξη της παραδοσιακής φυσικής τάξης που ήθελε το γάμο να
προηγείται της ερωτικής συνεύρεσης και τεκνοποιΐας όχι ως ένα απλό τυπικό
γεγονός αλλά ως ένα πλαίσιο ασφαλούς και φυσιολογικής δημιουργίας και ανάπτυξης
της οικογενειακής ομάδας. Στις περισσότερες των περιπτώσεων ο γάμος (πολιτικός
ή θρησκευτικός) δεν αποτελεί μια ελεύθερη επιλογή αλλά ένα καταναγκασμένο
συμβάν με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για τις περαιτέρω σχέσεις των συζύγων
μεταξύ τους και προς τα παιδιά. Ο δε άπατρις έρωτας οδηγεί συχνά σε ανεπιθύμητη
εγκυμοσύνη, η οποία αν δεν διακοπεί οδηγεί σε έναν πολιτικό γάμο που μπορεί να
συνοδευτεί και από έναν θρησκευτικό, γάμοι που βιώνονται ως μια προβληματική
αναγκαιότητα η οποία επιβαρύνεται περισσότερο εφόσον ο συνδετικός κρίκος δεν
είναι η αληθινή αγάπη, αλλά σκοπιμότητες που αφαιρούν από τη γαμική σχέση τη
διάθεση για θυσιαστική κοινωνία και πραγματική συζυγία.
6)
Καρπός της αποεκκλησιαστικοποίησης και των παραπάνω αναγκαστικών επιλογών αλλά
και του ανεύθυνου τρόπου αντιμετώπισης των μυστηρίων είναι όσα ακολουθούν ως
συμβάντα και βιώματα στη συζυγική ζωή με κορυφαίο το διαζύγιο, που δεν
συνοδεύει μόνο εξωεκκλησιαστικές γαμικές καθιερώσεις αλλά και εκκλησιαστικές.
Το τελευταίο οφείλει να προβληματίζει σοβαρά τους εμπλεκόμενους, ιδιαίτερα το
ερώτημα, πως γίνεται ζευγάρια που προσέρχονται με θρησκευτική συνείδηση στο
γάμο, να προχωρούν σε χωρισμό. Μια σύντομη απάντηση επ’ αυτού θα ήταν η
ακόλουθη: Ο γάμος για να επιβιώσει χρειάζεται ισχυρή παρουσία του Θεανθρώπου
Χριστού και της Εκκλησίας του, ισχυρή δόση αγάπης και διάθεσης υποταγής του
ιδίου θελήματος, δείγματα κατανόησης και βίωσης ενός γνήσιου και καθαρού
χριστιανικού ήθους μακριά από θρησκοληψίες που καλλιεργούν το θρησκευτικό
εγωισμό, ή μια λαϊκή πίστη που πολλά βασικά πράγματα αντιμετωπίζει είτε επιπόλαια
είτε ως αυτονόητα ή και άχρηστα. Όπου βασιλεύει η αγάπη με το αληθινό της
περιεχόμενο εκεί δεν κινδυνεύει καμιά συζυγία όσο βαριά και δύσκολη και αν
είναι, γιατί εξαφανίζεται ή αδυνατίζει σημαντικά η διασπαστική και διαλυτική
δύναμη του εγωισμού ή ατομικισμού που αποτελεί και τη βασική απειλή κατά του
γάμου, όπως και του συνόλου της εκκλησιαστικής
ζωής.
Από
τις εξωεκκλησιαστικές πρακτικές που συνέβαλαν στην αποϊεροποίηση και
αποεκκλησιαστικοποίηση του γάμου επισημαίνουμε:
-Την
καθιέρωση του πολιτικού γάμου αντί του θρησκευτικού. Το μυστήριο αντικαθίσταται
από μια απλή δήλωση συμβίωσης που νομιμοποιείται με την παρουσία του δημάρχου ή
άλλου εξουσιοδοτημένου κρατικού λειτουργού. Η Χάρη αντικαθίσταται από το νόμο,
το μυστήριο από την υποκειμενική λογική, τη λογική των συμφερόντων. Το ίδιο
γίνεται και με το γάμο ως μια συμβολαιογραφική πράξη που μπορεί με μια επόμενη
να αναθεωρηθεί. Αυτές οι επιλογές γίνονται προβληματικότερες όταν εκφράζουν
συνειδητά ή ασυνείδητα την απόφαση για μια αποξένωση από την εκκλησιαστική
παράδοση. Όταν δηλαδή η επιλογή τους δεν είναι εξαναγκαστική αλλά
ελεύθερη.
-Την
υποκατάσταση της θεσμικά και μυστηριακά καθιερωμένης γαμικής σχέσης με τις
ελεύθερες συμβιώσεις που ακυρώνουν κάθε έννοια υπεύθυνης και
συνεπούς συζυγίας. Οι δύο παραμένουν δύο, έτοιμοι να τραβήξουν ο καθένας το
δικό του δρόμο ανάλογα με τους καιρούς και τις διαθέσεις. Στο μεταξύ ο έρωτας
παραμένει και ενεργείται χωρίς αληθινή πατρίδα και χωρίς αγάπη με το αληθινό
της περιεχόμενο, έρωτας εγωιστικός, μέσο μιας ανεύθυνης και άγονης απόλαυσης,
έρωτας που χάνει το θεϊκό του χαρακτήρα και καταντά ατομικός, ενστικτώδης,
βιολογικός, άπιστος, κυρίως όμως αναλώσιμος.
-Την
αυξανόμενη επέλαση των κοσμικών, ιδιαίτερα των οικονομικών παραγόντων, που δεν
αρκούνται στην εκ των έσω εκμετάλλευση των μυστηρίων, όπως ήδη δι’ ολίγων
αναφέραμε, αλλά προσπαθούν να επιβάλλουν τη θέλησή τους και έξωθεν με το να
παρεμβαίνουν θεσμικά, προβάλλοντας κυρίως επιχειρήματα οικονομικής φύσεως, όπως
ότι λιγότερο κοστίζει η ταυτόχρονη τέλεση και των δύο μυστηρίων από ό,τι η
ξεχωριστή τέλεσή τους.
Το
ερώτημα μετά από όλες αυτές τις διαπιστώσεις και διαγνώσεις είναι αυτό που
αναφέρεται στην ποιμαντική στάση της Εκκλησίας. Τι μπορεί δηλαδή σήμερα
και με αυτές τις συνθήκες να θεολογήσει και να πραγματώσει η Εκκλησία.
-Κατ’ αρχήν
είναι απαραίτητη μια οργανωμένη και υπεύθυνη προσπάθεια αποκατάστασης της
εκκλησιαστικότητας των λειτουργημάτων. Ο ιερέας δεν είναι δυνατόν να
παραχωρεί το ρόλο του ως τελετουργού στους λοιπούς παράγοντες των μυστηρίων ή
να μετατρέπεται σε υφιστάμενό τους. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να προσχωρεί
στη αναλωτική και καταναλωτική λογική κατανόησης των
μυστηρίων.
-Χρειάζεται
ενιαία στάση των ποιμένων και όχι ερασιτεχνισμοί που τραυματίζουν την
αξιοπιστία της εκκλησιαστικής διοίκησης. Είναι δυνατόν το ίδιο ζήτημα να
αντιμετωπίζεται διαφορετικά μεταξύ διαφορετικών τοπικών Εκκλησιών, από
μητρόπολη σε μητρόπολη, καμιά φορά και από ενορία σε ενορία. Είναι προφανές ότι
αυτή η πρακτική αφενός τραυματίζει την αξιοπιστία της Εκκλησίας και αφετέρου
οδηγεί στη γελοιοποίηση των εκπροσώπων της. Υπάρχει βέβαια και κάτι χειρότερο.
Συχνά πνευματικοί ταυτίζουν την άποψή τους με την άποψη της Εκκλησίας με την
έννοια ότι βαπτίζουν την άποψή τους εκκλησιαστική άποψη και παραπλανούν τους
πιστούς, για να γίνονται αρεστοί και να καλλιεργούν προσωπολατρίες. Έτσι
παίρνουν στο λαιμό τους πολλούς, δημιουργώντας κάποια στιγμή σύγχυση, κυρίως όμως
ψυχολογικά προβλήματα.
-Είναι
απαραίτητη η οικονομία και όχι οι άγονοι νομικισμοί και οι ανεύθυνες ή στείρες
απαγορεύσεις. Είναι προφανές ότι η Εκκλησία δεν μπορεί να αρνηθεί την τέλεση
μυστηρίου σε όποιον το ζητά, έστω και εκτός φυσικής ή θρησκευτικής
τάξης. Υπάρχουν δε περιπτώσεις που δεν μπορεί να αρνηθεί ούτε και αυτή την
ταυτόχρονη τέλεση γάμου και βάπτισης. Είναι κάτι που συναντά στους τόπους της
ιεραποστολής όταν γίνονται ομαδικές βαπτίσεις γονέων και παιδιών, ενώ ακολουθεί
ο γάμος όσων βαπτίζονται. Εξάλλου κανείς δεν μπορεί να απαγορεύσει την τέλεση
του ενός μυστηρίου μετά το άλλο, αφού το καθένα διαθέτει τη δική του
αυτοτέλεια. Κάτι τέτοιο όμως θα πρέπει να το δει κάποιος ως μια έκτακτη
ποιμαντική αναγκαιότητα και όχι ως κανόνα που αλλοιώνει την κανονική τάξη, και
το χειρότερο, που δίνει την εικόνα ότι η Εκκλησία αποδέχεται και επευλογεί
προβληματικές επιλογές, όπως οι προγαμιαίες σχέσεις ή που είναι έτοιμη να μην
εννοεί όσα λέγει ή να καταντούν οι ευχές γράμματα κενά, όταν π.χ. ο καρπός της
κοιλίας και η καλλιτεκνία είναι ήδη γεγονότα και δεδομένα. Έχει όμως
την ευχέρεια να υπογραμμίσει και να επιβάλει την ανάγκη για τη διατήρηση της
χρονικής αυτοτέλειας των μυστηρίων που δεν εξαντλείται στη διαφορετικότητα των
χρόνων αλλά και στη συνειδητοποίηση και βίωση όσων περιβάλλουν το
μυστήριο. Μεταξύ αυτών είναι και η ύπαρξη του απαραίτητου χρόνου για τη
συνειδητοποίηση των προβλημάτων που σχετίζονται με τις προγαμιαίες σχέσεις και
την επιλογή του πολιτικού γάμου αντί του εκκλησιαστικού, επιλογές που έδειξαν
την αποστασιοποίηση από την συνεπή εκκλησιαστική ζωή, και οι οποίες θα πρέπει
να αντιμετωπιστούν με τη μετάνοια και την πραγματική επανένταξη με την
κατάλληλη καθοδήγηση. Μέσα στα όρια της οικονομίας η Εκκλησία όχι μόνο δεν
αρνείται να δεχθεί στους κόλπους της όσους το ζητούν με ειλικρίνεια και πίστη,
αλλά κάνει ό,τι μπορεί για να το διευκολύνει.
-Είναι
απολύτως απαραίτητη και σκόπιμη η υπεύθυνη κατήχηση και προετοιμασία των νέων
για το γάμο και την ερωτική κοινωνία από την ίδια την Εκκλησία, και όχι αποσπασματικές
και υποκριτικές παρεμβάσεις που συνοδεύονται από εύκολους αφορισμούς και
άκαρπες ακόμα και επιζήμιες απαγορεύσεις. Σ’ αυτή την οργανωμένη
προετοιμασία από τη μια πλευρά επισημαίνεται η μεγαλοσύνη και η σπουδαιότητα
του γάμου, και από την άλλη η ιερότητά του, έτσι ώστε να μην δικαιολογούνται
επιπολαιότητες, ενώ ταυτόχρονα καθίσταται σαφής η διαφορά του γάμου ως
μυστηρίου και του γάμου ως μιας απλής διαπροσωπικής συμφωνίας πιστοποιημένης
από κρατικά έγγραφα. Διευκρινίζεται ότι η διαφορά τους δεν έγκειται στη
διαφοροποίηση των λειτουργών ή του χώρου «καθαγιασμού» του, αλλά στην παρουσία
του αγίου Πνεύματος που χαριτώνει τη σχέση, ευλογεί τη συζυγία και παρέχει όλες
τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να αρνηθεί ο καθένας το εγώ του και να αγαπήσει
τον άλλο ελεύθερα και θυσιαστικά. Οφείλει η Εκκλησία με τα κατάλληλα στελέχη
της να επισημαίνει ότι το πνεύμα το άγιο και ο Θεός γενικότερα δεν μπορεί να
είναι παρών εκεί που του απαγορεύεται ή δεν του ζητείται. Η παρουσία του Θεού
δεν είναι αφηρημένη αλλά προϋποθέτει τη συνάντηση μαζί του, και αυτό γίνεται με
το μυστήριο του γάμου. Ερωτική επαφή και γάμος χωρίς Θεό είναι άκρως
προβληματικά, γιατί είναι εκτεθειμένα στην εμπορευματοποίηση, στη σκοπιμότητα,
στον εγωισμό, στον υπολογισμό. Οφείλει επίσης να επισημαίνει ότι ο γάμος δεν
μπορεί να είναι η κατώτατη ή μια τυχαία αξία στη ζωή των ανθρώπων η
οποία μπορεί να περιμένει, προηγουμένων άλλων ψευδοαξιών, όπως οι σπουδές, η
κοινωνική καταξίωση, η οικονομική άνεση, η επαγγελματική σταδιοδρομία. Ο γάμος
είναι τεράστιο κεφάλαιο της ζωής για να του δίνεται τόσο μικρή
αξία.
-Τέλος
χρειάζονται κοπιώδεις προσπάθειες για τη βαθμιαία αποκατάσταση της ορθόδοξης
εκκλησιαστικότητας με κύριο στόχο την ένταξη του συνόλου της καθημερινότητας
στην εκκλησιαστική ζωή και όχι μερικών σταθμών της. Δηλαδή πρέπει η Εκκλησία ως
θεσμός να αποδείξει ότι η αναγκαιότητά της δεν εξαντλείται μόνο στις βαπτίσεις,
τους γάμους και τις κηδείες, αλλά στην τροφοδοσία με πραγματικό νόημα όλων των
πτυχών του ανθρώπινου βίου. Η Εκκλησία οφείλει να κάνει τα πάντα για να παρούσα
παντού και πάντοτε στη σκέψη και τα έργα των ανθρώπων, τώρα μάλιστα που οι
άνθρωποι είναι απογοητευμένοι από τη συμπεριφορά των εξουσιών που επέλεξαν ή
τους επιβλήθηκαν ως φορείς του αγαθού και αποδείχθηκαν βασανιστές, και στρέφουν
τα βλέμματά τους στην Εκκλησία όχι ως ένα νέο παράγοντα εξουσίας αλλά ως ένα
φορέα για να πάρουν αξιόπιστες απαντήσεις στο ερώτημα για το νόημα της
ζωής.
Σημείωση:
Η ομιλία πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του Γενικού Ιερατικού Συνεδρίου της
Ι. Μητροπόλεως Μονεμβασίας και Σπάρτης στις 5 Σεπτεμβρίου 2013.
[1] Prosklitiria.unigrafico.gr/keimena/keimena-vaftisis-kai-gamoy.html