Η μάνα μου με πολεμά γυναίκα να μου δώση,
Και τον παπά εκάλεσε να μάσε στεφανώση.
Μιαν όμορφη μιάν νόστιμη εις ούλαν τση τα κάλλη,
‘Σ τη γειτονειά μου κοπελιά δεν ήτον τέθοια άλλη.
Κι’ όντεν μου τη βλογούσανε καλόγνωμη μου φάνη,
Δε μου μιλεί κ’εθάρρεψα την ταπεινή μου κάνει.
Κ’εγώ την εμπιστεύτηκα νοικοκερά ‘ς το στάρι
Κ’εκείνη μου το ξόδιασε και το’φαε ‘ς το ψάρι.
‘Ρωτώ τηνε αν έβγαλε στάρ’απ’την κοφινίδα
Κ’εκείνη μ’αποκρίνεται, «Καθόλου δεν το είδα».
‘Ρωτώ τηνε τι γείνηκε το λάδι και δεν έχει;
Κ’εκείνη μ’αποκρίνεται καθόλου δεν κατέχει.
Με μάνιτα τήνε ρωτώ τι γείνη το κριθάρι
Και η περυσινή φακή απού ’χα ‘ς το πιθάρι;
Και το κρασ’ απού το βουτσί, το ξείδ’ απ’ τη λαήνα
Κι’ απού τη μπότσα τη ρακή, τι τά ’καμες κ’εκείνα;
Τα χοντροκούκκια και τσ’εληαίς πού’χα ‘πού τον κουμπάρο,
Για πέ μου τίνος τά’δωκες να πάω να τα πάρω;
Τη γλίνα και το βότυρο τσ’εληαίς τσή τσακισμέναις,
Τσή πιπεριαίς πού’χα τουρσί, τίνος τσή’χεις δοσμέναις;
Και το μπαμπάκι τ’άκλωστο και τ’άλλο το κλωσμένο,
Λινάρι πού’χα άστριφτο και τ’άλλο το στριμμένο,
Μαλλιά ξασμένα μιάν οκκά, ομορφοχτενισμένα
Για πέ μου ίντα τά’καμες; Τίνος τά’χεις δοσμένα;
‘Ρωτώ τηνε τι τά ’καμε κ’εκείνη μου θυμόνει
και κάνει μου την ταμπεινή ογιά να με βουλονη.
Δεν έχασα κ’εγώ καιρό και πιάνω ‘να στελιάρι
Και τάκα ξύλο ‘ς τα πλευρά, ώστε να μαϊνάρη.
Έφαε ξύλο περισσό κ’εχόρτασε τ’ασκίν τση
Κ’ είπέ μου τα μαρτύριαν τση που να κα’ η ψυχήν τση.
-Το στάρι άντρα μού’στειλα ‘ς του μυλωνά τη νύχτα
Και τ’άλεσε και το ’καμε αλεύρ’ απού δεν είχα.
Κι’ άλλό ‘φαγα κι’ αλλό ‘δωκα πού ’ρχεται ένας κι’ άλλος.
Κι’ άλλό ‘χυσα του χοίρου μου για να γενή μεγάλος.
Το λάδι πάλι το’βανα ‘ς το λύχνο το μεγάλο
Κ’εκείνος το κατάλυσε, τ’αμμάθια θα του βγάλω.
-Το στάρι λές πώς το’δωκες πού’ρχεται ένας κι’ άλλος
Και πώς το λάδι το ’φαε ο λύχνος ο μεγάλος,
Μα το κρασί απ’το βουτσί το ξείδ’ απ ’ τη λαήνα
Κι’απού την μπότσα τη ρακή, τι τά ‘καμες εκείνα;
-Άντρα μου, πόνος μ’έπιασε κ’ένας θεός το ξέρει
Για να τελιώσω ήμουνε μα συ δεν το πιστεύγεις-.
Κ’ήρθ’η κεραγειτόνισσα δεν είχα τι τσή κάμω-
Και μου ’καμ’ ένα γιατρικό, που ‘μουνε ν’ αποθάνω.
Και το κρασί μου το’βραζε μαζί με το κριθάρι
Και το’θετε ‘ς τον πόνο μου αντίς ογιά λινάρι.
Τσή πιπεριαίς μου τσή ‘βανε για γιατρικό μεγάλο
Κι’απού την μπότσα τη ρακή, δεν είχα ίντα κάμω.
-Και το μπαμπάκι τ’άβγαρτο και τ’άλλο το βγαρμένο
Πώς δε μου λές τι το’καμες; Τίνος το’χεις δοσμένο;
Και τον παπά εκάλεσε να μάσε στεφανώση.
Μιαν όμορφη μιάν νόστιμη εις ούλαν τση τα κάλλη,
‘Σ τη γειτονειά μου κοπελιά δεν ήτον τέθοια άλλη.
Κι’ όντεν μου τη βλογούσανε καλόγνωμη μου φάνη,
Δε μου μιλεί κ’εθάρρεψα την ταπεινή μου κάνει.
Κ’εγώ την εμπιστεύτηκα νοικοκερά ‘ς το στάρι
Κ’εκείνη μου το ξόδιασε και το’φαε ‘ς το ψάρι.
‘Ρωτώ τηνε αν έβγαλε στάρ’απ’την κοφινίδα
Κ’εκείνη μ’αποκρίνεται, «Καθόλου δεν το είδα».
‘Ρωτώ τηνε τι γείνηκε το λάδι και δεν έχει;
Κ’εκείνη μ’αποκρίνεται καθόλου δεν κατέχει.
Με μάνιτα τήνε ρωτώ τι γείνη το κριθάρι
Και η περυσινή φακή απού ’χα ‘ς το πιθάρι;
Και το κρασ’ απού το βουτσί, το ξείδ’ απ’ τη λαήνα
Κι’ απού τη μπότσα τη ρακή, τι τά ’καμες κ’εκείνα;
Τα χοντροκούκκια και τσ’εληαίς πού’χα ‘πού τον κουμπάρο,
Για πέ μου τίνος τά’δωκες να πάω να τα πάρω;
Τη γλίνα και το βότυρο τσ’εληαίς τσή τσακισμέναις,
Τσή πιπεριαίς πού’χα τουρσί, τίνος τσή’χεις δοσμέναις;
Και το μπαμπάκι τ’άκλωστο και τ’άλλο το κλωσμένο,
Λινάρι πού’χα άστριφτο και τ’άλλο το στριμμένο,
Μαλλιά ξασμένα μιάν οκκά, ομορφοχτενισμένα
Για πέ μου ίντα τά’καμες; Τίνος τά’χεις δοσμένα;
‘Ρωτώ τηνε τι τά ’καμε κ’εκείνη μου θυμόνει
και κάνει μου την ταμπεινή ογιά να με βουλονη.
Δεν έχασα κ’εγώ καιρό και πιάνω ‘να στελιάρι
Και τάκα ξύλο ‘ς τα πλευρά, ώστε να μαϊνάρη.
Έφαε ξύλο περισσό κ’εχόρτασε τ’ασκίν τση
Κ’ είπέ μου τα μαρτύριαν τση που να κα’ η ψυχήν τση.
-Το στάρι άντρα μού’στειλα ‘ς του μυλωνά τη νύχτα
Και τ’άλεσε και το ’καμε αλεύρ’ απού δεν είχα.
Κι’ άλλό ‘φαγα κι’ αλλό ‘δωκα πού ’ρχεται ένας κι’ άλλος.
Κι’ άλλό ‘χυσα του χοίρου μου για να γενή μεγάλος.
Το λάδι πάλι το’βανα ‘ς το λύχνο το μεγάλο
Κ’εκείνος το κατάλυσε, τ’αμμάθια θα του βγάλω.
-Το στάρι λές πώς το’δωκες πού’ρχεται ένας κι’ άλλος
Και πώς το λάδι το ’φαε ο λύχνος ο μεγάλος,
Μα το κρασί απ’το βουτσί το ξείδ’ απ ’ τη λαήνα
Κι’απού την μπότσα τη ρακή, τι τά ‘καμες εκείνα;
-Άντρα μου, πόνος μ’έπιασε κ’ένας θεός το ξέρει
Για να τελιώσω ήμουνε μα συ δεν το πιστεύγεις-.
Κ’ήρθ’η κεραγειτόνισσα δεν είχα τι τσή κάμω-
Και μου ’καμ’ ένα γιατρικό, που ‘μουνε ν’ αποθάνω.
Και το κρασί μου το’βραζε μαζί με το κριθάρι
Και το’θετε ‘ς τον πόνο μου αντίς ογιά λινάρι.
Τσή πιπεριαίς μου τσή ‘βανε για γιατρικό μεγάλο
Κι’απού την μπότσα τη ρακή, δεν είχα ίντα κάμω.
-Και το μπαμπάκι τ’άβγαρτο και τ’άλλο το βγαρμένο
Πώς δε μου λές τι το’καμες; Τίνος το’χεις δοσμένο;