[] Ὁ ἴδιος ὁ ἔρωτας, σχέση κατ’ ἐξοχὴν καταλυτικὴ τῆς λογικῆς τῶν ἰσοδυναμιῶν, γιατὶ μέσα του τὰ πρόσωπα ἀναδείχνονται στὸ προσωπικό τους ὄνομα καὶ λάμπουν στὴ μοναδικότητά τους· σχέση ποὺ συνιστᾶ μόνη της κύκλο αἰωνιότητος καὶ ὑψώνει σὲ ἀπόλυτη διάσταση, καὶ ἐξ αὐτοῦ ὑπερβαίνει τὴ λογικὴ κάθε κώδικος γινόμενη πράξη ξαφνικῶν ἀποταξινομήσεων – ὁ ἴδιος ὁ ἔρωτας ὑφίσταται φύρα καὶ ἰσοπέδωση στὸ βαθμὸ ποὺ ἐλευθερωνόμενος εὐλόγως ἀπὸ ψυχοφθόρες ἀναστολὲς καὶ ἀπαγορεύσεις, μένει ἀνοχύρωτος ἀπέναντι στὴ λογικὴ τῶν ἰσοδυναμιῶν, ὅταν μέσα σὲ τυφλὴ εἰκονοκλασία χάνει τὴ συνείδηση τοῦ τιμήματος καὶ τῶν ὁρίων: ἡ πανεύκολη ἐναλλαγὴ τῶν ἐρώντων, στὴν ὁποία πλέον ὅλο τὸ σημερινὸ σύστημα σημείων ὠθεῖ, τοὺς κάνει ὅρους ἀντικαταστατοὺς καὶ ἀφηρημένους, καὶ ἐπιφέρει καταρράκωση τῶν προσώπων. Ἡ σχέση φτωχαίνει στὸ βαθμὸ ποὺ ἀντὶ νὰ ὑπάρχει πλήρης συνάντηση ὁλοτήτων σὰν πηγὴ βαθύτερης αὐτογνωσίας καὶ ἀκεραίωσης, ὑπάρχει διασταύρωση ἀνθρώπων «ἀλληλοτεμνομένων» ὡς πρὸς ἐκείνη τὴν ἀνάγκη πού, κατασταλμένη ἐπὶ μακρόν, παίρνει σήμερα τὴ ρεβὰνς ἀπορροφώντας ὁλόκληρη τὴ σχέση, ἀλλὰ ποὺ ὅσο σημαντικὴ καὶ νὰ εἶναι δὲν μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει ὁλότητα σχέσεως.
Ἕνα ὁλόκληρο, ἄλλωστε, σύστημα συμφραζομένων ὑποθάλπει ἐπιτηδείως καὶ ἐπικερδῶς αὐτὴ τὴ συρρίκνωση, παρέχοντας καὶ τὴν ἀπαραίτητη ἰδεολογικὴ κάλυψη: ἀναστολές, ἐνοχές, ταμποὺ πρέπει νὰ παραμεριστοῦν ἀδιακρίτως καὶ μόνο ἕνα εἶδος τύψεων εἶναι ἐπιτρεπτό –ἡ τύψη γιὰ τὶς τύψεις. Τὰ ἄτομα ὄχι μόνο ἔχουν δικαίωμα στὴν ἀπόλαυση, ἀλλὰ καὶ καθῆκον – βρίσκονται, κατὰ κάποιο τρόπο, σὲ διατεταγμένη ὑπηρεσία προγραμματισμένης εὐτυχίας, καὶ χρέος τους εἶναι νὰ αὐξάνουν τὴν απολαυστική τους δυνητικότητα καὶ νὰ ἀπορροφοῦν τοὺς νέους τύπους ἐμπορευμάτων. Ἀλλὰ γι’ αὐτό, πρέπει νὰ ἀποδεσμεύσουν τὶς φαντασιώσεις τους, κι ἂν δὲν ἔχουν φαντασιώσεις νὰ δημιουργήσουν, κι ἂν δὲν μποροῦν μόνοι τους, τότε νὰ ἀντιγράψουν καὶ νὰ δανειστοῦν – τὸ οὐσιῶδες εἶναι νὰ κολυμποῦν στὶς φαντασιώσεις, νὰ πολλαπλασιάζονται οἱ ὀργασμοὶ καὶ νὰ αὐξάνεται ἡ ἱκανότητα πρὸς κατανάλωση ἀπολαύσεως. Ἄλλωστε τὰ βιομηχανικὰ μοντέλα ποὺ ἔχουν στηθεῖ γιὰ νὰ στηρίξουν τὸν ἐρεθισμό, εἶναι ἀνεξάντλητα σὲ μελετημένες σειρὲς ἑτοιμοπαράδοτης εὐφορίας: διαφημιστικοὶ μηχανισμοί, εἰδικευμένα περιοδικά, ποικίλοι θεωρητικοί, κυκλώματα καὶ παρακυκλώματα, ἀποστέλλουν στοὺς ἁπανταχοῦ στερημένους ἢ κορεσμένους ἢ μπαφιασμένους, ἐντολὲς καὶ πρότυπα, ὄργανα καὶ συνταγὲς – καταιονισμοὺς λεπτουργημένων φαντασιώσεων, τὶς ὁποῖες αὐτοὶ καλοῦνται ὁπωσδήποτε νὰ ζήσουν. Τὸ πᾶν εἶναι νὰ ἐπέλθει ριζικὴ ἀπομύθευση τοῦ παντὸς καὶ τὸ ἴδιο τὸ ὑποσυνείδητο νὰ «ἐκραγεῖ» καὶ ν’ ἀξιοποιηθεῖ ἀποτελεσματικά, κατευθυνόμενο ἀπὸ τοὺς ἐπαγγελματίες τοῦ εἴδους καὶ τοὺς ἐμπόρους.
Ἔτσι, σ’ ἕναν ἀνέραστο περὶ ἔρωτος λόγο, ἡ ψυχὴ περιστέλλεται σὲ «ψυχισμό», ἡ ἀγάπη ἐντάσσεται στὴν «ψυχοσυναλλαγή», τὸ σκίρτημα σὲ «ἐνέργεια», οἱ ἐρῶντες γίνονται παρτεναὶρ καὶ ὁ ἔρωτας ἀσκήσεις γυμναστικῆς – ἐνῷ ἡ ποίηση ἀποσύρεται σιγὰ σιγὰ ἀπὸ τὶς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων γιὰ νὰ στριμωχτεῖ ὅλο καὶ πιὸ ἀποκλειστικὰ στοὺς στίχους τῶν ποιητῶν. Καὶ ὅλοι βαδίζουν ἀπὸ ἀπελευθέρωση σὲ ἀπελευθέρωση κι ἀπὸ ἄδειασμα σὲ ἄδειασμα, ἀνυποψίαστοι γιὰ τὸ ὅτι αὐτὲς οἱ «ἀπελευθερώσεις», ποὺ ὅλο καὶ μεταθέτουν τὰ ὅριά τους πρὸς τὸ ζυμῶδες καὶ τὸ ἄμορφο, μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι καὶ τόσο «ἐλευθεροφόρες», καὶ ὅτι ὁ τυφλὸς καὶ παγερὸς μύθος τῆς ἀπομύθευσης εἶναι δυνατὸ νὰ κάνει ἀκόμα πιὸ ἀπροσπέλαστο τὸ «φρικτὸ αἴνιγμα τῆς ἐλευθερίας». Μέσα στὴ γενικὴ περιδίνηση, ὅπου οἱ παραδεδομένες πηγὲς τοῦ νοήματος ἔχουν ἀφανιστεῖ, οἱ κοινοὶ οὐρανοὶ καταλυθεῖ καὶ ὁ καθένας, μὲ μιὰ καταπακτὴ κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του ποὺ δὲν ξέρει πότε θ’ ἀνοίξει, πασχίζει νὰ ἀποσπάσει ὅ,τι μπορεῖ καὶ ὅπως μπορεῖ, τὸ νὰ θελήσει κανεὶς νὰ ξαναδώσει μία ἱερότητα στὸν κόσμο ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ νὰ καβαλήσει τὸ Ροσινάντη πρὸς ἀναζήτηση τῆς πλανόδιας ἱπποσύνης – καὶ σ’ ὅποιον τὸ ἐπιχειρεῖ, τιμὴ τοῦ πρέπει καὶ ὄχι χλεύη. []
Από το κείμενο Ἐπὶ πτωμάτων ὀνείρων