Σε ένα μοναστήρι υποθέτω ότι η υγιής ανάδειξη στην ηγουμενία
ακολουθεί περίπου την εξής πορεία: Ένας μοναχός εισέρχεται με ζέση στην
ισάγγελο πολιτεία, ζει με ταπείνωση και υπακοή θυσιάζοντας τον εαυτό του
για την αδελφότητα και τον Χριστό, αγωνίζεται με επιμονή να καθαρθεί
από τα πάθη του για χρόνια.
Εκλέγεται να χειροτονηθεί ιεροδιάκονος και εν συνεχεία ιερομόναχος.
Ενδεχομένως
διαθέτει κι επιδεικνύει διάκριση, πρωτοβουλία και διοικητικό ταλέντο
στη διεκπεραίωση πνευματικών και άλλων υποθέσεων. Εκλέγεται ακολούθως
ηγούμενος ώστε να διακονήσει από αυτή τη θέση την αδελφότητα.
Υποψιάζομαι δε ότι το αξίωμα της ηγουμενίας για αρκετούς μοναχούς είναι κάτι αδιάφορο ή και ανεπιθύμητο για πνευματικούς λόγους.
Στο έγγαμο βίο, σε μια κατ’ οίκον εκκλησία, τίθενται τα εξής ερωτήματα:
Στην
(συνειδητά χριστιανικά αγωνιζόμενη) οικογένεια υπάρχει αντίστοιχο
διακόνημα; Ποιος είναι ή πρέπει να είναι ο ηγούμενος στην οικογένεια;
Χρειάζεται, είναι καλό να υπάρχει ή όχι; Γιατί;
Εάν ναι, ποιος
είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος εξάσκησης του εν λόγω διακονήματος; Υπάρχει
συσχέτιση με την περιγραφή του ρόλου του άνδρα και της γυναίκας στο
γάμο (δες απόσπασμα ακολουθίας γάμου);
Τι γίνεται στην περίπτωση
που ένας εκ των δύο συζύγων δεν αποδέχεται την αρμοδιότητα του άλλου ή
και διεκδικεί τον συγκεκριμένο ρόλο για τον εαυτό του/της; Πως
διακρίνεται η εγωιστική επιθυμία επιβολής από τη θυσιαστική αποδοχή του
ρόλου;
Ποια η θέση του πνευματικού σε αυτό το ζήτημα;
Αποστολικό ανάγνωσμα ακολουθίας γάμου (με δικές μας επισημάνσεις με έντονο):
Ἀδελφοί,
εὐχαριστεῖτε πάντοτε ὑπὲρ πάντων, ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ
Χριστοῦ τῷ Θεῷ καὶ Πατρί, ὑποτασσόμενοι ἀλλήλοις ἐν φόβῳ Χριστοῦ. Αἱ
γυναῖκες τοῖς ἰδίοις ἀνδράσιν ὑποτάσσεσθε ὡς τῷ Κυρίῳ, ὅτι ὁ ἀνήρ ἐστι κεφαλὴ τῆς γυναικός,
ὡς καὶ ὁ Χριστὸς κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ αὐτός ἐστι σωτὴρ τοῦ
σώματος. Ἀλλ᾿ ὥσπερ ἡ Ἐκκλησία ὑποτάσσεται τῷ Χριστῷ, οὕτω καὶ αἱ
γυναῖκες τοῖς ἰδίοις ἀνδράσιν ἐν παντί. Οἱ ἄνδρες ἀγαπᾶτε τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἠγάπησε τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἑαυτὸν παρέδωκεν ὑπὲρ αὐτῆς,
ἵνα αὐτὴν ἁγιάσῃ, καθαρίσας τῷ λουτρῷ τοῦ ὕδατος ἐν ῥήματι, ἵνα
παραστήσῃ αὐτὴν ἑαυτῷ ἔνδοξον τὴν Ἐκκλησίαν, μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ῥυτίδα ἤ
τι τῶν τοιούτων, ἀλλ᾿ ἵνᾳ ᾗ ἁγία καὶ ἄμωμος. Οὕτως ὀφείλουσιν οἱ ἄνδρες
ἀγαπᾶν τὰς ἑαυτῶν γυναῖκας, ὡς τὰ ἑαυτῶν σώματα· ὁ ἀγαπῶν τὴν ἑαυτοῦ
γυναῖκα ἑαυτὸν ἀγαπᾷ· οὐδεὶς γάρ ποτε τὴν ἑαυτοῦ σάρκα ἐμίσησεν, ἀλλ᾿
ἐκτρέφει καὶ θάλπει αὐτήν, καθὼς καὶ ὁ Κύριος τὴν Ἐκκλησίαν· ὅτι μέλη
ἐσμὲν τοῦ σώματος αὐτοῦ, ἐκ τῆς σαρκὸς αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ· ἀντὶ
τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ
προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δὺο εἰς σάρκα
μίαν. Τό μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν, ἐγὼ δὲ λέγω εἰς Χριστὸν
καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Πλὴν καὶ ὑμεῖς οἱ καθ᾿ ἕνα, ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ
γυναῖκα οὕτως ἀγαπάτω ὡς ἑαυτόν, ἡ δὲ γυνὴ ἵνα φοβῆται τὸν ἄνδρα.