Αλλά ενώ αυτές οι αλήθειες αποκαλύπτουν στο βάθος το αρχικό σχέδιο της θείας Σοφίας, έρχεται η πτώση των Πρωτοπλάστων, που, εκτός από όλα τα άλλα, δημιουργεί μια ρήξη ανάμεσα στον άντρα και την γυναίκα. Η γυναίκα στρέφεται προς τον άνδρα με μια επιθυμία κτητική, κι αυτός λειτουργεί έναντι της ως κυρίαρχος και εξουσιαστής. Αυτή ακριβώς η μεταπτωτική κατάσταση διαπερνά και όλα τα βιβλία της Π.Δ. Κατά τις ραββινικές παραδόσεις και τις διάφορες ερμηνείες του Νόμου, η γυναίκα θεωρείται κατώτερη από τον άντρα στην εξυπνάδα και στην ωριμότητα – κάτι σαν ισόβια «ανήλικη». Στην ερωτική ζωή λειτουργεί ως πηγή επιθυμίας. Στον χώρο της ηθικής ως απειλή. Στην θρησκευτική και λατρευτική ζωή λογίζεται ως ον ανάξιο και ακάθαρτο. Κατά την ίδια νομοθεσία μία γυναίκα αποτελεί κτήμα του συζύγου, (μαζί με τα παιδιά, τους δούλους και τα άλλα περιουσιακά στοιχεία), αφού μετά τον γάμο περνά από την κυριαρχία του πατέρα στην εξουσία του άνδρα. Εύκολα μπορεί να βρεθεί στο δρόμο, χωρισμένη από τον άντρα. Ενώ αυτή δεν μπορεί να χωρίσει τον σύζυγό της, εκτός από ορισμένες περιπτώσεις. Όταν κάποια αποδεικνύεται άπιστη προς τον άνδρα κατά την περίοδο του αρραβώνα, τιμωρείται με λιθοβολισμό. Και όταν η απιστία γίνεται κατά τον γάμο, με στραγγαλισμό. Ενώ για τον άνδρα υπάρχει ατιμωρησία σε ανάλογα παραπτώματα. Η πολυγαμία θεωρείται δικαιολογημένη, όπως και το δικαίωμα του άνδρα να χωρίσει την γυναίκα, αν αυτή δεν του έχει γεννήσει παιδί στα πρώτα δέκα χρόνια του γάμου. Οι ίδιοι νόμοι επιβάλλουν σ’ αυτήν «καθαρμούς» σαράντα ημερών στην περίπτωση που γεννήσει αγόρι, και ογδόντα ημερών, όταν γεννήσει κορίτσι. Απαγορεύουν σ’ αυτήν να ασκεί το ιερατικό λειτούργημα, όπως επίσης και να συμμετέχει στην λατρεία κατά τις περιόδους των γυναικείων κύκλων. Δεν της επιτρέπουν τέλος, όταν πηγαίνει στον Ναό, να στέκεται προς την πλευρά που βρίσκονται οι άνδρες.
Όμως παρόλα αυτά, στα ίδια βιβλία της Π. Δ. λάμπουν με την παρουσία τους σεβαστές γυναίκες, όπως ήταν η Σάρα, η Ρεβέκκα, η Λεία, η Ραχήλ, κατά τους εωθινούς χρόνους της ιερής ιστορίας, οι προφήτισσες Μυριάμ (αδελφή του Μωυσή) Δεββώρα, Ιαήλ, Άννα (μητέρα του Σαμουήλ), οι ελευθερώτριες Εσθήρ, Ιουδίθ. Ούτε λείπουν απ’ αυτά τα βιβλία οι έπαινοι για την γυναικεία γονιμότητα (κύριο στοιχείο καταξίωσης της γυναίκας), για την γυναικεία αξιοσύνη, την πιστότητα και αφοσίωση προς τον άνδρα, την καθαρότητα στις συζυγικές σχέσεις, την τρυφερότητα του άνδρα προς την γυναίκα. Αισθήματα που κορυφώνονται με την γυναικεία προσωποποίηση της Σοφίας και κατ’ εξοχήν με το «Άσμα Ασμάτων», αυτόν τον θαυμάσιο ύμνο της ανδρόγυνης αγάπης. Όμως η πραγματικότητα δεν έπαυε να είναι πικρή για την γυναίκα. Και απ’ αυτή την άποψη μπορούμε να εκτιμήσουμε την όλη στάση του Ιησού, όντως επαναστατική, προς τις γυναίκες.
Πράγματι, ο Ιησούς, σύμφωνα με τις διηγήσεις των Ευαγγελίων, δεν αποκλείει από την αγάπη Του την γυναίκα – το αντίθετο μάλιστα. Γι’ Αυτόν εκείνο που έχει σημασία δεν είναι το φύλο, αλλά το ανθρώπινο πρόσωπο. Έτσι καλεί τις γυναίκες αδελφές Του, γιατί κι αυτές ανήκουν στην κοινότητα της Εκκλησίας. Ευσπλαχνίζεται την χήρα μητέρα της Ναΐν και ανασταίνει τον γιο της. Γιατρεύει την συγκύπτουσα της συναγωγής, γιατί είναι κόρη του Αβραάμ και ίση μπροστά στον Θεό. Εμπιστεύεται μέγιστες αλήθειες σε μια γυναίκα, την Σαμαρείτισσα (Ιω. 4, 14 εξ.), παρά τις αντίθετες αντιλήψεις της εποχής, όπου αποτελούσε πρόβλημα ακόμα και η συζήτηση με μια γυναίκα. Επιτρέπει σε γυναίκες (όπως ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου, η Σαλώμη, η Σουζάνα κ. α.) όχι μόνο να Τον διακονούν (Λουκ. 8, 1) αλλά να βγαίνουν έξω από το σπίτι τους και να Τον ακολουθούν στο κηρυκτικό έργο, πράγμα αδιανόητο για ένα ραββίνο αυτής της εποχής. Και προπάντων δείχνει την ιδιαίτερη αγάπη Του σε γυναίκες του περιθωρίου, απορριμένες κοινωνικά και εξουθενωμένες, γιατί θέλει ν’ αποκαταστήσει την αξιοπρέπειά τους και ν’αποκαλύψει σ’ αυτές ότι είναι άξιες εκτίμησης εκ μέρους Του και εκ μέρους του Θεού.
Μετά απ’ αυτή την στάση του Ιησού, οι γυναίκες είναι παρούσες στην Σταύρωση και στον Ενταφιασμό˙ γίνονται αγγελιοφόροι της Ανάστασης˙ μετέχουν στο γεγονός της Πεντηκοστής, όπως η Εκκλησιαστική κοινότητα είναι συγκεντρωμένη «ομοθυμαδόν επί το αυτό» και δέχεται την φωτιά του Αγίου Πνεύματος˙ αναδεικνύονται σε προφήτισσες (οι τέσσερις κόρες του Φιλίππου), σε διδασκάλισσες (Πρίσκιλλα, Φοίβη), σε διακόνισσες, σε γυναίκες φιλανθρωπίας και αγάπης (Ταβιθά), σε μάρτυρες, μοναχές και μητέρες.
Αλλά κι ο Απ. Παύλος διακηρύττει κάτι εξαιρετικά σημαντικό για την εποχή του. Ότι στον καινούργιο κόσμο της Βασιλείας του Θεού καταργείται κάθε διάκριση – εθνική, θρησκευτική, κοινωνική – όπως κι αυτή που έχει σχέση με την γυναίκα. Όμως ο ίδιος ο Απόστολος βλέπει ότι τόσο ο κόσμος, όσο και η τότε κοινότητα της Εκκλησίας, δεν μπορούν να αντέξουν μια τέτοια ριζοσπαστική αλήθεια, κατ’ ουσία εσχατολογική. Γι’ αυτό και προσφεύγει στην οικογενειακή «ιεραρχία» της εποχής εκείνης, που ήθελε τον ανδρα « κεφαλή της γυναικός». Και στη συνέχεια περνά σ’ ένα θαυμάσιο εικονισμό άνδρα Χριστού – Εκκλησίας, άντρα – γυναίκας. Έτσι, μέσα απ’ αυτόν τον εικονισμό προβάλλεται ένα ανώτερο επίπεδο σχέσεων άντρα – γυναίκας, που ξεπερνά όλες τις σχετικές ιδεολογίες αυτής της εποχής και χτυπάει στην ρίζα κάθε μορφή αυταρχισμού, ανδρικού η γυναικείου.
Όμως παρά την ρωμαλέα στάση του Αποστόλου Παύλου, δεν αλλάζουν πολλά σχετικά με την ισοτιμία του άνδρα και της γυναίκας. Ο μύθος της ανδρικής κυριαρχίας, στο κοινωνικό υπερ – εγώ, παραμένει και μέσα στις χριστιανικές κοινότητες. Η υπερβολική «καθαρολογία» του Ιουδαϊσμού, σχετικά με τους γυναικείους βιολογικούς κύκλους, περνάει και μέσα στην Εκκλησία. Οι «γνωστικίζουσες» αντιλήψεις για τον κόσμο, το σώμα, την ηδονή (ως δημιουργήματα κατωτέρων θεϊκών δυνάμεων) όπως και κάποιες εκτροπές του ασκητισμού, καλλιεργούν ένα πνεύμα υποψίας και περιφρόνησης, εχθρότητας και φόβου προς την γυναίκα. Έτσι ορισμένοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς δεν βλέπουν την γυναίκα ως πηγή της ζωής, όπως την θέλει το θείο Σχέδιο της δημιουργίας, αλλά ως πηγή ρύπου και μολυσμού (Αποκ. 14, 4). Ως ένα δηλ. καταραμένο ον, που υπάρχει, είτε για την αποφυγή της πορνείας, είτε ως μέσο παιδοποιίας, και που η σχέση μ’ αυτό (η ερωτική – συζυγική) καθιστά τον άνθρωπο, κατά κάποιο τρόπο, ακάθαρτο.
Αυτού του είδους τις αντιλήψεις, που τραυμάτιζαν την γυναικεία αξιοπρέπεια και αμφισβητούσαν την σοφία του Θεού, χρειάστηκε ν’ αντιμετωπίσουν οι Πατέρες της Εκκλησίας – όσο φυσικά η εποχή τους το επέτρεπε.. Γι’ αυτό οι Πατέρες δεν παύουν να στηλιτεύουν την τότε νομοθεσία που εξαντλούσε όλη την αυστηρότητα για τις ηθικές παρεκτροπές της γυναίκας, ενώ άφηνε στο απυρόβλητο τις απιστίες του άντρα. Να συμβουλεύουν τους άνδρες να συμπεριφέρονται με τρυφερότητα στις γυναίκες τους. Να τονίζουν με όλες τους τις δυνάμεις το «ομότιμον ανδρός και γυναικός». Ότι δηλ. ο άντρας και η γυναίκα έχουν την ίδια τιμή, αξία και δόξα, με βάση την δημιουργική πράξη του Θεού˙ το ίδιο θεϊκό αρχέτυπο, ως μία και ενιαία ανθρώπινη φύση˙ την ίδια οντολογική ταυτότητα του «κατ’ εικόνα». Και επιπλέον, ότι και τους δύο αφορά η λυτρωτική πράξη του Χριστού˙ η αναδημιουργία μέσα στην Εκκλησία˙ η από κοινού πορεία προς την ζωή, τον θάνατο και την ανάσταση.
Βέβαια, παρά τις καταπληκτικές αυτές τοποθετήσεις των Πατέρων, η ισότητα άντρα – γυναίκας σε όλα τα επίπεδα παρέμενε για τον ιστορικό Χριστιανισμό κάτι το ανέφικτο. Με αποτέλεσμα το ανθρώπινο ον να ταυτίζεται σχεδόν με τον άντρα, και η γυναικεία ύπαρξη να θεωρείται υποτιμημένη και προβληματική. Οι χριστιανοί δεν έπαυαν να τονίζουν την πνευματική ισοτιμία ανάμεσα στον άντρα και την γυναίκα. Όμως δεν μπόρεσαν να βγάλουν απ’ αυτή την χαρισματική ισοτιμία τα αναγκαία συμπεράσματα για την θέση της γυναίκας στην κοινωνική ζωή. Έτσι δεν κατόρθωσαν να κάνουν πράξη (είτε γιατί παρεξέκλιναν προς κάποιο «αγγελισμό», είτε γιατί η εποχή δεν ήταν ώριμη), αυτά που ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς είχε διακηρύξει, από τον δεύτερο αιώνα, ως συνέπειες της πνευματικής ισότητας: «η τροφή κοινή, γάμος συζύγιος, αναπνοή, οψις, ακοή, γνώσις, ελπίς, υπακοή, όμοια πάντα» (P. G 8, 260C).
Επιπλέον εκείνο που δεν μπόρεσε να δει ο ιστορικός Χριστιανισμός μέσα στους αιώνες είναι, τι ακριβώς διαφοροποιεί τον άνδρα και την γυναίκα ως ετερότητα. Ενώ δηλ. τα δύο αυτά όντα αποτελούν στον πυρήνα τους μία ενότητα (Γεν. 1,26˙ 27˙), τι είναι εκείνο το μυστηριώδες, που κάνει τον άνδρα να είναι αυτό που είναι, και την γυναίκα να στέκεται έναντί του ως ένα «άλλο πρόσωπο», πολύ κοντινό ταυτόχρονα ομως «καθαρά διαφορετικό». Οι Πατέρες της Εκκλησίας πέρασαν παράπλευρα από το υπερφυσικό μυστήριο των φύλων και το πρόβλημα της γυναικείας οντότητας. Γι’ αυτό είδαν την γυναίκα περισσότερο από ηθική η ψυχολογική άποψη, και με μέτρο πάντα τον άντρα. Όμως αυτή η άγνοια είχε ως αποτέλεσμα να ταυτισθεί ο άντρας με την δύναμη και την εξουσία (ο σοφός, ο πολεμιστής, ο κυβερνήτης) και η γυναίκα με την παιδοποιία και τους υπηρετικούς ρόλους – αυτή που φροντίζει το σπίτι, αυτή που ξεκουράζει ερωτικά τον άνδρα, αυτή που του γεννάει παιδιά.
Αλλά στην Εκκλησία υπάρχει και η Γυναίκα «η περιβεβλημένη τον ήλιον» (Απ. 12, 1). Η Εύα της Χάρης και της Σωτηρίας, η Υπεραγία Θεοτόκος. Οι Πατέρες κι οι Υμνογράφοι της Εκκλησίας έγραψαν καταπληκτικά κείμενα για το τίμιο πρόσωπό της. Γι’ αυτούς η Θεοτόκος (Γυναίκα – Μητέρα – Παρθένος) αποτελεί δόξα και τιμή για το ανθρώπινο γένος, την πιο χαριτωμένη ύπαρξη της εκκλησιαστικης ιστορίας. Όλο αυτό το μεγαλείο της Θεοτόκου δεν βρίσκεται στην βιολογική γονιμότητα, αλλά στο γεγονός ότι έγινε η Μητέρα του Θεού. Και αυτό το μέγα γεγονός και θαύμα, ότι ο Υιός του Θεού «γεννήθηκε από μία γυναίκα» (Γαλ. 4, 4) καταξιώνει στο έπακρο την γυναικεία ύπαρξη. Πρόκειται για μια μητρότητα άλλης τάξεως, που αποκαλύπτεται ως μυστική ανταπόκριση στην αγάπη του Θεού. Απ’ αυτή την άποψη, εκείνο που διακρίνει την γυναίκα, αυτό που χαρακτηρίζει την γυναικεία πνευματικότητα, είναι η δυνατότητα αποδοχής του Άλλου – του Θεού, του άντρα, του παιδιού, του συνανθρώπου. Είναι η ανέκφραστη τρυφερότητα που αγκαλιάζει και σώζει την ζωή, μ’ ένα τρόπο μυστικό, ενδόμυχο και πολύμορφο. Μια «μητρότητα» που επωάζει και «γεννά» ο,τι πιο ωραίο υπάρχει στον κόσμο ως ζωή, αμοιβαιότητα και χάρη. Γι’ αυτό και οι Πατέρες είδαν στην χαρισματική μητρότητα της Θεοτόκου (στην μυστική αποδοχή της αγάπης του Θεού) το μυστήριο της Εκκλησίας.
Βέβαια μία τέτοια «στάση» έναντι του κόσμου υπάρχει και στον άντρα, αλλά στην γυναίκα είναι κάτι το μοναδικό. Και απ’ αυτή την άποψη οι άγιοι άντρες και άγιες γυναίκες της Εκκλησίας δεν είναι όντα που περικλείονται μέσα στην βιολογικότητά τους, ούτε εξαντλούνται στους κοινωνικούς ρόλους. Είναι πρόσωπα που από την μια φανερώνουν τον εσώτατο εαυτό τους ως μυστηριακή «ετερότητα» (χαρισματικός πλούτος των δώρων του Θεού) και από την άλλη αποκαλύπτουν «την ταυτότητα δια της χάριτος» (Αγ. Μάξιμος), όταν συγκλίνουν προς το κοινό Αρχέτυπο, και γίνονται «εις εν Χριστω Ιησου»(Γαλ.3,28).Μέσα απ’ αυτή την αφατη σχέση (ταύτιση και διάκριση, κοινότητα και ετερότητα, αμοιβαιότητα και μοναδικότητα) ο άντρας και η γυναίκα αποτελούν την πιο λαμπρή και ακτινοβόλα εικόνα του Ενός και Τριαδικού Θεού.
πηγή