.

ΠΕΡΙ ΓΑΜOY MAΡΤΥΡΙΕΣ (και όχι μόνο)

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011

Χριστιανός Ορθόδοξος Ανάδοχος (Α΄)


'
Γράφει ο Αρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος

Ιεροκήρυξ Ι.Μ.Δρ.Πωγ.& Κονίτσης
Ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε και ζοῦμε, ἡ Ἁγία μας Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, το Σῶμα δηλ τοῦ Χριστοῦ, εἶναι Ἐκκλησία τῶν Μυστηρίων

Τό πρῶτο ἀπό τά μυστήρια, τό εἰσαγωγικό μυστήριο, πού μᾶς εἰσάγει καί μᾶς κάνει ὀργανικά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος.
Στήν Π.Δ. ἔχουμε τύπους τοῦ πραγματικοῦ Βαπτίσματος, μέ τελευταῖο τό βάπτισμα μετανοίας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ὁ ὁποῖος κλείνει τήν Π.Δ. καί ἀνοίγει τήν Κ. Διαθήκη. «Ἰωάννης ἐβάπτισεν βάπτισμα μετανοίας τῷ λαῷ λέγων εἰς τόν ἐρχόμενον μετ’ αὐτόν ἵνα πιστεύσωσιν, τοῦτ’ ἔστιν εἰς τόν Ἰησοῦν» (Πράξ. 19,4). Ὁ Ἰωάννης βάπτισε βάπτισμα μετανοίας καί ἔλεγε στό λαό νά πιστεύουν σ’ Ἐκεῖνον πού ἔρχεται μετά ἀπό αὐτόν, δηλ. στόν Ἰησοῦ Χριστό...

Ὁ Ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός μέ τό παράδειγμά Του ἁγίασε τό Βάπτισμα, ὅταν βαπτίστηκε ἀπό τόν Ἰωάννη τόν Βαπτιστή στόν Ἰορδάνη ποταμό.
Τέλος, ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, μετά τήν ἀνάστασή Του, δίνει στους Ἀποστόλους τήν τελευταία Του ἐντολή: «Πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ. 20, 18-19). Πηγαίνετε καί κάνετε ὅλο τον κόσμο μαθητές μου, βαπτίζοντες αὐτούς στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Αὐτή τη θεία ἐντολή τοῦ βαπτίσματος, ἡ Ἐκκλησία μας τήν τηρεῖ ἐξ ἀρχῆς καί φυσικά θα συνεχίσει νά τήν ζεῖ καί νά τήν ἐφαρμόζει μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων.
Τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος εἶναι ἀναγκαῖο καί ὑποχρεωτικό γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, γι’ αὐτό καί δέν ἀμφισβητεῖται ἀπό κανέναν πιστό Χριστιανό, πού γνωρίζει ἔστω καί στοιχειωδῶς κάποια πράγματα τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς.
***
Ἐκεῖνο ὅμως γιά τό ὁποῖο χρειάζεται νά μιλήσουμε καί τό ὁποῖο ἔχει ἄμεση σχέση μέ τό ἴδιο τό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, εἶναι τό θέμα «ἀνάδοχος».
Τί εἶναι ὁ ἀνάδοχος; πότε ἐμφανίζεται στη ζωή τῆς Ἐκκλησίας; καί ποιές εἶναι οἱ ὑποχρεώσεις του;
Εἶναι ἀνάγκη νά ἐξετάσουμε τίς πτυχές τοῦ θέματος αὐτοῦ, διότι, δυστυχῶς, ἀρκετοί εἶναι οἱ Χριστιανοί πού ἀναλαμβάνουν τήν εὐθύνη τοῦ νά γίνουν ἀνάδοχοι (νονοί), χωρίς νά γνωρίζουν τίς σοβαρές ὑποχρεώσεις καί εὐθύνες πού συνεπάγεται ἡ πράξη τους αὐτή, νομίζοντας ὅτι τό νά βαπτίσει κανείς ἕνα παιδί ἤ ἕναν μεγάλο ἄνθρωπο, αὐτό δέν εἶναι παρά μιά κοινωνική ἐκδήλωση, πού σκοπό ἔχει νά συνδέσει περισσότερο φιλικά τίς οἰκογένειες καί τούς ἀνθρώπους. Πιστεύουν δηλ. ὅτι τό μυστήριo τοῦ βαπτίσματος καί τό νά γίνει κανείς νονός, εἶναι ἁπλά μιά κοινωνική ἐκδήλωση.
Ἄς δοῦμε λοιπόν: α) Τί εἶναι ὁ ἀνάδοχος (ὁ νονός ἤ ἡ νονά) καί πότε ἐμφανίστηκε.
Ἀνάδοχος εἶναι τό πρόσωπο, ἄνδρας ἤ γυναίκα, πού στέκεται ἐγγυητής στήν Ἐκκλησία γιά τήν πίστη τοῦ βαπτιζομένου καί ἀναλαμβάνει τή φροντίδα μετά τό βάπτισμα νά τον στερεώνει στήν Χριστιανική πίστη.
Ὁ θεσμός αὐτός τοῦ ἀναδόχου ἐμφανίζεται στή μορφή πού γνωρίζουμε γιά πρώτη φορά τόν β΄ αἰ. Βλέπουμε τά στοιχεῖα του νά ὑπάρχουν ἐξ ἀρχῆς στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως μᾶς περιγράφει ὁ Λουκᾶς στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Ὅταν ὁ Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος Κορνήλιος ἔδειξε τήν ἐπιθυμία νά βαπτιστεῖ, ὁ ἀπ. Πέτρος, θεώρησε πολύ βασικό νά ρωτήσει τούς ἀπεσταλμένους τοῦ ἑκατόνταρχου γιά τό ποιόν τοῦ άνθρώπου. Φυσικά ὅλοι μαζί βεβαίωσαν ὅτι ἦταν δίκαιος, ἀξιόπιστος, «φοβούμενος τον Θεόν καί μαρτυρούμενος ἀπό ὅλον τό ἔθνος τῶν Ἰουδαίων» (Πράξ. 10,22).
Ὁ θεσμός λοιπόν τοῦ ἀναδόχου ξεκινᾶ ἀπό μία βασική ἐκκλησιαστική προϋπόθεση. Ὅτι ὁ ὑποψήφιος πρέπει νά εἶναι ἐχέγγυος, γνωστός, νά ἔχει δώσει καλή μαρτυρία πρός τά ἔξω, νά ἔχει δηλ. δώσει δείγματα ἀκεραιότητας καί εἰλικρινῶν διαθέσεων γιά τήν Χριστιανική πίστη καί ζωή, πού θά λάβει μέ τό βάπτισμα. Ἀλλά καί ἡ ἴδια ἡ πρώτη χριστιανική κοινότητα δείχνει μεγάλο ἐνδιαφέρον καί θετικό προβληματισμό γιά τούς Ἐθνικούς, με καλές διαθέσεις, πού ζητοῦσαν νά ἐνταχθοῦν στήν νέα πίστη. Αὐτό τό βλέπουμε καθαρά στίς συζητήσεις τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου τῶν Ἱεροσολύμων τό 49 μ.Χ. ἀλλά καί στίς ἐπιστολές τοῦ ἀπ. Παύλου.
Ἀπό τήν περιγραφή πού ἐκθέτει ὁ Λουκᾶς στό 10 κεφ. τῶν Πράξεων, βλέπουμε τήν ἀναγκαία συλλογή πειστικῶν ἀποδείξεων πρίν ἀπό τήν Κατήχηση καί τήν Βάπτιση. Ἐμφανίζεται καί ἑδραιώνεται ὁ ἀνάδοχος, πού θά καθιερωθεῖ κατά τόν β΄αἰ. Ὅπως δηλ. τό καθ’ αὐτό τελετουργικό τῆς Ἐκκλησίας μας, ξεκίνησε μέ οὐσιώδη σπερματική μορφή στίς πρῶτες Χριστιανικές κοινότητες καί κατόπιν ἁπλώθηκε σάν «δένδρον εὐσκιόφυλλον», τό ἴδιο συνέβη καί μέ τόν ἀνάδοχο στό θέμα τοῦ βαπτίσματος.
Ὁ πρῶτος πού κάνει εἰδική ἀναφορά γιά ἀνάδοχο εἶναι ὁ Τερτυλλιανός στό ἔργο του (De baptismo). Ἀκόμα ὁ Ἱππόλυτος Ρώμης παρουσιάζει μέ ἀνεπτυγμένη μορφή τόν σημαντικώτατο ρόλο τοῦ ἀναδόχου, ὅπως αὐτός ὑπάρχει στήν ἀποστολική παράδοση πού κατέχει.
Αὐτός ὅμως πού μέ ἀπαράμιλλο ὕφος περιγράφει τή φυσιογνωμία τοῦ ἀναδόχου καί ἄρα τήν ἀναγκαιότητά του γιά τό βάπτισμα, δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τόν Ἱερό Χρυσόστομο.
Ὅπως γνωρίζουμε, στήν ἀρχή βαπτίζονταν καί σέ μεγάλη ἡλικία, διότι ὥριμοι ἄνθρωποι γνώριζαν τό Χριστό καί πίστευαν, ἀλλά καί διότι εἶχε ἐπικρατήσει μιά τάση νά ἀναβάλλουν τό βάπτισμα, ὅσοι πίστευαν στό Χριστό, γιά τό τέλος τῆς ζωῆς τους.
Τό ἐλατήριο ἦταν ὅτι, ἐπειδή τό βάπτισμα, δέν ἀπαλλάσσει μόνο ἀπό τήν ἐνοχή τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἀλλά καί ἀπό τίς προσωπικές ἁμαρτίες, ἀνέβαλλαν τό βάπτισμα, ὥστε καθαροί νά μεταβοῦν στήν ἄλλη ζωή. Καί αὐτός ἀκόμη ὁ Μ. Κων/νος, πού τόση πίστη εἶχε δείξει στή ζωή του, τό βάπτισμά του τό ἀνέβαλε στίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του. Μαρτυρεῖται δε, ὅτι ἀπό τή στιγμή τῆς βαπτίσεώς του μέχρι τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου του δέν ἀποχωρίστηκε τόν λευκό χιτῶνα τοῦ Βαπτίσματος. Τήν τάση ὅμως αὐτή, τό νά βαπτίζονται δηλ. μεγάλοι, ἀκριβῶς διότι δέν εἶναι σωστή, δέν τήν υἱοθέτησε ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό καί πάλι νωρίς ἐξέλειπε. Φυσικά ἐξ ἀρχῆς ὑπῆρχε καί ὁ νηπιοβαπτισμός. Ἐφ’ ὅσον δέ ἐπικρατοῦσε στήν ἀρχαία Ἐκκλησία καί τό βάπτισμα τῶν ἐνηλίκων (μέχρι τόν δ΄αἰ.), οἱ ἀνάδοχοι πού ἐξελέγονταν, ἦταν τοῦ ἴδιου φύλου μέ αὐτόν πού θά βαπτίζονταν.
Ἤδη εἴπαμε ὅτι ἔργο τῶν ἀναδόχων ἦταν κυρίως ἡ ἐγγύησις ἀπέναντι στήν Ἐκκλησία, γιά τό ἠθικό ποιόν τοῦ ὑποψηφίου πρός βάπτιση, ἡ παρακολούθησις στήν πνευματική γνώση καί πρόοδο καί ἡ συμπαράστασις κατά τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος. Γιά τούς σοβαρώτατους αὐτούς λόγους, ὁ ἀνάδοχος ὄφειλε νά εἶναι ὄχι μόνο βαπτισμένος Χριστιανός ὁ ἴδιος, ἀλλά καί ζωντανό καί συνειδητό μέλος τῆς Ἐκκλησίας, νά ζῇ δηλ. συνειδητά τή μυστηριακή καί ἀγωνιστική ζωή τοῦ Εὐαγγελίου καί ὄχι νά εἶναι μόνο κατ’ ὄνομα Χριστιανός, ὅπως δυστυχῶς συμβαίνει σέ ἀρκετές τῶν περιπτώσεων.
Μέσα ἀπό τήν Ἐκκλ. Ἱστορία βλέπουμε ὅτι, κυρίως στή Δύση, μέχρι τόν ε΄αἰ. ἀνάδοχοι μποροῦσαν νά γίνουν καί οἱ ἴδιοι οἱ γονεῖς τοῦ τέκνου πού λάμβανε τό βάπτισμα. Ὅμως αὐτό ἀπαγορεύθηκε ἀπό τίς ἀρχές τοῦ θ΄αἰ. (Σύνοδος τοῦ Mainz 813). Ἀκόμα, λόγῳ τοῦ ὅτι ὁ ἀνάδοχος θεωρήθηκε ὡς πνευματικός πατέρας (ἤ μητέρα) τοῦ βαπτιζόμενου, ἀπό πολύ νωρίς, ἐξ’ αἰτίας τῆς πνευματικῆς αὐτῆς συγγένειας, ἀπαγορεύτηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία ἡ τέλεσις γάμου μεταξύ ἀναδόχου καί ἀναδεκτῆς καί μεταξύ ἀναδεξαμένης καί ἀναδεκτοῦ. Ἡ Ἐκκλησία δηλ., πού καθοδηγεῖται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, θεώρησε τήν κατά πνεῦμα συγγένεια διά τοῦ βαπτίσματος, μεγαλύτερη καί σοβαρώτερη καί ἀπό αὐτήν τήν κατά σάρκα συγγένεια τῶν συνδεδεμένων προσώπων. Ἡ ἀπαγόρευσις αὐτή μάλιστα ἐπεκτάθηκε καί σέ ἄλλα μέλη τῆς οίκογένειας τοῦ ἀναδεκτοῦ ἤ τῆς ἀναδεκτῆς.
Στό Βυζάντιο, ἡ πνευματική αὐτή συγγένεια πού προέρχεται μέσῳ τοῦ βαπτίσματος, μεταξύ ἀναδόχου καί ἀναδεκτοῦ ἤ ἀναδεκτῆς μέ ὅλες τίς ἀπαγορεύσεις καί τίς εὐθῦνες πού συνεπάγεται, ἔχει ἐπικυρωθεῖ καί ἀπό τόν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό τό 530. Ἐπίσης πολύ χαρακτηριστικός εἶναι ὁ νγ΄ κανόνας τῆς ἐν Τρούλῳ Συνόδου, ὁ ὁποῖος κάνει εἰδική ἀναφορά ἀκριβῶς στήν πνευματική συγγένεια πού προέρχεται διά τοῦ βαπτίσματος.
Καί μόνο λοιπόν ἀπ’ αὐτό, ἀπό τήν πνευματική δηλ. συγγένεια πού δημιουργεῖται διά τοῦ βαπτίσματος, διαφαίνεται καθαρά πόσο μεγάλο πρᾶγμα εἶναι τό νά ἀναλαμβάνει κανείς τόν ρόλο τοῦ ἀναδόχου.
Γιά τίς βαρύτατες εὐθῦνες τοῦ ἀναδόχου ὁ Ἅγ. Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης τονίζει: Ἐκ τῶν πρώτων πρέπει νά ἀποδειχθεῖ, ὅτι ἀπέχει ἀπό κάθε «ἀθεότητα καί ἀγνωσία τοῦ ὄντως καλοῦ», «ὥστε ν’ ἀξιωθῆ διά τῆς ἱερᾶς αὐτοῦ μεσιτείας» καί «τῶν θείων τυχεῖν καί Θεοῦ». Νά ἀποδειχθεῖ δηλ. ὅτι εἶναι ἀδιάβλητος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ὅτι ἡ βιοτή καί πολιτεία του εἶναι ἔνθεος.
Σήμερα πού λόγῳ τῆς μετακίνησης τῶν πληθυσμῶν καί γενικῶς τῆς παγκοσμιοποίησης τά δεδομένα ἔχουν ἀλλάξει καί ὥριμοι πλέον ἄνθρωποι ἐντάσσονται καθημερινῶς στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, θά πρέπει καί πάλι ὅσοι ἀναλαμβάνουν τό ρόλο καί τό διακόνημα τοῦ ἀναδόχου, νά μελετήσουν σοβαρά τίς προϋποθέσεις καί, ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια, τίς εὐθῦνες τοῦ ρόλου αὐτοῦ, καί κατόπιν, συνειδητά πλέον, νά ἀποδέχονται τήν εὐθύνη τοῦ ἀναδόχου.
(Συνεχίζεται)