Το περιεχόμενο περισσότερων από 3000 προικοσυμφώνων από κάθε περιοχή της Ελλάδας πήρε ηλεκτρονική μορφή, χάρη στο πρόγραμμα "Γαμήλια συμβόλαια στον ελληνικό χώρο 1500-1830"... που εκπονήθηκε στο διάστημα της δεκαετίας 2000-2010 στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών, με επιστημονικά υπεύθυνη την επίκουρη καθηγήτρια του τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, Αγλαΐα Κάσδαγλη.
"Η προίκα υπήρχε από τα αρχαία χρόνια και αποτελούσε τη συμβολή της γυναίκας στον κοινό βίο. Αν και υπάρχουν αναφορές σε προικοσύμφωνα σε διάφορες πηγές, τα πρώτα ελληνικά προικοσύμφωνα που σώζονται χρονολογούνται γύρω στο 1500. Μέσα από τα προικοσύμφωνα βλέπει κανείς πώς γινόταν η μεταβίβαση της περιουσίας από τη μια γενιά στην άλλη και συχνά προικοσύμφωνα και διαθήκες αλληλοσυμπληρώνονταν.
Την προίκα την έδινε ο γονιός, ο θείος ή κάποιος άλλος συγγενής για να εξασφαλιστεί η νέα γενιά, αλλά και για να εξασφαλιστεί ο ίδιος ο προικοδότης στα γηρατειά του. Δηλαδή, έτσι εξασφαλιζόταν η συνέχεια μέσα στην οικογένεια.
Συνήθως. η προίκα αποτελούνταν από ρούχα και οικοσκευή, αλλά οι πιο πλούσιοι έδιναν κοσμήματα, χωράφια και σπίτια. Βλέπει κανείς σε προικοσύμφωνα να δίνονται ρούχα φορεμένα , το χρησιμοποιημένο τηγάνι της γιαγιάς ή δυο ρίζες ελιές σε ένα χωράφι ξένο κ.λπ.", εξήγησε στο ana-mpa η κ. Κάσδαγλη.
Προικοσύμφωνα που έμειναν στην ιστορία
Εικόνες και "άρωμα" μιας άλλης εποχής αποπνέουν κιτρινισμένα έγγραφα, βγαλμένα από αρχεία συμβολαιογράφων ή φυλαγμένα ευλαβικά από απογόνους ανθρώπων, που έφυγαν από τη ζωή χρόνια πριν. Χαρτιά πολυκαιρισμένα, που άλλοτε προκαλούν γέλιο και άλλοτε σκεπτικισμό.
Όπως ένα προικοσύμφωνο, που χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, με το οποίο "εν ονόματι της Αγίας Τριάδος και της κόρης Κοκόνας προστάτιδος της Νήσου Πόρου" η μελλόνυμφη Κητή προικίζεται- μεταξύ άλλων- με "δύο μεσοφόρια ολόγερα και μπουγαδιασμένα, ενάμισυ ζευγάρι σκάλτσες, έως ότου γίνη ο γάμος έχει καιρόν να πλέξη και την άλλη να γίνουν δυο ζευγάρια, δυο ζευγάρια παπούτσια το ένα μπαλωμένο", ενώ του γαμπρού του δίνεται "μια σκούφια, να φορά βραδιά παρά βραδιά για να μην τρυπήσει γρήγορα".
Στην προίκα της Κητής περιλαμβάνονται ακόμη δυο τσουκάλια της προγιαγιάς της, ένα...
ουροδοχείο "παστρικό και άπιαστο", αλλά και δυο κότες, ένας πετεινός, ένα κόσκινο κουκιά, σπιτίσια μακαρόνια και δυο οκάδες ελιές!
Ή ένα άλλο προικοσύμφωνο που συντάχθηκε στις 13-2-1898 (το ανακάλυψε στη Βέροια ο μελετητής Γιώργος Χιονίδης και παρουσιάστηκε στο Η΄ Πανελλήνιο Συνέδριο της Ελληνικής Ιστορικής Εταιρείας), με το οποίο δίνεται προίκα συνολικής αξίας 50.000 γροσιών, στην οποία- μεταξύ άλλων- περιλαμβάνεται ένα σπίτι επιπλωμένο και ένα χωράφι στο σιδηροδρομικό σταθμό, με τον όρο ο γαμπρός και η νύφη να συγκατοικήσουν εφ' όρου ζωής με τους δύο γονείς της κοπέλας.
Πλούσια νύφη πρέπει να ήταν η Μαργήτσα, κόρη του Θεολόγου Δημητράκη, από τον Πλάτανο της Ανατολικής Θράκης, την οποία ο πατέρας της προίκισε το 1919, όχι μόνο με ρούχα, στρώματα, παπλώματα, σεντόνια, πετσέτες, υφάσματα μεταξωτά, αλλά και με χρυσαφικά και χωράφια.
"Το ενδιαφέρον στο προικοσύμφωνο της γιαγιάς μου της Μαργήτσας είναι ότι και ο γαμπρός, δηλαδή ο παππούς μου, δίνει στη νύφη ένα χρυσό πεντόλιρο, δύο χρυσά δαχτυλίδια, μία χρυσή καρφίτσα, χρυσό ρολόι, και διαμαντένιο σταυρό με χρυσή καδένα", αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Μάρθα Αργιαντοπούλου, στα χέρια της οποία πέρασε το προικοσύμφωνο της γιαγιάς από τη θεία της.
"Ο παππούς μου και η γιαγιά μου, όταν ήρθαν στην Ελλάδα δεν έφεραν μαζί τους περιουσιακά στοιχεία. Ήταν πάμφτωχοι. Φαίνεται, όμως, πως στον Πλάτανο, όπου ζούσαν, ήταν πλούσιοι. Εκείνη την εποχή είχαν καταστραφεί τα αμπέλια των Γάλλων από φυλοξήρα και για να κάνουν κρασί αναγκάστηκαν να αγοράσουν όλη την παραγωγή σταφυλιών από τα Γανοχώρια, ανάμεσα στα οποία ήταν και ο Πλάτανος. Έτσι, μπορεί να εξηγηθεί πώς πλούτισαν οι κάτοικοι του Πλάτανου, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο προπάππους μου", αναφέρει η κ. Αργιαντοπούλου.
Παράλληλα, τονίζει ότι "το προικί της γυναίκας ήταν σιδεροκέφαλο", δηλαδή μπορεί να διαχειριζόταν την προίκα ο άντρας, αλλά δεν μπορούσε να την εκποιήσει, διότι η κυριότητα ανήκε στη γυναίκα. Σε περίπτωση διαζυγίου, την έπαιρναν τα παιδιά ή αν δεν υπήρχαν παιδιά την έπαιρνε πίσω η γυναίκα.
Σύμφωνα με την κ. Κάσδαγλη, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περιοχή των Κυκλάδων, όπου προίκα δεν έδινε μόνο η νύφη, αλλά και ο γαμπρός.
Μάλιστα, το σπίτι της γυναίκας το έπαιρνε ως προίκα η πρώτη κόρη, η οποία είχε την υποχρέωση να δώσει το όνομα της μητέρας της στο κορίτσι που θα γεννούσε και στην κυριότητα του οποίου θα περνούσε η προίκα της μάνας.
Αντιθέτως, το σπίτι του άντρα περνούσε στην κυριότητα του γιού του, ο οποίος έπρεπε να πάρει το όνομα του παππού από την πλευρά του πατέρα.
πηγή