Οι γυναίκες έχουν πιο ευαίσθητη καρδιά -στην κυριολεξία- σε σχέση με
τους άνδρες, με συνέπεια το στρες για τις νεότερες και ένας
προβληματικός γάμος για τις μεγαλύτερες να αποτελούν πηγές αυξημένου
καρδιαγγειακού κινδύνου σε σχέση με τους άνδρες, σύμφωνα με δύο νέες
αμερικανικές επιστημονικές έρευνες.
Η πρώτη μελέτη, με επικεφαλής τη Χούι Λίου του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση για θέματα υγείας και συμπεριφοράς Journal of Health and Social Behavior, μελέτησε περίπου 1.200 άνδρες και γυναίκες ηλικίας 57 έως 85 ετών, παντρεμένους επί δεκαετίες.
Οι ερευνητές ανέλυσαν την ποιότητα του γάμου και παράλληλα, μέσω τεστ, εξέτασαν την καρδιαγγειακή υγεία των συμμετεχόντων, καθώς και τα έως τότε περιστατικά εμφραγμάτων, εγκεφαλικών, μεγάλης υπέρτασης κ.α.
Η ανάλυση έδειξε ότι όσο πιο άσχημα έχει εξελιχθεί ένας γάμος, τόσο μεγαλώνει ο καρδιαγγειακός κίνδυνος για τους δύο συζύγους, αλλά συγκριτικά είναι μεγαλύτερος για τις γυναίκες από ό,τι για τους άνδρες. Οι καρδιαγγειακές επιπτώσεις του κακού γάμου εντείνονται, όσο το ζευγάρι γερνάει και η μεταξύ τους ένταση (στρες) συσσωρεύεται. Καθώς η τρίτη ηλικία συνοδεύεται από εξασθένηση του ανοσοποιητικού συστήματος και γενικά από πιο εύθραυστη υγεία, όσο πιο αγχωμένο είναι το ζευγάρι (ιδίως η γυναίκα), τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος για την καρδιά.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι οι γυναίκες τείνουν να εσωτερικεύουν περισσότερο τα αρνητικά συναισθήματα που γεννά ένας προβληματικός γάμος και έτσι πέφτουν πιο εύκολα σε κατάθλιψη, με συνέπεια να αναπτύσσουν συχνότερα το ψυχοσωματικό υπόβαθρο που ευνοεί τα καρδιαγγειακά προβλήματα.
Επιπλέον, όταν διαγνωστεί καρδιοπάθεια, αυτό έχει επίπτωση στην ποιότητα του γάμου κυρίως για τις γυναίκες, αλλά όχι για τους άνδρες. Ένας βασικός λόγος είναι ότι οι γυναίκες περιποιούνται συνήθως τον σύζυγό τους όταν έχει καρδιολογικά προβλήματα, αλλά ο σύζυγος δεν κάνει πάντα το ίδιο, όταν η γυναίκα του έχει ανάλογο πρόβλημα. Έτσι, σύμφωνα με την Χούι Λίου, η ασθένεια της γυναίκας «γκριζάρει» την εικόνα πού έχει για το γάμο της, αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο με έναν άνδρα καρδιοπαθή.
Η δεύτερη έρευνα, με επικεφαλής την επιδημιολόγο Βάϊολα Βακαρίνο της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Έμορι της Ατλάντα, που έκανε τη σχετική ανακοίνωση σε συνέδριο του Αμερικανικού Καρδιολογικού Συλλόγου, δείχνει ότι οι νεαρές γυναίκες υφίστανται μεγαλύτερες καρδιαγγειακές συνέπειες εξαιτίας του ψυχολογικού στρες, σε σχέση με τους συνομήλικους άνδρες. Αυτό πιθανώς εξηγεί, εν μέρει τουλάχιστον, γιατί οι γυναίκες με καρδιοπάθεια είναι πιθανότερο να πεθάνουν από έμφραγμα από ό,τι οι άνδρες καρδιοπαθείς ή, αν ζήσουν, να έχουν μετά σοβαρότερες επιπλοκές.
Οι ερευνητές μελέτησαν 534 ασθενείς με στεφανιαία νόσο, άνδρες και γυναίκες, ηλικίας 38 έως 79 ετών, που υποβλήθηκαν τόσο σε τεστ ψυχολογικού στρες (ομιλία μπροστά σε κοινό), όσο και σωματικού στρες (τεστ κόπωσης σε διάδρομο), ενώ η καρδιά τους βρισκόταν υπό συνεχή ιατρική παρακολούθηση.
Η μελέτη έδειξε «δραματικές διαφορές», σύμφωνα με τους ερευνητές, ανάμεσα στις γυναίκες και στους άνδρες στη διάρκεια του τεστ ψυχολογικού στρες, ιδίως για τις πιο νέες ηλικίες. Υπό καθεστώς ψυχολογικού στρες, οι γυναίκες κάτω των 55 ετών εμφάνισαν τριπλάσια μείωση σε σχέση με τους άνδρες κάτω των 55 ετών, όσον αφορά τη ροή του αίματος προς την καρδιά τους, ένα τυπικό καρδιολογικό πρόβλημα που μπορεί να οδηγήσει σε έμφραγμα.
Η διαφορά μεταξύ γυναικών και ανδρών ήταν μικρότερη στις ηλικίες 55 - 64 ετών, όμως και πάλι οι γυναίκες εμφάνισαν μεγαλύτερη μείωση στη ροή του αίματος προς την καρδιά τους, γεγονός που καθιστά το ζωτικό όργανό τους πιο ευάλωτο σε σχέση με την ανδρική καρδιά, στην πιθανότητα ενός εμφράγματος, πιθανώς θανατηφόρου.
Είναι αξιοσημείωτο πάντως ότι η «ψαλίδα» του κινδύνου ανάμεσα στα δύο φύλα κλείνει μετά τα 65, όταν πλέον γυναίκες και άνδρες έχουν ουσιαστικά ίδιες καρδιαγγειακές αντιδράσεις υπό την επίδραση του στρες.
Από την άλλη, τα αποτελέσματα του τεστ κόπωσης για το σωματικό στρες δεν έδειξαν κάποια ιδιαίτερη διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών σε οποιαδήποτε ηλικία.
πηγή
Η πρώτη μελέτη, με επικεφαλής τη Χούι Λίου του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση για θέματα υγείας και συμπεριφοράς Journal of Health and Social Behavior, μελέτησε περίπου 1.200 άνδρες και γυναίκες ηλικίας 57 έως 85 ετών, παντρεμένους επί δεκαετίες.
Οι ερευνητές ανέλυσαν την ποιότητα του γάμου και παράλληλα, μέσω τεστ, εξέτασαν την καρδιαγγειακή υγεία των συμμετεχόντων, καθώς και τα έως τότε περιστατικά εμφραγμάτων, εγκεφαλικών, μεγάλης υπέρτασης κ.α.
Η ανάλυση έδειξε ότι όσο πιο άσχημα έχει εξελιχθεί ένας γάμος, τόσο μεγαλώνει ο καρδιαγγειακός κίνδυνος για τους δύο συζύγους, αλλά συγκριτικά είναι μεγαλύτερος για τις γυναίκες από ό,τι για τους άνδρες. Οι καρδιαγγειακές επιπτώσεις του κακού γάμου εντείνονται, όσο το ζευγάρι γερνάει και η μεταξύ τους ένταση (στρες) συσσωρεύεται. Καθώς η τρίτη ηλικία συνοδεύεται από εξασθένηση του ανοσοποιητικού συστήματος και γενικά από πιο εύθραυστη υγεία, όσο πιο αγχωμένο είναι το ζευγάρι (ιδίως η γυναίκα), τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος για την καρδιά.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι οι γυναίκες τείνουν να εσωτερικεύουν περισσότερο τα αρνητικά συναισθήματα που γεννά ένας προβληματικός γάμος και έτσι πέφτουν πιο εύκολα σε κατάθλιψη, με συνέπεια να αναπτύσσουν συχνότερα το ψυχοσωματικό υπόβαθρο που ευνοεί τα καρδιαγγειακά προβλήματα.
Επιπλέον, όταν διαγνωστεί καρδιοπάθεια, αυτό έχει επίπτωση στην ποιότητα του γάμου κυρίως για τις γυναίκες, αλλά όχι για τους άνδρες. Ένας βασικός λόγος είναι ότι οι γυναίκες περιποιούνται συνήθως τον σύζυγό τους όταν έχει καρδιολογικά προβλήματα, αλλά ο σύζυγος δεν κάνει πάντα το ίδιο, όταν η γυναίκα του έχει ανάλογο πρόβλημα. Έτσι, σύμφωνα με την Χούι Λίου, η ασθένεια της γυναίκας «γκριζάρει» την εικόνα πού έχει για το γάμο της, αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο με έναν άνδρα καρδιοπαθή.
Η δεύτερη έρευνα, με επικεφαλής την επιδημιολόγο Βάϊολα Βακαρίνο της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Έμορι της Ατλάντα, που έκανε τη σχετική ανακοίνωση σε συνέδριο του Αμερικανικού Καρδιολογικού Συλλόγου, δείχνει ότι οι νεαρές γυναίκες υφίστανται μεγαλύτερες καρδιαγγειακές συνέπειες εξαιτίας του ψυχολογικού στρες, σε σχέση με τους συνομήλικους άνδρες. Αυτό πιθανώς εξηγεί, εν μέρει τουλάχιστον, γιατί οι γυναίκες με καρδιοπάθεια είναι πιθανότερο να πεθάνουν από έμφραγμα από ό,τι οι άνδρες καρδιοπαθείς ή, αν ζήσουν, να έχουν μετά σοβαρότερες επιπλοκές.
Οι ερευνητές μελέτησαν 534 ασθενείς με στεφανιαία νόσο, άνδρες και γυναίκες, ηλικίας 38 έως 79 ετών, που υποβλήθηκαν τόσο σε τεστ ψυχολογικού στρες (ομιλία μπροστά σε κοινό), όσο και σωματικού στρες (τεστ κόπωσης σε διάδρομο), ενώ η καρδιά τους βρισκόταν υπό συνεχή ιατρική παρακολούθηση.
Η μελέτη έδειξε «δραματικές διαφορές», σύμφωνα με τους ερευνητές, ανάμεσα στις γυναίκες και στους άνδρες στη διάρκεια του τεστ ψυχολογικού στρες, ιδίως για τις πιο νέες ηλικίες. Υπό καθεστώς ψυχολογικού στρες, οι γυναίκες κάτω των 55 ετών εμφάνισαν τριπλάσια μείωση σε σχέση με τους άνδρες κάτω των 55 ετών, όσον αφορά τη ροή του αίματος προς την καρδιά τους, ένα τυπικό καρδιολογικό πρόβλημα που μπορεί να οδηγήσει σε έμφραγμα.
Η διαφορά μεταξύ γυναικών και ανδρών ήταν μικρότερη στις ηλικίες 55 - 64 ετών, όμως και πάλι οι γυναίκες εμφάνισαν μεγαλύτερη μείωση στη ροή του αίματος προς την καρδιά τους, γεγονός που καθιστά το ζωτικό όργανό τους πιο ευάλωτο σε σχέση με την ανδρική καρδιά, στην πιθανότητα ενός εμφράγματος, πιθανώς θανατηφόρου.
Είναι αξιοσημείωτο πάντως ότι η «ψαλίδα» του κινδύνου ανάμεσα στα δύο φύλα κλείνει μετά τα 65, όταν πλέον γυναίκες και άνδρες έχουν ουσιαστικά ίδιες καρδιαγγειακές αντιδράσεις υπό την επίδραση του στρες.
Από την άλλη, τα αποτελέσματα του τεστ κόπωσης για το σωματικό στρες δεν έδειξαν κάποια ιδιαίτερη διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών σε οποιαδήποτε ηλικία.
πηγή