«Σφραγίς δωρεάς»
Η εξέλιξη του μυστηρίου του Χρίσματος στη Χριστιανική Εκκλησία
Η είσοδος του πιστού στο
εκκλησιακό σώμα συνιστά σημείο αφετηριακό για τη ζωή και τη σωτηρία του.
Σημείο εκκίνησης για αυτή τη νέα πορεία αποτελεί το μυστήριο του
Βαπτίσματος, δια του οποίου ο παλαιός άνθρωπος αναγεννιέται και
καθαρίζεται από τον σπίλο της προγονικής παρακοής. Η αφετηριακή αυτή
επαφή του ανθρώπου με την Εκκλησία και την οδό προς τη σωτηρία είναι
απλά και μόνο η έναρξη της πορείας για τη συσσωμάτωση του πιστού στο
εκκλησιακό σώμα. Σύμφωνα με τον Άγιο Κύριλλο Ιεροσολύμων, οι νεοφώτιστοι
δεν μπορούν να κληθούν χριστιανοί, «ἀλλ’ ὁδεύοντες εἰς τὸ εἶναι χριστιανοί».
Η απόκτηση της ιδιότητας του μέλους της χριστιανικής σύναξης δίδεται
στον βαπτιζόμενο με το μυστήριο του Χρίσματος και την απόδοση των
αγιοπνευματικών χαρισμάτων που η χρίση δι’ Αγίου Μύρου επιφέρει.
Το Χρίσμα συνιστά τον
δεύτερο πυλώνα του «μυστηρίου της μυήσεως». Ως «μυστήριο της μυήσεως»
εννοείται η κοινή μυστηριακή θεώρηση Βαπτίσματος- Χρίσματος και Θείας
Ευχαριστίας, διά μέσου των οποίων ο άνθρωπος καθίσταται μέλος του
σώματος του Χριστού, δηλαδή της Εκκλησίας. Η ενότητα των τριών αυτών
μυστηρίων οδηγεί πλειάδα Πατέρων της Εκκλησίας να τα θεωρούν ως ένα και
αδιάσπαστο μυστήριο, με κεφαλαιώδη σημασία για την ζωή του πιστού.
Το Χρίσμα αποτελεί μυστήριο
τελούμενο μόνο μία φορά στη ζωή του πιστού και δεν μπορεί να
επαναληφθεί. Εξαίρεση αποτελεί η χρίση για δεύτερη φορά όσων εξέπεσαν
σε αιρετική πλάνη, απομακρύνθηκαν από την Εκκλησία και τη διδασκαλία
της, αλλά επανήλθαν σε αυτή μετανοώντας για την παρακοή τους.
Το μυστήριο του Χρίσματος
δεν καθιερώνεται ρητά από τον ίδιο τον Κύριο. Αναφορές για αυτό
συναντούμε στο βιβλίο των Πράξεων (Πραξ. η’, 14-17. ιθ’, 2-6), στη Β’
προς Κορινθίους Επιστολή (Β’ Κορ. α’, 21-22) και στην Α’ Ιωάννου
Καθολική Επιστολή (Α’ Ιω. β’, 20-27). Στη χριστιανική γραμματεία πρώτη
αναφορά συναντούμε στον εκκλησιαστικό συγγραφέα Τερτυλλιανό, ενώ
ακολουθεί πλειάδα αναφορών σε όλους τους επόμενους χρονολογικά πατέρες.
Στην αρχαία Εκκλησία το
χρίσμα γινόταν από τους Αγίους Αποστόλους ή τους διαδεχθέντες αυτούς
επισκόπους. Οι τελούντες το βάπτισμα επίσκοποι έθεταν τη χείρα τους στη
κεφαλή του νεοφώτιστου και επικαλούνταν την αγιοπνευματική χαρίτωσή του.
Σταδιακά, από τον Β’ αιώνα και εξής, αντί χειροτονίας γινόταν χρίση των
βαπτισμένων με ευλογημένο έλαιο, το μύρο, σύμφωνα και με την σημερινή
λειτουργική πρακτική. Η μεταβολή αυτή υπαγορεύθηκε από τη ραγδαία αύξηση
των πιστών κάθε επισκοπής και τη συνεπαγόμενη αδυναμία του επιχωρίου
αρχιερέα να τελέσει το βάπτισμα και το χρίσμα όλων των προσερχόμενων σε
αυτό.
Έτσι, το αρχιερατικό προνόμιο της
χρίσεως των βαπτιζόμενων εκχωρείται και στους πρεσβυτέρους. Στη Δυτική
Εκκλησία η πρακτική αυτή δεν καθιερώθηκε. Το χρίσμα συνιστά ως τις μέρες
μας πράξη τελούμενη μονάχα από τον αρχιερέα. Στην Ανατολή, η διά
χειροτονίας και η διά Αγίου Μύρου χρίση των νεοφωτίστων συνυπάρχουν για
μερικούς αιώνες ακόμη, ώσπου τελικά η δια χρίσεως τελετουργική παράδοση
επικρατεί. Στη Δύση, το χρίσμα τελείται με άγιο μύρο, αλλά και με την
ταυτόχρονη επίθεση της χείρας του επισκόπου στο κεφάλι του χριόμενου.
Ο καθαγιασμός του μύρου για
το χρίσμα του νεοφώτιστου παρουσιάζει τελετουργική εξέλιξη ανά τους
αιώνες. Αρχικά, με αφετηρία τον Β’ αιώνα, το μύρο ευλογούσε ο αρχιερέας
κατά την ώρα της τελέσεως του μυστηρίου του Βαπτίσματος, αμέσως μετά τον
καθαγιασμό του ύδατος. Σταδιακά, η ευλογία του μύρου προς χρίση των
βαπτιζόμενων απομακρύνεται από το Βάπτισμα και θεσμοθετείται ειδική προς
τον σκοπό αυτό ακολουθία. Σε πρώτη φάση η ακολουθία αυτή παραμένει στα
πλαίσια της τοπικής Εκκλησίας, τελούμενη από τον επιχώριο επίσκοπο. Από
τον Ζ’ αιώνα και εξής η ακολουθία αυτή τελείται με ιδιαίτερη λαμπρότητα
μία φορά τον χρόνο, τη Μεγάλη Πέμπτη, πρακτική που ακολουθείται ως
σήμερα σε Ανατολή και Δύση.
Αργότερα, ο καθαγιασμός του
Αγίου Μύρου περιορίζεται μόνο στους πέντε πατριαρχικούς θρόνους της
Πενταρχίας, ενώ από τον ΙΔ’ αιώνα και εξής δυνατότητα παραγωγής και
ευλογίας Αγίου Μύρου στην Ορθόδοξη Εκκλησία έχει μόνο ο Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως και η περί αυτόν Ιερά Σύνοδος. Ο καθαγιασμός του
Αγίου Μύρου μόνο από τον Κωνσταντινουπόλεως και η διανομή του από αυτόν
σε κάθε τοπική Εκκλησία συνιστά στοιχείο ενότητας της Ορθόδοξης
Εκκλησίας, αλλά και σημάδι τιμής προς την πρωτόθρονη Εκκλησία. Σχετική
μαρτυρία συναντούμε ήδη κατά τα τέλη του ΙΔ’ αιώνα στα έργα του Αγίου
Συμεών Θεσσαλονίκης.
Συνεκδοχικά, η τέλεση του
μυστηρίου του χρίσματος ουσιαστικά δεν διενεργείται κατά την χρίση του
νεοφώτιστου, αλλά κατά τον καθαγιασμό του Αγίου Μύρου. Αυτό μαρτυρείται
και από το γεγονός ότι κατά την χρίση ο λειτουργός δεν επικαλείται το
Άγιο Πνεύμα, όπως στα λοιπά μυστήρια, αλλά απαγγέλει την φράση «Σφραγὶς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου. Ἀμήν».
Δηλώνει σαφώς την αγιοπνευματική χαρίτωση του χριόμενου, αλλά δεν
επικαλείται το Άγιο Πνεύμα για τον καθαγιασμό του μύρου, το οποίο έχει
καθιερωθεί προδρομικά, κατά τον τρόπο που προαναφέραμε. Το ίδιο ισχύει
και για την «Ευχή του Μύρου», η οποία προηγείται της χρίσεως.
Ο χρόνος τελέσεως του
χρίσματος είναι η στιγμή αμέσως μετά το βάπτισμα. Σχετικές αναφορές
συναντούμε για πρώτη φορά στο βιβλίο των Πράξεων. Κανονική θεμελίωση
προσφέρει ο ΜΗ’ κανόνας της Συνόδου της Λαοδικείας. Στο Μρκ. α’,10
συναντούμε έμμεση μαρτυρία από τη ζωή του Χριστού. Κατά τη Βάπτιση του
Κυρίου, αμέσως μετά την ανάδυση Του από τα ιορδάνεια νάματα «εἶδε σχιζομένους τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὸ Πνεῦμα ὡς περιστερὰν καταβαῖνον ἐπ’ αὐτόν».
Παραλληλίζοντας το στιγμιότυπο αυτό και προσαρμόζοντάς το στο μυστήριο
του βαπτίσματος, όπου με τη χρίση με άγιο μύρο ο χριόμενος γίνεται
επιδεκτικός των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος, η θέση του χρίσματος
τοποθετείται αμέσως μετά την ανάδυση από το ύδωρ της κολυμβήθρας, την
παράδοση στην αγκαλιά του αναδόχου και ενόσω αναγιγνώσκεται ο λα’
Ψαλμός.
Η πρακτική αυτή δεν είναι
αποδεκτή από τη Δυτική Εκκλησία. Το Χρίσμα δεν τελείται συνημμένα με το
Βάπτισμα, αλλά, εάν πρόκειται για νήπιο, τελείται στην ηλικία των επτά ή
δώδεκα ετών. Αυτό οφείλεται και στο γεγονός ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία
το Χρίσμα τελεί κατά αρχιερατική παραχώρηση και ο πρεσβύτερος, ενώ στη
Δυτική Εκκλησία συνιστά αποκλειστικά αρχιερατικό έργο. Επομένως, η
συνημμένη τέλεση των δύο μυστηρίων είναι εν πολλοίς αδύνατη.
Σήμερα, το μυστήριο του
Χρίσματος βρίσκεται στη σκιά του μυστηρίου του Βαπτίσματος, σε σημείο
που η πλειονότητα των πιστών αγνοεί την ύπαρξή του. Είναι στο χέρι του
κληρικού να αναδείξει το μυστήριο από την γενικευμένη αφάνεια στην οποία
έχει περιέλθει, τονίζοντας τόσο τη συνοδευτική ευχή, όσο και αυτή
καθεαυτή τη σφράγιση του νεοφώτιστου με Άγιο Μύρο. Επίσης, ο κληρικός
μπορεί να αναδείξει τη σπουδαιότητα και τη νευραλγική θέση που αυτό
κατέχει στη ζωή του πιστού ομιλώντας σχετικώς και υποδεικνύοντας τη
σημασία του «ξεχασμένου» μυστηρίου.