..........................................................................
Ὁ Κουμπὴς Νικολάου, μαῦρος, ῥωμαλέος, ἐπιβλητικὸς μὲ τὸ τσιμπούκι, μὲ τὰς κινητὰς μακρὰς χειρίδας, καὶ μὲ τὰ τσόχινα ἀνωβράκια του, προήδρευε συνήθως εἰς τὸ Κιόσκι, δίπλα στὴν Μεγάλην Στέρναν, κι ἀντικρὺ στὸ τζαμί· ἐκεῖ ἦτο εἰς Τοῦρκος τσαούσης, στὸ διπλανὸν κονάκι, διὰ τὸν τύπον -ὅπου συνηθροίζοντο συνήθως οἱ προεστοί. Διελέγοντο, ἐσυμβουλεύοντο, κι ὑπερίσχυε συνήθως ἡ γνώμη τοῦ ζωηροτέρου, ὅστις εἶχεν ἑκάστοτε ἀρκετὸν σθένος, ὥστε νὰ πειθαναγκάζῃ τοὺς ἄλλους.Τὸ χάρισμα αὐτὸ τὸ εἶχεν εἰς μέγαν βαθμὸν ὁ Κουμπής.
Μελαψός, στιβαρός, ἀπότομος, ἐνόει νὰ γίνεται ὅπως αὐτὸς ἤθελε. Καὶ ἐγίνετο σχεδὸν πάντοτε. Διότι, ἂν καὶ δὲν ἐδέχετο ὁ χαρακτήρ του τὴν κολακείαν, ἀλλ᾿ ἦτο ἁπλοῦς καὶ εὐθύτατος, τὰ εἶχε καλὰ μὲ τοὺς Ἀγᾶδες.
Ἐν τούτοις, κατ᾿ οἶκον εἶχε διαφόρους πειρασμοὺς ὁ Κουμπής.
Τὴν χρονιὰν ἐκείνην εἶχε κολλήσει στὸν νοῦν τοῦ Κουμπῆ, ὅτι ἔπρεπε νὰ χωρίσῃ τὴν γυναῖκα του, ἐπειδὴ ὕστερ᾿ ἀπὸ 15 χρόνων συζυγίαν δὲν τοῦ εἶχε κάμει παιδί.
Ὁ Κουμπὴς δὲν ἐνόει νὰ ἔχῃ παλλακίδα -«πόρνους καὶ μοιχοὺς κρινεῖ ὁ Θεός».
Αὐτὸ τὸ ῥητὸν σχεδὸν μόνον ἀπ᾿ ὅλην τὴν Γραφὴν ἤξευρεν.
Ἀλλὰ πῶς νὰ υἱοθετήσῃ ξένον γέννημα (ξένο κριὰς νὰ μὴ θρέψῃς, ἔλεγε χυδαία τις παροιμία);
Διὰ νὰ τὸν βλασφημοῦν τ᾿ ἀνίψια μετὰ τὸν θάνατόν του, ἐπειδὴ θὰ τοὺς ἀπεκλήρωνεν;
Ἢ πῶς ν᾿ ἀφήσῃ τὸ βιό του σ᾿ ὅλους αὐτούς, ὁποὺ θὰ ἐμάλωναν μετὰ τὴν τελευτήν του, ποῖος νὰ πάρῃ τὰ πλειότερα, καὶ ἴσως θὰ ἀστοχοῦσαν νὰ τοῦ κάμουν τὰ ψυχικὰ -καὶ πάλιν αὐτὸ θὰ ἦτο κατάρα καὶ βάρος εἰς τὴν ψυχήν του;
Καλὰ εἶπεν ὁ Κύριος: «Πώλησον τὰ ὑπάρχοντά σου, καὶ διάδος πτωχοῖς». Ἀλλὰ κι οἱ καλόγεροι, δι᾿ οὓς φαίνεται νὰ τὸ εἶπε, κι αὐτοὶ περιμένουν πότε νὰ πωλήσῃ ἄλλος τὰ ὑπάρχοντά του, ἢ καὶ νὰ τοὺς τὰ χαρίσῃ, διὰ νὰ ἔχουν νὰ τρῶνε, ἀλλὰ καὶ διεκδικοῦν λυσσωδῶς «τὰ κτήματα τῆς Μονῆς», διὰ νὰ τρώῃ ὀρφοὺς καὶ γουρουνόπουλα ὁ Δεσπότης, ὁ Πίτροπος, ὁ Βοϊβόντας, ὁ γραμματικὸς καὶ τόσοι, ἄλλοι.
Ἀνάγκη πᾶσα νὰ τραβήξῃ τις τὸ σκοινί του -νὰ βαστήξῃ τὸν ζυγόν του, νὰ μεταφέρῃ τὸ φορτίον του.
Ὁ κυρ-Κουμπής, ἐνῶ κατὰ τὰ ἄλλα ἦτο τόσον αὐστηρὸς ἄνθρωπος, εἶχε κι αὐτὸς μίαν ἀδυναμίαν· ἐπόθει νὰ ἔχῃ μικρὸν νινί, χαριτωμένον, ἀγγελικὸν πλάσμα, διὰ νὰ τὸ χορεύῃ στὰ γόνατά του.
Ἡ Σεραϊνὼ ἦτο σαράντα χρόνων, καὶ μετὰ τόσα χρόνια, 15 περίπου, δὲν ἐγέννησε τίποτε.
«Οὔτε παιδί, οὔτε κουτάβι, οὔτε κλοῦθο».
Αὐτὸς ἦτο πεντηκοντούτης ὡς ἔγγιστα.
Ἡ Λελούδα ἡ ἀντικρυνή του ἦτο μόλις τριάντα χρόνων ἴσως -ὡραία, ῥοδόπλαστος, σεμνή, ταπεινή, πτωχὴ καὶ ἄμεμπτος, ἀπροστάτευτη καὶ πεντάρφανη. Ἕνα μόνον θεῖον εἶχε, κι ἐκεῖνος δὲν ἦτο ἱκανὸς νὰ τὴν προστατεύσῃ.
Ἐσκέφθη νὰ τὴν ἀπαγάγῃ, καὶ νὰ δωροφορήσῃ ἕναν παπᾶν, ἢ καὶ νὰ τὸν βιάσῃ μὲ φοβέραν -ἐπειδὴ ἦτο γνωστὸν ὅτι τὰ εἶχε καλὰ μὲ τοὺς Τούρκους- νὰ τοὺς στεφανώσῃ.
Καὶ τὸ πρῶτον στεφάνι τί θὰ ἐγίνετο; Αὐτὸς δὲν εἶχεν ἀτιμάσει τὸ στεφάνι, οὔτε ἡ συμβία του. «Πόρνους καὶ μοιχούς...».
Θὰ τὸ ἔκαμνε μόνον διὰ ν᾿ ἀποκτήσῃ, ἂν θέλῃ ὁ Θεός, κληρονόμον. Ὅταν, τὰς ἡμέρας ἐκείνας, συνέβη νὰ καταπλεύσῃ ὁ πασᾶς μὲ τὴν ἁρμάδα, ὁ Κουμπὴς τὸ ἀπεφάσισε.
Κατὰ τὴν ἐπίσκεψιν εἰς τὴν ναυαρχίδα συνωμίλησε μίαν ὥραν μετὰ τοῦ Ἀχμέτη-πασᾶ. Τὶ τοῦ εἶπε; Φαίνεται, ὁ Κουμπὴς τοῦ ἐζήτησεν ἐκδούλευσιν, καὶ ὁ Τοῦρκος ναύαρχος τοῦ ὑπεσχέθη.
Τὸ βράδυ, ὅταν ἐνύχτωσεν, ὁ Κουμπὴς εἶχεν ἀρματώσει μίαν σκαμπαβίαν μὲ ἓξ κωπία.
Τοὺς δύο ἐκ τῶν κωπηλατῶν, ψαράδες τοῦ γιαλοῦ, ὅπου ἦσαν ἄνθρωποί του καὶ λίαν ἀφωσιωμένοι εἰς αὐτόν, τοὺς ἔπεισε ν᾿ ἀνέλθωσι τὸν ἀνήφορον -ὑψηλόν, ἀπότομον, πετρώδη, ὅπου ἔφερεν ἀπὸ τὸν Γιαλὸν εἰς τὸ Κάστρον, ὑποκάτω στὴν γέφυραν τοῦ Κάστρου, ἀπὸ ἄσχιστον ἀγριόξυλον, παρὰ τὸ χάσμα, ὅπου ἔχαινεν ἄβυσσος καὶ κρημνός, ὁποὺ ἔπιανε πάντα ἄνθρωπον ἴλιγγος καὶ σκοτοδίνη.
Τὴν γυναῖκα του τὴν Σεραϊνώ, τὴν εἶχε κράξει τὸ πρωί, καθὼς κατέβαινεν ἀπὸ τὸν κρεμαστὸν σοφᾶν, ὅπου εἶχε κοιμηθῆ, κι ἐφόρεσε τὰ πανωβράκια, μὲ τὰς κεντητὰς βρακοζώνας καὶ τὰ πλατέα μανίκια, κι ἔπινε τὸ πρωινὸν σερμπέτι του. Διότι μόλις εἶχεν εἰσαχθῇ τότε εἰς τὸν τόπον ὁ καφές.
Τὸν εἶχε φέρει πρῶτος ὁ κυρ-Ἀλεξανδράκης ὁ Λογοθέτης, ἄλλος προεστὼς κι αὐτός, ἐμπορευόμενος ἀπὸ τὴν Μολδοβλαχίαν, κι ὁ κυρ-Κουμπής, ἐπειδὴ δὲν ἦτο εὔκολος νεωτεριστὴς εἰς ὅλα τ᾿ ἄλλα -μόνον εἰς τὸν γάμον ἤθελεν, ὄχι νὰ νεωτερίσῃ, ἀλλὰ νὰ πραξικοπήσῃ καὶ δώσῃ κακὸν παράδειγμα- δὲν τὸν εἶχε συνηθίσει ἀκόμη. Ἔκραξε τὴν γυναῖκα καὶ τῆς εἶπε:
-Τ᾿ ἀκοῦς, Κουμπίνα; Τὸ βράδυ, σὰν σουρουπώσῃ, νὰ πᾶς ν᾿ ἀνάψῃς τὰ καντήλια τ᾿ Ἅϊ-Προκοπίου, κάτω στὸ ῥέμα. Τὸ ἔχω τάξιμο ἀπὸ καιρό. Μεθαύριο εἶναι ἡ μνήμη του, κι αὔριο δὲν θὰ πάρῃς εὔκολα ἀράδα, θὰ κουβαλήσουν χίλια λαδικά.
Πάρε μαζύ σου καὶ τὴν φτωχὴ γειτόνισσά μας τὴν Λελούδα, ἐπειδὴ καὶ εἶναι κι αὐτὴ ἀνέβγαλτη, καὶ δὲν ἔχει ἄλλη παρηγοριὰ ἀπὸ σένα, ποὺ θὰ εἶναι μοναξιά, νὰ πᾶτε ν᾿ ἀνάψετε τὰ καντήλια, νὰ σεργιανίσετε κι ὅλας.
-Ἄκουσε νὰ σοῦ πῶ, νἄχω καὶ τὸ συμπάθιο Κουμπή, ἀπήντησε τὸ Σεραϊνώ. Ἡ Λελούδα εἶναι, ὅπως εἶπες, ἀνέβγαλτη, καὶ τώρα εἶναι ἐδῶ ἡ ἀρμάδα. Ποιὸς ξέρει, ἂν δὲν θὰ βγοῦν οἱ Τουρκαλᾶδες ὄξω στὴ στεριά, νὰ πάρουν ἀράδα τὶς ἀβραγιὲς καὶ τὰ χωράφια. Ἡ Λελούδα θὰ φοβᾶται νἀρθῇ μαζύ μου.
-Ἀκοῦς τί σ᾿ λέω, Κουμπίνα; Ἐσὺ νὰ τὴν καταφέρῃς νἀρθῇ μαζύ σου.
Καὶ ποιός μπορεῖ νὰ σᾶς πειράξῃ, χριστιανὸς ἢ Τοῦρκος ἢ ἄλλος, ἂς εἶναι καὶ διάβολος μὲ τὰ κέρατα; Δὲν ξέρεις ὅτι τἄχω καλὰ μ᾿ τσ᾿ ἀγᾶδες; Ἔχουν ἄλλοι ἀπὸ μένα ἐδῶ στὸ χωριὸ κόνσολα κι ἀποκούμπι; Ἐγὼ εἶμ᾿ ἐδῶ. Ποιός θ᾿ ἀποκοτήσῃ νὰ σᾶς πειράξῃ;
Ἡ Κουμπίνα, ἂν καὶ δὲν ἠμπόρεσε νὰ καταδαμάσῃ τὴν ἀλλόκοτον ὑποψίαν ποὺ τῆς ἦλθε στὸν λογισμόν, συνεμορφώθη μὲ τὴν παραγγελίαν τοῦ συζύγου της. Ἦτο ἁπλῆ καὶ δὲν ἐπονηρεύετο.
«Ἡ δὲ γυνὴ ἕνα φοβεῖται, τὸν ἄνδρα». Τῆς γίδας τὰ κέρατα εἶναι κυρτά, εἰς σημεῖον ὑποταγῆς, φαίνεται, εἰς τὸν ὑψικέρατον τράγον. Τῆς κότας ἡ λοφιὰ εἶναι ἀμαυρὰ καὶ ταπεινή, καὶ τοῦ πετεινοῦ εἶναι κόκκινη, ὑψηλὴ καὶ ἐξηρμένη, καὶ ὅλον τὸ σῶμα του μὲ ὑψηλὰ σκέλη ἀνωρθωμένον.
Παντοῦ ἡ ὑποταγὴ τῆς θηλείας εἰς τὸν ἄῤῥενα.
Ἡ φτωχὴ Λελούδα, ἅμα εἶδε τὴν πρώτην ἀρχόντισσαν τοῦ χωριοῦ καὶ τὴν παρεκάλεσε νὰ ὑπάγῃ μαζύ της εἰς βραχεῖαν ἐκδρομὴν ἔξω τοῦ Κάστρου, ἐπειδὴ ᾐσθάνετο κι αὐτὴ ὑπολανθάνουσάν τινα ἀνάγκην ν᾿ ἀλλάξῃ τὸν ἀέρα, ὓστερ᾿ ἀπὸ πολλοὺς μῆνας ὁποὺ δὲν εἶχεν ἐξέλθει ἀπὸ τὸ ταπεινὸν καλύβι της, ἐπείσθη.
Ἡ Κουμπίνα τῆς εἶπεν, ὅτι δὲν εἶχον νὰ φοβηθοῦν τοὺς Τούρκους, καθότι μέσα στὰ καράβια ἦσαν καὶ πολλοὶ ναῦται χριστιανοί, Ὑδραῖοι καὶ ἄλλοι κι ἂν θὰ ἔβγαιναν καὶ Τοῦρκοι, ὁποὺ δὲν ἦτο πιθανὸν νὰ ἔβγουν, διότι ἅμα θὰ ἐφυσοῦσε καιρός, στὸ ἀμπαγιέρι, εὐθὺς ἡ ἀρμάδα θὰ ἔφευγε. Ἀλλὰ κι ἂν ἐξακολουθοῦσε ἀκόμη μπονάτσα, κι ἂν ἔβγαιναν Τοῦρκοι, ὁ Κουμπὴς ἔκοβε τὸ σπαθί του, καὶ τὰ εἶχε καλὰ μὲ τοὺς ἀγάδες, «γιὰ τὸ καλὸ τῆς χριστιανωσύνης», καὶ δὲν ἐτολμοῦσαν νὰ πειράξουν ἄνθρωπον.
Ἡ Λελούδα ἐφόρεσε ἕνα πουκάμισο κόκκινο, κεντητὸν μὲ μετάξι, ἕνα ὡραῖο φουστάνι «μόρικο», ποὺ ἔκανε νερὰ-νερὰ -(δὲν ἐτόλμά ποτε της νὰ ἐλπίσῃ, ὅτι θὰ ἐγίνετο νύφη, ἂν καὶ εἶχε χρυσοΰφαντα ποδογύρια καὶ ἀργυρὰ τσαπράκια χρυσοποίκιλτα στὴν κασέλα της), ἐπῆρε τὸ καλαθάκι της, ἔβαλε τὸ λαδικὸ μέσα, καὶ τρία κηριά, κι ὀλίγο λιβάνι στὸ χαρτὶ -ἀκόμη καὶ μικρὸ προσφάγι, ψωμὶ κι ἐλιές, ἐπειδὴ ἦτο Παρασκευή, καὶ ἀκολούθησε τὴν Κουμπίναν.
Ὁ Κουμπῆς ἐν τῷ μεταξὺ εἶχεν ὑπάγει πρὸς συνάντησιν τοῦ παπα-Σταμέλου, ἐνορίτου του, ἐφημερεύοντος εἰς τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ εἶπε:
-Τὸ βράδυ-βράδυ, νὰ πάρῃς τὸ πετραχήλι σου, καὶ τὸ ἁγιασματάρι· θὰ πᾶμε μαζύ, γιὰ νὰ ψάλῃς ἁγιασμὸ στὴ φεργάδα.
Ὁ παπὰς τὸν ἐκοίταξε μὲ ἀπορίαν.
- Μὴ σοῦ φαίνεται παράξενο. Εἶναι τόσοι χριστιανοὶ μὲς στὰ καράβια.
Ὁ γραμματικὸς τοῦ καπετὰν-πασᾶ εἶναι χριστιανός, ὁμοεθνὴς μας, ὁ λοστρόμος χριστιανός, σ᾿ ὅλα τὰ καράβια, εἶναι ἀσκέρι χριστιανοί. Στὴ φεργάδα εἶναι τὸ ἕνα τρίτο. Ὁ ἴδιος ὁ πασᾶς σέβεται τὰ θεῖα, κι ἐπικαλεῖται τὸν Ἅϊ-Γεώργη, τὸν Ἅϊ -Δημήτρη, καὶ τὴν Μεριὲμ-Ἀνὰ (τὴν Παναγίαν).
Πάρε κι ἕνα Τετραβάγγελο μαζύ σου, γιατὶ θὰ χρειασθῇ, θαῤῥῶ, νὰ διαβάσῃς ὀλίγα κεφάλαια στὸ λοστρόμο, ποὺ εἶναι ἄῤῥωστος ἀπὸ μελαγχολία, καὶ δὲν ξέρει τί ἔχει.
Ὁ ἱερεὺς τὸν ἤκουε σύννους. Ὁ Κουμπὴς, ἐξηκολούθησεν:
- Ἂν θέλῃς, παπά μου. Σ᾿ ἐπροτίμησα ὡς ἐνορίτη μου.
Ἂν δὲν θέλῃς, θὰ προσκαλέσω τὸν παπα-Φραγκούλη, τὸν σύντροφόν σου στὸν Χριστό, ἢ τὸν παπα-Δανιέλο ἀπ᾿ τὸν Ἅϊ -Νικόλα. Μὴ φοβᾶσαι τίποτε, παπά μου· ἔχω ὁρισμὸν ἀπ᾿ τὸν Ἀχμὲτ-πασά. Θὰ πάρῃς γιὰ τὸν κόπον σου ἕνα σελήμι (τάλληρον), καὶ παραπάνω.
Ἀλλοιῶς, θὰ θυμώσῃ ὁ πασᾶς μ᾿ ἐμένα, καὶ μὲ σᾶς τοὺς παπάδες, πὼς δὲν τοῦ ἔκαμα τὸν λόγον του.
ὴν ὥραν ποὺ ἔβγαιναν ἡ Κουμπίνα κι ἡ Λελούδα ἀπὸ τὸν Ἅγιον Προκόπιον, ὅπου εἶχον ἀνάψει τὰ κανδήλια, εἶχε σουρουπώσει πλέον, καὶ σκότος ἤρχισε ν᾿ ἁπλώνεται εἰς ὅλην τὴν κρημνάδα αὐτήν. Μακράν, πρὸς δυσμάς, ἐφαίνοντο φῶτα εἰς τὸν ναΐσκον τῆς Ἁγίας Κυριακῆς, ὅπου θὰ εἶχεν ἀρχίσει ὡς ἔγγιστα ἡ ἀγρυπνία. Αἱ δύο γυναῖκες εἶχον ἐπισκεφθῇ πρὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου τὸ παρεκκλήσι καὶ κατόπιν εἶχον μεταβῆ εἰς τὸν Ἅγιον Προκόπιον.
Τὸ μονοπάτι ἐκατηφόριζε ἀποτόμως πρὸς τὸ μέρος ἐκεῖνο, καθὼς ἐξῆλθον ἀπὸ τὸν ναΐσκον τοῦ Ἁγίου κι ἔβγαινον ἐγγύτατα εἰς τὸν αἰγιαλόν. Εἶτα ἀνήρχετο πάλιν, κι ἀνηφόριζε πλαγινὰ βαθμηδὸν βαῖνον πρὸς τὴν εἴσοδον τοῦ Καστριοῦ, εἰς τὴν γέφυραν. Ἐκεῖ ποὺ ἐπατοῦσαν αἱ δύο γυναῖκες, εἰς τὸ παρδαλὸν σκότος, ἦτο ἄκρα μοναξιά, δὲν ἐφαίνετο ψυχὴ ζῶσα.
Ὤ, καλλίτερον νὰ μὴν ἦτο ψυχὴ ζῶσα τὴν ὥραν ἐκείνην, διὰ τὴν Κουμπίναν, καὶ διὰ τὴν Λελούδαν- την τρομάρα ποὺ πῆραν αἱ δύο γυναῖκες!- εἰς τὸ μέρος αὐτό.
Δύο ἄνθρωποι, κρυμμένοι, ὄπισθεν βράχου, εἰς τὸν ὄχθον τοῦ δρόμου, ὡμίλησαν ἑλληνιστί:
- Σταθῆτε! Μὴ φοβᾶσθε...
- Ὤχ! Τὶ εἶναι; Ἄχ! Θέ μου, Ἅϊ -Προκόπη μου. Ἄχ! Παναγία μου!
Πρὶν ἀρθρώσωσι δευτέραν λέξιν, τρίτος ἐξ ὄπισθεν τοῦ βράχου προέκυψεν ὁ Κουμπής.
- Μή φοβᾶσαι, ἀθώα Λελούδα! Κουμπίνα, νὰ πᾶς στὸ σπίτι σου.. Ἔλα μαζύ μας, Λελούδα.
- Νὰ ρθῇ; Ποῦ νὰ ρθῇ; Σὲ καλό σου, Κουμπή, ἐτόλμησε νὰ ψελλίσῃ ἡ Κουμπίνα.
- Σύρε στὸ σπίτι σου, Κουμπίνα, ἐπανέλαβεν ὁ σύζυγός της. Λελούδα, ἔλα, θὰ πᾶμε στὴν φεργάδα.
- Στὴν φεργάδα! ἐπανέλαβεν ὡς ἠχὼ ἡ Κουμπίνα.
Ὁ Κουμπής, διὰ νὰ μὴ τρομάξουν παρὰ πολὺ αἱ δύο γυναῖκες, εἶχε σκεφθῇ, ὅτι προκριτώτερον θὰ ἦτο νὰ λάβῃ αὐτὸς μέρος εἰς τὴν σκηνὴν τῆς ἀπαγωγῆς.
Ἡ Σεραϊνώ, μαντεύσασα παραχρῆμα τί ἔμελλε νὰ συμβῇ, ταπεινὴ καὶ ἐγκαρτεροῦσα, ἐπέστρεψεν εἰς τὴν οἰκίαν, ἔπεσε γονυπετὴς πρὸ τῶν εἰκόνων καὶ προσηυχήθη.
Εἰς μίαν γειτόνισσαν ἀδιάκριτον, ἥτις εἶχεν ἀναβῆ καὶ τὴν ἠρώτα ἐν ἀπορίᾳ τί ἔγινεν ἡ Λελούδα καὶ διατὶ δὲν ἐπέστρεψε μαζύ της ἀπ᾿τὸ ξωκκλήσι, ἀπηλογήθη:
- Ἔμεινε στὴν Ἁγία Κυριακή. Ἔχει ἀγρυπνία ὁ παπα-Φραγκούλης, κι εἶναι κόσμος ἐκεῖ. Ἂν μποροῦσα κι ἐγώ, θὰ ἔμενα. Μὰ δὲν εἶχα τὴν ἄδεια ἀπ᾿ τὸν Κουμπή.
Μεγάλη βάρκα, μὲ ἓξ κουπιά, ἐπερίμενεν εἰς τὴν ῥίζαν τοῦ θαλασσοκτισμένου Κάστρου, δίπλα εἰς ἕνα χαμηλὸν καὶ τριμμένον πατημένον βράχον, σχηματίζοντα φυσικὴν ἀποβάθραν.
Ὁ παπα-Σταμέλος, τυλιγμένος ὡς τὸ λαιμὸν εἰς τὸ ῥάσον του, μὲ τὸ κωνοειδὲς καλυμμαύχι του κατεβασμένον ὡς τὰ φρύδια καὶ τὰ πτερύγια τῶν ὤτων, ἐκστατικός, φοβισμένος, ἐπερίμενε καθήμενος παρὰ τὴν πρύμναν. Οἱ ἓξ κωπηλάται, ὅλοι Γραικοί, ἐκ τῶν ἀγημάτων, ὕψωσαν τὰς κώπας.
Ἡ Λελούδα, ὠχρά, τρέμουσα, λιπόθυμος καὶ σχεδὸν νεκρά, καὶ ζῶσα ὡς ἐν ὀνείρῳ, ἐπεβιβάσθη, ὑποβασταζομένη ἀπὸ τὸν Κουμπήν. Οἱ δύο νομάτοι, οἵτινες ἦσαν συνεργοὶ τῆς ἁρπαγῆς, ἠκολούθησαν μετ᾿ αὐτούς. Ὁ εἷς ἐκάθισεν ἐπὶ τῆς πρώρας, καὶ ὁ ἕτερος ἠθέλησε νὰ ὑπάγῃ πρὸς τὴν πρύμναν, εἰς τὸ πηδάλιον.
- Ἄφσε, κυβερνῶ ἐγώ, εἶπεν ὁ Κουμπής.
Ὁ ἄνθρωπος ἐπέστρεψεν εἰς τὴν πρῶραν. Ὁ νησιώτης προεστὼς ἔλαβε τοὺς οἴακας, αἱ κῶπαι ἔπληξαν τὰ κύματα, καὶ μετὰ εἴκοσι λεπτὰ ἡ βάρκα ἔφθασε παρὰ τὸ πλευρὸν τῆς ναυαρχίδος.
Ὁ ναύαρχος Ἀχμὲτ-πασὰς δὲν ἐφάνη οὔτε ἐπὶ τοῦ σκάφους, οὔτε εἰς τὸν θάλαμον αὐτοῦ, ὅπου κατῆλθον οἰ ἐπισκέπται. Ὁ Κουμπὴς ἔλειψεν ἐπὶ τρία λεπτά, πρὶν κατέλθωσι κάτω, ὁ δὲ παπὰς καὶ ἡ Λελούδα ἐκοίταζον ἀλλήλους, ἐκοίταζον τοὺς ναύτας μὲ τὰ τουρκόφεσα, ἐκοίταζον τὰ ὑψηλὰ κατάρτια καὶ τὰ πολυσύνθετα ἄρμενα, ὑπὸ τὸ φῶς δύο μεγάλων φαναριῶν, κρεμαμένων πρὸς τὰ κάτω ἐπὶ τοῦ πρυμναίου ἱστοῦ.
Ὁ Κουμπὴς ἐφάνη μετ᾿ οὐ πολύ. Φαίνεται, ὅτι εἶχεν ὑπάγει νὰ κάμῃ τὸν συνήθη τεμενᾶν εἰς τὸν Τοῦρκον ναύαρχον, καὶ νὰ τοῦ δώσῃ λόγον περὶ τοῦ βαθμοῦ ὅπου εἶχε φθάσει ἡ ὑπόθεσις, δι᾿ ἣν εἶχε ζητήσει τὴν εὔνοιαν καὶ τὴν προστασίαν του. Ὁ καπετὰν-πασὰς ἐπένευσε καὶ παρήγγειλεν εἰς τὸν Ἕλληνα γραμματέα του νὰ τὸν ἀντιπροσωπεύσῃ.
Ὁ Φαναριώτης ἐφάνη καὶ ὡδήγησε τοὺς ἐπισκέπτας κάτω εἰς τὸν ἴδιόν του θάλαμον. Ἐκεῖ τὸ πρῶτον ὅπου εἶδεν ἡ Λελούδα, ἅμα ἤρχισε νὰ συνέρχεται βαθμηδὸν εἰς τὰς αἰσθήσεις της, ἦτο μία εἰκὼν φέρουσα τὴν Παναγίαν μὲ τὸν Χριστὸν βρέφος, καὶ ὑποκάτω τὸν Ἅγιον Νικόλαον, ἱεράρχην μὲ πολιὰ στρογγύλα γένεια, κρατοῦντα Εὐαγγέλιον κι εὐλογοῦντα.
Μετὰ τὸ λουκούμι καὶ τὴν μαστίχαν, τὰ προσενεχθέντα εἰς τοὺς ἐπισκέπτας, ἐξ ὧν ἡ Λελούδα δὲν ἠμπόρεσε νὰ γευθῇ τι, ὁ Φαναριώτης ἔβηξε, κι ἔλαβε τὸν λόγον:
- Λοιπόν, παπά μου, ἂν ἀγαπᾶς τώρα, φόρεσε τὸ πετραχήλι, κι ἄνοιξε τὸ βιβλίο σου.
Ὁ ἱερεὺς ὑπήκουσε μηχανικῶς. Τὴν στιγμὴν ἐκείνην κατῆλθε τὴν σκάλαν τῆς καμπίνας εἷς ναύτης, ὅστις ἦτο ἐκ τῶν κωπηλατῶν τῆς βάρκας.
Ἐνεχείρισεν εἰς τὸν Κουμπὴν ἓν μικρὸν δέμα, ἐντὸς μεταξωτοῦ προσοψίου, ἐπίπεδον, κυκλοτερές. - Αὐτὸ τὸ ηὗρα μὲς στὴ βάρκα, εἶπεν.
-Ἄ! κι ἐγὼ τὰ ξέχασα, εἶπεν ὁ Κουμπής.
Ἦσαν στέφανα τοῦ γάμου, τὰ ὁποῖα ὁ Κουμπὴς εἶχε κατασκευάσει, φαίνεται λάθρα καὶ ἰδιοχείρως, τὴν ὥραν ποὺ ἡ Κουμπίνα εἶχε κινήσει νὰ ὑπάγῃ στὸν Ἅϊ -Προκόπην μαζὺ μὲ τὴν Λελούδαν.
Εἶχε λάβει δύο κληματίδας λεπτὰς ἀπ᾿ τὴν πλουσίαν ἀναδενδράδα τῆς αὐλῆς του, τὰ εἶχε τυλίξει μὲ βαμβάκι, κι ἐκόλλησεν ἐπάνω ὀλίγον χρυσόχαρτον, τὸ ὁποῖον εὗρε εἰς τὰ συρτάρια τῶν ἐργοχείρων τῆς γυναικός του, περίσσευμα ἀπὸ στέφανα ἄλλων γάμων, ἐπειδὴ ἡ Χατζίνα ἠγάπα τὰ τοιαῦτα κοινωνικὰ χρέη, καὶ συχνὰ ἐγίνετο συντέκνισσα εἰς ἀνδρόγυνα, καὶ νονὰ εἰς βρέφη- ἀκούουσα ἑκάστοτε τὴν συνήθη ἐγκάρδιον εὐχήν·
«Ὅπως ἔτρεξες μὲ τὸ λάδι, νὰ τρέξῃς καὶ μὲ τὸ κλῆμα, συντέκνισσα»· δηλ. νὰ ζήσῃ νὰ στεφανώσῃ τὰ νεοφώτιστα, ὅσα εἶχεν ἀναδεχθῆ.
Ὁ Κουμπὴς ἀπώθησε τὰ στέφανα ἐπὶ τῆς τραπέζης, κάτω τῆς Ἁγίας εἰκόνος, ἔκαμεν ἕνα σταυρόν, κι ἔδωκε τὴν χεῖρα εἰς τὴν Λελούδαν.
- Ἔλα, ἀγάπη μου.
Ἡ κόρη ἐσηκώθη μηχανικῶς. Οὔτε ἤθελεν, οὔτε ἠδύνατο ἀντισταθῇ.
Ἐστάθη ἐκεῖνος δεξιά, καὶ αὕτη ἀριστερά, ἀντικρὺ τῆς εἰκόνος.
- Τώρα θὰ μᾶς κάμῃς πατριαρχικὸν γάμον, Δέσποτα, ὅπως συνηθίζουμ᾿ ἐμεῖς στὸ Φανάρι. Ἐρώτα τοὺς μελλονύμφους, ἂν θέλουν νὰ παρθοῦν ἀμοιβαίως.
Ὁ παπὰς ἔντρομος, ἔμεινεν ἀδρανής.
- Ἄκουσες, παπά; ἐπανέλαβεν ὁ γραμματεὺς τοῦ ναυάρχου.
- Ἐγὼ δι᾿ ἁγιασμὸν ἦρθα, ἐψελλισεν ὁ ἱερεύς. Δὲν ἤξερα πὼς ἦτον γάμος, νὰ πάρω τὸ Βαγγέλιο καὶ τὸ θυμιατό, νὰ πάρω καὶ τὸ φελόνι μου.
- Θυμιατὸ ἔχουμ᾿ ἐδῶ, εἶπεν ὁ Φαναριώτης. Κι ἕνα Τετραβάγγελο, μοῦ βρίσκεται.
- Δέν ἐπῆρες τὸ Τετραβάγγελο, παπά, ποὺ σοῦ εἶπα; ἠρώτησεν ὁ Κουμπής.
Ὁ παπὰς ἔμεινεν ἄφωνος. Ὁ γραμματεὺς ἐπανέλαβε.
- Δέν ἐπῆρες τὸ Τετραβάγγελο;
- Δέν πειράζει. Ἔχω Τετραβάγγελο.
Ἤναψαν κηρία, εὑρισκόμενα ἐκεῖ ὑπὸ τὸ εἰκονοστάσιον. Ὁ Φαναριώτης ἐστάθη ὄπισθεν τοῦ ζεύγους.
Ὁ παπὰς ἤνοιξε μηχανικῶς τὸ μικρὸν εὐχολόγιον, ἢ ἁγιασματάριον, ποὺ ἐκράτει, καὶ ἤρχισε νὰ διαβάζῃ μὲ ψίθυρον φωνὴν τὰς εὐχὰς τῆς ἀνομβρίας.
Πρὶν συμπληρώσῃ τὴν πρώτην εὐχήν, ὁ Φαναριώτης ἐνόησε καλά, κι ἐπενέβη.
- Δέν εἴχομεν ἀνομβρίαν, δόξα τῷ Θεῷ φέτος, παπά μου, ἔκαμε τόσες βροχές. Λάθος ἔκαμες. Εὑρὲ τὴν ἀκολουθίαν τοῦ γάμου.
Ὁ ἱερεὺς ἔστρεψεν ὀλίγα φύλλα τοῦ βιβλίου, ἐδίστασεν, ἔβηξε, καὶ πάλιν ἤρχισε νὰ μουρμουρίζῃ μὲ ταπεινοτέραν ἀκόμη φωνήν. Ἀνεγίνωσκεν αὐτὴν τὴν φορὰν τὴν Ἀκολουθίαν εἰς ψυχοῤῥαγοῦντας.
- Σοῦ εἶπα, Δέσποτα, εἶπεν ὁ Φαναριώτης. Ξέχασες νὰ ἐρωτήσῃς τοὺς μελλονύμφους, ἂν θέλουν νὰ παρθοῦν.
Ὁ παπὰς ἐστράφη πρὸς τὸ ζεῦγος καὶ ἠρώτησε μηχανικῶς:
- Θέλεις, Κουμπή, γιὰ γυναῖκα σου τὴν Λελούδαν;
- Τήν θέλω.
- Θέλεις, Λελούδα, τὸν Κουμπήν;...
Ἡ Λελούδα δὲν ἔσεισε τὴν κεφαλήν.
Ἔμεινεν ἀκίνητος, κάτω νεύουσα, μὲ ἁπλῆν καὶ περισσὴν σεμνότητα.
Ὁ σύντεκνος ὄπισθεν τοῦ ζεύγους ὤθησε τὴν κεφαλὴν τῆς νύφης.
Εἶχε τὸ «καμάρι» τῆς νύφης καὶ συνάμα καὶ περισσότερον εἶχε τὴν ἀφωνίαν τοῦ θύματος, τοῦ ἀγόμενου εἰς σφαγήν.
- Διάβασε, παπά, τὴν ἀκολουθίαν τοῦ ἀῤῥαβῶνος καὶ κατόπιν τοῦ στεφανώματος.
Ὁ ἱερεὺς εἶπεν:
- Ἂς εἶναι, θὰ διαβάσω τὸν Δίγαμον.
Ὁ Φαναριώτης ἔμεινε σύννους, εἶτα εἶπε:
- Πῶς τὸν Δίγαμον;...
Ἡ νύφη εἶναι παρθένος, κι ἔρχεται εἰς πρῶτον γάμον. Τὸν ἀῤῥαβῶνα θὰ διαβάσῃς καὶ τὸ στεφάνωμα.
- Δέν ξέρω τί γίνεται στὸ Φανάρι. Τὸν Δίγαμον θὰ διαβάσω, ἐπέμενεν ὁ ἱερεύς.
Ὁ γραμματεὺς τοῦ πασᾶ ὑπεχώρησεν. (Ἡ παράδοσις λέγει, ὅτι ἠπείλησε νὰ κρεμάσῃ τὸν παπὰν εἰς τὴν κεραίαν τοῦ ἱστοῦ· ὅλα αὐτὰ εἶναι ὑπόθεσις. Τὸ βέβαιον εἶναι, ὅτι ὁ Φαναριώτης ὑπεχώρησεν ἐν καιρῷ).
- Ἂς εἶναι. Διάβασε τὸν Δίγαμον.
Ὁ ἱερεὺς ἔβαλεν εὐλογητὸν καὶ ἤρχισεν. Ἀντήλλαξε τὰ δακτυλίδια. Ὁ Κουμπὴς εἶχε τέσσερα ἢ πέντε, χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ, εἰς τοὺς δακτύλους του. Ἐχρειάσθησαν ἐξ αὐτῶν δύο, ἓν ἐκ τῶν δύο ποὺ εἶχεν εἰς τὸν παράμεσον καὶ ἓν εἰς τὸν μικρὸν δάκτυλον.
Μετέβη εἰς τὴν ἀκολουθίαν τοῦ στεφάνου, χωρὶς νὰ εἴπῃ· Εὐλογημένη ἡ βασιλεία. Ἄρχισε νὰ διαβάζῃ τὴν πρώτην εὐχὴν κατανυκτικά, ὅσον γίνεται λόγος περὶ ἀφέσεως ἁμαρτιῶν καὶ περὶ ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας.
Εἶτα εὐλόγησε τὰ στέφανα καὶ ὑπέδειξεν εἰς τὸν σύντεκνον πῶς θὰ τ᾿ ἀνταλλάξῃ τὰ στέφανα.
Εἶτα ἐκέρασε τοὺς νεονύμφους τὸ κοινὸν ποτήριον, τέλος ἐχόρευσε μαζύ τους τὸν χορὸν τοῦ Ἡσαΐα, κι ἔκαμε ἀπόλυσιν. Τὴν στιγμὴν ποὺ ὁ Φαναριώτης ἤλλαζε τὰ στέφανα ἐπάνω στὰ κεφάλια τῶν νεονύμφων, τρεῖς μεγάλες κανονιὲς ἐβρόντησαν ἐπάνω στὸ κατάστρωμα ἐκ τῶν πλευρῶν τοῦ πλοίου. Ὅλον τὸ πέλαγος ἐσείσθη καὶ τὸ Κάστρον ἀντικρὺ ἐπῆγε καὶ ἦλθεν ἀπὸ τὸν κρότον καὶ τὸν κλόνον.
Ὁ νυκτοφύλαξ ποὺ ἐκάθητο ἐπάνω στῆς Ἀναγκιᾶς τὸ κανόνι, εἰς τὴν βορειοτέραν ἐσχατιὰν τοῦ Κάστρου, εἶδε τὴν λάμψιν, εἶδε τὸν καπνὸν ὑπὸ τὴν πυκνὴν ἀστροφεγγιάν, καθ᾿ ἣν στιγμὴν μόλις εἶχε δύσει ἡ σελήνη (ἦτο ὡς ἑπτὰ ἡμερῶν καὶ ἐκόντευε μεσάνυχτα), κι ἔκαμε τὸν σταυρόν του καὶ εἶπε:
- Πῶς ῥίχνουν κανονιὲς μεσάνυχτα οἱ ἀγάδες; Μὴν ἔχουν ῥαμαζάνι;
* * *
Δύο γυναῖκες γειτόνισσαι, ποὺ δὲν εἶχον ὕπνον κι ἐλαγοκοιμοῦντο, πλαγιασμέναι ἡ μία εἰς ἓν ὑπερῷον, πλησίον ἐκεῖ στῆς Ἀναγκιᾶς, ἡ ἄλλη εἰς ἓν κτῆμα, ὀλίγον παρακάτω, ἀνεσκίρτησαν.
Ἡ πρώτη ἐσηκώθη, ἔῤῥιψε βλέμμα ἔξω, κι ἠρώτησε τὸν νυκτοφύλακα, τί τρέχει.
- Οἱ ἀγάδες ἔχουν ῥαμαζάνι, ἀπήντησεν ὁ ἄνθρωπος.
- Καὶ τί θὰ πῇ ῥαμαζάνι;
- Ποιός ξέρει! (Νηστεία τῆς ἡμέρας καὶ γλέντι τῆς νυκτός).
Τῆς ἄλλης τὸ βρέφος ἐξύπνησεν εἰς τὰς ἀγκάλας, κι ἤρχισε τὰ κλάματα, καὶ δὲν ἤθελε νὰ μερώσῃ, μὲ ὅλα τὰ νανουρίσματα καὶ τὰ τραγούδια, ποὺ τοῦ ἔλεγεν ἡ μάννα του. Οἱ κανονιὲς εἶχον ἀντηχήσει πολύ, κι ἐβόησεν ὅλη ἡ Ἠχώ, ἡ Ἀναγκιὰ τοῦ Κάστρου ἀντικρὺ στὰ δύο κάτασπρα νησιά, στοὺς βράχους καὶ στὰ ἄντρα.
Κάτω στὸ Κιόσκι, στὸν ἀρχοντομαχαλάν, κοντὰ εἰς τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, ἡ Σεραϊνώ, ὁποὺ ἠγρύπνει εἰς τὸ σπίτι τοῦ Κουμπή, ἤκουσε τοὺς κανονιοβολισμούς, καὶ μόνη αὐτὴ τοὺς ἐξήγησεν εἰς τὴν ἀληθῆ σημασίαν των·
- Στερεωμένοι, καλοῤῥίζικοι, ἐψιθύρισε, σχεδὸν ἄνευ πικρίας. Μὲ γυιούς, Κουμπή.
Ἀπὸ τῆς στιγμῆς ἐκείνης ἡ Σεραϊνὼ ὑπελόγιζε μετὰ βεβαιότητος ὅτι, ἐντὸς δύο ὡρῶν τὸ πολύ, τὸ ζεῦγος ἔμελλε νὰ φθάσῃ στὸ Κάστρον. Διότι δὲν θὰ ἦτο πιθανὸν νὰ πιστεύσῃ τις ὅτι θὰ ἐξημέρωναν ἐπὶ τῆς ναυαρχίδος.
Ἐσκέφθη, ὅτι ἔπρεπε νὰ ζητήσῃ τῆς Λελούδας τὸ κλειδί, νὰ ὑπάγῃ νὰ διέλθῃ αὐτὴ τὸ λοιπὸν τῆς νυκτὸς ἀντικρύ, εἰς τὸ μικρὸ σπιτάκι ἐκείνης. Τότε ἐνθυμήθη, ὅτι τὸ κλειδὶ τὸ εἶχεν ἀφήσει ἡ Λελούδα εἰς τῆς Κουμπίνας, ἀκριβῶς εἰς τὸν ἀνατολικὸν θάλαμον, ὅπου εὑρίσκετο τώρα αὐτή. Τὸ εἶχε κρεμάσει εἰς καρφί, ὑποκάτω στὰ εἰκονίσματα.
Ἡ Σεραϊνὼ ἀνέβλεψε καὶ τὸ εἶδεν ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ κανδηλίου.
Ἔκαμεν ἀκουσίαν χειρονομίαν νὰ τὸ λάβῃ. Εἶτα ἐκρατήθη, κι εἶπε: «Καλλίτερα, ἂς ἔλθῃ, νὰ τῆς τὸ ζητήσω».
Τέλος περὶ τὴν μίαν μετὰ τὰ μεσάνυχτα ἔφθασεν ἤρεμα καὶ ἐν ἄκρᾳ σιωπῇ τὸ ζεῦγος τῶν νεονύμφων. Ὁ Κουμπής, ἔχων τόσην ἐπιῤῥοὴν πάντοτε, ἀλλὰ πολλαπλασιαζομένην τώρα ὡς ἐκ τῆς παρουσίας τοῦ τουρκικοῦ στόλου, εἶχε προδιαθέσει τοὺς προεστοὺς καὶ τὴν πολιτοφυλακήν, λέγων, ὅτι εἶχε σπουδαίαν ὑπόθεσιν ἐπάνω στὴν φεργάδα, καὶ ὅτι θὰ ἔφθανε πολὺ ἀργὰ τὴν νύκτα. Ὅθεν ἦτο ἀνάγκη νὰ χαμηλώσουν τὴν γέφυραν καὶ ν᾿ ἀνοίξουν τὰς πύλας τοῦ φρουρίου.
Ἡ Σεραϊνὼ ἤνοιξε τὴν θύραν εἰς τὸ πρῶτον κροῦσμα, ἐστάθη σταθερά, ὑπομειδιῶσα καὶ τοὺς ηὐχήθη:
- Στερεωμένοι! καλοῤῥίζικοι! μὲ γυιούς, Κουμπή...
- Πῶς ξέρεις;
- Ἦρθ᾿ ἕνα πουλάκι καὶ μοὖπε.
Ἐστράφη πρὸς τὴν Λελούδαν.
- Νά πάρω τὸ κλειδὶ τοῦ σπιτιοῦ σου, νὰ πάω νὰ κοιμηθῶ ἀπόψε;
Ἡ Λελούδα κατένευσε δακρύουσα. Εἶτα ἐπρόφερε:
- Νά μὲ σχωρέσῃς!
- Σχωρεμένη καὶ βλοημένη νἆσαι, εἶπεν ἐν ἐγκαρτερήσει ἡ πρώην Κουμπίνα.
Τὴν ἐπαύριον πρωὶ ὁ Κουμπής, καθὼς ἐξῆλθε διερχόμενος πρὸ τῆς θύρας τοῦ πενιχροῦ οἰκίσκου, ἔκραξε τὴν γυναῖκα καὶ τῆς εἶπε:
- Σεραϊνὼ (ἔπαυσε πλέον νὰ τὴν ὀνομάζῃ Κουμπίνα), πάρε τὰ ῥοῦχα σου, τὰ εἴδη σου, τ᾿ ἀτομικά σου, πάρε καὶ κάμποσα δικά μου, ὅσα θέλεις, καὶ σῦρε νὰ καθίσῃς στὸ σπίτι τὸ δικό σου, ἐκεῖ στὸ Πρεγάδι. Θὰ στείλω μαστόρους νὰ τὸ μερεμετίσουν, ὅ,τι χρειάζεται, σήμερα. Καὶ σὲ παρακαλῶ, ὅσο μπορεῖς, νὰ τἄχῃς καλὰ μὲ τὴν Κουμπίνα.
- Ἐγὼ θὰ τἄχω καλὰ μὲ τὴν νέαν Κουμπίνα, ὅπως τὰ εἶχα καὶ μὲ τὴν Λελούδα, ἀπήντησεν ἡ ἁπλῆ ψυχή.
Καὶ σὲ περικαλῶ, Κουμπή, νὰ μ᾿ ἀφήσῃς νὰ καθίσω στὸ σπίτι σου, νὰ σοῦ ἀνατρέφω τὰ παιδιὰ ποὺ θὰ κάμῃς.
- Καλά, ὁ Θεὸς σὲ φωτίζει νὰ φέρνεσαι ἔτσι, ἁγία ψυχή, εἶπε, μὴ δυνάμενος νὰ κρατήσῃ, ὁ σκληρός, τὴν συγκίνησίν του.
Ἔκτοτε ὁ Κουμπὴς Νικολάου ὠνομάσθη ἀπ᾿ ὅλον τὸ χωρίον Καραχμέτης, ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ Τούρκου ναυάρχου, κι οἱ ἀπόγονοί του ὀνομάζονται μέχρι σήμερον Καραχμεταῖοι.
Διότι ἔτεκεν ἡ Λελούδα, καὶ ἡ Σεραΐνα ἀνέθρεψε, τὸν Κονόμον (Ἀλέξανδρον), τὸν Μόσκοβον, τὸν Γεώργιον, τὸν Θωμᾶν καὶ ἄλλας τόσας θυγατέρας.
Ὀλίγους μῆνας μετὰ τὸν γάμον, ἡ Λελούδα ἔκαμεν ἓν φοβερὸν λάθος, λίαν ἐπικίνδυνον. Ἦτο μεγάλη ἑορτή, τῶν Βαΐων, κι ὁ Κουμπὴς ἐξύπνησε λίαν πρωί, νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν Χριστόν, νὰ λειτουργηθῇ.
Ἡ νέα Κουμπίνα τοῦ εἶχε παραθέσει ἐπὶ τοῦ καναπὲ τὰ φορέματά του, διὰ ν᾿ ἀλλάξῃ, ἀλλ᾿ ἐπάνω εἰς τὴν βίαν καὶ τὸν φανατισμόν της, ἐπειδὴ ἐπτοεῖτο καὶ τὰ ἔχανεν εἰς τὰς φωνὰς καὶ τὴν αὐστηρότητα τοῦ Κουμπή, ἀντὶ νὰ βάλῃ ποκάμισον τοῦ Κουμπή, τὸ ὁποῖον ἦτο μεταξωτὸν καὶ μὲ πλατείας κεντητὰς χειρίδας, ὅπως ἐσυνήθιζον τότε οἱ πρόκριτοι [οἱ δημογέροντες], ἔβαλεν ὑποκάμισον χρυσοκέντητον ἰδικόν της.
Ὁ Κουμπὴς τὸ ἐφόρεσεν εἰς τὸ θαμπερὸν τῆς αὐγῆς καὶ εἰς τὸ τρέμον φῶς τοῦ κανδηλίου, (μὲ ὑπναλέα ἀκόμη ὄμματα), ἐφόρεσε τὸ πανωβράκι, τὸ λαχωρὸ ζωνάρι καὶ τὴν βελουδένιαν τζάκαν του, καὶ ἐξῆλθεν.
Ὅταν εἰσῆλθεν εἰς τὸν ναόν, οἱ προεστοὶ γύρω, στὸν χορόν, εἶδον τὸ λάθος. Ἐκοίταξαν τὸ γυναικεῖον ὑποκάμισον τοῦ Κουμπή, καί τινες ὑπεψιθύρισαν, κι ἐδάγκασαν τὰ χείλη των, διὰ νὰ μὴ μειδιάσουν.
Ὁ Κουμπὴς τὸ ἐστοχάσθη. Ἐκοίταξε καλὰ τὸ ἴδιον στῆθος καὶ τὸν κορμὸν καὶ τὰς χεῖρας του καὶ τὸ ἀνεκάλυψεν.
Ἐξῆλθε δρομαίως. Ἐφρύαξε κι ἔτρεξε μὲ σκοπὸν καὶ ἀπόφασιν νὰ σκοτώσῃ τὴν Λελούδαν.
Αἱ δύο γυναῖκες εἶχον ἐνδυθῆ. Ἐφόρεσαν ἡ παλαιὰ Κουμπίνα τὰ σεμνὰ καὶ ταπεινά της, κι ἡ νέα τὰ νυφιάτικα, τὰ ὁποῖα δὲν εἶχε φορέσει στὸν γάμο της, κι ἦσαν ἕτοιμαι νὰ ἐξέλθωσι, διὰ τὴν ἐκκλησίαν.
Μὲ ἓν βλέμμα ἡ Σεραΐνα ἐνόησεν ἅμα εἶδε τὸν Κουμπήν.
Οὗτος ἐσήκωσεν ἤδη τὴν χονδρὴν καὶ σιδεροκέφαλον ῥάβδον του ἐνάντιον τῆς Λελούδας:
- Παλιοβρώμα!...
Ἡ Σεραΐνα ἔπεσεν ἐπάνω στὴν ῥάβδον, εἰς τὰ γόνατά του, εἰς τοὺς πόδας του.
- Ἔλεος, Κουμπή, ἔλεος! Δὲν τὸ ἤθελεν ἡ καημένη. Λάθος ἔκαμε, ἐπάνω στὴ βία της, στὴ σαστιμάρα της. Δὲν ἐπῆρε ἀκόμη τὰ χούϊα σου, τὰ συστήματά σου, Κουμπή.
Σχώρεσέ την γιὰ πρώτη φορά, Κουμπή μου, σχώρεσέ την. Ἔλεος, Κουμπή μου, ἔλεος!
Ὁ Κουμπὴς ἐκάμφθη.
Ἡ Σεραΐνα ἐπέζησε δέκα ἢ δώδεκα ἔτη, ὅσα ἤρκουν διὰ ν᾿ ἀναθρέψῃ τὰ τέκνα τοῦ Κουμπή. Ἀνεπαύθη κι ἐτάφη ἔξωθεν τοῦ ναΐσκου τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, σιμὰ εἰς τὴν πελωρίαν κοκκινομορέαν καὶ παρακάτω ἀπὸ τὸν τεράστιον σχοῖνον, κυρτὸν ἐν εἴδει καλύβης καὶ ἀποστάζοντα δάκρυ λιβάνου, καὶ ἀντικρὺ εἰς τὴν ὡραίαν καὶ τόσον ζωηρὰν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, τὴν ἐπὶ τοῦ ἀνωφλίου τοῦ ναοῦ.
Ὅταν ἐπῆγαν μετὰ τρία ἔτη νὰ σκάψουν διὰ τὴν ἀνακομιδὴν τῶν λειψάνων της, λεπτὸν θεσπέσιον ἄρωμα ὡς βασιλικοῦ, μόσχου καὶ ῥόδου ἅμα, ἀνῆλθεν εἰς τοὺς μυκτῆρας τοῦ ἱερέως, τοῦ σκάπτοντας ἐργάτου, τῆς Λελούδας καὶ δύο ἄλλων παρισταμένων γυναικῶν.
Τὰ κόκκαλά της εἶχον εὐωδιάσει.
(1909)
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
-----------------------------------------------------------------------------
Ὁ γάμος τοῦ Καραχμέτη ἢ Τὸ συναξάρι μίας ἁγίας συζύγου
(σχόλια)
Ἄν μοῦ ζητοῦσαν νὰ δώοω μὲ δύο λέξεις τὸ νόημα καὶ τὸ μήνυμα τοῦ διηγήματος τοῦ Παπαδιαμάντη «Ὁ Γάμος τοῦ Καραχμέτη», θὰ ἔλεγα ὅτι τὸ διήγημα αὐτὸ εἶναι τὸ συναξάρι μίας Ἁγίας Συζύγου.
Τοῦτο ὅμως μὲ ὑποχρεώνει νὰ δώσω μίαν ἐξήγηση τοῦ ὅρου «συναξάρι».
Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας βρίσκεται διατυπωμένη στὶς Γραφὲς καὶ στὰ κείμενα τῶν Πατέρων.
Αὐτὴ ἡ διδασκαλία, ὅμως, ὅσο κι ἂν εἶναι τέλεια διατυπωμένη, θὰ ἐκινδύνευε νὰ παραμείνει ἀνενέργητη ὑψηλὴ θεωρία, ἂν δὲν ὑπῆρχαν τὰ παραδείγματα τῶν Ἁγίων, ποῦ μᾶς δείχνουν τὸν τρόπο - ἢ μᾶλλον τὴν ἀπέραντη ποικιλία τῶν τρόπων- καθὼς καὶ τὸ μέτρο, κατὰ τὸ ὁποῖο εἶναι δυνατὸν νὰ βιωθεῖ ἡ διδασκαλία αὐτή.
Αὐτοὺς ἀκριβῶς τοὺς τρόπους κι αὐτὸ τὸ μέτρο τὰ βρίσκουμε στὶς γραπτὲς διηγήσεις γιὰ τὴ ζωὴ τῶν Ἁγίων, ποῦ ἀποτελοῦν τὰ συναξάρια.
Ἀλλὰ ἕνα συναξάρι δὲν εἶναι μία ἱστορικὴ βιογραφία, ὅπως ἀκριβῶς μία βυζαντινὴ εἰκόνα ἑνὸς Ἁγίου δὲν εἶναι τὸ πορτραῖτο του.
Τὸ συναξάρι εἶναι μία διήγηση ποῦ προσπαθεῖ νὰ μᾶς κάνει καταληπτὸ τὸ πέρασμα ἑνὸς ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ φυσικὴ ζωὴ στὴ ζωὴ τῆς ἁγιότητας, τὴ μεταμόρφωση τοῦ «παλαιοῦ ἀνθρώπου» σὲ ἄνθρωπο ποῦ μετέχει ἀπὸ τώρα στὴν «καινὴ κτίση».
Τὰ συναξάρια τῶν Ἁγίων, παρὰ τὸ ἁπλοϊκό τους ὕφος, κλείνουν τόσο βάθος καὶ τόση ἀληθινὴ σοφία, ὥστε διαβάζοντας τὰ νοιώθει κανεὶς τὴ δροσιὰ τοῦ Θαβώρειου Ὄρους καὶ τὶς ἀνταύγειες τοῦ φωτὸς τῆς Μεταμορφώσεως.
Ἀκριβῶς τὸ αἴσθημα αὐτὸ εἶχα κι ἐγὼ ὅταν διάβασα τὸ διήγημα «Ὁ γάμος τοῦ Καραχμέτη», γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ χαρακτήρισα αὐθόρμητα σὰν συναξάρι, μία καὶ ἀναφέρεται σὲ πρόσωπα ποὺ ἔζησαν πραγματικά.
Τὸ διήγημα κινεῖται σὲ δύο διαφορετικὰ ἐπίπεδα. Τὸ πρῶτο ἀπὸ αὐτά, στὸ ὁποῖο κυριαρχεῖ ἢ μορφὴ τοῦ Κουμπῆ, εἶναι τὸ ἐπίπεδο τοῦ «φυσικοῦ κόσμου», ὅπως διαμορφώθηκε μετὰ τὴν Πτώση.
Ὁ Κουμπὴς εἶναι ὁ «φυσικὸς ἄνθρωπος», ποῦ κινεῖται ἀπὸ τὴ φυσικὴ ἐπιθυμία σ ἕναν ἀπελπισμένο ἀγώνα ἐπιβίωσης: πασχίζει ν᾿ ἀποχτήσει παιδιά, νὰ ἐξασφαλίσει αὐτὴ τὴ δυναμικὴ ἔκφραση ἀθανασίας, παρατείνοντας τὴ βιολογική του συνέχεια πάνω στὴ γῆ.
Γνώριμα σχήματα τοῦ κόσμου αὐτοῦ εἶναι οἱ διάφοροι κοινωνικοὶ καὶ θρησκευτικοὶ θεσμοί, οἱ «δερμάτινοι χιτῶνες», ποὺ δόθηκαν ἀπὸ τὸ Θεὸ στὸν ἐξόριστο ἄνθρωπο σὰν ἐφόδια, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἐπιβιώσει στὴν περιπλάνησή του μέσα στὴν ἔρημό της ζωῆς, ἄλλα καὶ σὰν βοήθεια γιὰ νὰ ξαναβρεῖ τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς.
Ὁ Κουμπὴς τρέφει βαθύτατο σεβασμὸ στὰ θρησκευτικὰ καὶ κοινωνικὰ σχήματα: τρέμει τὴν καταδίκη τοῦ μοιχοῦ, ἀπορρίπτει τὴν παράνομη συμβίωση, κάνει τὸ πᾶν γιὰ νὰ ἐκπληρώσει τὴν ἐπιθυμία του κάτω ἀπὸ τὸ κάλυμμα κάποιας νομιμότητας.
Ὅλα αὐτὰ ὅμως δὲν τὸν σώζουν, γιατὶ αὐτονομεῖ τὴν ἐπιθυμία του, καὶ ἡ αὐτονομία, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν οὐσία τῆς ἁμαρτίας, ὁδηγεῖ ἀναπότρεπτα στὸ θάνατο.
Ἡ ἐτυμηγορία τοῦ χωρίου, δηλαδὴ τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι κατηγορηματική:
«Ἔκτοτε ὁ Κουμπὴς ὠνομάσθη ἀπ᾿ ὅλον τὸ χωρίον Καραχμέτης...»
Τὸ ὄνομα Καραχμέτης εἶναι τούρκικο, μὴ χριστιανικό. Ἢ ἀλλαγὴ τοῦ ὀνόματος δὲν εἶναι ἁπλῶς συμβολική, σημαίνει ὅτι ἡ κοινότητα δὲν τὸν δέχεται πιὰ σὰν οἰκεῖο πρόσωπο καὶ τὸν εἰδοποιεῖ ὅτι βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴν περιοχὴ μέσα στὴν ὁποία μπορεῖ νὰ ἀναζητηθεῖ ὁ δρόμος πρὸς τὴ Ζωή.
Γιὰ νὰ φτάσουμε στὸ ἄλλο ἐπίπεδο, στὸ ὁποῖο κινεῖται ἡ Σεραϊνώ, πρέπει νὰ παραιτηθοῦμε ἀπὸ κάθε προσπάθεια ψυχολογικῆς ἑρμηνείας καὶ νὰ ξεπεράσουμε τὸ φράγμα τῶν κοινωνικῶν θεσμῶν καὶ τῆς συμβατικῆς θρησκευτικότητας.
Ἡ Σεραϊνὼ ζεϊ βέβαια μέσα στὸ φυσικὸ κόσμο, ἄλλα ὁ τρόπος ποὺ ζεῖ δὲν εἶναι «τοῦ κόσμου τούτου». Ζεῖ μέσα στὰ ἴδια κοινωνικὰ καὶ θρησκευτικὰ σχήματα ὅπως καὶ ὁ Κουμπής, χρησιμοποιεῖ τοὺς ἴδιους «δερμάτινους χιτῶνες», ὄχι ὅμως αὐτονομημένους, ἀλλὰ ὡς μέσα πορείας πρὸς τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴ Ζωή.
Τὸ βασικὸ κίνητρο στὴ σχέση της μὲ τὸν Κουμπὴ δὲν εἶναι ἡ φυσικὴ ἐπιθυμία, ἄλλα ἡ βίωση τοῦ γάμου στὴ μυστηριακὴ μορφή του, ὅπως τὸν παραδίδει ἡ Ἐκκλησία.
Ὁ Κουμπὴς εἶναι ὁ σύζυγός της καὶ ὑποτάσσεται σ αὐτὸν «ὥσπερ ἡ Ἐκκλησία ὑποτάσσεται τῷ Χριστῷ».
Αὐτὴ ἡ μεταμορφωμένη συζυγία ἔχει πάρει τὴ θέση τοῦ φυσικοῦ νόμου στὴ ζωή της.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ζεῖ τὴν ἐκπληκτικὴ γαμήλια σχέση τῆς τόσο ἁπλὰ καὶ τόσο φυσικά, ὅπως ἀναπνέει ἢ περπατάει.
Μία τέτοια σχέση εἶναι ἀκατάλυτη, κανένα γεγονὸς καὶ κανένας νόμος δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ τὴν κλονίσει:
ἡ εἴσοδος τῆς Λελούδας μόλις ἀγγίζει τὴ Σεραϊνώ, δὲν εἶναι παρὰ ἕνα ἁπλὸ ἐπεισόδιο στὴ ζωή της, τὸ θεωρεῖ φυσικὸ καὶ αὐτονόητο νὰ μείνει κοντὰ στὸν ἄντρα της, νὰ ἀναθρέψει τὰ παιδιά του.
Δὲν πρόκειται ἐδῶ γιὰ μία πράξη αὐτοθυσίας, ἀλλὰ γιὰ μία βίωση τῆς ὑποταγῆς στὸν ὑπέρτατο βαθμό, «ἐν παντί», ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος.
Αὐτὴ ἡ ὑποταγὴ ὅμως δὲν τὴν ἐκμηδενίζει ἀλλὰ τὴν ἐξαγιάζει καὶ τὴ δοξάζει.
Ἡ πρώτη ἀναγνώριση τῆς ἁγιωσύνης της γίνεται ἀπὸ τὸν Κουμπή, σ᾿ ἕνα στιγμιαῖο φωτισμό του:
«Ὁ Θεὸς σὲ φωτίζει καὶ φέρεσαι ἔτσι, ἅγια ψυχή, εἶπε, μὴ δυνάμενος νὰ συγκρατήσει ὁ σκληρὸς τὴν συγκινησίν του».
Μετὰ τὸ θάνατό της ἡ εὐωδία τῶν λειψάνων της- σημεῖο ὑπερνίκησης τῆς φθορᾶς ἤδη ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν αἰώνα- ἀναγγέλλει τὴν ἁγιότητά της σὲ ὅλους μας καὶ τὴν προβάλλει σὰν παρήγορη μαρτυρία γιὰ τὴ δυνατότητα ἐξαγιασμοῦ τοῦ βέβηλου κόσμου μας.
Πρεσβείαις, Κύριε, τῆς Ἁγίας Σεραϊνῶς καὶ πάντων σου τῶν Ἁγίων Συζύγων ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.
Τάσος Ζαννής, περιοδικὸ Σύναξη τ.26
http://orthodoxigynaika.blogspot.com/2010/02/blog-post_5867.html
--------------------------------------------------------------------------------
Στὸ διήγημα αὐτὸ μία γυναίκα δέχεται μὲ ἀνοιχτὲς ἀγκάλες τὴ νέα γυναίκα τοῦ ἄνδρα της καὶ τὴν φέρνει μέσα στὸ σπίτι. Καὶ κάθεται καὶ ἀνατρέφει τὰ παιδιά της.
Καὶ ὅταν κάποια μέρα αὐτὴ σὰν ἀρχάρια- ἦταν καὶ ημίφως- ἔκανε λάθος, καὶ τὸ πρωὶ ἔβγαλε δικό της πουκάμισο, ἀπὸ τὰ κεντητά, νὰ τὸ φορέσῃ ὁ ἄντρας της ἀντὶ γιὰ τὸ δικό του, καὶ πῆγε στὴν ἐκκλησία καὶ γελοῦσαν οἱ ἄλλοι προεστοὶ μὲ τὸ πουκάμισο ποὺ φοροῦσε -τῆς γυναίκας του-, γύρισε πίσω ἕτοιμος νὰ τὴν χτυπήσει καὶ ἔπεσε ἐπάνω του καὶ τὸν μαλάκωσε ἡ πρώτη γυναίκα του ποὺ εἶχε μείνει σὰν ὑπερέτρια.
«Μή, ἔλεος Κουμπή μου, δὲν τό ῾ξερε».
Αὐτὴ ἡ γυναίκα εἶχε δύναμη νὰ γίνῃ μάρτυρας. Ποιὸς εἶναι αὐτός, ὁ ὁποῖος θὰ σταθῇ ἀπέναντί της καὶ θὰ τῆς πῇ:
«Μὴν προχωρῇς περισσότερο, σταμάτα μέχρι ἐκεῖ, ἀφοῦ αὐτὸς δὲν ἀνταποκρίνεται». Αὐτὴ εἶχε τὴ δύναμη νὰ γίνῃ μάρτυρας.
Φαινομενικὰ ἐπικράτησε τὸ δίκαιο τοῦ ἄντρα της. Πῆρε δεύτερη γυναίκα προχώρησε, καὶ ἐκείνη ἔμεινε στὸ περιθώριο.
Ἀλλὰ αὐτὴ ὅταν ἔβγαλαν τὰ ὀστᾶ της μετὰ τὸ θάνατό της, εἶχε μυροβλύσει.
Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ θὰ πῇ σὲ κάποιον «μὴ γίνῃς μάρτυρας» ἂν ἔχῃ τὴ δυνατότητα καὶ τὸ μπορῇ.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἡ χαρὰ τῆς ζωῆς καὶ τῆς δημιουργίας» τοῦ π. Βασιλείου Θερμοῦ
πηγη