Όταν το ζεύγος... «διασκεδάζει»
Απολαύστε το:
(Ο κύριος και η κυρία Παραξενίδου βρίσκονται στο θέατρο για να ακούσουν το μελόδραμα και έχουν θέσεις στην πρώτη σειρά της αίθουσας.
«Η κυρία. – Αφού μια φορά αξιώθηκε και η ευγένεια σου να με φέρης στο θέατρο, έπρεπε τουλάχιστον να βρης θέσεις της προκοπής. Εσύ, όμως, θα είπες μέσα σου: “Πολύ της είναι κι’ αυτό!”.
Ο κύριος. – Μα, γυναίκα μου, είμαστε στις πρώτες θέσεις και προς τη μέση. Πλήρωσα ένα σωρό λεφτά γι’ αυτά τα καθίσματα κι’ όλος ο κόσμος τα θεωρεί από τις καλύτερες θέσεις του θεάτρου. Πού ήθελες να σε πάω; Σε θεωρείο;
Η κυρία. – Γιατί τάχα μιλάς με τόση ειρωνεία για το θεωρείο; Κατά τη γνώμη σου θα το εξευτέλιζα αν πήγαινα εκεί, ε!... Καλύτερα να μη μ’ έφερνες στο θέατρο, αφού είχες σκοπό να μου κάνης τέτοια κομπλιμέντα.
Ο κύριος. – Μα όχι, όχι! Μόνο σου το είπα για να σου αποδείξω πως ύστερα από το θεωρείο, καλύτερες θέσεις είναι η δικές μας. Τα άλλα θεωρεία είναι πολύ ψηλά, μ’ εννοείς; Και στο ταμείο του θεάτρου, όταν ζήτησα από τις καλύτερες θέσεις, μου έδωσαν αυτές εδώ. Θαρρώ δα πως δεν είναι και φτηνές!
Η κυρία. – Έτσι, πήγες και πέταξες τα λεφτά χωρίς καν να δης πού είναι τα καθίσματά μας; Ώστε αν μας έβαζαν και στο υπερώο, δεν θα έλεγες τίποτα!
Ο κύριος. – Θέσις που πληρώνεται τόσο, δεν μπορεί να είναι στο υπερώο.
Η κυρία. – Αλλά είναι τέλος πάντων εδώ που είναι, εδώ που έτυχαν να είναι...
Ο κύριος. – Μα τα διάλεξα εγώ στο τυπωμένο σχέδιο του θεάτρου που μας έδειξαν στο ταμείο.
Η κυρία. – Ώστε τα πήρες χωρίς να τα δης, χωρίς να δοκιμάσης αν είναι μαλακά.
Ο κύριος. – Μα κανένας δεν συνηθίζει να το κάνη αυτό. Έπειτα, την ώρα εκείνη ήταν θεοσκότεινα εδώ μέσα.
Η κυρία. – Χάθηκαν τα φανάρια;
Ο κύριος. – Ω!
Η κυρία. – Τι ω;... Αλλά βέβαια, τι σε μέλλει αν πονέσουν τα κόκκαλά μου σ’ αυτά τα σανίδια που μ’ εκάθησες! Φτάνει εσύ να μη χαλάσης την ησυχία σου.
Ο κύριος. – Να σου βάλω το πανωφόρι μου να καθήσης απάνω;
Η κυρία. – Ωραίο προσκεφαλάκι!... Όλα σου τα κομπλιμέντα είναι του αυτού είδους. Αντί να μου στρώσης το πανωφόρι σου, καλύτερα θα έκανες να πας να ανοίξης την πόρτα να αναπνεύσω λιγάκι, που μ’ έπνιξε η γειτόνισσά μου εδώ με τις μυρουδιές της.
Ο κύριος. – Μα πώς μπορώ να αναστατώσω όλο τον κόσμο για να περάσω, αφού άρχισε η παράστασις;
Η κυρία. – Α, βέβαια, για τους ξένους σε μέλλει και για μένα, για τη μητέρα των παιδιών σου, δεν σε μέλλει τίποτε.
Ο κύριος. – Έπειτα, και αν την άνοιγα, θα γινόταν ρεύμα κι’ όλοι θα έτρεχαν να την κλείσουν.
Η κυρία. – Ώστε πρέπει σώνει και καλά να λιποθυμήσω εγώ για το χατήρι αυτής εδώ;
Ο κύριος. – Σουτ! Να μη σ’ ακούση!
Η κυρία. – Να μη μ’ ακούση; Ας μην έβαζε τόσες μυρωδιές, σαν καμμιά πατσαβούρα!...
Ο κύριος. – Μυρωδιές βάζουν και η καθώς πρέπει κυρίες.
Η κυρία. – Με άλλους λόγους, εγώ δεν είμαι καθώς πρέπει; Νέο κομπλιμέντο πάλι! Κρίμα που δεν πήρες εσύ αυτό το μυρωδάτο φρούτο, να κάθεσαι όπως κάθεται παρέκει ο άντρας της στο πλάι της σαν σκύλος!
Ο κύριος. – Κάνει ο άνθρωπος ό,τι έπρεπε να κάνουμε κι’ εμείς. Προσέχει στην παράστασι.
Η κυρία. – Ωραία παράστασις! Δεν καταλαβαίνω τίποτα!
Ο κύριος. – Αν πρόσεχες, αντί να μιλάς!
Η κυρία. – Να κάθομαι με κλειστό το στόμα, βουβή;...
Ο κύριος. – Δεν είπα αυτό... Αλλά τέλος πάντων άμα ανοίξη η σκηνή, είναι συνήθεια να μη μιλάη κανείς.
Η κυρία. – Και να βλέπη αυτές τις αηδίες!
Ο κύριος. – Δεν μου φαίνονται αηδίες...
Η κυρία. – Έτσι ε! Και πού γίνονται, σε παρακαλώ, αυτά που βλέπεις τώρα πάνω στη σκηνή; Ενώ τους κυνηγούν και βιάζουνται να φύγουν, αυτοί κάθονται και τραγουδούν κι’ όχι ένας-ένας, παρά όλοι τους μαζύ. Έπειτα όποιος μπαίνει και βγαίνει, ανοίγει και τα δυο φύλλα της πόρτας, σαν να έχη να περάση κανένα μπαούλο κι’ έπειτα η πόρτα κλείνει μόνη της... Δεν είναι αηδίες αυτά, Δημητράκη;
Ο κύριος. – Υποτίθεται ότι η πόρτες δεν κλείνουν μόνες. Κάποιος υπηρέτης είναι πίσω και τις κλείνει.
Η κυρία. – Κάθε κάμαρα λοιπόν και υπηρέτης. Ωραίο νοικοκυριό! Αυτά έρχεται να μάθη κανείς στο θέατρο; Και μου έλεγες χτες πως το θέατρο είναι σχολείο μορφώσεως ηθών. Ωραία ήθη μορφώνει. Κύτταξε κρυφομιλήματα εκείνη η χοντρή που φωνάζει μαζύ μ’ εκείνον τον κοντό με το μούσι. Δεν ντρέπεται, παντρεμένη γυναίκα! Κι’ ο άντρας της κουφός είναι και δεν ακούει τα ξεφωνητά της;
Ο κύριος. – Μην τα παίρνης τα πράγματα έτσι τραγικά.
Η κυρία. – Τώρα θα μου πης πως θα ήσουν πολύ ευχαριστημένος αν είχες την τύχη εκείνου με το μούσι... Βλέπω δα και με τι γουρλωμένα μάτια την κυττάζεις τη φωνακλού.
Ο κύριος. – Μα επί τέλους, γιατί ήρθα εδώ; Για να κλείσω τα μάτια μου και να ακούσω εσένα;
Η κυρία. – Όχι, κύριε, ήρθες με τρεις σκοπούς και τους τρεις εναντίον μου: Πρώτα να μου σπάσης τα κόκκαλα στους πάγκους, δεύτερο να με δηλητηριάσης με τις αποπνικτικές μυρωδιές της γειτόνισσάς μου και τρίτο να μου διαφθείρης τα ήθη!
Ο κύριος. – Σε παρακαλώ, σώπα! Ο κόσμος γελάει μαζύ μας.
Η κυρία. – Γελάει μαζύ σου. Σε οικτίρει κι’ έχει δίκηο. Αν σου αρέση αυτό, μείνε. Εγώ φεύγω, έσκασα, δεν αντέχω! Έλα, έλα πάμε στο ταμείο να πάρουμε πίσω τα λεφτά μας. Θα τους πάω στην αστυνομία! Εσύ να έρχεσαι μαζύ και να μη μιλάς, αφού δεν είσαι άξιος για τίποτε, να αφήσης εμένα να τους βάλω γνώσι. Ακούς εκεί να έρχεται κανείς στο θέατρο για να δη τέτοιες ξετσιπωσιές!... Ορίστε... άρχισαν τα φιλιά τώρα. Ου, να χαθούνε οι βρωμιάρηδες!...
Ο κύριος. – Μα αφού είναι μητέρα και γυιός, γιατί να μη φιληθούν;
Η κυρία. – Θέλεις να τα σκεπάσης κιόλας! Πού βρέθηκε μητέρα συνομήλικη με τα παιδιά της; Το λέει έτσι ψέματα από ντροπή. Θα μείνης να τους καμαρώσης; Εγώ φεύγω.
Ο κύριος. – Στάσου τουλάχιστον να τελειώση η πράξις.
Η κυρία. – Έφυγα!... Τέτοιες πράξεις να τις κάνουν σπίτι τους, οι μα-γκούφηδες!...
Ο κύριος. – Θ’ αναστατώσουμε τον κόσμο.
Η κυρία. – Αν δεν πας εμπρός εσύ να ανοίξης δρόμο, θ’ αρχίσω να περπατώ πάνω στα γόνατα των θεατών!
Ο κύριος. – Μα έχε λίγη υπομονή επί τέλους!
Η κυρία. – Ω! ω! τα νεύρα μου!... Ιχ!... Ωχ!... Ιχ!...
(Πέφτει λιπόθυμη στην αγκαλιά του κυρίου της. Αυτός, βοηθούμενος από έναν άγνωστο, την κουβαλάει στο αμάξι.)»
πηγή
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Από το βιβλίο μου «Πόθοι και πάθη στην Παλιά Αθήνα» σας έχω σήμερα ένα μικρό θεατρικό κομμάτι του Πολύβιου Δημητρακόπουλου που δημοσιεύτηκε στο «Μπουκέτο» το 1938.Απολαύστε το:
(Ο κύριος και η κυρία Παραξενίδου βρίσκονται στο θέατρο για να ακούσουν το μελόδραμα και έχουν θέσεις στην πρώτη σειρά της αίθουσας.
«Η κυρία. – Αφού μια φορά αξιώθηκε και η ευγένεια σου να με φέρης στο θέατρο, έπρεπε τουλάχιστον να βρης θέσεις της προκοπής. Εσύ, όμως, θα είπες μέσα σου: “Πολύ της είναι κι’ αυτό!”.
Ο κύριος. – Μα, γυναίκα μου, είμαστε στις πρώτες θέσεις και προς τη μέση. Πλήρωσα ένα σωρό λεφτά γι’ αυτά τα καθίσματα κι’ όλος ο κόσμος τα θεωρεί από τις καλύτερες θέσεις του θεάτρου. Πού ήθελες να σε πάω; Σε θεωρείο;
Η κυρία. – Γιατί τάχα μιλάς με τόση ειρωνεία για το θεωρείο; Κατά τη γνώμη σου θα το εξευτέλιζα αν πήγαινα εκεί, ε!... Καλύτερα να μη μ’ έφερνες στο θέατρο, αφού είχες σκοπό να μου κάνης τέτοια κομπλιμέντα.
Ο κύριος. – Μα όχι, όχι! Μόνο σου το είπα για να σου αποδείξω πως ύστερα από το θεωρείο, καλύτερες θέσεις είναι η δικές μας. Τα άλλα θεωρεία είναι πολύ ψηλά, μ’ εννοείς; Και στο ταμείο του θεάτρου, όταν ζήτησα από τις καλύτερες θέσεις, μου έδωσαν αυτές εδώ. Θαρρώ δα πως δεν είναι και φτηνές!
Η κυρία. – Έτσι, πήγες και πέταξες τα λεφτά χωρίς καν να δης πού είναι τα καθίσματά μας; Ώστε αν μας έβαζαν και στο υπερώο, δεν θα έλεγες τίποτα!
Ο κύριος. – Θέσις που πληρώνεται τόσο, δεν μπορεί να είναι στο υπερώο.
Η κυρία. – Αλλά είναι τέλος πάντων εδώ που είναι, εδώ που έτυχαν να είναι...
Ο κύριος. – Μα τα διάλεξα εγώ στο τυπωμένο σχέδιο του θεάτρου που μας έδειξαν στο ταμείο.
Η κυρία. – Ώστε τα πήρες χωρίς να τα δης, χωρίς να δοκιμάσης αν είναι μαλακά.
Ο κύριος. – Μα κανένας δεν συνηθίζει να το κάνη αυτό. Έπειτα, την ώρα εκείνη ήταν θεοσκότεινα εδώ μέσα.
Η κυρία. – Χάθηκαν τα φανάρια;
Ο κύριος. – Ω!
Η κυρία. – Τι ω;... Αλλά βέβαια, τι σε μέλλει αν πονέσουν τα κόκκαλά μου σ’ αυτά τα σανίδια που μ’ εκάθησες! Φτάνει εσύ να μη χαλάσης την ησυχία σου.
Ο κύριος. – Να σου βάλω το πανωφόρι μου να καθήσης απάνω;
Η κυρία. – Ωραίο προσκεφαλάκι!... Όλα σου τα κομπλιμέντα είναι του αυτού είδους. Αντί να μου στρώσης το πανωφόρι σου, καλύτερα θα έκανες να πας να ανοίξης την πόρτα να αναπνεύσω λιγάκι, που μ’ έπνιξε η γειτόνισσά μου εδώ με τις μυρουδιές της.
Ο κύριος. – Μα πώς μπορώ να αναστατώσω όλο τον κόσμο για να περάσω, αφού άρχισε η παράστασις;
Η κυρία. – Α, βέβαια, για τους ξένους σε μέλλει και για μένα, για τη μητέρα των παιδιών σου, δεν σε μέλλει τίποτε.
Ο κύριος. – Έπειτα, και αν την άνοιγα, θα γινόταν ρεύμα κι’ όλοι θα έτρεχαν να την κλείσουν.
Η κυρία. – Ώστε πρέπει σώνει και καλά να λιποθυμήσω εγώ για το χατήρι αυτής εδώ;
Ο κύριος. – Σουτ! Να μη σ’ ακούση!
Η κυρία. – Να μη μ’ ακούση; Ας μην έβαζε τόσες μυρωδιές, σαν καμμιά πατσαβούρα!...
Ο κύριος. – Μυρωδιές βάζουν και η καθώς πρέπει κυρίες.
Η κυρία. – Με άλλους λόγους, εγώ δεν είμαι καθώς πρέπει; Νέο κομπλιμέντο πάλι! Κρίμα που δεν πήρες εσύ αυτό το μυρωδάτο φρούτο, να κάθεσαι όπως κάθεται παρέκει ο άντρας της στο πλάι της σαν σκύλος!
Ο κύριος. – Κάνει ο άνθρωπος ό,τι έπρεπε να κάνουμε κι’ εμείς. Προσέχει στην παράστασι.
Η κυρία. – Ωραία παράστασις! Δεν καταλαβαίνω τίποτα!
Ο κύριος. – Αν πρόσεχες, αντί να μιλάς!
Η κυρία. – Να κάθομαι με κλειστό το στόμα, βουβή;...
Ο κύριος. – Δεν είπα αυτό... Αλλά τέλος πάντων άμα ανοίξη η σκηνή, είναι συνήθεια να μη μιλάη κανείς.
Η κυρία. – Και να βλέπη αυτές τις αηδίες!
Ο κύριος. – Δεν μου φαίνονται αηδίες...
Η κυρία. – Έτσι ε! Και πού γίνονται, σε παρακαλώ, αυτά που βλέπεις τώρα πάνω στη σκηνή; Ενώ τους κυνηγούν και βιάζουνται να φύγουν, αυτοί κάθονται και τραγουδούν κι’ όχι ένας-ένας, παρά όλοι τους μαζύ. Έπειτα όποιος μπαίνει και βγαίνει, ανοίγει και τα δυο φύλλα της πόρτας, σαν να έχη να περάση κανένα μπαούλο κι’ έπειτα η πόρτα κλείνει μόνη της... Δεν είναι αηδίες αυτά, Δημητράκη;
Ο κύριος. – Υποτίθεται ότι η πόρτες δεν κλείνουν μόνες. Κάποιος υπηρέτης είναι πίσω και τις κλείνει.
Η κυρία. – Κάθε κάμαρα λοιπόν και υπηρέτης. Ωραίο νοικοκυριό! Αυτά έρχεται να μάθη κανείς στο θέατρο; Και μου έλεγες χτες πως το θέατρο είναι σχολείο μορφώσεως ηθών. Ωραία ήθη μορφώνει. Κύτταξε κρυφομιλήματα εκείνη η χοντρή που φωνάζει μαζύ μ’ εκείνον τον κοντό με το μούσι. Δεν ντρέπεται, παντρεμένη γυναίκα! Κι’ ο άντρας της κουφός είναι και δεν ακούει τα ξεφωνητά της;
Ο κύριος. – Μην τα παίρνης τα πράγματα έτσι τραγικά.
Η κυρία. – Τώρα θα μου πης πως θα ήσουν πολύ ευχαριστημένος αν είχες την τύχη εκείνου με το μούσι... Βλέπω δα και με τι γουρλωμένα μάτια την κυττάζεις τη φωνακλού.
Ο κύριος. – Μα επί τέλους, γιατί ήρθα εδώ; Για να κλείσω τα μάτια μου και να ακούσω εσένα;
Η κυρία. – Όχι, κύριε, ήρθες με τρεις σκοπούς και τους τρεις εναντίον μου: Πρώτα να μου σπάσης τα κόκκαλα στους πάγκους, δεύτερο να με δηλητηριάσης με τις αποπνικτικές μυρωδιές της γειτόνισσάς μου και τρίτο να μου διαφθείρης τα ήθη!
Ο κύριος. – Σε παρακαλώ, σώπα! Ο κόσμος γελάει μαζύ μας.
Η κυρία. – Γελάει μαζύ σου. Σε οικτίρει κι’ έχει δίκηο. Αν σου αρέση αυτό, μείνε. Εγώ φεύγω, έσκασα, δεν αντέχω! Έλα, έλα πάμε στο ταμείο να πάρουμε πίσω τα λεφτά μας. Θα τους πάω στην αστυνομία! Εσύ να έρχεσαι μαζύ και να μη μιλάς, αφού δεν είσαι άξιος για τίποτε, να αφήσης εμένα να τους βάλω γνώσι. Ακούς εκεί να έρχεται κανείς στο θέατρο για να δη τέτοιες ξετσιπωσιές!... Ορίστε... άρχισαν τα φιλιά τώρα. Ου, να χαθούνε οι βρωμιάρηδες!...
Ο κύριος. – Μα αφού είναι μητέρα και γυιός, γιατί να μη φιληθούν;
Η κυρία. – Θέλεις να τα σκεπάσης κιόλας! Πού βρέθηκε μητέρα συνομήλικη με τα παιδιά της; Το λέει έτσι ψέματα από ντροπή. Θα μείνης να τους καμαρώσης; Εγώ φεύγω.
Ο κύριος. – Στάσου τουλάχιστον να τελειώση η πράξις.
Η κυρία. – Έφυγα!... Τέτοιες πράξεις να τις κάνουν σπίτι τους, οι μα-γκούφηδες!...
Ο κύριος. – Θ’ αναστατώσουμε τον κόσμο.
Η κυρία. – Αν δεν πας εμπρός εσύ να ανοίξης δρόμο, θ’ αρχίσω να περπατώ πάνω στα γόνατα των θεατών!
Ο κύριος. – Μα έχε λίγη υπομονή επί τέλους!
Η κυρία. – Ω! ω! τα νεύρα μου!... Ιχ!... Ωχ!... Ιχ!...
(Πέφτει λιπόθυμη στην αγκαλιά του κυρίου της. Αυτός, βοηθούμενος από έναν άγνωστο, την κουβαλάει στο αμάξι.)»
πηγή