Όταν επισκέφθηκαν το Μοναστήρι για πρώτη φορά ένας άνδρας με τη γυναίκα του, είχαν την ακόλουθη εμπειρία με τον Γέροντα, ο οποίος βέβαια δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτούς νωρίτερα.
Τον χαιρέτισαν, πήραν την ευχή του και έμειναν για λίγο δίπλα του σιωπηλοί.
Κάποια στιγμή, ρώτησε τα ονόματά τους. Έπειτα, εντελώς ξαφνικά, είπε στον σύζυγο:
– Εσένα θα σου κοπούν τα χέρια και τα πόδια!
Ο έκπληκτος επισκέπτης μόλις που κατάφερε να ψελλίσει:
– Γιατί, Γέροντα, θα μου κοπούν τα χέρια και τα πόδια;
– Γιατί της φωνάζεις; τον ρώτησε με αυστηρό, αλλά περίεργα όμορφο τρόπο, δείχνοντας τη γυναίκα του.
– Ναι, ναι, Γέροντα, πέστε τα, έκανε χαρούμενη αυτή, που κάποιος τόσο σπουδαίος πήρε το μέρος της.
Ο άντρας συγκλονίστηκε. Κατάλαβε αστραπιαία πως ήταν λάθος να μεταφέρει μέσα στο σπίτι του την ένταση της δουλειάς και να ξεσπά στη γυναίκα του άδικα, και χαμήλωσε το κεφάλι. Μέσα του ήλθαν τα πάνω κάτω.
Και τότε ο Γέροντας, αφού είδε την αλλαγή του, αφού κατάλαβε πώς ο φταίχτης συναισθάνθηκε το σφάλμα του, άλλαξε τελείως συμπεριφορά, άπλωσε το χέρι και τον χάιδεψε στο κεφάλι.
– Βρέ μανούλα μου, του είπε τρυφερά, άμα είσαι σε μια βάρκα… Έχεις μπει ποτέ σε βάρκα;
– Γέροντα, έχω μπει, ψέλλισε ντροπιασμένος ο άνθρωπος.
– Έχεις κάνει κουπί;
– Έχω κάνει.
– Με πόσα κουπιά;
– Με δύο.
– Έχεις κάνει βάρκα με ένα κουπί;
– Όχι.
– Άμα κάνεις βάρκα με ένα κουπί, πού θα πας;
– Δεν ξέρω.
– Θα γυρίζεις γύρω-γύρω, βρέ μπουμπούνα, έτσι; Έτσι είναι και με τη γυναίκα σου. Άμα τραβάς μόνο εσύ κουπί, δεν πάτε πουθενά.
Είστε μια βαρκούλα οι δύο σας, ο γάμος σας είναι μια βαρκούλα και σας έχουν ξαμολήσει μέσα στον ωκεανό.
Για να φτάσετε στο λιμάνι, πρέπει να τραβάτε και οι δύο κουπί.
Άμα τραβάς μόνο εσύ, δεν γίνεται.
Κατάλαβες;
Τον χαιρέτισαν, πήραν την ευχή του και έμειναν για λίγο δίπλα του σιωπηλοί.
Κάποια στιγμή, ρώτησε τα ονόματά τους. Έπειτα, εντελώς ξαφνικά, είπε στον σύζυγο:
– Εσένα θα σου κοπούν τα χέρια και τα πόδια!
Ο έκπληκτος επισκέπτης μόλις που κατάφερε να ψελλίσει:
– Γιατί, Γέροντα, θα μου κοπούν τα χέρια και τα πόδια;
– Γιατί της φωνάζεις; τον ρώτησε με αυστηρό, αλλά περίεργα όμορφο τρόπο, δείχνοντας τη γυναίκα του.
– Ναι, ναι, Γέροντα, πέστε τα, έκανε χαρούμενη αυτή, που κάποιος τόσο σπουδαίος πήρε το μέρος της.
Ο άντρας συγκλονίστηκε. Κατάλαβε αστραπιαία πως ήταν λάθος να μεταφέρει μέσα στο σπίτι του την ένταση της δουλειάς και να ξεσπά στη γυναίκα του άδικα, και χαμήλωσε το κεφάλι. Μέσα του ήλθαν τα πάνω κάτω.
Και τότε ο Γέροντας, αφού είδε την αλλαγή του, αφού κατάλαβε πώς ο φταίχτης συναισθάνθηκε το σφάλμα του, άλλαξε τελείως συμπεριφορά, άπλωσε το χέρι και τον χάιδεψε στο κεφάλι.
– Βρέ μανούλα μου, του είπε τρυφερά, άμα είσαι σε μια βάρκα… Έχεις μπει ποτέ σε βάρκα;
– Γέροντα, έχω μπει, ψέλλισε ντροπιασμένος ο άνθρωπος.
– Έχεις κάνει κουπί;
– Έχω κάνει.
– Με πόσα κουπιά;
– Με δύο.
– Έχεις κάνει βάρκα με ένα κουπί;
– Όχι.
– Άμα κάνεις βάρκα με ένα κουπί, πού θα πας;
– Δεν ξέρω.
– Θα γυρίζεις γύρω-γύρω, βρέ μπουμπούνα, έτσι; Έτσι είναι και με τη γυναίκα σου. Άμα τραβάς μόνο εσύ κουπί, δεν πάτε πουθενά.
Είστε μια βαρκούλα οι δύο σας, ο γάμος σας είναι μια βαρκούλα και σας έχουν ξαμολήσει μέσα στον ωκεανό.
Για να φτάσετε στο λιμάνι, πρέπει να τραβάτε και οι δύο κουπί.
Άμα τραβάς μόνο εσύ, δεν γίνεται.
Κατάλαβες;
Γέρων Αμβρόσιος Λάζαρης – Ο Πνευματικός της Μονής Δαδίου.