Ο Φραγκίσκος της Ασίζης στο βιβλίο του Καζαντζάκη με τίτλο “Ο Φτωχούλης του Θεού” περιγράφει με τον συνήθη γλαφυρό του τρόπο μιλώντας στον Φράτε Λεόνε τον μεγαλύτερο του φόβο. “Να, λέει, δεν αντέχω τους λεπρούς, φοβάμαι να τους δω. Και μόνο να αφουγκραστώ από μακριά τα κουδουνάκια, που φορούν, για να τ’ ακούν και ν’ αλαργαίνουν οι διαβάτες, λιποθυμώ”.
Η αίσθηση αυτή στους περισσότερους από μας δεν λέει απολύτως τίποτα. Δεν πρόλαβε να καταγραφεί στις μνήμες μας καθώς η λέπρα πάνε 60 χρόνια πια που δεν αποτελεί φόβητρο για την ανθρωπότητα. Στην Κρήτη όμως οι ιστορίες των λεπρών και της Σπιναλόγκας πέρασαν με τη μορφή της αφήγησης και στη γενιά μας.
Άλλωστε, το νησάκι είναι πλάι μας και όποιος πάτησε έστω και μία φορά τα χώματά του ένοιωσε το αδιόρατο σφίξιμο, που προκαλεί ένας τόσο βαριά φορτισμένος τόπος.
Πήγα πρόσφατα. Παρακινημένη από μία ιστορία που τυχαία έμαθα πως δένει κάποιον συγγενή μου με την Σπιναλόγκα. Έτυχε επίσης να μάθω πως τούτες τις μέρες (στις 30 του μήνα) θα συμπληρωθούν εκατόν πέντε χρόνια από την πρώτη μέρα, που τα κουδουνάκια των λεπρών έπαψαν να ηχούν στις ρούγες των πόλεων της Κρήτης. Ως τότε οι Χανσενικοί συνήθως ζούσαν σε άθλιους οικισμούς έξω από τις πόλεις του νησιού, τα επονομαζόμενα Μεσκήνια και βίωναν -συνάμα με την απάνθρωπη ταλαιπωρία της νόσου τους- έναν εξίσου αδυσώπητο κοινωνικό αποκλεισμό. Μέχρι την 30η Μαϊου του 1903, που η Κρητική Πολιτεία με διάταγμά της αποφάσισε την μεταφορά τους στην Σπιναλόγκα.
Λένε πως τα ονόματα που διαλέγουμε για τόπους και ανθρώπους, άλλοτε δένονται με την ιστορία τους κι άλλοτε την καθορίζουν. Η Σπιναλόγκα πήρε το όνομα της πιθανά από την
παραφθορά του ονόματος Spinalonde (ονομασία που αναφέρεται σε έγγραφα του 13ου αιώνα και παραπέμπει “στην Ελούντα” ενώ αργότερα κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας μετασχηματίστηκε σε Spina-lunga = μακρύ αγκάθι). Για 54 χρόνια το «μακρύ αγκάθι» της, τρεφόταν με τα σωματικά και ψυχικά βάσανα εκατοντάδων ανθρώπων που εξορίστηκαν στο νησί. Κρητικοί μόνο στην αρχή κι αργότερα –μετά το 1913- η Σπιναλόγκα λειτούργησε ως το «Διεθνές Λεπροκομείο» της Ευρώπης, φιλοξενώντας 1000 και πλέον ασθενείς. Οι ελπίδες για ίαση της νόσου γεννήθηκαν το 1948, όταν ανακαλύφθηκε στην Αμερική το φάρμακο που θεράπευε τον ιό της λέπρας (ή νόσου του Hansen όπως αποκαλείται επιστημονικά). Από το 1948 έως το 1957 ο αριθμός των ασθενών της Σπιναλόγκας μειώθηκε δραστικά.
Κάποιοι πρόλαβαν να αποθεραπευτούν. Κάποιοι άλλοι όχι.
Στις μέρες μας, ένα βιβλίο που πούλησε ήδη 1.000.000 αντίτυπα και μεταφράστηκε σε 25 γλώσσες, θύμισε σε μερικούς και έμαθε σε πολλούς, τα δράματα που φόρτισαν συγκινησιακά αυτόν τον τόπο. Τίτλος του είναι: «το νησί» και συγγραφέας του η Βικτόρια Χίσλοπ.
Κι η Σπιναλόγκα κάνει ήδη «ταμείο» αυτής της ανέλπιστης δημοσιότητας. Οι επισκέπτες της την μετατρέπουν σε ένα ιδιότυπο «προσκυνηματικό» μνημείο, που πασχίζει πια με σεβασμό να αντικαταστήσει τα … αγκάθια του με ρόδα.
Εν τούτοις, δεν είναι λίγοι εκείνοι που επισημαίνουν πως ο χώρος χρειάζεται φροντίδα και κυρίως περισσότερη πληροφορία για το τι ακριβώς συνέβη εκεί. Κι αυτό γιατί σπάνια ένας τόπος διαθέτει τόσους αιώνες έντονης κληρονομιάς, κουβαλώντας τη σφραγίδα της αρχαίας Ελλάδας, των Σαρακηνών, των Ενετών, των Τούρκων, της Κρητικής Πολιτείας, των Χανσενικών και των Νεοελλήνων. Άλλοτε ως Ενετικό κάστρο με τείχη και δεξαμενές, άλλοτε ως οθωμανικός οικισμός ή κέντρο ελεύθερου εμπορίου κι άλλοτε ως λεπροκομείο, τόπος αποκλεισμού και κομβικό σημείο για την εξέλιξη της σύγχρονης Ιατρικής. Κι αν τελικά κάτι διαφοροποιεί την Σπιναλόγκα από τα άλλα αξιοθέατα μας, είναι ότι εδώ η γη ποτίστηκε με ιστορίες αδιέξοδα τραγικές, που όμως μέσα στην απόλυτη απελπισία τους κατόρθωναν να στήσουν ρωγμές ελπίδας και ζωής, όπως αυτές που φτιάχνουν ο έρωτας, η πίστη, το ανθρώπινο πείσμα κι η αέναη δίψα για ένα πιο αισιόδοξο αύριο.
Πίσω από την μυθιστορία της Βικτόρια Χίσλοπ, υπάρχουν κρυμμένες ένα σωρό αληθινές τραγικές ιστορίες. Όπως εκείνη της προγόνου μου, που όταν έμαθε πως ο σύντροφός της μεταφέρθηκε στη Σπιναλόγκα, πούλησε κρυφά τον αργαλειό της για να δώσει “πολλούς παράδες” σε έναν βαρκάρη, τόσους ώστε να τον πείσει να την μεταφέρει νύχτα στο νησί. Κανείς δεν έμαθε πως κατάφερε να μπει στις παράγκες των λεπρών (το νησί είχε περίφραξη σαν “φρούριο” για τον αντίστροφο ακριβώς λόγο: να μην διαφύγουν από εκεί οι Χανσενικοί). Χρόνια μετά, όταν το φάρμακο βρέθηκε ο Γιάννης της, γύρισε στο χωριό. Εκείνη όμως όχι.
Ένας Μανόλης στάθηκε πιο τυχερός στα ίδια χρόνια. Νόσησε όντας αρραβωνιασμένος με το Ρηνιώ του. Συγγενείς και φίλοι σαν έμαθαν πως ο Μανόλης μεταφέρεται στη Σπιναλόγκα, αποφάσισαν να παρακάμψουν τα αυστηρά κρητικά εθιμικά και να αποδεσμεύσουν την Ειρήνη από το λογόστεμμα. Αρχές του 1940 ήταν και το Ρηνιώ μόλις στα 16 του. Ήξερε μόνο πως το καραβάκι που πήγαινε τρόφιμα στη Σπιναλόγκα επέστρεφε στον Άγιο Νικόλαο κάθε Παρασκευή. Η Ειρήνη γύριζε τα προξενιά πίσω. Έτσι κι αλλιώς πολλά δεν ήταν.
Πανέμορφη κοπέλα -λένε- αλλά όλοι ήξεραν πως ήταν η μνηστή του λεπρού.
Οι Παρασκευές του 1940 την έβρισκαν πάντα στο λιμάνι. Όμως ο καπετάνιος ποτέ δεν είχε νέα να της πει. Άφηνε τα τρόφιμα στην βορεινή πύλη κι έφευγε σαν κλέφτης, πριν ξεπροβάλει πίσω από τα κάγκελα κανένας λεπρός.
Πέρασαν χρόνια δύσκολα.
Ο πόλεμος κι η Μάχη της Κρήτης στρέψαν το ενδιαφέρον των ανθρώπων αλλού. Το Ρηνιώ όμως κάθε Παρασκευή κατέβαινε στο μώλο. Μέχρι που μία τέτοια μέρα ο Μανόλης γύρισε. Υγιής κι αποθεραπευμένος. Κατέβηκε σαν χαμένος από το καράβι και κοίταξε γύρω του. Το βλέμμα του την συνάντησε μα δεν την γνώρισε καν. Δεν ήταν όμορφη πια αλλά .. ήταν εκεί.
Συνήθως λένε πως ο Θεός οργίζεται με τους ανθρώπους. Στη Σπιναλόγκα όμως για χρόνια ένοιωθες πως συνέβαινε τ’ αντίθετο. Οι Χανσενικοί ήταν οργισμένοι με τον Θεό. Ένας Γεραπετρίτης παπάς τόλμησε να τους επισκεφθεί και να λειτουργήσει στον Άγιο Παντελεήμονα, που υπήρχε και ρήμαζε στο νησί συντροφιά με τους νέους του κατοίκους. Λένε πως στην πρώτη λειτουργία δεν πάτησε ψυχή. Οι λεπροί άκουγαν πεισμωμένοι από τα κελιά τους την ψαλμωδία, κι άλλοτε την σκέπαζαν με τα βογκητά τους κι άλλοτε με τις κατάρες τους. Ο ιερέας όμως ξαναπήγε. Στην δεύτερη τούτη επίσκεψη ένας από τους ασθενείς πρόβαλε θαρρετά στο κατώφλι του ναού.
- Παπά, θα κάτσω στην λειτουργία σου μ’ έναν όρο όμως. Στο τέλος θα με κοινωνήσεις. Κι αν ο Θεός σου είναι τόσο παντοδύναμος, εσύ μετά θα κάμεις την κατάλυση και δεν θα φοβηθείς τη λέπρα μου.
Ο ιερέας έγνευσε συγκαταβατικά. Στα κοντινά κελιά ακούστηκε η κουβέντα κι άρχισαν να μαζεύονται διάφοροι στο πλάι του ναού, εκεί που ήταν ένα μικρό χάλασμα, με λιγοστή θέα στο ιερό. Παραμόνευσαν οι Χανσενικοί στο τέλος της λειτουργίας κι είδαν τον Παπά δακρυσμένο και γονατιστό στην Αγία Τράπεζα να κάνει την κατάλυση.
Πέρασε μήνας. Οι Χανσενικοί τον περίμεναν. Πίστευαν πως θα ρθει τούτη τη φορά ως ασθενής κι όχι ως ιερέας. Όμως ο παπάς επέστρεψε υγιής και ροδαλός κι άρχισε με ηθικό αναπτερωμένο να χτυπά την καμπάνα του παλιού ναϊσκου. Έκτοτε και για δέκα τουλάχιστον χρόνια η Σπιναλόγκα είχε τον ιερέα της. Οι Χανσενικοί αναστύλωσαν μόνοι τους της εκκλησία και συνάμα αναστύλωσαν και την πίστη τους. Κοινωνούσαν τακτικά και πάντα κρυφοκοίταζαν τον παπά τους την ώρα της κατάλυσης, για να βεβαιωθούν πως το “θαύμα της Σπιναλόγκας” συνέβαινε ξανά και ξανά.
Αλλά ο ιερέας δεν ήταν ο μόνος υγιής στην κοινωνία του νησιού. Ήταν και η Ελένη. Λένε πως ήταν παντρεμένη με τον Κωστή στο Ηράκλειο, όταν εκείνος νόσησε. Νοσοκόμα η ίδια, δεν άντεχε στην ιδέα να αποχωριστεί τον άνθρωπό της. Εκείνος πάλι για να την προστατεύσει αποφάσισε αμέσως να κόψει κάθε επαφή μαζί της. Η Ελένη πήγε με το καραβάκι στη Σπιναλόγκα για να τον δει. Έκλαιγε στα κάγκελα της πύλης, παρακαλώντας να τον φωνάξουν αλλά ο Κωστής έκανε ό,τι μπορούσε για να την αποθαρρύνει. “Συνέχισε τη ζωή σου και ξέχνα με” της μύνησε. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια των μαντατοφόρων η Ελένη λένε πως πέρασε μία σήρυγγα στη φλέβα της που είχε γεμάτη με το δικό του αίμα. Ο Κωστής έτρεξε κοντά της κι οι “κλειδοκράτορες” θεώρησαν πως ανήκει πια αυτοδίκαια στην “μέσα πλευρά” της Σπιναλόγκας. Η Ελένη έζησε καιρό στο νησί των λεπρών και φρόντισε πολλούς από αυτούς. Ο άντρας της πέθανε στα χέρια της. Η ίδια όμως επέστρεψε υγιής στο σπίτι της χρόνια μετά.
Περνοδιαβαίνοντας τα κακοτράχαλα σοκάκια της Σπιναλόγκας ακόμη και σήμερα -105 χρόνια μετά- νοιώθεις την πίκρα που πότισε τον τόπο. Ίσως όσοι την επισκέπτονται θα ‘πρεπε να γνωρίζουν τα λόγια που άφησε ως παρακαταθήκη του ο άνθρωπος -που όντας φοιτητής της Νομικής τότε κι ασθενής ο ίδιος- οργάνωσε στην Σπιναλόγκα την κοινωνία των λεπρών το 1936, ο Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης: «Περπατώντας στον δρόμο της Σπιναλόγκας, σταμάτησε και κράτησε την αναπνοή σου. Από κάποιο χαμόσπιτο τριγύρω σου θα ακούσεις τον απόηχο από κάποιο μοιρολόγι μιας μάνας, μιας αδελφής ή τον αναστεναγμό ενός άνδρα. Άφησε δύο δάκρυα από τα μάτια σου και θα δεις να λαμπυρίζουν εκατομμύρια δάκρυα που πότισαν αυτόν τον ίδιο δρόμο, που εσύ διαβαίνεις σήμερα».