.

ΠΕΡΙ ΓΑΜOY MAΡΤΥΡΙΕΣ (και όχι μόνο)

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

Ο κυπριακός γάμος και τα κυπριακά τραγούδια του γάμου



ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ

Σε παλαιότερα χρόνια για ν' αποφασιστεί η μέρα του γάμου έπρεπε οι συμπέθεροι να περιμένουν πότε θα τελειώσει η τροχιά του φεγγαριού από την πρώτη του εμφάνιση ως την πανσέληνο για να ορίσουν ποια Κυριακή θα γίνουν τα στεφανώματα των παιιδιών τους. Τούτο γινόνταν έτσι επειδή επίστευαν πως αυτή η ιεροπραξία θα συντελούσε στην ευτυχία του νέου ζευγαριού. Είναι κι αυτό μία επιβίωση από το αρχαίο ελληνικό έθιμο που αναφέρει ο Ησίοδος (Σχολ. 7, 82) στα έργα του λέγοντας πως οι αρχαίοι μας πρόγονοι παρατηρούσαν τη σελήνη και κανόνιζαν αναλόγως την τέλεση των γάμων των παιδιών τους ύστερα από κάθε πανσέληνο.

Ας έρθουμε τώρα στις κυριότερες προετοιμασίες που προηγούνται από την ορισμένη μέρα του γάμου.
Ο γαμπρός με τον πατέρα του φροντίζουν να «σάσουν*» τα σπίδκια τους αν πρόκειται η νύφη να συγκατοικήσει με τα πεθερικά της. Έπειτα ο γέρος θα ψουνήσει τα τρόφιμα και τα σφαχτά που θα μαγειρεύσουν και θα σερβιριστούν στο γαμήλιο τραπέζι, ενώ οι κουμπάροι - που συνήθως είναι πάρα πολλοί, όπως και οι «κουμέρες*» - πρέπει, όπως θέλει το έθιμο να φροντίσουν για τα ξύλα που μ' αυτά θ' ανάψουν τις φωτιές για να μαγειρευτούν τα φαγητά.
γαμήλια γυρισταρκά σε κολότζιν με κρασί
Από την προηγούμενη Παρασκευή ή το προηγούμενο Σάββατο γίνονται τα καλέσματα στους συντοπίτες χωριανούς και τις χωριανές με τον ακόλουθο τρόπο: Οι «συμπεθθερές» στέλνουν στους συγγενείς και τους φίλους των την πρόσκληση με τα «κανίσκια*», που αποτελούνται από «γλυσταρκές» ή «γυριστρακές*» που τις πλάθουν, με σχέδια δαντελωτά ή κλαδωτά, με καλλιτεχνικό γούστο και τις στολίζουν με πουλάκια, με ανθρωπάκια, με λουλούδια και άλλα κάθε λογής σχέδια από λεπτοσχημαστισμένο προζύμι. Ένα ή περισσότερα «κοπέλια*» όπως και άνδρες και «κορούες*», γυρίζουν τα σπίτια φορτωμένοι με «τσέστους*» τυλιγμένους «με μαντηλιές*» ή σεβρέττες,* και γεμάτους απ' αυτές τις φρεσκοζυμωμένες μυρωδάτες κουλούρες που τις μοιράζουνε σε κάθε οικογένεια μαζί μ' ένα «λαμπάϊν»,* κάμνοντας προφορικά το κάλεσμα, «Να κοπιάσετε στο γάμο του ... και της ...», ή με ιδιόχειρη ή τυπωμένη πρόσκληση. Την ώρα που ένα κοπέλι δίνει τη γλυσταρκά και το λαμπάϊν στους προσκαλούμενους, το άλλο που είναι συνοδός του ραντίζει τους νοικοκυραίους με ροδόσταγμα από τη «μερρεχά».

σάσουν = διορθώσουν, φτιάξουν, κουμέρες = κουμπάρες, κανίσκια = δώρα, γυρισταρκές = ωραίες γλυκοζύμωτες πίτες ή κουλούρες, κοπέλια= αγόρια, κορούες= κορίτσια, τσέστοι = πανέρια, πολύχρωμοι ψάθινοι δίσκοι, μαντηλιές ή σεβρέττες = πλουμιστές πετσέτες, λαμπάϊν =  μικρή λαμπάδα, μερρέχα = μυροδοχείο.

ΤΟ ΡΕΣΙΝ

Μια από τις σπουδαιότερες προετοιμασίες του γάμου είναι το «ρέσιν», που αποτελεί το καθιερωμένο πατροπαράδοτο φαγητό, απαραίτητο για το γαμήλιο τραπέζι. Γίνεται από κοπανιστό ή χοντροαλεσμένο στα «χερομύλια»* σιτάρι που το βράζουν όπως το πλιγούρι σε μεγάλα «χαρκιά»* μέσα σε ζωμό ανάμιχτον με μεγάλα κομμάτια κρέας, αρνιού, βοδιού, χοίρου, πουλερικών και που τρώγεται σαν πηχτή σούπα.

Προτού αλεστεί το σιτάρι, δηλ. προτού γίνει όπως λένε, το «κοπάνισμαν» του ρεσιού, πρέπει πρώτα το γέννημα να πλυθεί καλά. Αυτή η δουλειά, σωστή ιεροτελεστία, γίνεται από κορίτσια, συγγένισσες και φίλες της νύφης ή του γαμπρού, που το φορτώνονται μέσα σε «πανέρκα», σε σκάφες και σε κόσκινα για να πάνε στη βρύση ή σε καμιά κοντινή πηγή να το πλύνουν. Έτσι καθώς βαδίζουν οι λυγερόκορμες κοπέλες στη γραμμή προς τον κρυστάλλινο κρουνό, τραγουδώντας, φαντάζουνε κανηφόρες σε αρχαϊκή πομπή:

Ελάτε ούλες στο νερόν, στην βρύσιν για να πάμεν

να πλύννουμεν το ρέσιν μας, στο γάμον για να φάμεν.
Ελάτε ούλες του χωρκού ν' αλέσουμεν το ρέσιν,
να φά΄ η νύφφη κι ο γαμπρός, να δούμεν αν τ' αρέση.
Πέντε μαντήλια κόκκινα κ' έναν ωραίον φέσιν,
ελάτε, κοπελλούες μου, να πλύννουμεν το ρέσιν.

Κι όταν πια με γέλια και χαρούμενα τραγούδια γυρίζουνε στο σπίτι ολόδροσες και ροδομάγουλες, το φρεσκοπλυμένο σιτάρι απλώνεται σε καθαρές ψάθες και σε χοντρά υφαντά σεντονόπανα για να στεγνώσει κάτω από τον ήλιο. Τότε μπαίνουνε σ' ενέργεια τα γερομύλια και, πάνω στο ρυθμό της μυλόπετρας που γυρίζει, οι κοπέλες ξαναρχίζουν το τραγούδι:


Σαρανταπέντε γερανοί κ΄ ένας ατός στην μέσην

ελάτε, κοπελλούες μου, ν' αλέσουμεν το ρέσιν.
Να πκιάσω στράταν μακρινήν, να κόψω χίλια μίλια,
ελάτε, κοπελλούες μου, ούλες στα χερομύλια.

Εκτός όμως από το ρέσιν πρέπει να ζυμωθούν με ψιλό αλεύρι οι νυφιάτικες γυρισταρκές όπως και τα μακαρούνια του γάμου, που θα στριφτούν, θα κοπούν και θα απλωθούν πάνω σε «σανιδκές»* στον ηλιακό, όπου θα στεγνώσουν, για να τα βράσουν την ημέρα του γάμου μέσα σε παχύ κοτόζουμο και να τα πασπαλίσουν με μπόλικο «χαλλούμιν»*. Άλλα τραγούδια των κοριτσιών συνοδεύουν και τούτες τις ετοιμασίες, ενώ ο βιολάρης ή ο λαουτιέρης κρατούν το ίσο με τα όργανά τους:


Καλώς ήρταμεν κ΄ήυραμεν τα σπίδκια τους μϊάλα

κι όπου να τρέξει 'ππόσω τους το μέλι με το γάλα.
Φέρτε 'πο κει τις σανιδκές και κάτσετε ξωγύρου
να κόψουμεν ζυμαρικά σ' υγείαν τ' ανροΰνου.
Πκιάστε ζυμάριν πάνω σας και σμίλες* και πανέριν
να κόψουμεν για να το φα' του νιόγαμπρου το ταίριν.
Εις το ζουμίν των όρνιθων ψήννουν τα μακαρούνια,
και το φαΐν τους το γλυκόν μοιάζει σαν τα λουκούμια.
Ελέτε, κοπελλούες μου, να τρίψουμεν χαλλούμια
και να παραχυονώσουμεν* τωρά τα μακαρούνια.

χερομύλια = χερόμυλοι πέτρινοι, χαρκιά = καζάνια, σανιδκές = μακριές σανίδες,  χαλλούμι = ντόπιο χωριάτικο τυρί, σμίλα = βελόνα (για το μακαρόνια είναι από χόρτο (σκλινίτζιν) που μ' αυτά κάνουν τις τρύπες στα μακαρόνια), παραχυονώσουμεν = σερβίρουμε.


ΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙΝ

Από τις παραμονές του γάμου προετοιμάζεται το «γέμωσμαν» και το «πλούμισμαν του κρεβατκιού». Κρεβάτιν στην Κύπρο λένε το στρώμα που θα ρίξουν στην «καρκόλαν»* για να κοιμηθεί το νιόπαντρο ζευγάρι. Πάνω σ' ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι, ή καταγής σε μια καινούργια ψάθα, ή στο πάτωμα, απλώνουν το κρεβατόπανο κι αρχίζουν να το γεμίζουν με βαμβάκι ή με φρεσκοπλυμένα μαλλιά «κουβέλλας»* επτά ή εννιά μονοστεφάνωτες γυναίκες, ενώ ο βιολάρης κι ο λαουτάρης παίζουν διάφορους χαρούμενους σκοπούς. Την ώρα που οι νέες γυναίκες γεμίζουν και ράβουν το στρώμα, κουμπάροι, συγγενείς και φίλοι έρχονται να το «πλουμίσουν», δηλ. να ρίξουν σ' ένα δίσκο όσα χρήματα θέλει ο καθένας, που προορίζονται για τη νύφη. Ταυτόχρονα πλουμίζουν και τους «βκιολάρηδες», ενώ οι κοπέλες τραγουδούν τα κατάλληλα για την ετοιμασία της νυφικής παστάδας «παστοπήγια», δηλ. τραγούδια, όπως τα 'λεγαν οι Βυζαντινοί:


Όρα καλή κι ώρα αγαθή κι ώρα ευλοημένη,

τούτ' η δουλειά π' αρκέψαμεν να βγη στερεωμένη,
'που τον αφέντην τον Χριστόν να ΄νι ευλοημένη.
Ο Ρή(γ)ας της Ανατολής κι ο Βασιλιάς της Δύσης
συββούλιον εδώκασιν συμπεθθερκόν να κάμουν.
Ο Ρήγας έβαλεν τον γυιόν κι ο Βασιλιάς την κόρην.
Σαστήκαν να πατρέψουσιν κ' είπασιν να καλέσουσιν,
κ' εβγήκαν να καλέσουσιν 'π' Ανατολήν και Δύσην.
Ο Βασιλιάς εκάλεσεν ούλον τ' αρκοντολόϊν
κι ο Ρήας εν' που κέλεσεν ούλον το φτωχολόϊν.
Ότι και στεφανώσασιν εκάτσασιν να φάσιν,
εκάτσασιν οι άρκοντες πάνω μερκάν των τάβλων*
εκάτσασιν και τους φτωχούς κάτω μερκάν των τάβλων.
Πάνω στο φαν, πάνω στο πιειν είπαν να τραουδήσουν,
και πάνω στα τραούδκια τους είπασιν να χαρίσουν.
Άλλος χαρίζει εκατόν κι άλλος διά*δκιακόσια,
κι ο τρίτος ο καλλίτερος χίλια και πεντακόσια.
Και το νεπέττιν* έππεσεν πάνω στο καλοήριν.
«Πε μας, μωρέ κολό(γ)ηρε, είντα 'χεις να χαρίσης;»
«Εγιώ φτωχόν καοηρίν, είντα' χω να χαρίσω;
Χαρίζω κάλλη του γαμπρού και ομορφιές της νύφφης,
χαρίζω και του νιόγαμπρου εννιά πύρκους λουβάριν*
και δεκαπέντε ξυλαλάν κι οχτώ μαρκαριτάριν.»
Εκεί χαμαί οι άρκοντες πκιον εμπρουμουττιστήκαν.*
«Σου ΄εν είσαι καλόηρος 'που ΄κείνους που λαλούσιν.
Είσ' ο αφέντης ο Γριστός οπού τον προσκυνούσιν.»

Σ' αυτό το μεταξύ το γέμισμα του στρωμάτου έχει σχεδόν τελειώσει. Δεν μένουν ακόμη παρά λίγες βελονιές και το ράψιμο τέσσερων σταυρών από κόκκινο πανί στα τέσσερα «καντούνια»* του. Διάφορα πιοτά και γλυκά προσφέρονται σε όλους, ενώ οι κοπέλλες τραγουδούν με τους ήχους της μουσικής τους παρακάτω στίχους:


Έλα, Θεέ, κ' έλα Χριστέ, έλα και Παναΐα,

τουτ' η δουλειά π' αρκέψαμεν νά' χη την ευλοΐαν.
Α λεμονιά μου φουντωτή πού' σαι στον κατεβάτην,*
σούστου* και ρίξε τους αθθούς να γεμιστή κρεβάτιν.
Μέσ' στην αυλήν της νιόνυφης κάθουνται δκυο α(η)δόνια,
εστείλασιν και 'φέρασιν ελληνικά βελόνια.
Ερέξαν* τα βελόνια τους μ' ολόγρουσον μετάξιν
και ράβκουν τα κρεβάτιν της με χάριν και με τάξιν.
Προσέχετε τες βελονιές καλά, να μεν φανούσιν,
γιατ' ύστερα θα τες θωρούν και θα σας νεγελούσιν.*
Εκόψαν την βασιλικιάν* κ' εκάμαν την δεμάτιν,
εφτά εν' οι μονοστέφανες που ράφκουν το κρεβάτιν.
Βάρτε τους τέσσερις σταυρούς στα τέσσερα καντούνια,
να πέφτουν να κουνίζουνται σαν τα φιλικουτούνια.*
Βάτρε τους τέσσερις σταυρούς, φεγγαριν εις την μέσην,
ν' αρέση τ' αντροΰνου μας την ώραν που θα ππέση.

Αφού πια τελειώσει το «γέμισμαν», το «πλούμισμαν» και το ράψιμο του κραβαθκιού, οι κουμέρες φέρνουν ένα μικρό παιδί, κατά προτίμηση αγόρι, που το βάζουν να κάνει σ' αυτό «κουτρουμπέλλες»* και το κυλούν πέρα-δώθε στο στρώμα, με την ευχή στους μελλόνυμφους ν' αποκτήσουν πολλά και όμορφα σερνικά παιδιά.

Όμως η ιεροπραξία δεν τελείωσε. Πρέπει τώρα να γίνει «ο χορός του κρεβαθκιού». Ο πρώτος κουμπάρος, ή δύο στιβαροί άντρες, ή δύο και τρεις χεροδύναμες γυναίκες, αφού τυλίξουν το στρώμα και το δέσουν με την «λιμιστίραν»,* το σηκώνουνε στους ώμους των και το χορεύουν ρυθμικά με τους ήχους των τραγουδιών και των οργάνων, ενώ την ίδια ώρα άλλες νιόπαντρες γυναίκες χορεύουνε κι αυτές τα σεντόνια και τα παπλώματα της νύφης. Ύστερα στρώνουν τη νυφική καρκόλα, πετώντας η μια στην άλλη τα σεντόνια και τα «μαβλούκια»,* και βάζουν κάτω απ' αυτά ένα ψαλίδι ανοιχτό για την προφύλαξη του αντρόγυνου από κάθε σανανική ενέργεια και από τη γλωσσοφαγία του κόσμου. Τότε τραγουδούν όλες μαζί:

Αντρέα μου Απόστολε μ' εξήντα δκυό κανόνια

βοήθα μας να στρώσουμε της νύφης τα σεντόνια.
Φέρτε και τα μαβλούκια της, κείνα τα μεταξένα
που τά ΄καμεν η νύφη μας με χέρια κουλουρένα.*

Απάνω στις χαρές αυτές οι κουμπάροι κερνούν τους χωριανούς με κρασί, κονιάκ, σταφίδκια με τραγάλια, σουτζούκια, κουλούρκα, προσγέροντάς τους και τσιγάρα.



καρκόλα = κρεβάτι, κουβέλλας = προβατίνας, σαστήκαν = ετοιμάστηκαν, τάβλων = τραπεζιών, διά = δίνει, νεπέττιν = σειρά, λουβάριν = χρυσάφι, εμπρουμουττιστήκαν = έπεσαν μπρούμυτα, καντούνια = γονιές, κατεβάτης = μεγάλο αυλάκι, σούστου = κουνίσου, ερέξαν = περάσαν, νεγελούσιν = κοροϊδεύουν, βασιλικιάν = τον βασιλικό, φιλικουτούνια = πουλιά που μοιάζουν με τρυγόνια, δεκοχτούρες, κουτρουμπέλλες = τούμπες, λιμιστίραν = σχοινί, μαβλούκια = μαξιλάρια, κουλουρένα = παχουλά σαν τ' αφράτα κουλούρια.


Η ΜΑΝΑΣΣΑ

Συμπλήρωμα απαραίτητο στις προετοιμασίες του γάμου είναι και το «στήσιμο της Μανάσσας», δηλ. η επίδειξη στους συχωριανούς του νοικοκυριού και των προικιών της νύφης που γίνεται στο σπίτι του  γαμπρού όπου έχουν από πριν κουβαληθεί. Τα σεντούκια και τ' αρμάρκα* ανοίγονται, για να βγουν και ν' απλωθούν σ' όλο το σπίτι τα καλύτερα πράγματα από τα προικιά της κοπέλας, που τα κρεμούν στους τοίχους, στα έπιπλα, στην «νιστιάν»* και όπου αλλού υπάρχει θέση. Ό,τι ωραιότερο έχει υφάνει στη «βούφα»* ή κεντήσει η χρυσοχέρα κόρη φιγουράρει μαζί με τα «φουστανίκια» και τα πανωφόρια της τελευταίας μόδας. Τα χαλκώματα και τα τζοβαϊρικά, δίπλα με τις «καντήλες»* και τ' άλλα γυαλοφλύτζανα, αντανακλούν πάνω από τις «σουβάντσες»* τις πολύχρωμες ανταύγειες των στους γύρω τοίχους. Οι φιλενάδες της νύφης συναγωνίζονται σε γούστο για το ωραιότερο στολισμό της Μανάσσας, αρχίζοντας και το κατάλληλο τραγούδι που το συνοδεύουνε με όργανα:


Φωνάξετε τις νόστιμες, πέτε τους να βουρίσουν*

Μανάσσαν εν' που στήνουμεν, για να μας βοηθήσουν.
Φωνάξετε της μάνας της να φέρει τ' ανοιχτάριν,*
να ΄βρετε τα σεντόνια της τα διπλοτριπλωμένα
που τα ετριπλοδίπλωσε με τα χρυσά της χέρια.
 Άγια Μαρίνα, σύντρεξε, κι άγια* Φανερωμένη,
βοηθάτε τούτην την δουλειάν να είν' ευλοημένη.
Σύντρεξε και βοήθα τους και στείλε τους την χάριν,
κι' άγια Χρυσορρογιάτισσα* με το γρουσόν ζωνάριν.
Σύντρεξε και βοήθησε να ΄ρτουν οι καλεσμένοι,
να ΄ρτουν οι καλεσμένοι τους κανίσκια* φορτωμένοι.
Κυρά του Κύκκου*, μια είσαι, υπερδεδοξασμένη,
οπούρκονται στην χάριιν σου 'π' ούλην την οιικομένην
και λουτουρκούν την μέραν σου πισκόποι καιι γουμένοι.
Κυρά του Κύκκου, μια είσα και άλλη του Τροόδου*
κ' ένας ο Τίμιος Σταυρός*, ο Κάνναβος* τ' Ομόδου.
Συντρέξετε, βοηθάτε τους, να 'ρτουν ευλογημένοι,
να 'ρτουν κ' οι καλεσμένοι τους κανίσσια φορτωμένοι.

Οι κυριότερες προετοιμασίες του γάμου τελείωσαν· δεν μένει πια παρά το λουτρό της νύφης, που κι αυτό παίρνει μορφή ιεροτελεστίας όταν κορίτσια με τις υδρίες στους ώμους έρχονται να λούσουν το ξανθόχρυσο ή μαυρόμαλλο κεφάλι και το λυγερό κορμί της μελλόνυμφης, απαράλλαχτα όπως γινόταν και στ' αρχαία ελληνικά χρόνια.



αρμάρκα = ντουλάπια, νιστιάν = τζάκι, εστία, βούφα = αργαλιός, καντήλες = ποτήρια, σουβάντσες = ράφια γύψινα, βουρίσουν = τρέχουν, ανοιχτάριν = κλειδί, άγια = άντε εμπρός,  Χρυσορρογιάτισσα = Παναγία η Χρυσορρογιάτισσα μοναστήρι στην Πάφο, κανίισκια = δώρα, Παναγία του Κύκκου = μεγάλο μοναστήρι της Παναγίας στην Κύπρο, Παναγία του Τροόδου = μοναστήρι της Παναγίας Τροοδίτισσας, Τίμιος Σταυρός = μοναστήρι Τιμίου Σταυρού στο χωριό Όμοδος, Κάνναβος = κομμάτι σχοινί που έδεσαν τον Χριστό στο Σταυρό,


Ο ΣΤΟΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΝΥΦΗΣ

Από πρωί-πρωί κ' ύστερα από το τελευταίο συγύρισμα του σπιτιού αρχίζει το στόλισμα της νύφης από τις συγγένισσες και τις φιλενάδες της, που βάζουν τα δυνατά τους να την ομορφήσουν όσο το δυνατό περισσότερο. Πριν αρχίσει το ντύσιμό της, ο παπάς ευλογεί το φόρεμα του γάμου και τ'  άλλα στολίδια που είναι τοποθετημένα όμορφα-όμορφα μέσα σ' έναν «τσέστο». Όταν τελειώσει η ευχή, μια από τις «κουμέρες», ανύπαντρη, ή παντρεμένη που να ζη ο άντρας της, παίρνει το κάνιστρο με τα νυφικά και χορεύει, φέροντας τρεις βόλτες μέσα στην κάμαρη.

Κ' εδώ τώρα επιθαλάμια τραγούδια εγκωμιαστικά αρχίζουν ν' αραδιάζονται για τη μελλόνυμφη:

Άγια* στολίστε την καλά την μαρκαριταρένην,

απού την έχ' η μάνα της κάθε οκτώ λου(σ)μένην
κι απού την έχει ο κύρης της μέσ' στα γρουσά χωσμένην.
Φωνάξετε της μάνας της να ΄ρτη να την ιζώση
και να της βάλη την ευκήν και να την παραδώση.
Α ΄δε* καμούς που έχουσιν οι κάμποι και τα όρη
όταν αποχωρίζεται η μάνα 'που την κόρη.

Η νέα, που ακούει ανάμεσα στον στολισμό της αυτούς τους συγκινητικούς στίχους, νιώθοντας να σφίγγεται η καρδιά της και να βουρκώνουν τα μάτια της λέει στις κοπέλες με μισοπνιγμένη φωνή:


Φωνάξετε της μάνας μου ευκήν να μου χαρίση,

το γάλαν που με βύζαξεν να μου το χαλαλίση.
Αφέντη μου και μάνα μου, μεγάλον τ' όνομάν σας,
χαλάλιν να μου κάμετε το βυζανάγιωμά σας.

Τώρα επεμβαίνουν οι στολίστρες λέγοντας της:


Μεν* κλαίεις νύφφη, μεν κλαίεις και δεν θα ρέξεις* πέρα,

η μάνα σου εν' δαχαμαί, θωρείς την κάθε μέρα.
Σήμμερ' αλλάσσει ο ουρανός, σήμμερ' αλλάσσ' η μέρα,
σήμμερα στεφανώνουμε ατόν και περιστέραν.
Μεν καμαρώνεις, νιόνυφφη, και χάνεις την ωχράν* σου,
να πάης με το ταίριν σου να χτίσης την φουλιάν σου.
Σήμερα πέντε ποταμοί στέκουν σταματημένοι,
κ' η μονοκόρη του σπιδκιού στέκει καμαρωμένη.
Η Παναγία κι ο Χριστός νά ΄ρτουν να βοηθήσουν,
το φόρεμα της νιόνυφφης να της το ευλοήσουν.
Χτενίστε τα μαλλάκια της να βκάλουν 'ποχτενίδκια,
και πέρτε τα του χρυσοχού να κάμη δαχτυλίδκια.

Όταν πια τελειώσει το νυφοστόλι, η νέα μέσα στο νυφικό της φόρεμα, χλωμή και δακρυσμένη από τη συγκίνηση, φαντάζει σαν ονειροπαρμένη οπτασία. Μα δεν αργεί ν' αποκτήσει την ψυχραιμία της και να ροδίσουνε τα μάγουλά της σαν αντικρύζει έτσι αγνώριστο τον εαυτό της στο «γιαλλίν»* κι ακούσει γύρω της λόγια θαυμαστικά όπως τούτα:


Ελάτε δα και δέτε την, κι αν έχη άλλην πέτε,

εν σαν τον ήλιον τον γρουσόν την ώραν που γεννιέται.


άγια = άντε εμπρός, α 'δε = για δες, μεν = μην, ρέξεις = περάσεις, ωχράν = χρώμα, γιαλλίν = καθρέφτης


ΤΟ ΣΤΟΛΙΣΜΑ ΤΟΥ ΓΑΜΠΡΟΥ

Παράλληλα με της νύφης γίνεται από το πρωί και η ετοιμασία του γαμπρού, που ο πατέρας του έχει καλέσει τον παπά να «σταυρώση» τα γαμπριάτικα ρούχα του κανακάρη του. Αρχίζει πρώτα το ξύρισμα του, μέσα στο σπίτι ή στην αυλή κάτω από ένα δέντρο, από τον «παρπέρην» με τη συνοδεία της ντόπιας λαϊκής μουσικής και με αστεία τραγούδια που λεν οι φίλοι του και οι κουμπάροι:

ξύρισμα του γαμπρού
Σήμμερα εν Κυριακή ευλοημένη μέρα,
ξυρίζουν και τον νιόγαμπρον με την πολλήν μανιέραν.
Παρπέρη, τα ξουράφκια σου καλά να τ' ακονίσης
και ξύρισε τον νιόγαμπρον, να μην τον τυρανήσης.
Παρπέρη, τα ξουράφκια σου να τα μαλαματώσης,
για να ξουρίσεις τον γαμπρόν, να μεν τον αιματώσης.
Παρπέρη, ξύριζε καλά, σύρνε κομμάτιν χέριν,
κι εν ώρα πόννα σμίξουσιν με τ' ακριβόν του ταίριν.
Ελάτε ούλοι γύρω του τώρα που θα τον ντύσουν
και φέρετε κολώνιες να τον μοσκομυρίσουν.

Όσοι από τους παρευρισκόμενους  θέλουν ξυρίζονται, πληρώνουν όμως οι κουμπάροι γιατί έτσι είναι το έθιμο.

χορεύοντας τα ρούχα του γαμπρού
Κι αρχίζει τώρα το ντύσιμο του γαμπρού. Οι πιο «ξευρωπαϊσμένοι» φορούν «φράγκικα», ενώ οι βουνήσιοι παντρεύονται με την πατροπαράδοτη βράκα. Αφού πρώτα ο νέος φορέσει το μεταξωτό πουκάμισο, περνάει ύστερα τη μεγάλη «προσιαστή»,* από μαύρο ακριβό ύφασμα, πολύπτυχη βράκα με τη μακριά « βάκλαν»* που, όταν θα 'ρθει η ώρα του χορού, για να μην τον εμποδίζει στις κινήσεις του θα την σηκώσει και θα την στερεώσει πίσω στην «κόξαν»* του, κάτω από την πλεχτή ή μεταξωτή σφιχτή του ζώστρα. Ύστερα θα βάλει το βελουδένιο σταυρωτό γιλέκι με τα πλεχτά κουμπιά και τα ψιλοπλουμίδια από μαύρο κορδονέτο. Πάνω απ' αυτό θα μπει το «ζιμπούνιν» με τα μακριά μανίκια, καμωμένο από ακριβή τσόχα μπλε ή μαύρη. Στα πόδια θα φορέσει «κλάτσες»* και παπούτσια μαύρα, σκαρπίνια ή ψηλές «ποδίνες».*  Σ' αυτό το διάστημα που ντύνεται ο γαμπρός οι συντρόφοι του, καμαρώνοντάς τον, του λένε και τ' ανάλογα τραγούδια με τον ήχο του βιολιού:

Άγια στολίστε τον γαμπρόν και σάστε τα μαλιά του

γιατ' εννά τον παντρέψουμε ένι με την χαράν του.
Στολίστε το, στολίστε το τ' όμορφον παλληκάριν,
που βρίσκεται στην μέσην μας, σαν ήλιος, σαν φεγγάριν.
Σ' εσέναν πρέπει νιόγαμπρε, ρολόιν με καδέναν,
γιατ' είσαι 'που ψηλήν γενιάν και που μεγάλον γαίμαν.
Κι εσέναν πρέπει, νιόγαμπρε, ρεπούπλικον καππέλλον,
που δκιάλεξες κι αγάπησες το άθθος των κοπέλλων.
Αλλάξετέ τον με χαρές τον νιόγαμπρον, κοπέλλια,
και δώστε του 'που μιαν ευκήν νά ΄χη χαρές και γέλια.
Αλλάξετέ τον γλήορα, σύρνετε νάκκον* χέριν
κ' εν' ώρα που θ' ανταμωθή με το γλυκόν του ταίριν.
Φωνάξετε της μάνας του νά 'ρθη να τον ιζώση
και να του δώση την ευκήν, να μεν το μετανοιώση.
Πάνω στο κεφαλάγκαθθον κάθεται το σγαρτίλιν*
να του χαρίση ο Θεός την μάνα και τον κύριν.
Στολίστε τον τον νιόγαμπρον με την πολλήν την βιάσιν,
κι η νιόνυφφη τον καρτερά στην εκκλησιάν να πάσιν.
Απόστολε Αντρέα μου, που ΄σαι στο περιγιάλιν,
βοήθα και του νιόγαμπρου να βάλη το στεφάνιν.

Όταν πια όλοι και όλα είναι έτοιμα, οι μελλόνυμφοι ξεκινούν χωριστά από το σπίτι του καθένας με τη συνοδεία των συγγενών τους για την εκκλησία. Αν τύχει και ο νέος κατοικεί σε άλλο χωριό, έρχεται στο χωριό της νύφης καβάλα σε περήφανον «άππαρον»* στολισμένον με καινούργια χαλινάρια και πλουμισμένα χάμουρα και με πολύχρωμα «ιχράμια»* στρωμένα  πάνω στο σαμάρι του. Έτσι καβάλα τον συνοδεύουν κ' οι δικοί του. Σύμφωνα όμως με το έθιμο του τόπου ο γαμπρός πρέπει να ξεπεζέψει, όπως και το ασκέρι του, στην είσοδο του χωριού, όπου περιμένουν να τον υποδεχτούν οι συγγενείς και γνωστοί της νύφης. Και τούτο γίνεται επειδή υπάρχει μια πρόληψη που λέει πως, αν ξένος νυμφίος έμπει καβάλα μέσα στο χωριό, «τσιλλάει το χωρκόν», δηλ. παθαίνει κάτι κακό ο τόπος.


προσιαστή = σουρωτή, βάκλα = φουφούλα, κόξα = μέση, κάτσες = κάλτσες, ποδίνες = μπότες, νάκκον = λίγο, σγαρτίλιν = καρδερίνα, άππαρος = άλογο, ιχράμια = χράμια υφαντά.


 Η ΤΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ

Προτού ξεκινήσουν για την εκκλησία, οι γονιοί της κόρης τη φιλούν και «κλαίσιν», όπως κ' εκείνη, για τον αποχωρισμό τους, αν είναι γραφτό να φύγει η θυγατέρα τους μακριά απ' το πατρικό της σπίτι. Με μπρος τα βιολιά και τα λαγούτα ξεκινούν οι δύο πομπές για την εκκλησία. Πριν αρχίσει το μυστήριο οι μελλόνυμφοι υπογράφουν ένα χαρτί καθώς και ο παπάς που θα τους «αρμάσει»*

γαμήλια πομπή μετά το γάμο
 Αρχίζει το στεφάνωμα. Παλαιότερα, ιδίως στη Πιτσιλιά,* μεταχειρίζονταν στεφάνια φτιαγμένα από κλάδους ελιάς περιτυλιγμένους με χρυσές κορδέλες. Την  ώρα που ψέλνεται το «Ησαΐα χόρευε» οι κουμπάροι και οι κουμέρες, που είναι πολλοί, ρίχνουν στο νιο ζευγάρι μύγδαλα, ρύζι, βαμβακόσπορο και γρόσια ανακατωμένα με «κουλουρούθκια»,* σιτάρι, όσπρια, που όλα μαζί συμβολίζουνε τα πλούτη και την ευτυχία. Στον κάθε κύκλο του «Ησαΐα» κλπ. οι νιόνυφοι δέχονται στη ράχη τους - ο γαμπρός δυνατότερα - χτυπήματα, όπως και οι κουμπάροι με τις κουμέρες από τους παρευρισκόμενους στον γάμο. Το έθιμο είναι αρχαίο και αναφέρεται στη γονιμότητα και την ευτυχία του ζευγαριού. Άμα τελειώσει το μυστήριο, αρχίζουν τα φιλήματα και ακολουθεί η γαμήλια πομπή προς το σπίτι του γαμπρού, ενώ οι καμπάνες γεμίζουν τον αέρα με τον χαρμόσυνον αχό τους. Από τα παράθυρα και τα μπαλκόνια των σπιτιών πέφτουν βροχή τα λουλούδια των περβολιών που ανελέητα μαδήθηκαν από τους μπαξέδες και τις γλάστρες για το ανθοράντισμα του νέου ζευγαριού. Με το άρωμα των λουλουδιών ανακατεύεται και η γλυκιά μυρωδιά από τα «καπνιστήρια»,* όπου οι γυναίκες, σύμφωνα με το έθιμο, καίνε ξερά φύλλα ελιάς που ο καπνός τους αρωματίζει τον αέρα. Όταν φθάσουν μπρος στο σπίτι ο γαμπρός ρίχνει με δύναμη πάνω στο ανώφλι της εξώπορτας ένα ρόδι, που σπάζει και οι κόκκοι του σκορπιούνται ολόγυρα, έθιμο γνωστό σε όλη την Ελλάδα σαν σύμβολο πλούτου κ' ευτυχίας. Υπάρχει και μια άλλη εκδοχή που λέει πως το έθιμο τούτο συνοδεύεται και από τη φράση: «Όπως σκάζει το ρόδι, να σκάσουν οι σκούντροι* μας». Πιθανόν και να προέρχεται από τον αρχαίο μύθο της Περσεφόνης που την ανάγκασε ο Πλούτωνας στον Άδη να φάει κόκκον ροδιού για να ξεχάσει τη μητέρα της και να γίνει γυναίκα του, επειδή, όπως λέει ο ιστορικός, «η ροιά ήτο σύμβολον του γάμου και της νυφικής παστάδος, εθεωρείτο δε ως έχουσα μαγικήν, αλεξίκακον δύναμιν». Άλλο ακόμη έθιμο, που είναι σαν επιβίωση αρχαίας δοξασίας «υπέρ του βοηθητικού δαίμονος» του σπιτιού, είναι και το να σφάζει ο γαμπρός μια κότα κόβοντάς της το κεφάλι με μια «κουνιά»* ή με μαυρομάνικο μαχαίρι, καλός κι αυτό οιωνός για τη στερέωση του σπιτιού και την κυριαρχία του αντρός πάνω στη γυναίκα.
Αν ο νέος κατοικεί σε μακρινό χωριό όπου πρέπει να τον ακολουθήσει η νύφη, τότε την παίρνει μαζί του μέσα σε άμαξα (παλαιότερα) ή αυτοκίνητο, με συνοδεία όλο το συγγενολόϊ και το κουμπαρολόϊ, πράγμα που μας θυμίζει το αρχαίο έθιμο που ο «νυμφίος» με τον «παράνυμφον» και τους γονείς της κόρης την έπαιρναν με «όχημα» και την ακάθιζαν ανάμεσό τους, ενώ νέοι και νέες συγγενείς τους ακολουθούσαν με αναμμένες δάδες ψάλλοντας γαμήλια τραγούδια. (Πολυδεύκης 3, 40, Παυσανίας 93, 1). Η αρχαία τούτη παράδοση λέει ακόμα πως, όταν το όχημα έφθανε προς στο σπίτι του γαμπρού, «συνέτριβον» τον άξονα του, πράξη που εδήμαινε πως η νύφη δεν θα εγύριζε πια πίσω στο πατρικό της σπίτι. Μα, και όταν το ζευγάρι πρωτόμπαινε  στο σπίτι, η μητέρα του ενός ή της άλλης τους έριχνε γλυκίσματα, τα λεγόμενα από τους αρχαίους «καταχύσματα» ή «τραγήματα», για να είναι γλυκαμένος ο βίος τους, πράγμα που ακόμα συνηθίζεται σε πολλά χωριά της Κύπρου από τις πεθερές, που υποδέχονται τους νιόπαντρους στην είσοδο με διάφορα γλυκίσματα.
αρμάσει = παντρέψει, Πιτσιλιά = ορεινή περιοχή στα βορειοδυτικά της Κύπρου, κουλουρούθκια = κουλουράκια, καπνιστήρια = λιβανιστήρια, σκούντροι = εχθροί, μικρή αξίνα.


ΤΟ ΓΑΜΗΛΙΟ ΓΛΕΝΤΙ

Καθισμένο τώρα το νιό ζευγάρι στον καναπέ της σάλας δέχεται τα συγχαρητήρια και τα γλυκόλογα των καλεσμένων. Η νύφη, σεμνή και χαμηλοβλεπούσα, καμαρώνει ακίνητη σαν άγαλμα. Είναι το λεγόμενο «καμάρωμαν» ή «κουκκούμωμαν» της νύφης. Οι κουμπάροι φέρνουν τους δίσκους με τα στραγάλια, φιστίκια και κονιάκ και άλλους δίσκους με γλυκά τρατέροντας τον κόσμο. Οι βκιολάρηδες και οι λαουτάρηδες παίζουν τα όργανα και τραγουδάνε τα «παινέματα του ζευγαριού:

Κάμετε τόπον, άρκοντες, και κύκλον οι παπά(δ)ες
να πα' να δω τ' ανρόϋνον 'που τες αναρκωμάες.*
Την πέτραν την πελεκητήν βάλλουν την στα καντούνια,
τώρα εσμίξασιν τα δκυό σαν τα φιλικουτούνια.
Θα βκω πάνω στην αθασιάν* να κόψω ΄ναν αθάσιν,*
τ' αντρόϋνον π' αρμάσαμεν να ζήση να γεράση.
Όσ' άστρα έχει ο ουρανός κι άθθη τα στέφανά σας,
τόσα χρονιά να ζήσετε και τόσα τα καλά σας.
 Να βκώ πάνω στην τριμυθκιάν* να κόψω 'ναν τριμύθιν,
να πούμεν και του νιόγαμπρου να χαίρεται την νύφφην.
Ώρα καλή σου, νιόγαμπρε, ώρα καλή σου, γεια σου,
να χαίρεσαι την νιόνυφφην, που στέκεται κοντά σου.
Ώρα καλή σου, νιόγαμπρε, ώρα καλή σου, γειά σου,
να σου χαρίση ο Θεός τούτα τα στέφανά σου.
Νιόγαμπρε, που να χαίρεσαι, νιόγαμπρε που να ζήσης,
στον άην τάφον του Χριστού να πα' να προσκυνήσης.
Ποχαιρετώ σε, γιόγαμπρε, και φεύκω που τα 'σεναν,
και πάω εις την νιόνυφφην, τ' αμμάθκια τα μελένα.
Ώρα καλή σου, νιόνυφφη, κ' η Παναγιά μιτά σου,*
να χαίρεσαι τον άγγελον που στέκεται κοντά σου.
Εζύμωσεν ο πλάστης μου κι έκαμεν ζυμάριν, 
κι εδκιάρτισέν* σου το κορμίν με το μαρκαριτάριν.
Όταν σ' εγέννα η μάνα σου, έτρεμεν, σαν το φύλλον,
κι' έκαμεν κόρην όμορφην, που 'θάμπωσεν τον ήλιο.
Ο νιόγαμπρος εν άγγελος κι η νύφφη περιστέριν,
και ήταν θέλημαν θεού για να γινούσιν ταίριν.
Έννα τσακκίσω δκυο χρυσά να κάμω μιαν πλατάνα,
νιόνυφφη, που να χαίρεσαι την ακριβήν σου μάναν.
Καράβιν εν και περπατεί, δίχως καραβοκύρην,
να σου χαρύνη ο Θεός τον ακριβόν σου κύριν.
Έτραύησα την ξισταρκάν* κι εξέβην η μητέρα,
να' ζήσ' η νύφφη κι ο γαμπρός, κουμπάρος και κουμέρα.

Σ' αυτό το μεταξύ ετοιμάζονται μέσα στο «μαειρκόν»* τα φαγητά για το γαμήλιο συμπόσιο. Κοπέλια και κορούες πάνε κ' έρχονται, κι άλλες ανασκουμπωμένες γυναίκες στρώνουν την τάβλα* - αν είναι καλοκαίρι έξω στην αυλή - όλο σβελτοσύνη και προκοπή. Κι όταν όλα ετοιμαστούν, οι νιόπαντροι με τους παπάδες παίρνουν θέση τιμητική στο κεφαλοτράπεζο. Το πρώτο φαγητό των νιόνυφων πρέπει να είναι περιστέρια ψητά, για να περάσουν τη ζωή τους αγαπημένοι. Το γενικό γεύμα αρχίζει από κρεατόσουπα με ρύζι, ή από πηχτό και μυρωδάτο «ρέσιν» που από τις αυγές σιγοβράζει με τα κρεάτινα κοψίδια στο μεγάλο «χαρκίν»,* του μαειρκού. Ακολουθούν τα «μακαρούνια», τα «κουπέπια»,* το ψητό χοιρινό με «κολοκάσιν»* ή αρνάκι του φούρνου με πατάτες, ή βραστές όρνιθες κ.α. Ταυτόχρονα οι γυάλινες κανάτες και οι πήλινοι «μπότες»,* που τα κοπέλια γεμίζουν από τις κάνουλες των βαρελιών με το αφριστό κυπριώτικο κρασί, έρχονται απανωτές στους συνδαιτυμόνες, αληθινή πανδαισία στον Διόνυσο και στον Βάκχο, που δροσίζει τους λάρυγγες κι ανάβει τα μεράκια φουντώνοντας το κέφι στις καρδιές, για να σειστεί ο τόπος από τα τραγούδια και τους χορούς που θ' ακολουθήσουν.

αναρκωμάες = χαραμάδες, αραιώματα, αθασιά = αμυγδαλιά, αθάσιν = αμύγδαλο, δέντρο με μικρούς σπόρους που τρώγονται, μιτά σου = μαζί σου, εδκιάρτισεν = πασπάλισε, ξισταρκά = λαδανιά, μαειρκόν = μαγερειό, κουζίνα, τάβλα =τραπέζι, χαρτζίν = καζάνι, κουπέπια = ντολμαδάκια, κολοκάσιν = είδος μεγάλων βολβών που μοιάζουν με πατάτες που χρησιμοποιείται ευρέως στην κυπριακή κουζίνα, μπότες = κανάτια του νερού


ΟΙ ΧΟΡΟΙ

Το φαγοπότι και και το γλέντι διαρκούν ως πέρα από τα μεσάνυχτα. Οι μεθυσμένοι συνδαιτυμόνες, πάνω στο κέφι τους, πολλές φορές λογοφέρνουν «για ψύλλου πήδημα», καταλήγοντας κάποτε και σε καβγά. Αν δεν μπουν άλλοι πιο νηφάλιοι στη μέση, πιάνονται στα χέρια κι αρχίζουν τις «τσαερκιές»* - κάποτε βγάζουν και μαχαίρια - που ανάβουν τα αίματα και καταλήγουνε σε άγριες συμπλοκές. Όμως η ατμόσφαιρα γαληνεύει όταν ακουστούν τα όργανα κι αρχίσουν οι χοροί που δεν έχουν τελειωμό. Και πρώτα απ' όλους ο «Καρτιλαμάς», βασικός χορός των ανδρών που τον χορεύουνε λεβέντικα δυο νέοι, ο ένας άντικρυ στον άλλον, στις τέσσερις φάσεις του που η μια διαφέρει από την άλλη στο ρυθμό και στις χορευτικές φιγούρες. Ένας από τους χορούς είναι και το «μήλον», που συνοδεύεται από τους παρακάτω στίχους:


Έκοψα 'ναν μήλον ΄που πάνω στην μηλιάν

κ' έδωκα το της κάλης μου και αλλάξαμεν φιλιά.
Έσυρα το μήλον πα στα δώματά της,
εψές δεν εκεοιμήθηκα 'που τα καμώματά της.
Έσυρα το μήλον πα' στην συκαμιάν,*
κι είπεν μου εν νάρτη κείνη κι άλλη μια.
Έσυρα το μήλον πα στην τερακιάν*
κι' ένεψα της μιάλης* κι' ήρτεν η μιτσιά.*
Έσυρα το μήλον, λασμαρίν* μου φίνο, πάνω στη μηλιάν,
κι εππέσασιν τα μήλα τζι' εμείναν τα κλωνιά.
Έσυρα το μήλον κι ΄εν εκύλισε,
κι' είπουν να τη φιλήσω κι εν εκαΐλησεν.*
Έσυρα το μήλον πα στην αθασιάν*,
 κ' ηύρα μιαν κοπέλλαν άσπρην και παχειάν.
Κι  έστειλα προξένια, παν με τα κρασιά,
πάω στον Δεσπότην, βκάλλω αρμασιάν.*
Βρίσκω κι έναν γέρο που την Μεσαρκάν,*
κρατά έναν καλάθιν κι έχει μέσα αυκά.*
Φακκώ* του μιαν του γέρου, σπάζω του τ' αυκά.
Εκράτεν και μιαν βέρκαν*, πούτουν περναρκά,*
φακκά μου μιαν ΄πο πίσω και μιαν πα' στα μερκά.*
Κάμνω μιαν έτο ΄κει*, κι ίσια μέσ' στην λυμπουρκάν,*
τρυπώνω που 'κει μέσα, βκήκα μέσ' την Τηλλυρκάν.*
Κι ηύρα μιαν κοτζιάκαριν* κι έψηννεν τυρκά*
πα να την φιλήσω, φακκά μου πατσαρκάν.

Ακολουθεί απο τους ίδιους νέους ο «Συρτός», ο «Πολίτικος» και ο «Σκαλιώτικος»* με αυτούς τους στίχους:


Αγαπά με κι' αγαπώ την,

σαν τα μάδκια μου τα δκυο,
κι αν 'εν δεκτής, μανούλλα,
φέρε μου ψακήν* να πκιω.
Αγάπω την κι' αγαπά με,
ξέρει τ' ούλος ο ντουνιάς,
συνερείστε να παρτούμεν,
για να μεν γινώ φονιάς.
Αγαπώ την κι' αγαπά με,
κι' έχομεν το στο κρυφόν,
κι' αν δεκτούσιν οι γονιοί μας,
εννά κάμουμεν χωρκόν.

Άλλος αντρίκειος χορός είναι ο «Μπάλος», που πάνω σ' αυτόν οι χορευτές «πλουμίζουν» τους βκιολάρηδες, δηλ. τους ρίχνουνε λεφτά στο πιάτο που έχουν μπρος τους πάνω σε μια καρέκλα, ή τους κολλούν τα κέρματα στο μέτωπο. Πάλι ακούγονται τραγούδια:


Τ' αμπέλι θέλει κλάδεμαν,

να κάμη το σταφύλιν,
κι' η κορασιά κολάκιεμαν,
και φίλημα στα χείλη.
Κι' αντάν να της αθθυμηθώ,
στην γέρημήν μου στρώσην
κλαίω και ανακαλιούμε την,
ώστι να ξημερώση.
Όσ' άστρα έχει ο ουρανός,
κι' ο ποταμός βυζάκια*
τόσες βολές σε φίλησα,
που κάτω στα κανάκια.
Αγρίκουν* της π' ορκόμωννεν,*
κι έβαλλα φτιν κι' αγροίκουν,
κι' ατός μου στο κορμάκιν μου,
λαμπρόν εσυνερίκκουν.*

Από τους συνηθέστερους χορούς είναι και ο λεγόμενος «Ζεϊμπέκικος», με το ανατολίτικο χρώμα και τον ρυθμό, πού ΄χει πολλά τσαλίμια και λυγίσματα και απαιτεί μεγάλη δεξιοτεχνία γιατί οι χορευτές χοροπηδούν και στριφογυρίζουν σαν κουρδισμένοι στους ήχους της μουσικής και του τραγουδιού:


Κει πάνω στον Αμίαντον*

αγάπουν μιαν Μαρίαν
κι' έμαθεν το ο Κούκουλας*
κ' έκαμεν μ' εξορίαν.
Μαννάκιν μου και μπρε και μπρε,
εν θα 'βρης άλλον σαν κ' εμέ.
Αν θέλεις λίρες και φλουριά,
έλα μαζί μου μιαν βραδιά.

Σ' αυτό το χορό, εκτός από τα τσακίσματα και τις τροφές που αναδείχνουν την ασήκικη κορμοστασιά των χορευτών, δοκιμάζεται και η αντοχή τους, γιατί μπορούν ολόκληρη ώρα να χορεύουν χωρίς να βαλαντώνουν: Είναι ακόμα κι ο αλαφροπάτητος και γρήγορος χορός του «Καροτσέρη», που κι αυτός απαιτεί αντοχή, χάρη κ' ευκινησία, όπως και από τους συνηθέστερους είναι η «Μάντρα», ο «Χασάπικος», ο «χορός του μαχαιριού» με δρεπάνια ή με μαχαίρια, που θυμίζει πρωτόγονη μονομαχία, και ο «χορός της καντήλας», δηλ. του ποτηριού, επειδή οι χορευτές έχουν τοποθετήσει πάνω στο κεφάλι τους ένα ποτήρι ή μια «κούζα»* γεμάτη νερό που, παρ' όλες τις κινήσεις και τα γυρίσματα του χορευτή, όχι μόνο στέκουν ακίνητα πάνω στην «κκελλέν»* του αλλά ούτε σταγόνα νερού δεν χύνεται έξω από αυτά. Χορεύουν επείσης και ευπράπελους χορούς όπως κι αυτόν το λεγόμενο χορό της «βράκας» και το «Πιπέριν».


τσαερκές = καρεκλιές, συκαμιά = μουριά, τερακιά = χαρουπιά, μιάλης = μεγάλης, μιτσιά = μικρή, λασμαρίν = δενδρολίβανο, εκαΐλησεν = δέχθηκε, αθασιά = αμυγδαλιά, αρμασιάν = παντρειά, Μεσαρκά = Μεσαορία, η μεγαλύτερη πεδιάδα της Κύπρου, αυκά = αυγά, φακκώ = κτυπώ, βέρκα = βέργα, περναρκά = από ξύλο του πουρναριού, μερκά = μπούτια, κάμνω μιαν έτο 'κει = κατρακυλάω μέχρι κάτω, λυμπουρκά = μυρμηγκοφωλιά, Τηλλυρκά = Τηλλυρία, ορεινή χερσόνησος της Κύπρου στο βορειοδυτικό μέρος του νησιού, κοτζιάκαρι = γριά, τυρκά = τυριά, πατασρκά = χαστούκι, σκαλιώτικος = χορός από την περιοχή της Σκάλας, δηλ. της Λάρνακας, ψακή = δηλητήριο, βυζάκια = βότσαλα, ορκόμωννεν = έβαζε όρκους, λαμπρόν εσινερίκουν = μάλλωνε με την φωτιά, Αμίαντος = το ορυχείο του Αμιάντου στο Τροόδος, Κούκουλας = διευθυντής της Εταιρίας του Αμιάντου, κούζα = μικρή στάμνα, κκελλέ = κεφάλι.

Ύστερα από τους αντρίκειους χορούς έρχονται οι «γεναικίσιμοι»* - που τους χορεύουν οι κοπέλες με σεμνόπρεπο ύφος. Είναι οι κατρσιλαμάδες, οι συρτοί και ο «Αραμπιές», σαν εισαγωγή στον χορό που θα γίνει τώρα από τους νιόπαντρους. Ο γαμπρός, με ολόστητο κορμί, μ' ένα μεταξωτό μαντίλι στον λαιμό κ' ένα κλωνί βασιλικό στ' αυτί, σηκώνει τη νύφη που «κουκκουμώνει»* και που, με μικρά ρυθμικά βήματα, σεμνή και χαμηλόθωρη, αρχίζει τον χορό μαζί του, ο ένας κατάντικρυ στον άλλο. Ο κόσμος τους καμαρώνει, τους χειροκροτεί και τους «πλουμίζει»* τη νύφη «σπλιγγιάζοντας»* πάνω στο φόρεμα και στο πέπλο της  χάρτινες λίρες, μονόλιρα και πεντόλιρα, όπως και ρίχνουν λεφτά στον δίσκο των μουζικάντηδων. Έπειτα η νύφη, αφού της ξεκαρφιτσώσουν τα χαρτονομίσματα από πάνω της, χορεύει τον συρτό με τις κουμέρες. Οι ίδιοι χοροί που προαναφέραμε χορεύονται και από άλλα ζευγάρια, ώσπου τελειώνει ποια το πρώτο γαμήλιο γλέντι μέσα στο γραφικό φυσικό πλαίσιο του χωριού με το χαρακτηριστικό απλοϊκό του χρώμα.

γεναικίσιμοι = γυναικείοι, κουκκουμώνει = καμαρώνει, το καμάρωμα της νύφης επιβάλλεται για να δείξει τη σεμνότητα και το σοβαρό της ύφος, πλουμίζει = δίνει λεφτά, σπλιγγιάζοντας = καρφιτσώνοντας,


Η ΟΚΚΑ ΤΟΥ ΤΖΙΥΡΟΥ ΣΟΥ

Ύστερα από την ημέρα του γάμου ένα από τα έθιμα που διατηρούνται ίσως ακόμη στα μακρινότερα χωριά της Κύπρου, ιδίως της Λεμεσού και της Πάφου, είναι το ακόλουθο. Όταν φύγουν πια όλοι οι καλεσμένοι, περασμένα μεσάνυχτα, και οι νεόνυμφοι μείνουν μόνοι και είναι έτοιμοι να κοιμηθούν, μια παρέα από νέους του χωριού, που τις περισσότερες φορές είναι μεθυσμένοι, μπαίνει στο σπίτι και στρογγυλοκάθεται σταυροπόδι στη μέση της νυφικής κάμαρας, φωνάζοντας απαιτητικά στον γαμπρό: «Θέλουμε την οκκάν του τζιυρού σου»*, που σημαίνει να τους δώσει κρασί, ψωμί και κρέας. Αφού καλοφάνε φεύγουν λέγοντας περίσσιες ευχές στο αντρόγυνο. Αν όμως ο γαμπρός δυστροπήσει και δεν τους δώσει ό,τι του γυρέψουν, βγαίνει έξω ένας από αυτούς και προμηθεύεται τρόφιμα που τα φρένει στο σπίτι, απ΄όπου η παρέα δεν το κουνάει, τρώγοντας και πίνοντας με την ησυχία της. Η νύφη, κατάκοπη από την κούραση, λαγοκοιμάται σε μια καρέκλα περιμένοντας υπομονετικά να τελειώσουν οι νέοι το φατοπότι τους. Το ίδιο κι ο γαμπρός, επειδή αυτό το έθιμο θεωρείται - όπως λένε - σεβαστό, ώστε να μην επιτρέπεται οι ξένοι να διωχτούν από τη νοικοκυρά. Αν όμως συμβεί το αντίθετο - πράγμα πολύ σπάνιο - τότε η συντροφιά ξεσπάει σε καβγά με τον γαμπρό και με σύγχυση της νύφης, που επί τέλους κατευνάζεται όταν τελειώσει αυτή η ενοχλητική παρένθεση και ο αντρούλης της την καθησυχάζει και την αποκοιμίζει μέσα στην αγκαλιά του.

* το έθιμο αυτό έχει διάφορες παραλλαγές και σχετίζεται με την περιουσία που έχει κληρονομήσει ο γαμπρός από τον πατέρα (κύρι) του κατά την ημέρα του γάμου του.


ΤΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
 Με τις αυγές τα πουλά αρχίζουν το πρώτο τους κελάηδημα, ενώ τα κοκόρια του χωριού κουρδίζουν τα ξυπνητήρια τους. Μετά από τόση κούραση το ευτυχισμένο ζευγάρι κοιμάται βαθιά, τυλιγμένο στα μαγικά δίχτυα ενός χρυσού όνειρου. Άν ήταν δυνατό όλη τη μέρα να μη βγουν από την ευτυχισμένη αυτή και ζεστή φωλιά τους όπου ο έρωτας κι ο πόθος, με χίλια παιγνίδια και χαμόγελα, μ' όνειρα κ' ελπίδες, φτερουγίζουν πάνω από δυό ψυχές και δυό κορμιά γεμάτα νιάτα, ζωντάνια κι ομορφιά. Μα έλα που το έθιμο έρχεται να τους ταράξει το πιο ευτυχισμένο πρωινό της ζωής τους.
Ακούονται όργανα και τραγούδια έξω από το σπίτι για την «ξημέρωσή» τους. Οι κουμπάροι και οι φίλοι χτυπούν την πόρτα τραγουδώντας:

Η πέρτικα έχτισεν φουλιάν

που κάτω στην τρανταφυλλιάν
μπαίννει  και βγαίνει και γεννά
πασαλοήτικα αυκά
κάμνει τ' αυκά κοστέσσερα
και βράζει* τ' αυκούδκια της,
και βγάλλει τα πουλλούδκια της
και σούζει* τα φτερούδκια της
και τα γαλατερούδκια της
και ρίφκει τα τραντάψυλλα,
πότε λλία, πότε πολλά
κ' οι κορασιές τα πκιάννουσιν
στον κόρφον τους τα βάλλουσιν,
ροδόστεμμαν τα φκάλλουσιν
στην εκκλησιάν τα πέρνουσιν.
Ραντίζουν πρώτα τους αγιούς
κι ύστερον τους πνευματικούς
ύστερον νήφφην και γαμπρόν
παθθεράν με πεθερρόν
κι ύστερας ούλους που γυρόν.

Ένας από τους κουμπάρους, για να ξυπνήσει τη νύφη, της τραγουδάει:

                            «Άνοιξε πόρτα της ωρκάς, πόρτα της μαυρομάτας
                              πόρτα της γαϊτανόφρυδης, κ' ήρτεν ο κληρονόμος.»

Η αγουροξυπνημένη νύφη αποκρίνεται από μέσα:

                           «Πε μου σημά(δ)ι αγκαδκιακόν*, η πόρτα να σ' ανοίξη.»

Ο κουμπάρος:  «Μάνα μου στην αυλούαν σου έχει χρυσήν μηλούαν

                                και κάμνει μήλα κόκκινα ωσάν την αφεντιάν σου.»

Η νύφη:             «Κείνον το ξέρουν βάες* μου και πέρκι να σου τό 'παν

                                 πε μου σημάδκια κλιναρκού,  ν' αννοίξω να ΄ρτης έσσω.»

Ο κουμπάρος:     «Που πάνω στο κλινάριν σου ένι χρουσόν α(η)τούι

                                   και μοιάζεις του στο πέταμα, λεγνόν μου περτικούιν.»

Η νύφη:               «Κείνον οι βάες ξέρουν το, είδαν το, κι είπαν σου το,

                                  και πε  σημά(δ)ι αγκαδκιακόν, η πόρτα να σ΄αννοίξη.»

κτλ.               κτλ.               κτλ.


Τέλος η νύφη κι ο γαμπρός ανοίγουν, και μπαίνουν οι γονιοί των και οι κουμπάροι. Μια πιστολιά στον αέρα ριχμένη από τον νιόγαμπρο αναγγέλλει στο χωριό ότι βρήκε «εν τάξη» την κόρη που έκαμε γυναίκα του. Αρχίζουν τότε τα όργανα και τα τραγούδια για να τιμήσουν την αγνότητα της παρθενίας.

Το έθιμο τούτο των Κυπρίων είναι ακόμα ένας ακατάλυτος κρίκος που μας ενώνει με την αρχαία παράδοση, σαν επιβίωση των επιθαλάμιων ύμνων που έψαλλαν οι αρχαίοι Έλληνες έξω από τη νυφική παστάδα των νεόνυμφων την επόμενη μέρα των γάμων. Ένας παρόμοιος ύμνος στα Ειδύλλια του Θεόκριτου σώζεται από το επιθαλάμιο άσμα του στην Ελένη το αφιερωμένο στον βασιλιά της Σπάρτης Μενέλαο και την πανέμορφη γυκαίκα του που λέει:

Στη Σπάρτη κάποτε, στου ξανθού Μενέλαου το σπίτι

οι πρώτες δώδεκα της πόλης παρθένες, στεφανωμένες
με θαλερό υάκινθο, έξω από τον καταστόλιστο
νυφικό κοιτώνα έστησαν τραγούδι...

Διάφορα δώρα προσφέρονται στο ζευγάρι· είναι τα λεγόμενα «Ξημερώματα», που τον αρχαίο καιρό τα ονόμαζαν «Αποκαλυπτήρια» ή «Οπτήρια».

Στις δύο η ώρα το απομεσήμερο το αντρόγυνο βγαίνει με «μερέχες» και προσκαλεί τους συγχωριανούς στο βραδινό τραπέζι. Οι καλεσμένοι φέρνουν δώρα, άλλοι χρήματα, άλλοι γυαλικά, ή ρουχισμό, ή τρόφιμα. Γίνεται πάλι γλέντι και φαγοπότι· και, η νύφη σηκώνεται να χορέψει με τις κουμέρες, της «σπλιγγιάζουν» χαρτονομίσματα στο φόρεμα της τραγουδώντας:

Όσα στολίδια, νύφφη μου, έχει το φόρεμά σου,

τόσα νά ΄ναι τα χρόνια σου και τόσα τα καλά σου.

Χορεύουν τώρα η νύφη και ο γαμπρός. Όλοι συναγωνίζονται να τους «πλουμίσουν» καρφιτσώνοντας πάνω τους όσο μπορούν περισσότερα χαρτονομίσματα.

Την τρίτη μέρα, πάλι το απομεσήμερο νωρίς, η νύφη με τις κουμέρες καλούν κορίτσια συγγενικά να ζυμώσουν και να κόψουν τα μακαρούνια, ενώ ο γαμπρός με τους κουμπάρους γυρίζει τα σπίτια του χωριού όπου του δίνουν από μια όρνιθα. Έτσι «σωρεύκει»* κάποτε 30-60 κότες κρεμασμένες σε μακριά ξύλα που τα  κρατούν στους ώμους τους. Σφάζουν και μαγειρεύουν για το βραδινό τραπέζι όσες χρειάζονται απ΄αυτές, φυλάγοντας για την άλλη μέρα τα «βλαμανκέρκα»* τους για να τα τηγανίσουν. Απ' αυτές τις κότες κρατούν και μερικές για «αγκονίν»*.
Συνήθεια υπήρχε άλλοτε, ύστερα από το φαΐ και καθώς είναι μεθυσμένοι τα κοπέλια και οι κουμπάροι, σερνικοί και θηλυκοί, να «χαλούνε τις νιστιές» δηλ. να δίνουν κλωτσιές στα τζάκια όπου μαγειρεύτηκαν τα φαγητά  και να τα μισογκρεμίζουν, βάζοντας «μούζες»* από την καπνιά στα πρόσωπά τους.
Παλαιότερα το γλέντι εξακολουθούσε ως το βράδυ της Πέμπτης στο σπίτι των νιόπαντρων, όπου οι συγγενείς, κ' οι φίλοι πηγαίνουν με τα φαγητά τους. Σήμερα όμως, ύστερα από την Τετάρτη, όλοι το ρίχνουν στον ύπνο για να ξεκουραστούν και να ξανασυγκεντρωθούν το επόμενο Σαββατοκυρίακο που  γιορτάζεται ο αντίγαμος.
Μ' αυτόν πια κλείνουν οι γιορτές και τα ξεφαντώματα  του γάμου. Το χωριό, από δω και πέρα, βυθίζεται στην πρωτινή του γαλήνη και τις νύχτες νανουρίζεται από το μονότονο τραγούδι που λέει το τριζόνι κρυμμένο στις βραγιές ή από κάποιου αηδονιού τις τρίλιες μέσα στις φυλλωσιές των δέντρων.
Μέσα από το τριανταφυλλένιο του όνειρο το νιό ζευγάρι βλέπει τώρα ν' ανοίγεται μπροστά του η χρυσή πύλη της καινούργιας ζωής κάτω από την επιτακτική δύναμη της μάνας φύσης μα και το χαμόγελο μιας καλόβολης μοίρας που δεν θα αργήσουνε κ' οι δυό να του χαρίσουν τον γλυκύτερο καρπό της ζωής και της νιότης, που θα βλαστήσει και θ' ανθοβολήσει από το ευλογημένο δέντρο της αγάπης.


βράζει = ζεσταίνει, σούζει = κουνά, αγκαδκιακόν = διακριτικό, χαρακτηριστικό, βάες = βάγες, σωρεύκει = μαζεύει, βλαμανκέρκα = το συκώτι (βλαντζίν) και το στομάχι (συντζέριν), εντόσθια, αγκονίν = γεννοβόλημα ζώου για πολλαπλασιασμό τους είδους στο μελλοντικό κοτέτσι, μούζες = μουντζούρες.


Πηγές

Από το βιβλίο της Αθηνάς Ταρσούλη «ΚΥΠΡΟΣ», τόμος Β', 1963
Κυπριακά Δημώδη Άσματα, Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, 1989
Μεταφέρθηκε στο διαδίκτυο από NOCTOC

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

20 Συμβουλές για καινούργια ζευγάρια

Νιόπαντροι
1. Να θεωρείτε ο ένας τον άλλον ως δώρο του Θεού. Εάν πιστεύετε ότι ο Θεός προόρισε τον ένα για τον άλλον, τότε ποτέ δεν θα σκεφθείτε τον χωρισμό σας.
2. Να μην σκεφθείτε το γάμο εάν δεν πιστεύετε ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος στη γη που θα μπορούσε να γίνει σύντροφος της ζωής σας.
3. Μην αφήσετε το γάμο σας με την ιδέα ότι ο ένας υπερτερεί του άλλου.
4. Μπροστά στο Θεό είστε και οι δύο ίσιοι, αν και ο ένας προς τον άλλον συμπληρώνουν αλλήλους.
5. Να δέχεστε ο ένας τον άλλον όπως είσαστε και όχι όπως θα θέλατε να ήσασταν.
6. Να μη θεωρείτε το γάμο σας σαν μια χρυσή ευκαιρία για να αλλάξετε τον σύντροφό ή την σύντροφό σε εκείνο που νομίζετε ότι θα έπρεπε να είναι. Και όμως πρέπει να είστε πάντοτε πρόθυμοι να δέχεστε συμβουλή και συστάσεις για αλλαγή.
7. Να είστε πάντοτε έτοιμοι να συμμορφώνεστε ο ένας προς τον άλλο, και οι δύο μαζί σε ένα είδος ζωής συνδέσμου παρά χωρισμού. Να αναγνωρίζετε πάντοτε ότι βρίσκεστε σε έναν κόσμο που διαρκώς αλλάζει.
8. Να μην είστε εξαιρετικά ευαίσθητοι.
9. Να μην είστε όμως ούτε και αναίσθητοι. Η αναισθησία ως προς το πως αισθάνεται ο σύντροφος ή η σύντροφός της ζωής σας δημιουργεί ένα τεράστιο χάσμα στις γαμήλιες σχέσεις
10. Να μη συμμερίζεστε το αίσθημα του συντρόφου σας, με κανέναν άλλο.
11. Ποτέ να μην χάνετε την αμοιβαία σας εμπιστοσύνη. Να συμμερίζεστε τα μυστικά σας. Πάντοτε να λέτε την αλήθεια ο ένας στον άλλο.
12. Ποτέ να μην περιμένετε να πάρει ο άλλος την πρωτοβουλία στην ένδειξη της αγάπης και του ενδιαφέροντος για τον άλλο.
13. Να ζητάτε πάντοτε συντροφιά την ο ένας του άλλου, χωρίς όμως να μην είστε πρόθυμοι να χωριστείτε εάν αυτό το απαιτήσει το καθήκον.
14. Να έχετε μαζί ώρες ξενασίας και δημιουργικής απασχόλησης.
15. Ποτέ να μην φθάνετε στα άκρα. Πολλές φορές οι πολιτικές, κοινωνικές ακόμα και θρησκευτικές τοποθετήσεις που υποστηρίζονται με απόλυτα, δημιουργούν προβλήματα που φθάνουν μέχρι τον χωρισμό.
16. Να μη χρησιμοποιείτε τη σιωπή σαν όπλο εναντίον του συντρόφου ή της συντρόφου σας. Πάντοτε να είστε πρόθυμοι να κουβεντιάζετε.
17. Να διατηρείτε πάση θυσία την αμοιβαία εκτίμηση ο ένας προς τον άλλο.
18. Να μην επιτρέπετε στους συγγενείς και στους φίλους σας να κακολογούν το σύντροφό ή τη σύντροφό σας.
19. Να ζητάτε μαζί να κάνετε κάτι για το Θεό, χωρίς να περιμένετε να «πληρωθείτε» γι αυτό.
20. Να προσευχόσαστε και να μελετάτε το Λόγο του Θεού μαζί. 

πηγή

Έτσι γράφεται η Ιστορία.



 

Π. Παλαιολόγος

«…Ξεχωρίζω μια από τη σωρεία των επιστολών. Έχει τη μικρά ιστορία της. Κάπου από την Ήπειρο περνούσαν οι μαθηταί ενός σχολείου, οδηγούμενοι από τους δασκάλους των σε σημεία λιγώτερο εκτεθειμένα σε κινδύνους. Πλησίασε έναν από τους δασκάλους και του εμπιστεύθηκε – δεν είχε ακόμη εκδοθή η απαγορευτική διαταγή για τη μεταφορά των επιστολών – ένα γράμμα για τη γυναίκα του. Ανοικτό το γράμμα γιατί φάκελος πρόχειρος δεν υπήρχε. Και ο κομιστής – δεν αμφι¬βάλλετε βέβαια – μόλις απομακρύνθηκε ενδιαφέρθηκε να γνωρίση το περιεχόμενό του.
“Η περιέργεια – ομολογεί – έφερε τα μάτια μας εις μίαν περικοπήν. Η συγκίνησίς μας υπήρξε μεγάλη. Δακρύσαμε και εθεωρήσαμεν επιβεβλημένην υποχρέωσιν να φροντίσωμεν διά την δημοσίευσιν της επιστολής ταύτης, περιτράνως καταδεικνυούσης αγνότητα και ανυπόκριτον ευγένειαν αισθημάτων ενός στρατιώτου, παιδιού του λαού. Τέτοιος είναι όλος ο στρατός. Τον είδαμε, τον ζήσαμε από κοντά εκεί στην πρώτη γραμμή…”
Μην περιμένετε ανεξάντλητα κατεβατά: Μια φρασούλα μόνο: “…Όσο για τα παιδιά να τα βάζης να προσεύχωνται κάθε βράδη για τη Νήκη τον ελληνικόν όπλων και την σωτηρίαν όλων των στρατιωτών και ύστερα για μένα…”
Μα σε δάσκαλο βρήκες να δώσης ένα τέτοιο γράμμα, φαντάρο; Κι αν αγρίευε; κι αν απέρ¬ριπτε την επιστολή; κι αν σε βαθμολογούσε με μηδέν στην ορθογραφία; Αλλά να που και οι δάσκαλοι σήμερα έχουν κλείσει το βιβλίο της γραμματικής. Αντί της ορθογραφίας σου, βαθμολόγησε δακρυσμένος, την ευγένεια και τον πατριωτισμό σου κι έδωσε και σε μας την ευκαιρία να βεβαιωθούμε ότι μπορεί κανείς να μην ξέρη να γράφη το όνομα της πατρίδας του, αλλά να την κλείη ολόκληρη στην ψυχή του. Να μην ξέρη πως γράφεται η νίκη, αλλά η νίκη να στεφανώνη τα όπλα του.
Κάπου εκεί στις χιονισμένες πλαγιές των ηπειρωτικών βουνών, ο Κωνσταντίνος Π…, αφανής άνθρωπος τον λαού χθες, άγνωστος στρατιώτης σήμερα, οραματίζεται τη γαλήνη του σπιτιού. Τέτοια ώρα θάχουν μαζευτή τα παιδιά. Τα κούρασε όλη μέρα το παιχνίδι, γέρνουν τα κεφαλάκια στο τραπέζι με τα ψίχουλα ακόμη του λιτού δείπνου των και η μητέρα τα παίρνει από το χέρι και τα οδηγεί στο κρεββάτι τους. Αγνές ψυχές έχουν τα παιδιά και ξέρει ο στρατιώτης ότι ευπρόσδεκτη είναι στους ουρανούς η προσευχή τους. Ένα κεφάλαιο κι αυτό για τον αγώνα. Κάτι να προσφέρουν και τα βρέφη. Ό,τι έχουν. Τη δέησή τους. Έτσι γυμνά, με τα λευκά πουκαμισάκια τους καθώς είναι, να υψώσουν παρακλητικά τα μάτια στα εικονίσματα και κάμνοντας αδέξια το σημείο του σταυρού να προσευχηθούν για τη νίκη. Ύστερα, αν περισσέψει καιρός, αν δεν αποκοιμηθούν τη στιγμή της δεήσεώς τους, ας θυμηθούν και τον καϋμένο τον πατέρα.
Οραματίζεται και γράφει την επιστολή του ο στρατιώτης: “Όσο για τα παιδιά…”
Δεν πρέπει να χάνονται τέτοια ντοκουμέντα. Αυτά αποτελούν την αληθινή ιστορία του πολέμου. Μια ιστορία που γράφεται στο γόνατο των φαντάρων μας, σε στρατσόχαρτα, σε πακέτα σιγαρέτων, με μια κουτσομύτα πέννα, μ’ ένα φαγωμένο μολύβι, με ανορθογραφίες, με ασυνταξίες, με βία γιατί επίκει¬ται η επίθεσις, με τη συνοδεία του βογγητού των κανονιών, με ματωμένα δάκτυλα, με επιδέσμους στο κεφάλι, χωρίς τέλος κάποτε, γιατί κάποια σφαίρα ήρθε να βάλει τελεία και να διακόψει τη συνέχεια.
Εμπρός σε τέτοια αυθεντικά κείμενα τί σημασία έχει η άλλη, η παγερή ιστορία που μας αγγαρεύουν να αποστηθίζουμε στα σχολεία; Θα βρεθή όμως άραγε κανείς να ενδιαφερθή για την περισυλλογή των σκορπισμένων αυτών σελίδων που γράφει το ένοπλο έθνος; Κάποια κρατική υπηρεσία, η Ακαδημία, η Ένωσις των Συντακτών, η εταιρεία λογοτεχνών, μια οργάνωσις που θα θελήσει να συγκεντρώσει τις πιο χαρακτηριστικές επιστολές για να σχηματίσουν τον ογκώδη τόμο της ιστορίας του πολέμου, ένα κομμάτι από την ψυχή του 1940, ιερό κειμήλιο του έθνους που θα παραδοθή στες γενεές των μεταγενεστέρων για να υπερηφανενωνται για τους προγόνους και να ευλογούν τόνομα των πατέρων τους».

Εφ. «Ελεύθερον Βήμα», 17/11/40.
(Μερόπης Ν. Σπυροπούλου , «Στην εποποιία του 1940-41, με πίστη», εκδ. Διδαχή, σ. 131-135)

πηγή

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

ΑΓΙΟΙ ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΙ ΦΕΒΡΩΝΙΑ ΤΟΥ ΜΟΥΡΟΜ(25-6)Το άγιο ζευγάρι που έμεινε μαζί αιώνια, προστάτες των έγγαμων ζευγαριών


 
Ο κνέζης Πέτρος ηταν ο δευτερότοκος υιός του Γιούρι Βλαντιμίροβιτς, ηγεμόνος του Μούρωμ, καὶ διαδέχθηκε στο θρόνο τον πατέρα του, το 1203.Εζησε στο Μούρομ και έγινε ηγεμόνας το 1203. Ὅμως ο πρίγκιπας Πέτρος αρρώστησε από τη φοβερή νόσο της λέπρας και εθεραπεύθηκε μετά από όραμα από τη Φεβρωνία, θυγατέρα ενός απλοϊκού μελισσοκόμου πού ἐζούσε στο χωριό Λάσκοβα του Ριαζάν, . Αν και δεν ήταν κνεζίνα αλλά προερχόταν από τα λαϊκά στρώματα ,θέλησε να τη παντρευτεί όπως και έγινε.

 

Οι άρχοντες όμως δεν μπορούσαν να συμβιβαστούν με αυτή τη σκέψη έλεγαν συνεχώς πως έπρεπε να παντρευτεί με κάποια από την τάξη τους . Έφτασαν να του ζητήσουν να την παρατήσει και όταν αυτός αρνήθηκε την έδιωξαν από τη πόλη.
Το νεαρό ζευγάρι έφυγε με μια βάρκα. Ο Πέτρος ήταν πολύ λυπημένος για όσα συνέβησαν όμως η Φαβρωνία τον παρηγορούσε και τον ενθάρρυνε. Σύντομα πολλές συμφορές βρήκαν τη πολιτεία του Μούρομ. Το πλήθος κατάλαβε πως οφειλόταν στην άδικη συμπεριφορά που είχαν επιδείξει προς το κνέζη και τη σύζυγό του. Μετανιωμένοι ζήτησαν από το κνέζη Πέτρο και τη σύζυγο του Φαβρωνία να γυρίσουν πίσω

 Τα άφθαρτα λείψανα των Αγ.Πέτρου και Φεβρωνίας
Το άγιο ζευγάρι γύρισε στο Μούρομ και αφιερώθηκαν στις ελεημοσύνες και τις αγαθοεργίες. Προς το τέλος της ζωής τους έγιναν μοναχοί όντες γνωστοί και με τα μοναχικά τους ονόματα : Δαβίδ και Ευφροσύνη.
Προσευχήθηκαν να πεθάνουν την ίδια μέρα και ζήτησαν να θαφτούν στο ίδιο φέρετρο με ένα μικρόχώρισμα ανάμεσα τους

Το κουβούκλιο με τα λείψανα των αγίων
Εκοιμηθήκαν τις 25 Ιουνίου του 1228 και ανακυρήχθηκαν άγιοι από τη Ρωσική Εκκλησία το 1552.
Θεωρούνται οι προστάτες των νέων έγγαμων ζευγαριών.
 πηγή 
Κινούμενα σχέδια με την ζωή των Αγίων Πέτρου και Φεβρωνίας

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

Για να αποκτήσεις καλύτερη οικογένεια, θα πρέπει πρώτα να διορθώσεις τον εαυτό σου


Philip's
Κάποια φορά την πήρε για δρομολόγιο μια κοπελίτσα 16 χρονών, η οποία είχε σχέση με ένα αγόρι 17 χρόνων. Και φυσικά αυτό το αγόρι που γνώριζε και είχε σχέση δεν ήταν το μοναδικό. Προηγήθηκαν και άλλα πολλά αγόρια με τα οποία είχε ολοκληρωμένες σχέσεις. Η Ράνια της έπιασε την κουβέντα μέσα στο ταξί:
- Γιατί το κάνεις αυτό κοριτσάκι μου, ρωτάω ευγενικά και μου απαντάει τσαχπίνικα.
- Ε, μια παροιμία δεν λέει απάτησε τον άντρα του και μάγια μη του κάνεις;
- Και ποιος σου έμαθε κοριτσάκι μου αυτή την παροιμία;
- Η μαμά μου και η γιαγιά μου.
- Αυτό κάνουν αυτές;
- Ναι!
- Δηλαδή έχουν εραστή κι αυτές;
- Ουυυ, αν έχουν…
- Ο παππούς σου και ο μπαμπάς σου δεν το ξέρουν;
- Άντε καλέ, αυτοί κοιμούνται με τα τσαρούχια!
- Ωραία οικογένεια είσαστε ε;
- Αμέ… μια χαρά! Α, δεν σας είπα και το αστείο της υπόθεσης… Ο αδελφός μου είναι ομοφυλόφιλος. Του παίρνω τους άνδρες του και μαλώνουμε. Χαμός γίνεται!

Το κερασάκι στην τούρτα ήρθε και έδεσε!
- Άκου κοριτσάκι μου, πολύ νωρίς δεν ξεκίνησες να παίζεις έτσι με τους άντρες; Ξέρεις πως όποιος παίζει με τη φωτιά στο τέλος καίγεται;
- Δηλαδή;
- Είπες πριν λίγο, απάτησε τον άντρα σου και μάγια μη του κάνεις. Έτσι δεν είπες;
- Ναι!
- Καρδούλα μου, είσαι ετυχισμένη μ’ αυτό που κάνεις;
- Δεν ξέρω.
- Αφού αμφιβάλλεις, άρα δεν πρέπει να είσαι. Πας σχολείο;
- Ναι πάω.
- Σου αρέσει η οικογένειά σου έτσι όπως είναι;
- Όχι.
- Θα ήθελες καλύτερη οικογένεια;
- Ναι! Θα ήθελα.
- Λοιπόν, για να αποκτήσεις καλύτερη οικογένεια, θα πρέπει πρώτα να διορθώσεις εσένα.
- Δηλαδή;
- Δηλαδη. Θα πρέπει να σταματήσεις να πηγαίνεις με αγόρια και να ασχοληθείς με το σχολείο σου και με το μέλλον σου. Και επειδή σίγουρα χρειάζεσαι βοήθεια για να πετύχεις τα θέλω σου, θα σε στείλω κάπου, που θα σε βοηθήσουνε πολύ. Θέλεις;
- Θέλω, αλλά που θα με στείλετε;
- Θα πάμε μαζί τώρα, θέλεις;
- Πάμε.

Πήγαμε σε κάποιον πνευματικό γνωστό μου. Μίλησαν επί μία ώρα, εγώ περίμενα απ’ έξω. Όταν τελείωσαν και ήρθε κοντά μου, με αγκάλιασε και με φίλησε. Και με κλαμμένα μάτια μου είπε: «Σ’ ευχαριστώ».
Από εκείνη την ημέρα είναι κοντά του. Σήμερα είναι δασκάλα, παντρεμένη και ευτυχισμένη.
Πηγή: Ταξιδεύοντας στα τείχη της πόλης, μοναχής Πορφυρίας

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

η «λέξη ΘΕΛΩ μέσα στην Οικογένεια»



 


 π.Παλαμάς Καλλιπετρίτης
Είναι υποχρέωσή μου να ευχαριστήσω τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτης μας και τον υπεύθυνο της Σχολής Γονέων Βεροίας Πανοσιολογιώτατο πατέρα Δημήτριο Μπακλαγή, για την τιμή που μου αποδίδουν παραχωρώντας το βήμα αυτό στην σημερινή σύναξη.
Βεβαίως θα πρέπει να ξεκινήσω με τους φυσικούς μου δισταγμούς καθώς εμείς οι άγαμοι, που δεν έχουμε ιδιαίτερη εμπειρία για την οικογένεια καλούμαστε να μιλήσουμε για θέματα τόσο λεπτά όσο είναι οι σχέσεις των συζύγων ή η διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Επιφυλασσόμαστε μόνον να προσφέρουμε λίγη από την γνώση και την εμπειρία των εξομολογήσεων που είναι πραγματικά ένα μεγάλο σχολείο ανθρώπινης ψυχογραφίας, αλλά και από όσα πατερικά κείμενα είχαμε την ευλογία να μελετήσουμε.
       Το θέμα της αποψινής μας ομιλίας δεν είναι πρωτότυπο, ούτε επιφυλάσσει εκπλήξεις. Νομίζω ότι είναι πολύ προβλέψιμο όπως το περιγράφει και ο τίτλος του: «Η λέξη ΘΕΛΩ μέσα στην οικογένεια, στο γάμο». Όσα ταπεινά θα εκθέσω στην αγάπη σας τα επόμενα λεπτά δεν θα είναι παρά γνωστές τοποθετήσεις ή περιγραφές όπως ακριβώς τα ζούμε όλοι. Επομένως αφού αυτή η ομιλία δεν έχει τίποτε νέο να μας πει θα μπορούσε μόνον να μας βοηθήσει στο να τακτοποιήσουμε τις σκέψεις μας εντός του εαυτού μας και ίσως να αναγνωρίσουμε λάθη στον ίδιο μας τον εαυτό.
Η λέξη ΘΕΛΩ είναι τοις πάσι γνωστό ότι δηλώνει την ιδιαίτερη επιθυμία κάποιου ανθρώπου.  Οι ιδιαίτερες επιθυμίες μας λοιπόν που εκφράζονται μέσα από τη λέξη ΘΕΛΩ μπορεί να είναι άμεσα βιοποριστικές ανάγκες (Θέλω να φάω, θέλω να πιω, θέλω να κοιμηθώ), μπορεί να είναι  επίπλαστες ανάγκες (θέλω να παίξω, θέλω να βγω, θέλω να διασκεδάσω) ή ακόμη και παρανοϊκές επιθυμίες (θέλω να χτυπήσω, θέλω να βρίσω, θέλω να σκοτώσω). Ο λόγος που χρειάζεται ιδιαίτερη εξέταση η λέξη ΘΕΛΩ είναι ότι σχεδόν πάντα, υπάρχει σε συνάρτηση με ένα άλλο πρόσωπο. Δεν είναι μια ενέργεια δηλαδή που έχει να κάνει μόνο με το άτομό μου, αλλά έχει να κάνει και με τους ανθρώπους του περιβάλλοντός μου ώστε να επηρεάζει τις σχέσεις μου με αυτούς.
Την περασμένη Κυριακή, αυτή της Απόκρεω, ο αψευδής Λόγος του Χριστού, περίεγραψε τη Μέλλουσα Κρίση, δίνοντας το στίγμα και με επίμονες επαναλήψεις όρισε την κατάταξη μας σε Παράδεισο ή Κόλαση ανάλογα με την προσωπική μας συμπεριφορά στους γύρω μας. «Πότε σε είδαμε πεινασμένο και σε θρέψαμε, ή διψασμένο και σου δώσαμε να πιείς; Πότε σε είδαμε γυμνό και σε ντύσαμε, ή στη φυλακή και σε επισκευτήκαμε;». Κι ο Χριστός απαντά: «Εφόσον το κάνατε σε έναν από τους ασήμαντους αυτούς αδελφούς μου, σε Μένα το κάνατε». Θεσπίζεται λοιπόν η σωστική μέθοδος κάθε ψυχής να είναι συνάρτηση με τη συμπεριφορά μας στον περιβάλλοντά μας χώρο. Πολλές φορές στα Πατερικά βιβλία θα γίνει αναφορά «Είδες τον αδελφό σου, είδες τον Θεόν σου». Κι αλλού ότι η σωτηρία μας προέρχεται από τον συνάνθρωπό μας.
Έτσι για τον κάθε άνθρωπο ο τρόπος επικοινωνίας, σωτηρίας, πνευματικής του προκοπής είναι συνάρτηση με τον διπλανό του… πολύ περισσότερο τώρα όταν ο διπλανός του είναι το πρόσωπο με το οποίο έχει συνάψει τη στενότερη σχέση που υπάρχει επί της γης: αυτή του γάμου. Ίσως σας φανεί παρατραβηγμένη η άποψη αυτή! Η σχέση του συζύγου με τη σύζυγο είναι η ανώτερη σχέση που έχει θεσμοθετηθεί πάνω στη γη; Ναι! Κι από τη σχέση του γονέα με το παιδί είναι ανώτερη η σχέση των δύο συζύγων; Ναι! Κι από τη μητέρα με το παιδί ανώτερη σχέση είναι αυτή με το σύζυγο! Πως αποκαλύπτεται αυτό; Όταν στην ευχή του γάμου ο ιερέας αναγγέλλει στους νεόνυμφους πως με το μυστήριο του γάμου «ένεκα τούτο καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και τη μητέρα και προσκοληθήσετε τη ιδία αυτού γυναικί». Εξαιτίας του γάμου ο άνδρας θα «εγκαταλείψει» τον πατέρα του και τη μητέρα του και θα προσκολληθεί στη μοναδική αυτή γυναίκα που του έλαχε! Εγκαταλείπω σημαίνει ότι φεύγω, απομακρύνομαι, διαλύω την προηγούμενή μου σχέση για να δημιουργήσω τη νέα, την θεο-ίδρυτη.
Σε αυτήν την πολύ προσωπική σχέση του γάμου, όπου άντρας και γυναίκα είναι πλέον ένα, είναι «ανδρόγυνο», ισχύει πολύ περισσότερο ότι ο ένας για τον άλλον είναι ο άμεσος πλησίον και η σωτηρία του ενός είναι απόλυτη συνάρτηση από την συμπεριφορά του στον άλλον. Πόσες φορές όμως συναντούμε ανθρώπους που έχουν τακτοποιήσει τις σχέσεις τους με όλον τον υπόλοιπο κόσμο εκτός από την εντός του γάμου σχέση. Έτσι συμβαίνει συχνά, ο κόσμος να έχει άριστη γνώμη για κάποιον τέτοιο άνθρωπο, ενώ μέσα στον γάμο του τα άτομα του αμέσου περιβάλλοντός του, της οικογένειάς του να είναι πολύ δυσαρεστημένα μαζί του. Αυτό που λέει ο λαός «για όλους είναι καλός εκτός από τους δικούς του».
Τώρα είναι η ώρα να εξετάσουμε τη λέξη «ΘΕΛΩ» μέσα στην οικογένεια για να εννοήσουμε αυτά που είπαμε παραπάνω. Στην οικογένεια παραδοσιακά έχουμε έναν Πατέρα, μία Μητέρα και ενίοτε ένα ή περισσότερα Παιδιά. Υφίστανται δηλαδή 3 διαφορετικά πρόσωπα τα οποία έχουν τις προσωπικές τους επιθυμίες και συνεπώς τα δικά τους ΘΕΛΩ. Όποιος υπερφορτώσει τα δικά του ΘΕΛΩ αναγκαστικά παίρνει έδαφος από τους άλλους δύο και τους καταπιέζει. Τα Θέλω μου είναι επιθυμίες που όσο άδολες και προσωπικές κι αν φαίνονται στην πραγματικότητα καταπιέζουν και εξουθενώνουν τους άλλους που συμβιώνουν στην ίδια οικογένεια.
Παράδειγμα; Τι σημαίνει να συνάψει κανείς μια εξώγαμη σχέση; Μπορεί ο σύζυγος στον ελεύθερό του χρόνο να θέλει να έχει μια ακόμη ερωτική σχέση. Είναι τυπικός στην εργασία του, δεν στερεί την οικογένειά του από τα συζυγικά του καθήκοντα και είναι σε όλα τυπικός. Ομοίως και μια σύζυγος έχει το φαγητό στην ώρα έτοιμο, καθαρό το σπίτι και τα παιδιά διαβασμένα! Αφού είναι προσωπική της υπόθεση να έχει και μια ακόμη σχέση έξω από το σπίτι δικαιούται να το κάνει; Κι η λογική απάντηση είναι σαφώς όχι. Γιατί όσο τυπικός κι αν είναι στα καθήκοντά του κάποιος το ΘΕΛΩ του επηρεάζει υποχρεωτικά και κάτι από τη συμβίωση,  στην περίπτωση μας τη συζυγική πίστη και εμπιστοσύνη. Άρα ποτέ μα ποτέ τα ΘΕΛΩ μας δεν είναι προσωπική μας δουλειά. Είναι κάτι που πάντα έχει άμεση σχέση με τον άλλον.
Στις περιπτώσεις τον ανδρών έχουμε παρατηρήσει διάφορες προσωπικές επιθυμίες. Μεταξύ αυτών να αναφέρουμε χαρακτηριστικά την επιθυμία πολλών για ανεξαρτησία. Η απομόνωση των συντρόφων που συχνά συμβαίνει κατά τη διάρκεια της πρώτης εγκυμοσύνης η γυναίκα δε μπορεί να ακολουθήσει το πρόγραμμα διασκέδασης κι ο άντρας βρίσκει τη ευκαιρία να αναβιώσει τις σχέσεις του με πρόσωπα που είχε πριν το γάμο. Το Θέλω του άνδρα είναι ότι έχει ανάγκη να διασκεδάσει. Η αντιπαράθεση δεν είναι εύκολη και πολλές φορές ακούμε δικαιολογίες όπως «πνίγομαι, επιτέλους θέλω να βγω λίγο έξω» και τα όμοια. Όμως με ποια λογική η λοχεία ενός παιδιού είναι μονοσήμαντη; πως μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι μόνο η γυναίκα πρέπει να σηκώσει το βάρος μιας εγκυμοσύνης; Πολλά ζευγάρια αποξενώνονται στην σημαντική αυτή περίοδο και το αποτέλεσμα καταστρέφει τη σχέση σε όλα τα υπόλοιπα χρόνια.
Το ΘΕΛΩ των γυναικών συνήθως εντοπίζεται στην αγάπη για τάξη μέσα στο σπίτι. Πως να πείσεις όμως το κακομαθημένο παληκάρι που από τη μάνα του είχε μάθει μπαίνοντας στο σπίτι να πετάει τα ρούχα του δεξιά και αριστερά, να αφήνει ένα μπάνιο ατακτοποίητο κι ένα κρεβάτι άστρωτο! Αιτίες καυγάδων, φασαρίες κι ανταλλαγές φράσεων που έχων σχέση με το ΘΕΛΩ του καθενός: «Θέλω τάξη, θέλω να μαζεύεις τα ρούχα σου, θέλω να μαζεύεις τα ψίχουλα στο τραπέζι» και ούτω καθ” εξής.  Κι από την άλλη πλευρά «Εγώ σε παντρεύτηκα για να με προσέχεις, θέλω να τα συμμαζεύεις εσύ, θέλω να πλένεις, θέλω να καθαρίζεις».
Κι οι δύο απαιτούν το προσωπικό τους βαλάντιο, τα προσωπικά τους έξοδα, την επιβολή των γονιών τους ως τα μόνα φερέγγυα πρόσωπα να βοηθήσουν στο σπίτι τους.
Οι γονείς από κοινού θέλουν για τα παιδιά τους σε αυτά να πραγματοποιηθούν τα απραγματοποίητα όνειρά τους. Το παιδί τους ΘΕΛΟΥΝ να γίνει αθλητής, μουσικός, επιστήμονας, καλλιεργημένο, ευγενικό, καλύτερο από όλα τ” άλλα. Θέλουν επίσης να μην τους ενοχλεί, να μην κάνει φασαρία, να τρώει το φαγητό του, να μην τρώει ότι δεν πρέπει, να κοιμάται στην ώρα του, να μην είναι νευρικό, να διαβάζει και να αποστηθίζει εύκολα και να μην κουράζεται πριν τελειώσει τις υποχρεώσεις του.
Τα παιδιά θέλουν να παίζουν, θέλουν να περνούν πολλές ώρες στην τηλεόραση και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, στο διαδίκτυο, να μη διαβάζουν, να μην συμμαζεύουν τα πράγματά τους, να μην έχουν υποχρεώσεις. Θέλουν να τα αγαπούν, να τα επαινούν, να τα προκρίνουν από όλα τα άλλα παιδιά, να τρώγουν ότι επιθυμούν και όσο επιθυμούν.
Ο κατάλογος των ΘΕΛΩ είναι μια κουραστική λίστα με όλες τις δυνατές περιπτώσεις που αν τα απαριθμήσει κανείς συμπερασματικά θα έχει απαριθμήσει και όλα τα προβλήματα που έχει ένας γάμος, μια οικογένεια. Κάθε πρόβλημα μας μέσα στην οικογένεια είναι ένα ΘΕΛΩ του άλλου που εμείς δεν είμαστε διατεθειμένοι να πραγματοποιήσουμε. Πολύ σωστά όμως θα έχετε την απορία να με ρωτήσετε: «και τελικά κάθε ΘΕΛΩ του άλλου πρέπει να το ικανοποιούμε;».
Υπάρχουν άνθρωποι που όντως ικανοποιούν όλα τα ΘΕΛΩ των άλλων. Προφασιζόμενοι οι άνθρωποι υπερβολική αγάπη ναι πραγματοποιούν ή ανέχονται τα ΘΕΛΩ των άλλων. Η Βιβλική Θεολογία θα μας βοηθήσει να δούμε την σωστή διάσταση του προβλήματος. Στην Παλαιά Διαθήκη υπάρχει ο Αρχιερέας των Ισραηλιτών Ηλί, άνθρωπος σοβαρός και άξιος κληρικός του Λαού του Θεού. Ο Ηλί είχε δυο γιούς για τους οποίους ήταν πολύ περήφανος και τους ετοίμαζε για διαδόχους του, τον Οφνί και τον Φινεές. Όμως τα αγόρια του ήταν πολύ κακομαθημένα. Πήγαιναν με τις πιρούνες και έπαιρναν κρέατα από τις θυσίες πριν ολοκληρωθεί η διαδικασία κι επικαλούνταν την ιδιότητά τους στους διακονητές που προσπαθούσαν να τους σταματήσουν από την ασέβεια αυτή. Το αποτέλεσμα ήταν οι δύο νέοι να αφανιστούν στον πόλεμο μάλιστα σε έναν πόλεμο που και η κιβωτός της Διαθήκης παραδόθηκε στους εχθρούς. Ο ηλικιωμένος Ηλί έμελε να είναι κακοθάνατος καθώς μαθαίνοντας τα θλιβερά νέα έπεσε από το κάθισμά του κι έσπασε το σβέρκο του. Η έκβαση της υπόθεσης θεωρείται δίκαιη τιμωρία και δυσαρέσκεια του Θεού, αφού δεν έμειναν κληρονόμοι από τη γενιά του Ηλί. Και στους μεν υιούς του Ηλί, η τιμωρία δόθηκε για την ασέβειά τους. Στον δε γηραλέο Ηλί διότι δεν επιχείρησε να διορθώσει τα παιδιά του. Η διάθεσή μας να αφήσουμε τα πράγματα να κυλούν όπως τύχει, είναι μάλλον μια εξωτερίκευση της πνευματικής μας αδιαφορίας… Ενώ σπουδαίο παράδειγμα είναι η περίπτωση του Δικαίου Ιώβ ο οποίος καθημερινά το πρωί πρόσφερε θυσία στο Θεό υπέρ των παιδιών του, μήπως και συνέβη να παροργίσουν την φιλανθρωπία Του.
Ποιος θα μας πει σήμερα τον ορισμό του ΘΕΛΩ έτσι ώστε να συνυπάρχουμε αρμονικά; Η ταπεινή μου σκέψη είναι πως χρειάζομαι ένα πρότυπο στο οποίο να συμφωνούμε αμφότεροι. Και οι δυο σύντροφοι. Κι αυτό είναι το πρότυπο που η Εκκλησία διαμόρφωσε μέσα από το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Πρώτο χαρακτηριστικό του γάμου μέσα στην Εκκλησία είναι ότι πρόκειται περί αγώνος. Είναι ένα άθλημα ο γάμος κι όχι μια χαρούμενη, ηδονική απόλαυση της ζωής. Πολλές φορές οι Ελληνικές ταινίες καταλήγουν με εμβατήριο του γάμου αφήνοντας μας να εννοήσουμε πως από εκεί και πέρα όλα είναι μέλι γάλα. Κι αυτό σκέφτεται κάθε νέος άνθρωπος που ξεκινά μια σχέση. Έρωτες, μέλι, αγάπες… που όμως πολύ γρήγορα με τη συμβίωση ξεφουσκώνουν. Κι αυτή είναι η μεγάλη αλήθεια: αφού ο άνθρωπος θα μπει σε έναν καινούργιο αγώνα, θα χρειαστεί και πνευματική βοήθεια γι αυτό και του δίδει η Μητέρα Εκκλησία την απαραίτητη πνευματική ενίσχυση για να αντέξει τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσει.
Για κάθε τέτοια αίτηση ευλογίας υπάρχει η περίοδος της προετοιμασίας. Πριν τη μετάληψη, νηστεύουμε, εξομολογούμαστε γινόμαστε δεκτικοί της Θείας Χάριτος. Πριν το γάμο δεν είναι δυνατόν να αντικαταστήσουμε την απαραίτητη πνευματική προετοιμασία με προγαμιαίες σχέσεις, με διάθεση απαξίωσης του Θεού, της Εκκλησίας, του Μυστηρίου του Γάμου. Οι πολυχρόνιες συμβιώσεις πριν φτάσει κανείς στα σκαλιά της Εκκλησίας δεν είναι τίποτα άλλο από ένα φρικτό ΘΕΛΩ της οικογενειακής ζωής πριν ακόμη εισέλθεις σε αυτήν. Κι αυτό το ΘΕΛΩ είναι τόσο ανασταλτικό της πνευματικής προετοιμασίας. Οι άνθρωποι κάνουν αγώνα να αγοράσουν το ψυγείο και την τηλεόραση, το σπίτι κι ότι άλλο βάλουν στο μυαλό τους αλλά είναι μια ιστορία προδιαγεγραμμένη να αποτύχει. Δεν έχει θεμέλιο αυτή η συμβίωση. Μπορεί να κρατήσει χρόνια αλλά δεν θα έχει κανένα πνευματικό αποτέλεσμα. Θα πρέπει ο Θεός να επιστρατεύσει πάλι την ευεργετική του φιλανθρωπία να στείλει πειρασμούς και προβλήματα για να τον αναζητήσουν και τελικώς να διορθώσουν τα κακώς κείμενα.
Ο Γάμος είναι αποκλειστικά μια συμφωνία για να αγωνιστούν δύο άνθρωποι από κοινού. Γι αυτό και θεμέλιο είναι η πίστη, αφού δεν υφίσταται γάμος με ετερόδοξο (κι αν γίνεται είναι βόλεμα, οικονομία, όχι όμως και θεία βούληση). Ενώ επιστεγάζεται συνήθως ή έτσι τουλάχιστον αποδίδει πιο αποτελεσματικά στο ίδιο επιτραχήλιο, στον ίδιο πνευματικό πατέρα στον οποίο κάνουμε την σωστή και ενδεδειγμένη υπακοή μας και παίρνουμε κοινή γραμμή. Κι από τη στιγμή που ξεκινά ο γάμος με τη θέλησή μας (όχι εξ ανάγκης ή βίας ή αδιαφορίας) ξεκινά μια πνευματική άσκηση η οποία θα οδηγήσει στη δημιουργία πνευματικών γιγάντων.
Ο δρόμος μακρύς και γεμάτος προσκόμματα. Η απαίτηση του Αγίου Πνεύματος είναι να υπάρχει συνεχώς μια υπέρβαση των προσωπικών μας θελήσεων. Στον Απόστολο Παύλο διαβάζουμε: «Ανεχόμενοι αλλήλων εν αγάπη» (Εφ. Δ᾿2), «Σύμψυχοι, το έν φρονούντες» (Φιλιπ. Β΄2), «Υποτασσόμενοι αλλήλοις εν φόβω Χριστού» (Εφ. Ε΄2). Θέσεις που δηλώνουν ότι πρώτα απ” όλα ο άνθρωπος θα νικήσει τα ΘΕΛΩ του. Το να είμαι ομόψυχος, σύμψυχος είναι η διάθεσή μου να έχω κοινή γνώμη να εξομοιωθώ, να απορροφηθώ από την σχέση μου με τον σύντροφό μου. Βλέπετε πως με την κοσμική έννοια των όρων αυτών χρησιμοποιούνται παρόμοιες ευχές και το λέμε, αλλά τώρα παίρνει τη σοβαρότητα να εκφωνείται από τα χείλη του διδασκάλου των Εθνών, που λειτουργεί ως αγωγός του Αγίου Πνεύματος. Οι εντολές έρχονται απ” ευθείας από τη βούληση του Θεού. Σχέσεις τόσο θερμές βλέπουμε στο Γεροντικό να υφίστανται ανάμεσα σε πνευματικά ανεβασμένους ανθρώπους. Σύμψυχος! Ο υποτακτικός δίνει στο γέροντά του ένα κομμάτι ψάρι καλομαγειρεμένο και νόστιμο. Του λέει : «αχ, γέροντα, συγνώμη το κατέκαψα κι έγινε κάρβουνο». «πράγματι», του απαντά ο γέροντας, «είναι παραψημένο, αλλά ο Θεός να σε ευλογεί». Μετά ο υποτακτικός δίνει ένα καμένο κομμάτι ψάρι στο γέροντα, πραγματικά καρβουνιασμένο, λέγοντας «γέροντα, αυτό είναι νοστιμότατο και πολύ σωστά ψημένο». Κι ο γέροντας το γεύεται και λέγει «πράγματι παιδί μου, τέλειο το έκανες». Δεν ομιλούμε βεβαίως περί παρανοϊκών ανθρώπων που δεν καταφέρνουν να αντιληφθούν την ποιότητα ενός γεύματος. Αλλά στην περίπτωση μας ο ένας αναπαύει τον άλλο, χωρίς δισταγμό ή καχυποψία στη σχέση τους. Ο υποτακτικός δοκίμασε την αρετή του γέροντα η οποία ήταν όντως αδαμάντινη και σοφότατη. Τον αντίποδα, τον γνωρίζεται… πως γίνεται σε κάποιον που είναι συνεχώς γκρινιάρης; Όλα είναι κακομαγειρεμένα, όλα άνοστα, όλα αλμυρά ή όλα έχουν πολύ λάδι. Ευκαιρίες για να προσβάλλουμε τον άλλον έχουμε πολλές. Εμείς ψάχνουμε ευκαιρίες να δηλώσουμε το ξεχείλισμα της αγάπης μας προς το άλλο πρόσωπο.
Το είχα αναφέρει ξανά σε ομιλία στη Σχολή Γονέων. Ελπίζω να μη σας κουράσω επαναλαμβάνοντας τα λόγια του σοφού Αγίου Χρυσοστόμου, που όντας καλόγερος πριν 1600 χρόνια και μάλιστα ασκητής συμβούλευε τους εγγάμους: «Λόγια αγάπης να  λες (στη γυναίκα σου): Εγώ από όλα τη δική σου αγάπη προτιμώ και τίποτε δεν μου είναι τόσο βασανιστικό και δυσάρεστο, όσο να βρεθώ  μακριά σου. Κι αν χρειασθεί να τα χάσω όλα, κι αν γίνω φτωχότερος από τον Ίρο, κι αν στους έσχατους κινδύνους βρεθώ, ότι κι αν πάθω, όλα μου είναι ανεκτά κι υποφερτά, όσο εσύ μου είσαι καλά. Και τα παιδιά μου είναι περιπόθητα, εφ’ όσον εσύ μας συμπαθείς… Δεν είμαστε δύο σώματα μετά το γάμο, αλλά ένα! Δεν έχουμε δύο περιουσίες, αλλά μία… Όλα δικά σου είναι, κι εγώ δικός σου είμαι κορίτσι μου! Αυτό με συμβουλεύει ο Παύλος λέγοντας ότι ο άνδρας δεν εξουσιάζει το σώμα του, αλλά η γυναίκα… Ποτέ να μην της μιλάς με πεζό τρόπο, αλλά με φιλοφροσύνη, με τιμή, με αγάπη πολλή. Να την τιμάς και δεν θα βρεθεί στην ανάγκη να ζητήσει την τιμή από άλλους… δεν θα χρειασθεί να ζητήσει επαίνους αλλού, αν έχει τους δικούς σου! Να την προτιμάς από όλους για όλα, για την ομορφιά, για την σωφροσύνη της, και να την εγκωμιάζεις! Να κάνεις φανερό ότι σ’ αρέσει η συντροφιά της κι ότι προτιμάς να μένεις στο σπίτι για να είσαι μαζί της, από το να βγαίνεις στην Αγορά. Απ’ όλους τους φίλους να την προτιμάς, και από τα παιδιά που σου χάρισε, κι αυτά εξ αιτίας της να τα αγαπάς…»
Είναι όπως το περιγράφει ακριβώς ο απόστολος Παύλος λέγοντας «ο λόγος υμών πάντοτε εν χάριτι, άλατι ηρτυμένος» (Κολ. Δ΄ 6), ο λόγος μας να μην είναι πεζός, άνοστος αλλά αλατισμένος, με νόημα, ουσία, εγκαρδιότητα.
Απαράβατος νόμος του γάμου όπως τον θέλει ο Θεός και που συνεχώς κοντράρεται με το δικό μας ΘΕΛΩ είναι η μονιμότητά του. Ο Γάμος ποτέ μα ποτέ και για κανέναν λόγο δεν διαλύεται. Επιμένει σε αυτό ο ίδιος ο Σωτήρας Χριστός. Δεν υπάρχει δεύτερος και τρίτος γάμος, αλλά όλα αυτά είναι βολέματα, εκοσμίκευση των Εκκλησιαστικών νόμων ώστε να συμπαρασταθεί έτι περισσότερο τον πεπτοκότα άνθρωπο. Κι αυτή η ελεημοσύνη της Εκκλησίας καταπατάται και γίνεται αιτία να αμαρτάνουμε έτι περισσότερο. Από αρχής ένας άντρας και μια γυναίκα πλάστηκαν. Δεν υπάρχει τρόπος να διαλυθεί το μυστήριο όπως δεν είναι δυνατόν να φύγει η αγιαστική δύναμη του αγιασμού ή η θεία κοινωνία να ξαναγίνει ψωμί και κρασί… Το ανδρόγυνο που έγινε έτσι με επέμβαση του Αγίου Πνεύματος δεν είναι δυνατόν να λυθεί και να ξαναγίνουν μονάδες όσο κι αν ανταλλάσουν ύβρεις ενώπιον ενός δικαστηρίου. Δυστυχώς η υπερβάλλουσα τρυφερότητα που πολλές φορές και μέσα στις εκκλησίες παρουσιάζεται προκλητικά καταλήγει σε ένα αδυσώπητο μίσος κι ένα αρνητικό ΘΕΛΩ: Δεν θέλω να τον ξαναδώ ή να την ξαναδώ.
Που σκόνταψε ο γάμος κι έφτασε στο διαζύγιο; στο ότι είχαμε κατά νου ένα πρότυπο ανθρώπου. Δεσμευτήκαμε με αυτόν τον άνθρωπο αλλά δεν καταφέραμε να τον αλλάξουμε. Κι έτσι αισθανόμαστε προδομένη την αγάπη μας, το ΘΕΛΩ μας! Ή χειρότερα εξουθενώνουμε έναν άνθρωπο που δεν ταιριάζει με τα ΘΕΛΩ μας. Όμως ποιος μας εγγυήθηκε ποτέ ότι θα πάρουμε έναν άνθρωπο για σύντροφο και θα είναι όπως ακριβώς μας ταιριάζει; Μα τότε δεν θα είναι μια καταπιεσμένη προσωπικότητα ή μάλλον ένας άνθρωπος χωρίς προσωπικότητα, που θα μας είναι πειθήνιο όργανο; Ο ψυχολόγος Λέων Μπουσκάλια αν και της Δυτικής Φιλοσοφίας θα προτείνει: Αντί να ψάχνεις έναν άνθρωπο κατά τα πρότυπά σου, παρατήρησε τον άνθρωπο που έχεις μπροστά σου και ανακάλυψε αν τον ανέχεσαι και μπορείς να συμβιώσεις μαζί του! Τον άνθρωπο όπως τον βρεις όχι όπως τον ΘΕΛΕΙΣ!
Μέσα στο γάμο όλα έχουν μια ιεραρχία. Οι μεγάλοι πνευματικοί μας προτείνουν να δεχόμαστε τον ανδρισμό του Πατέρα, δηλαδή ο Πατέρας να φαίνεται ότι έχει τον πρώτο λόγο μέσα στην οικογένεια. Επειδή ο άνδρας όσα χρόνια και να περάσουν είναι ένα παιδί, απλά θέλει να επιβεβαιώνει τα πρωτεία του και τη θέση υπεροχής. Αν μια γυναίκα του προσφέρει αυτή την παιδιάστικη επιθυμία του, το πιθανότερο είναι να τον έχει ευτυχισμένο και ολοκληρωμένο. Μια συζήτηση για κάθε θέμα που να καταλήγει στο σύζυγο: «τι αποφασίζεις να κάνουμε;» συνήθως φέρνει αποτελέσματα αγαθά. Ενώ φράσεις του τύπου : «είσαι άχρηστος, κάθε φορά που σε ακούμε την παθαίνουμε», προφανώς θα φέρουν τα αντίθετα αποτελέσματα.
Μεγάλο κεφάλαιο είναι τα ΘΕΛΩ των παιδιών μας, τα οποία σήμερα έχουν γίνει παράλογα. Παρανοϊκά. Στα βιβλία γλώσσας της στοιχειώδους εκπαιδεύσεως τα παιδιά κάνουν μάθημα δύο φορές τουλάχιστον για τα δικαιώματά τους. Μία φορά μαθαίνουν και την διαμαρτυρία με συλλαλητήριο! Βεβαίως δεν γίνεται λόγος καθόλου για υποχρεώσεις ενός μαθητή, ενός ανήλικου. Μου προκάλεσε πολύ εντύπωση στην Αιρετική Ιταλία η στάση όλων των παιδιών έως και των εφήβων που έσπευδαν να παραχωρήσουν τη θέση τους στο λεωφορείο, σε αντίθεση με την Ελλάδα όπου αδιάφορα παρακολουθούν όχι ρασοφόρους αλλά και ανθρώπους με ειδικές ανάγκες και βάρος χρόνων να τους ταλαιπωρεί χωρίς καθόλου να ξέρουν ότι είναι τυπική υποχρέωσή τους να σηκώνονται. Σήμερα που τα παιδιά είναι αποτέλεσμα ενός ανυπόφορου ΘΕΛΩ μαθαίνουν να είναι απαίδευτα και εγωκεντρικά.
Οι ταλαίπωροι γονείς ΘΕΛΟΥΝ οπωσδήποτε ένα παιδί. Θα κάνουν τα πάντα, θα δανειστούν μέχρι εξαχρειώσεως για να φτάσουν με την υποβοηθούμενη από ιατρικά μέσα αναπαραγωγή. Δεν τους ενδιαφέρουν εάν στο μεταξύ έχουν σκοτώσει πολλά έμβρυα στις προσπάθειες που γίνονται στα ιατρικά εργαστήρια. Δεν τους ενδιαφέρει μήτε το ΘΕΛΩ του Θεού. Μόνον το ΘΕΛΩ το δικό τους. Ένα αρρωστημένο ΘΕΛΩ, που στα προηγούμενα χρόνια μπορεί να έκανε 3,5 ή περισσότερες εκτρώσεις γιατί ΘΕΛΑΝΕ να κάνουν πράξη αναπαραγωγής χωρίς αναπαραγωγή και καταλήγουν τώρα με το στανιό να κάνουν αναπαραγωγή χωρίς πράξη αναπαραγωγής αλλά στο ψυχρό περιβάλλον ενός εργαστηρίου. Κι αυτό το άρρωστο και εκβιαστικό ΘΕΛΩ θα βγάλει ένα παιδί για το οποίο ο Θεός δεν ενέκρινε την μητρότητα ή την πατρότητα, δεν ήταν επιλογή Του. Τα παιδιά που έρχονται στον κόσμο με το ζόρι συνήθως αντιμετωπίζονται από τους γονείς τους με διαπαιδαγώγηση ελλιπή. Η προσπάθειά τους να γίνουν γονείς τους κάνει υπερευαίσθητους. Και το παιδί μεγαλώνει με μια υπεροψία που είναι εντυπωσιακή.
Σε μένα που ο Θεός έδωσε να είμαι άτεκνος ως προς τη σάρκα με ξενίζει πάρα πολύ να ακούω τρίχρονα ή πεντάχρονα παιδάκια με τσιριχτές φωνές να επιβάλλουν τη θέλησή τους στους γονείς τους: «Δε θέλω να κάτσω εδώ. Δε θέλω να φάω αυτό. Πάμε να φύγουμε. Τώρα». Και με εκβιασμούς και με φωνές οι ταλαίπωροι και ανειδίκευτοι παιδαγωγοί, οι γονείς, υποκύπτουν στα παιδιά τους όταν ακόμα αυτά είναι βρέφη. Αλήθεια, τι θα γίνει όταν γίνουν έφηβοι, που η κατάσταση θα είναι πολλαπλάσια δύσκολη;
Κι όταν χωρίσουν οι γονείς τότε τι θα γίνουν τα παιδιά; Ο κάθε γονιός θα θέλει να τα έχει με το μέρος του. Και θα τους χαρίζει ότι ΘΕΛΟΥΝ ενώ συνάμα θα κατηγορεί και τον άλλο γονέα δημιουργώντας τεράστια σύγχυση στο συναισθηματικό κόσμο των παιδιών. Και τα ΘΕΛΩ τους θα θεριέψουν και θα γίνουν τέρατα που θα καταφάνε τους συνανθρώπους τους, πολλές φορές δε και θα τους οδηγήσουν στην αυτοκαταστροφή.
Η λέξη ΘΕΛΩ μπορεί να αντικατασταθεί με μια παλιά λεξούλα πολύ πολύ ξεχασμένη. Χρησιμοποιούνταν παλιότερα εκτενώς, αλλά ο νεωτερισμός, ο χαρακτηρισμός της ως φασιστική την απέκλεισε από το σύγχρονο λεξιλόγιο. Το παιδί ΘΕΛΕΙ να ξενυχτήσει. Εγώ ΘΕΛΩ να κοιμηθεί. Όμως η αλήθεια είναι πως το παιδί ΠΡΕΠΕΙ να κοιμηθεί. Η λέξη ΠΡΕΠΕΙ είναι η μόνη άξια και σοβαρή λέξη που οφείλουμε να έχουμε στο λεξιλόγιο μας αφού αναγνωρίσουμε τους νόμους που διέπουν έναν γάμο και την οικογενειακή ζωή. Έτσι ΠΡΕΠΕΙ να σεβαστούμε τα πεθερικά, ΠΡΕΠΕΙ το σπίτι να είναι καθαρό και τακτοποιημένο, ΠΡΕΠΕΙ οι σύζυγοι να συζητάνε, ΠΡΕΠΕΙ ο άντρας να είναι τρυφερός, ΠΡΕΠΕΙ η γυναίκα να είναι θηλυκή, ΠΡΕΠΕΙ το παιδί να είναι υπάκουο. Αυτή η λέξη ΠΡΕΠΕΙ δίνει μια διάσταση στην Οικογένεια τέτοια που να υπάρχουν κανόνες. Δε χρειάζεται να συμφωνείς ή να διαφωνείς, να θέλεις ή να μη θέλεις να εφαρμόσεις όσα ο γάμος υπαγορεύει. Αφού επέλεξες να παντρευτείς, απλά ΠΡΕΠΕΙ. Αυτοί είναι οι όροι του παιχνιδιού το οποίο εσύ θέλησες να παίξεις. Όπως ΠΡΕΠΕΙ να μείνεις με έναν σύντροφο σε όλη σου τη ζωή είτε το θες είτε όχι. Ανεξάρτητα αν αυτό το πρόσωπο λες ότι δεν το αντέχεις, δεν το μπορείς, δεν γίνεται να είσαι με αυτό. Ότι το μισείς, το εχθρεύεσαι, το απεχθάνεσαι. Επέλεξες να το παντρευτείς. Τώρα δεν έχει γυρισμό. ΠΡΕΠΕΙ να μείνεις και να το πολεμήσεις σαν άλλος μάρτυρας και ομολογητής.
Τελικά η λέξη ΘΕΛΩ μου φαίνεται σα μια γεννήτρια προβλημάτων. Και πως να μην είναι αφού κρύβει το μεγαλύτερο από τα πάθη, το χειρότερο από τις δαιμονικές επιρροές: Τον Εγωισμό. Αυτό που θέλω είναι συνάρτηση όσων έμαθα, όσων εμπειριών έχω, όσων κατακτήσεων έχω κάνει στη ζωή μου. Κι από αυτά που έχω κατορθώσει δεν θέλω να μετακινηθώ. Συνήθως στα νεαρά ζευγάρια λέμε «λίγο ο ένας, λίγο ο άλλος ας κάνετε υποχωρήσεις». Αυτό το λέμε για να χρυσώσουμε το χάπι, να κάνουμε πιο εύκολη τη συμβίωση. Αλλού, πιο οριστικά βρίσκεται η λύση.
Σύμφωνα με την Πατερική Παράδοση, κάθε θέλημα είναι δαιμονικό. Κάθε φορά που εκφράζεται η λέξη ΘΕΛΩ ειδικά μέσα σε ένα μοναστήρι οι μοναχοί τρομάζουν και θεωρούν ότι εισέβαλε ο ίδιος ο διάβολος για να ταράξει την ηρεμία τους. Κι είναι αλήθεια πως κάθε φορά που η επιθυμία γίνεται βούληση κι επίμονη απαίτηση, δηλαδή ΘΕΛΩ, τότε ο διάβολος βρίσκει ορθάνοιχτη την πύλη για να δημιουργήσει λογισμούς, συγκρούσεις, αντιλογία. Δεν θα μπορούσε στην ασκητική και φιλομόναχη Ορθοδοξία μας να είναι άλλη η λύση για κάθε διμερή σχέση, ενός Αφεντικού με τον υπάλληλό του, ενός Γέροντα με τον υποτακτικό του, μιας γειτόνισσας με την φίλη της, ενός άντρα με τη σύζυγό του. Ο αγώνας να ξεχαστεί η προσωπική μας επιθυμία είναι ο μοναδικός δρόμος να υπάρχει πνευματική ηρεμία και γιατί όχι και επινίκιο στεφάνι από τον Αγωνοθέτη Θεό. Όταν οι σύντροφοι αποφασίσουν ότι δεν ζουν για τα ΘΕΛΩ τους, «μη εαυτώ αρέσκειν αλλά το εταίρω» κατά τους λόγους του Αποστόλου Παύλου τότε η συμβίωση είναι αρμονική. Κι όταν καταπιέζεται κάτω το ΘΕΛΩ μας για το χατήρι του Χριστού τότε γιατί η ζωή μας να μην έχει πνευματική ανάταση, χάρη, ευλογία από Αυτόν;
Τα ΘΕΛΩ μας είναι ατελείωτα. Αναγνωρίζω ότι δεν κατάφερα με αυτήν την ομιλία να σας φωτίσω ή να σας πείσω. Είναι στάση ζωής να αλλάξει κανείς τόσο ριζικά ώστε να αποσιωπά την προσωπική του επιθυμία για την οικογενειακή αρμονία και πρόοδο. Γι αυτό και καταλήγω με ένα παράδειγμα από τον σύγχρονο γέροντα Πορφύριο που τόσα σοφά και αγιοπνευματικά αποφθέγματα μας άφησε. Μια κυρία αντιμετώπιζε πρόβλημα με το γιό της. Το παιδί στη εφηβεία είχε πέσει στα ναρκωτικά. Εδώ εμφανίζεται το ΘΕΛΩ της κυρίας αυτής. Το παιδί μου ΘΕΛΩ να γίνει καλά. Δεν ανέχομαι το παιδί μου που το ανέθρεψα να μη του λείπει τίποτα να έχει πρόβλημα τώρα! Και τι θα κάνουμε με τον κόσμο που γινόμαστε ρεζίλη κ.ο.κ. Ο Γέροντας την κοίταξε σοβαρός και της είπε: «σήκωσε τη φούστα σου να δω τα πόδια σου». Η κυρία ξαφνιάστηκε και βρήκε τολμηρή την απαίτηση του Γέροντα. Κι ο Γέροντας της εξήγησε: «Να δω αν τα γόνατά σου κόρη μου, αν είναι σκληρημένα από τις μετάνοιες και τις γονυκλισίες υπέρ του παιδιού σου», αφήνοντας την άναυδη.
Πραγματικά κι εγώ στο μοναστήρι μου κι ο καθένας στο γάμο του πρέπει να αφήσουμε το επάρατο ΘΕΛΩ. Η ωριμότητα των καταστάσεων, η εμπειρία με τα χρόνια θα μας οδηγήσουν  στην τέλεια προσευχή «γενοιθήτο το θέλημα Σου, όχι ως εγώ ΘΕΛΩ αλλά ως συ».

πηγή